Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Βαγγέλης Παπαδιόχος: Εἶναι δικὴ σου

 

Βαγγέλης Παπαδιόχος: Εἶναι δικὴ σου


Βαγ­γέ­λης Πα­πα­δι­ό­χος

Εἶ­ναι δι­κή σου

 ΒΡΟΧΗ ΕΠΕΦΤΕ ἀ­στα­μά­τη­τα κά­νον­τας τὶς λακ­κοῦ­βες τοῦ δρό­μου νὰ ξε­χει­λί­ζουν. Ἡ Μι­μό­ζα κα­θό­ταν σὲ μιὰ στά­ση λε­ω­φο­ρεί­ου μὲ τὸ βλέμ­μα καρ­φω­μέ­νο στὸ ρε­τι­ρὲ τῆς ἀ­πέ­ναν­τι πο­λυ­κα­τοι­κί­ας.

        «Εἶ­ναι ὥ­ρα», μουρ­μού­ρι­σε. «Ἐν­τά­ξει, χώ­ρι­σε πρό­σφα­τα καὶ τοῦ ἔρ­χε­ται δύ­σκο­λο. Ἂν ὅ­μως δεί­ξω πὼς θέ­λω νὰ πᾶ­με πα­ρα­κά­τω… Ναί, μό­λις στα­μα­τή­σει ἡ βρο­χὴ θὰ πά­ω», συμ­πλή­ρω­σε κι ἄ­να­ψε τσι­γά­ρο.

        Ἄ­νοι­ξε τὴν κόκ­κι­νη ὀμ­πρέ­λα ποὺ τῆς εἶ­χε δώ­σει προ­χθὲς στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο. Μιὰ ξαφ­νι­κὴ μπό­ρα εἶ­χε ξε­σπά­σει καὶ τό­τε κα­θὼς ἑ­τοι­μά­ζον­ταν νὰ φύ­γουν.

       «Πά­ρ’ την, βρέ­χει πο­λύ», τῆς εἶ­πε.

       «Κι ἐ­σύ;»

       «Ἔ­χω τὴν κου­κού­λα. Πά­ρ’ την, εἶ­ναι δι­κή σου!» ἐ­πέ­μει­νε χα­μο­γε­λα­στός.

       Ὅρ­μη­σε τό­τε πά­νω του καὶ τὸν φί­λη­σε σὰν νὰ ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ ποὺ τὸν ἔ­βλε­πε. Μό­λις ἀ­πο­χαι­ρε­τί­στη­καν στα­μά­τη­σε ἕ­να τα­ξὶ καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε τὸ ἁ­μά­ξι του. Ὅ­ταν εἶ­δε ποὺ μέ­νει ἤ­θε­λε πιὰ νὰ μά­θει τὰ πάν­τα γιὰ αὐ­τόν.

       «Συγ­γνώ­μη, ἔ­χε­τε φω­τιά;» μιὰ γυ­ναι­κεί­α φω­νὴ δι­έ­κο­ψε τὶς ἀ­να­πο­λή­σεις της.

       Ἔ­ρι­ξε μιὰ φευ­γα­λέ­α μα­τιὰ δί­πλα της κι ἔ­βγα­λε τὸν ἀ­να­πτή­ρα ἀ­π’ τὴν τσέ­πη της. Κα­θὼς τῆς τὸν ἔ­δι­νε πα­ρα­τή­ρη­σε συ­νο­φρυ­ω­μέ­νη τὸ πρό­σω­πό της.

       «Μι­μό­ζα! Ἐ­σὺ εἶ­σαι;» μουρ­μού­ρι­σε ἡ ἄλ­λη.

       Ἔ­πει­τα, τὰ χεί­λη της σχη­μά­τι­σαν ἕ­να πλα­τὺ χα­μό­γε­λο καὶ ἡ Μι­μό­ζα τὴν μι­μή­θη­κε.

       «Χρι­στί­να!» ἀ­να­φώ­νη­σε.

       Πλη­σί­α­σαν ταυ­τό­χρο­να ἡ μί­α τὴν ἄλ­λη καὶ φι­λή­θη­καν σταυ­ρω­τά.

       «Πό­σα χρό­νια ἔ­χω νὰ σὲ δῶ;» τὴ ρώ­τη­σε ἡ Χρι­στί­να.

       «Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο τὸ reunion νο­μί­ζω. Μιὰ χα­ρὰ φαί­νε­σαι!»

      «Ἔ­χω πά­ρει με­ρι­κὰ κι­λά­κια… Τρι­αν­τα­πεν­τα­ρί­σα­με κι­ό­λας… Ἐ­σέ­να βέ­βαι­α, ἂν δὲν σὲ ἤ­ξε­ρα, θὰ σὲ ἔ­κα­να τὸ πο­λὺ γιὰ εἴ­κο­σι ἑ­πτά! Πῶς κι ἀ­πὸ ‘δῶ; Μὴ μοῦ πεῖς ὅ­τι μέ­νεις κά­που τρι­γύ­ρω;»

       «Ὄ­χι, ἔ­χω μιὰ δου­λειὰ ἐ­δῶ κον­τὰ καί…»

       Ἡ Χρι­στί­να σχη­μά­τι­σε ἕ­να πο­νη­ρὸ χα­μό­γε­λο καὶ τῆς ἔ­ρι­ξε μιὰ ἁ­πα­λὴ τσιμ­πιὰ στὸ μπρά­τσο.

       «Μι­μο­ζά­κι, αὐ­τὸ τὸ ὕ­φος τὸ θυ­μᾶ­μαι! Πι­στεύ­ω θὰ εἶ­ναι κα­λὴ αὐ­τὴ ἡ… δου­λειά».

       Ξέ­σπα­σαν καὶ οἱ δύ­ο σὲ αὐ­θόρ­μη­τα χα­χα­νη­τά.

       «Ἐν­τά­ξει, κα­λὴ εἶ­ναι! Ἐ­σὺ τί κά­νεις ἐ­δῶ;»

       «Ἐ­δῶ μέ­νω!», ἀ­πο­κρί­θη­κε δεί­χνον­τάς της ἀ­πέ­ναν­τι.

       Ἡ Μι­μό­ζα γύ­ρι­σε πρὸς τὰ ‘κεῖ ξε­ρο­κα­τα­πί­νον­τας.

       «Παν­τρε­μέ­νη μὲ παι­δὶ πλέ­ον!» συ­νέ­χι­σε ἡ Χρι­στί­να βγά­ζον­τας τὸ κι­νη­τό της.

       Στὴν ὀ­θό­νη πό­ζα­ρε χα­μο­γε­λα­στὸς ἐ­κεῖ­νος κι ἕ­να ἀ­γο­ρά­κι ποὺ τοῦ ἔ­μοια­ζε.

       «Λοι­πόν, γιὰ πὲς κι ἐ­σὺ γιὰ τὴ… δου­λειά σου».

       Ἡ Μι­μό­ζα χα­μή­λω­σε τὸ βλέμ­μα της σὲ μιὰ λακ­κού­βα ἀ­νά­με­σά τους, ὅ­που κα­θρε­φτι­ζό­ταν τὸ πρό­σω­πο τῆς Χρι­στί­νας. Κα­θὼς βυ­θο­με­τροῦ­σε τὴν μι­κρο­σκο­πι­κὴ βρώ­μι­κη λι­μνού­λα τὴν θυ­μή­θη­κε τό­τε, στὴν Πέμ­πτη δη­μο­τι­κοῦ, ποὺ τῆς εἶ­χε χα­ρί­σει τὴ γό­μα της.

       «Πά­ρ’ τὴν Μι­μό­ζα, εἶ­ναι δι­κή σου! Ἐ­γὼ δὲν πι­στεύ­ω πὼς οἱ Ἀλ­βα­νοὶ εἶ­ναι κλέ­φτες. Ἂν θέ­λεις, μπο­ροῦ­με νὰ γί­νου­με φί­λες!»

       Θὰ πί­στευ­ε τὸ ἴ­διο ἂν μά­θαι­νε πὼς λί­γο πρὶν τὶς Πα­νελ­λή­νι­ες εἶ­χα πά­ει μὲ τὸν Πέ­τρο, ἀ­να­ρω­τή­θη­κε τό­τε.

       «Μι­μό­ζα, εἶ­σαι κα­λά;» τὴ ρώ­τη­σε.

       «Σύ… συγ­γνώ­μη, πρέ­πει… πρέ­πει νὰ φύ­γω τώ­ρα», τραύ­λι­σε.

       «Ὀ­κέ­ι, χά­ρη­κα ποὺ σὲ εἶ­δα. Θὰ περ­πα­τοῦ­σα μα­ζί σου, ἔ­χω πέν­τε λε­πτὰ μέ­χρι ν’ ἀ­νοί­ξω τὸ μα­γα­ζί, ἀλ­λὰ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ βρῶ τὴν ὀμ­πρέ­λα μου. Νά, μιὰ κόκ­κι­νη σὰν τὴ δι­κή σου εἶ­ναι!»

       Ἡ Μι­μό­ζα ἄ­φη­σε τὴν ὀμ­πρέ­λα στὸ κά­θι­σμα.

       «Εἶ­ναι δι­κή σου!» ψέλ­λι­σε καὶ ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε τσα­λα­πα­τών­τας στὴ βρο­χή.

Βαγ­γέ­λης Πα­πα­δι­ό­χος (Χο­λαρ­γός, 1986) Κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὸ Ἀ­λι­βέ­ρι Εὐ­βοί­ας. Σπού­δα­σε οἰ­κο­νο­μι­κά, δη­μό­σια δι­οί­κη­ση καὶ σκη­νο­θε­σί­α κι­νη­μα­το­γρά­φου. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς δη­μό­σιος ὑ­πάλ­λη­λος. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει δύ­ο συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των Λα­θρε­πι­βά­τες (ἐκδ. Ὀ­σε­λό­τος, 2018) καὶ Σκο­τει­νὰ δω­μά­τια ἐκδ. Συμ­παν­τι­κὲς δι­α­δρο­μές, 2019).


https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

12 σημάδια ότι δεν σε έχει ξεπεράσει

  12 σημάδια ότι δεν σε έχει ξεπεράσει 12 σημάδια ότι δεν σε έχει ξεπεράσει Υπάρχουν μερικά σημάδια που μπορείς εύκολα να εντοπίσεις και να ...