Η προέλευσις των εορτών της ανοίξεως
Από τα πανάρχαια χρόνια ακόμη, οι Έλληνες γιόρταζαν ιδιαίτερα τον ερχομό της Άνοιξης, με πολλές και ποικίλες εορτές. Οι μήνες του βαρύ Χειμώνα, έκλειναν τον κόσμο στα σπίτια του. Οικισμοί αλλά και χωριά ολόκληρα, μένανε αρκετό καιρό αποκλεισμένα από την κακοκαιρία και τις χιονοπτώσεις. Ακόμη και γείτονες, κάνανε πολύ καιρό να ειδωθούν μεταξύ τους. Έτσι, η Άνοιξη και οι γιορτές της προσμένονταν ανυπόμονα, με κύριο χαρακτηριστικό τους την χαρά, το γλέντι και το ξεφάντωμα. Αυτό βέβαια δεν μείωνε σε τίποτα τον τελετουργικό, λατρευτικό και συμβολικό χαρακτήρα των εορτών αυτών. Από τις εορτές του Διονύσου (Ανθεστήρια, Μεγάλα Διονύσια), της Δήμητρας, της Περσεφόνης (Ανθεσφόρια), του Άδωνιδος (Αδώνια), τα Διάσια και τα Προσχαριστήρια, ως τα Κρόνια και τα ρωμαϊκά Λουπερκάλια, η αναγέννηση της φύσης, ο θάνατος και η ανάστασή της, ήταν οι σημαντικότεροι συμβολισμοί στα τελετουργικά και λατρευτικά δρώμενα. Από τα τέλη ακόμη του Φεβρουαρίου και τις αρχές του Μάρτη, άρχιζαν οι πρώτες γιορτές της Άνοιξης, που συνεχίζονταν κατά τόπους ως και τον Μάϊο.
ΤΡΙΩΔΙΟ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το Τριώδιο για το χριστιανικό εορτολόγιο, είναι οι τρεις εβδομάδες πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Η Μεγάλη Σαρακοστή, αρχίζει από την Καθαρά Δευτέρα και διαρκεί ως την Κυριακή των Βαΐων, πριν από την Μεγάλη Εβδομάδα του Πάσχα. Το Τριώδιο αρχίζει από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου. Η πρώτη εβδομάδα, λέγεται «προφωνή» ή «προφωνέσιμη» γιατί παλαιότερα υπήρχε το έθιμο να προφωνάζουν, δηλαδή να διαλαλούν τον ερχομό της αποκριάς, για να προμηθευτούν όλοι θρεφτάρια για την κρεοφαγία και την ευωχία. Κάποιος ανέβαινε σ’ ένα ψηλό σημείο και μεταξύ των άλλων έλεγε: «προσφωνούμαι σοι, πτωχέ, το σακκίν σου πώλησον, την εορτήν διάβησον» (βυζαντινή λαϊκή φράση).
Η πρώτη εβδομάδα ονομάζονταν και «απολυτή». Σφάζονταν ή σκοτώνονταν με τουφεκισμό, όλοι οι οικόσιτοι χοίροι ή αρνιά. Η σφαγή είχε συμβολικό χαρακτήρα. Στο στήθος του χοίρου χαράζονταν με μαχαίρι ένας σταυρός, και μέσα στις σχισμές τοποθετούσαν τρία αναμμένα κάρβουνα και έκαιγαν πάνω σ’ αυτά σπυριά από λιβάνι. Η Εκκλησία απαγόρευσε αυτά τα έθιμα σαν «ειδωλολατρικά». Έψηναν δε, ένα κομμάτι από το ζώο, και μοιράζονταν στους παριστάμενους, που ήταν αρκετοί, γιατί στα χοιροσφάγια προσδινόταν πάντοτε εορταστική εικόνα, και εύχονταν όλοι «χρόνια πολλά». Το συκώτι βράζονταν και προσφέρονταν στα παιδιά της γειτονιάς, για να γιορτάσουν τη «γουρνοχαρά», ενώ οι μεγάλοι επισκέπτονταν συγγενικά σπίτια, για να πάρουν ένα μεζέ και να ευχηθούν.
Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται «κρεατινή» γιατί ακόμα και την Τετάρτη και την Παρασκευή τρώνε κρέας άφθονο, πράγμα ασυνήθιστο για τον Έλληνα χωρικό αυτή η υπερκατανάλωση κρέατος. Η Πέμπτη αυτής της εβδομάδος, λέγεται πανελληνίως Τσικνοπέφτη (Τσικνοπέμπτη), πιθανότατα γιατί κατά την ημέρα αυτή οι γυναίκες «έλειωναν τα αλείμματα» και όλο το χωριό γέμιζε από την κνίσα. Μια άλλη άποψη είναι γιατί κατά την ημέρα εκείνη, όλοι, ακόμη και οι φτωχότεροι, υποχρεούνταν να ψήσουν λίγο κρέας στη φωτιά «για να τσικνίσει». Η τελευταία Κυριακή της Κρεατινής είναι των Απόκρεω, που είναι και το επίσημο Βυζαντινό όνομα της αποκριάς (αποχή από το κρέας), ενώ η λέξη «καρναβάλι» ετυμολογείται στα λατινικά : carne=κρέας + vale=έχε γειά-χαίρε.
Η τρίτη εβδομάδα λέγεται «τυρινή» ή «μακαρονού» γιατί τρώνε μόνο γαλακτοκομικά και ζυμαρικά. Η εβδομάδα της Τυροφάγου παίζει τον ρόλο της βαθμιαίας εξάσκησης του στομάχου στην αλλαγή της δίαιτας, γι’ αυτό και παρεμβάλλεται μεταξύ της κρεοφαγίας και της νηστείας. Και σ’ αυτή την εβδομάδα εξακολουθούν τα φαγοπότια και οι νυχτερινές διασκεδάσεις. Συνηθίζονταν δε παλαιότερα στα χωριά, να γίνονται επισκέψεις μεταμφιεσμένων σε φιλικά και συγγενικά σπίτια. Όλο το χωριό ήταν αν μια οικογένεια, και οι μεταμφιεσμένοι ήταν παντού ευπρόσδεκτοι, και τους επισκέπτονταν όλους. Πολλές φορές γίνονταν προσπάθειες να τους αναγνωρίσουν, και μετά «άναβε το γλέντι». Άρχιζαν τα όργανα και τα τραγούδια, από το βράδυ της Τσικνοπέφτης έως ακόμη και την Κυριακή της Τυρινής. Αυτό το δεκαήμερο, ονομάζονταν Μεγάλη Αποκριά ή «Μεγάλες Σήκωσες»
ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ – ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΑ
Ήδη, από τα Βυζαντινά χρόνια η αποκριά έπαιρνε πάνδημο χαρακτήρα. Επικρατούσαν και τότε οι μεταμφιέσεις, καθώς επίσης σε όλη την Ευρώπη αλλά και σε άλλους λαούς. Σε πολλές περιοχές, μεταμφιέζονταν και το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων ή στις γιορτές της αλλαγής του χρόνου. Τέτοιες αρχαίες γιορτές, ήταν τα Μικρά ή Κατ’ αγρούς Διονύσια και τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια, στα οποία θ’ αναφερθούμε άλλη φορά.
Το έθιμο λοιπόν των μεταμφιέσεων είναι πάρα πολύ παλιό. Σύμφωνα με μια βαθιά ριζωμένη πίστη των πρωτόγονων λαών, ο μασκοφορεμένος γίνονταν ό,τι αντιπροσώπευε η μάσκα που φορούσε. Πολύ συχνά οι προσωπίδες, αντιπροσώπευαν νεκρούς προγόνους, σύμφωνα με την πεποίθηση ότι οι νεκροί είχαν τη δυνατότητα να επισκέπτονται τον κόσμο των ζωντανών (σαν πνεύματα). Η ευτυχία και η ευημερία ενός τόπου, εξαρτιόταν και από την ευμένεια και την ευαρέσκεια των πνευμάτων των νεκρών και των θεών τους. Το φόρεμα της μάσκας λοιπόν, σύμφωνα με την πρωτόγονη πίστη, είχε την σημασία της ανακλήσεως των νεκρών. Κατά τους Εθνολόγους, αυτή η «τελετουργία των ψυχών» αποδίδεται σε πανάρχαιες δοξασίες, που ανάγονται στις νεολιθικές ρίζες της γεωργίας : κάθε καρποφορία, όπως και κάθε γονιμοποιός δύναμη, αποδίδονταν στις μετεμψυχώσεις των νεκρών. Άρα η ευημερία ενός χωριού για παράδειγμα, όσο αφορά την γονιμότητα και την καρποφορία της Γης, ήταν φροντίδα των πνευμάτων των νεκρών. Γι’ αυτόν τον λόγο ο κόσμος μεταμφιέζονταν, βάζοντας συχνά τα ρούχα του ανάποδα, γιατί πίστευαν πως ο «άλλος» κόσμος είναι ανάποδος, μια αντιστροφή του δικού μας κόσμου. Προσκαλούσαν λοιπόν τα πνεύματα να έρθουν να επισκεφθούν το χωριό (τις ημέρες της κρεοφαγίας). Από τότε, κατά τις πρωτόγονες δοξασίες, τα πνεύματα αναλάμβαναν την υποχρέωση να ανταποδώσουν τα αγαθά της φιλοξενίας, τον μήνα Μάιο και την Άνοιξη, προσφέροντας γονιμότητα και ευφορία στην γη και τις καλλιέργειές της. Έτσι, οι γιορτές του Μαΐου και η Αποκριά αποτελούν δύο αλληλοσυμπληρούμενους ευεργετικούς κύκλους ανάμεσα στους ζωντανούς και στους νεκρούς.
Ανάλογες δοξασίες ήταν διαδεδομένες και σε όλον τον Κέλτικο κόσμο, όπου ο θάνατος ήταν η δεξαμενή και ο συντηρητής κάθε ζωής και πλούτου. Οι Κέλτες γιόρταζαν την γέννηση του Ήλιου, που συνέπιπτε με την αρχή του δικού τους έτους. Κατά τη διάρκεια της γιορτής, που ονομαζόταν Γιούλ, θυσιάζονταν κατσίκια, κοκκόρια, γουρούνια, άλογα και αγριογούρουνα στο θεό Φρέι. Ψήνονταν ψωμιά σε μορφή αρκούδας αφιερωμένα στο θεό και σερβίρονταν μαζί με τα κρέατα. Έκαναν μια χαρούμενη πομπή όπου μετέφεραν τον θεό Φρέι, τοποθετημένο σ’ένα καράβι με ρόδες (βλ. Ανθεστήρια), μέσα από τα πλήθη των πιστών που ήταν μεταμφιεσμένοι σε ελάφια και αρκούδες. Οι άντρες και οι γυναίκες αντάλλαζαν τους ρόλους τους και άρχιζαν να γλεντάνε πίνοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας. Κι εδώ ο θεός παντρεύονταν μια ιέρεια (βλ. Ανθεστήρια) που συνόδευε το τροχοφόρο πλοίο. Οι Κέλτες πίστευαν πως οι ψυχές των νεκρών κλείνονταν στο στομάχι μιας αρκούδας (της Μεγάλης Άρκτου) που βρίσκονταν σε χειμέρια νάρκη. Το ξύπνημα της αρκούδας σήμαινε το τέλος του χειμώνα, αλλά και την απελευθέρωση των νεκρών που κατέβαιναν στη γη μέσω του δρόμου του Γαλαξία. Έτσι στη γιορτή Γιούλ, ο κόσμος των νεκρών ενώνονταν με τον κόσμο των ζωντανών.
«ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΑ»
Οι μέρες της Αποκριάς, έχουν προέλευση από τα αρχαία Διονύσια Μυστήρια και Κρόνια. Η Εκκλησία καταπολέμησε αμείλικτα το έθιμο, λόγω της εθνικής καταγωγής του. Παρ’ όλες όμως τις καταδιώξεις που υπέστη το έθιμο, δεν εξαλείφθηκε ποτέ διότι εξυπηρετούσε την κοινωνική ανάγκη. Έτσι όχι μόνο επικράτησε, αλλά επεκτάθηκε και η χρονική του διάρκεια στις τρεις εβδομάδες του Τριωδίου. Στα νεώτερα χρόνια, η Ορθόδοξος Εκκλησία κράτησε μια επιφυλακτική στάση για τον εορτασμό της Αποκριάς, προσπαθώντας να την περιορίσει μόνο σε ψυχαγωγικό εορτασμό, χωρίς συμβολισμούς, σαν την τελευταία ευκαιρία για γλέντι και ξεφάντωμα, πριν τη Μεγάλη Σαρακοστή, όπου θ’ ακολουθήσει νηστεία, ενώ καταπολέμησε κυρίως τις παρεκτροπές, τους διονυσιασμούς και τις μεταμφιέσεις, διότι έχουν αρχή «ειδωλολατρική», αφού μάλιστα στην Παλιά Διαθήκη (Δευτερονόμιο 22,5), απαγορεύεται ρητά η μεταμφίεση ανδρός σε γυναίκα καθώς και το αντίθετο. Παρ’ όλους τους αφορισμούς της όμως, οι μεταμφιέσεις συνεχίζονταν γι’ αρκετούς αιώνες, όπως φαίνεται και από τον 62ο Κανόνα της «εν Τρούλλω» Συνόδου, τον 7ο αιώνα, που διατάσσει «μηδένα άνδρα γυναικείαν στολήν ενδιδύκεσθαι ή γυναίκα την ανδράσιν αρμόδιον». Ακόμη όμως και κατά τον 12ο αιώνα οι μεταμφιέσεις συνεχίζονταν, όχι μόνο στις τάξεις των λαϊκών, αλλά και των κληρικών που γιόρταζαν τις «ειδωλολατρικές» αυτές τελετές και μέσα στις εκκλησίες ακόμη, όπου μεταμφιέζονταν σε τετράποδα ζώα τις ημέρες των Χριστουγέννων και των Φώτων.
Αλλά και στην σύγχρονη αποκριά, έχουμε μια περίεργη συνύπαρξη ζωντανών και νεκρών (προσωπίδες), ζωής και θανάτου. Πέρα λοιπόν από το γλέντι και το ξεφάντωμα, οι Έλληνες θυμούνται και τους νεκρούς τους. Η πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, εκτός από «προφωνή», λέγεται και «αμολυτή» ή «απολυτή», γιατί «απολύονται οι ψυχές από τον Άδη και ανεβαίνουν στον Απάνω Κόσμο», σύμφωνα με μια πανελλήνια αντίληψη. Την πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, σφάζουν γουρούνια και με τον πρώτο μεζέ ή το πρώτο κρασί που θα πιουν, λένε «Θεός σχωρέσει τις ψυχές». Τα Σάββατα της δεύτερης και τρίτης εβδομάδας του Τριωδίου, δηλαδή της «κρεατινής» και της «τυρινής», όπως και το πρώτο Σάββατο της Σαρακοστής, είναι αφιερωμένα στους νεκρούς και λέγονται «Ψυχοσάββατα». Σε κάθε σπίτι τότε φτιάχνουν (ή τουλάχιστο έφτιαχναν), κόλλυβα, χυλό, χαλβά και άλλα φαγητά τα οποία και μοιράζουν (κερνάνε) για να «‘σχωρεθούν τα πεθαμένα». Πηγαίνουν στα νεκροταφεία, έχοντας πιατέλες με κόλλυβα και στολισμένες με ζάχαρη, ρόδι, κανέλα, μαϊντανό, σταφίδες και σουσάμι, τα οποία και αφήνουν σαν προσφορά στους αγαπημένους νεκρούς.
Τα προχριστιανικά αυτά έθιμα, που είχαν άμεση σχέση με τη γονιμότητα της Γης, συνδέθηκαν με τις χειρονακτικές εργασίες στους αγρούς, αλλά διαφοροποιήθηκαν αργότερα με την εισαγωγή των μηχανημάτων στην ύπαιθρο. Έχασαν έτσι σιγά σιγά οι εκδηλώσεις αυτές, τον τελετουργικό χαρακτήρα τους κι έγιναν καθαρά ψυχαγωγικές, τόσο στην ύπαιθρο όσο και στα αστικά κέντρα, όπου η μοναδική επιδίωξη σήμερα είναι να κρύψουμε το αληθινό μας πρόσωπο κάτω από τη μάσκα της απροσωπίας και της ανωνυμίας με κακόγουστες πολλές φορές μεταμφιέσεις, και να «διασκεδάσουμε» (;) ασύστολα και αλόγιστα. Η ελληνική Αποκριά, σήμερα, σχετίζεται έμμεσα μόνο με το σημερινό αστικό Καρναβάλι, και αν αναλογισθούμε τα έκτροπα που συμβαίνουν κατά την διάρκειά του και τον εξευτελισμό διαφόρων κοινωνικών ομάδων, προσώπων και αξιών έτσι για να γίνεται «πλάκα» καταλαβαίνουμε την κατάντια του πανάρχαιου αυτού -γεμάτο συμβολισμούς- εθίμου (αλλά και του κόσμου) δυστυχώς
ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΑ
Στην επαρχία τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα, μια και σε πολλά μέρη διατηρούνται έθιμα και παραδόσεις που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα. Αντίστοιχη γιορτή στον αρχαιοελληνικό κόσμο ήταν τα Ανθεστήρια, γιορτή συνδεδεμένη με την βλάστηση, την γονιμότητα και τον Θεό Διόνυσο. Τα Ανθεστήρια είχαν διπλό περιεχόμενο, γιατί από τη μία πλευρά ήταν γιορτή των λουλουδιών, του κρασιού, της χαράς και του γλεντιού, και από την άλλη ήταν η γιορτή των νεκρών και των ψυχών.
Οι σημερινοί Έλληνες πιστεύουν και αυτοί ότι μας επισκέπτονται οι ψυχές τις μέρες τις Αποκριάς, διατηρώντας έτσι την αρχαία παράδοση, ενώ έχει χαθεί το νόημα του συμβολισμού της αναγεννήσεως της φύσης, της Άνοιξης, μετά τον «θάνατο» του Χειμώνα.
Στο Καρναβάλι, υπάρχει άφθονο το κωμικό στοιχείο, ενώ κυριαρχεί το γέλιο και η σάτιρα. Σε πολλά μέρη γίνονται δρώμενα, κωμικά θεάματα και παρωδίες της καθημερινής ζωής. Ο κόσμος που συμμετείχε είτε ενεργά είτε σαν θεατής, φεύγει ικανοποιημένος γιατί γέλασε, χόρεψε, τραγούδησε και γενικά ξέφυγε από την καθημερινότητα. Και διερωτάται κανείς σήμερα, όλο αυτό το πανηγύρι, το ξεφάντωμα ήταν μονάχα ένα ξέσπασμα; Υπήρχε τόση ανάγκη για να καθιερωθεί μια γιορτή (τέτοιας διάρκειας), όπου θα είχαν την ευκαιρία οι άνθρωποι να βγουν στην ύπαιθρο και να γιορτάσουν την φυγή από τα καθημερινά προβλήματά τους; Με το πέρασμα των χρόνων, με την τεχνολογική ανάπτυξη της γεωργίας και με τις μετακινήσεις των επαρχιακών πληθυσμών στα μεγάλα αστικά κέντρα, χάθηκαν ή ατρόφησαν τα παλιά τελετουργικά στοιχεία. Ο γιορταστικός χαρακτήρας και το κωμικό στοιχείο, αντικατέστησαν την λατρευτική σκοπιμότητα και την σοβαρότητα των τελετών.
Σήμερα, σε πολλά μέρη της Ελλάδος, επιβιώνουν ή αναβιώνουν ακόμη, αρχαία έθιμα της Αποκριάς και των Ανθεστηρίων, στην Ήπειρο, στη Μάνη, στη Λέσβο, στη Θήβα αλλά το βασικότερο έθιμο βρίσκεται στη Θράκη, η οποία έχει παλιά τοπική παράδοση και είναι η ιδιαίτερη πατρίδα λατρείας του Διόνυσου. Στις γιορτές της Τυρινής Δευτέρας, σε πολλά χωριά της Θράκης λαμβάνουν χώρα διάφορα «λαϊκά δράματα». Τα πρόσωπα που θα υποκριθούν τους παραδοσιακούς ήρωες του δράματος της Αποκριάς, έπρεπε να εγκριθούν από την τοπική αρχή. Ο κοινοτάρχης και οι άλλοι προεστοί, διάλεγαν τα πρόσωπα που έκριναν πιο κατάλληλα για τον αντίστοιχο ρόλο. Έτσι η Αποκριά έπαιρνε ομαδικό χαρακτήρα και όχι ατομικό. Οι συμμετέχοντες δεν έπαιρναν μέρος για ξεφάντωμα, αλλά για να εξασφαλίσουν – με τα τελετουργικά δρώμενα – μια καλύτερη ζήση του χωριού για όλον το χρόνο. Ο Γεώργιος Βιζυηνός (από την Βιζύη της Θράκης), στη «Θρακική Επετηρίδα» το 1897 έχει την περιγραφή ενός τέτοιου τελετουργικού δράματος, το έθιμο των «καλογέρων».
Η πρώτη σκηνή του τελετουργικού δράματος έχει ως εξής : Όλος ο «θίασος» των μεταμφιεσμένων αποτελείται από εννιά πρόσωπα.
Πρώτο είναι ένα γυναικείο και λέγεται «Μπάμπω».Όπως δείχνει τ’ όνομά της στη θρακική διάλεκτο, είναι μια γερόντισσα. Η Μπάμπω ντυμένη με παλιόρουχα και κουρέλια, και με πρόσωπο παραμορφωμένο, είναι κι έτσι μονάχα ένα κωμικό πρόσωπο. Αλλά ο ρόλος της την κάνει πιο κωμική. Οι κινήσεις , οι μορφασμοί της, οι χειρονομίες της είναι κωμικά. Κατά βάθος, ένα πράγμα τη νοιάζει, πώς θα νικήσει τη στέρηση και τη φτώχεια, και πώς θα μπορέσει να μεγαλώσει το εφταμηνίτικο μικρό της αγόρι «αγνώστου πατρός». Για χάρη του κλέβει από τις αυλές των σπιτιών κομμάτια παλιόρουχα, για να σπαργανώνει το μωρό της, που δεν είναι παρά ένας ξύλινος κόπανος. Εικάζεται, ότι εκεί οφείλεται η λαϊκή ρήση «θα βάλω τον κόπανο να κλαίει», σημαίνοντας ειρωνικά πως «δεν πρόκειται να στεναχωρηθώ καθόλου». Στο παιδί της όμως η Μπάμπω, δείχνει στοργή και αυστηρότητα και παίζει όλους τους ρόλους της μητρικής συμπεριφοράς. Η Μπάμπω «γαλουχεί και περιποιείται και κοιμίζει και ξυλοκοπάει εκ περιτροπής» το μωρό, που πότε το λύνει και το δένει πάνω στο φρέσκο χορτάρι και πότε το βάζει μέσα σ’ ένα μεγάλο καλάθι και το κοιμίζει. Ο κόσμος γελά με τα αστεία της φερσίματα, αλλά ο σκοπός της γρήγορα γίνεταί πραγματικότητα. Το μωρό είναι λαίμαργο, μεγαλώνει γρήγορα, και όπως εξηγεί η Μπάμπω, όχι μόνο δεν χωράει στο καλάθι, αλλά ζητάει και γυναίκα.
Αυτή είναι μία σκηνή από την πρώτη πράξη του δράματος. Την ίδια στιγμή, σε άλλο μέρος της πλατείας, δυο άλλα πρόσωπα του θιάσου έχουν άλλη δουλειά. Παριστάνουν δύο «Κατσίβελους», δυο γύφτους, που έχουν ανάψει μια φωτιά, έχουν γύρω τους διάφορα παλιοσίδερα και θέλουν να φτιάξουν ένα υνί. Είναι κι αυτοί κωμικά πρόσωπα, που έχουν τον τύπο κωμωδίας του Αριστοφάνη, διότι ενώ η δουλειά τους είναι βιοτεχνική, την εμπλουτίζουν με άσεμνες στάσεις, τάχα από λάθος, και άσεμνα λόγια. Κατά βάθος, οι σκηνές της Μπάμπως και των Κατσίβελων είναι «παράλληλες». Στο ένα σημείο της πλατείας, ένα μικρό παιδί μεγαλώνει, για να πάρει γυναίκα και να γεννηθούν άλλα παιδιά. Στο άλλο σημείο της ίδιας πλατείας, ένα αλέτρι ετοιμάζεται για να σπείρουν τη γη και να γεννηθούν καινούριοι καρποί. Και τα δύο αυτά έργα εξελίσσονται παράλληλα, όπως και στη φύση.
Η δεύτερη σκηνή του δράματος που ακολουθεί, δείχνει το μωρό να έχει ηλικία ώριμου νέου, που θέλει παντρειά. Αυτός είναι ο ένας από τους δύο «Καλογήρους», όπως τους ονομάζουν στη Θράκη. Οι δύο Καλόγεροι είναι παράξενα ντυμένοι. Εξωτερικά έχουν το παρουσιαστικό των αρχαίων τραγόμορφων Σατύρων, των Διονυσιακών τελετών. Φορούν γύρω από τους ώμους, τις πλάτες και το στήθος τους, δέρματα από ζαρκάδια, στα πόδια έχουν βάλει δέρματα τραγίσια και στο κεφάλι φορούν κωνική περικεφαλαία από δέρμα λύκου ή αλεπούς, με την ουρά του ζώου στην κορυφή της περικεφαλαίας. Φορούν ακόμη μια μάσκα που τη φτιάχνουν εκεί από δέρμα τράγου ή ζαρκαδιού, και έχουν κουδούνες κοπαδιού κρεμασμένες γύρω από τη μέση τους. Ο ένας από τους δύο Καλόγερους έχει στα χέρια του ένα μικρό ραβδί, που είναι φαλλόμορφο στην κορυφή του, ενώ ο άλλος, που υποτίθεται πως είναι το παιδί της Μπάμπως, τώρα θα γίνει γαμπρός και κρατά στα χέρια του ένα περίεργο τόξο. Όταν χτυπάει με το τόξο, αντί για σαΐτα, τινάζεται μια χούφτα στάχτη, σαν σύννεφο, που «τυφλώνει» τα μάτια του κόσμου. Το τόξο αυτό, μας θυμίζει τον ίδιο ρόλο που έχει σε άλλα μέρη της Ελλάδος ο «Σταχτάς», που σκορπά πάνω στους θεατές στάχτη, κι εξηγείται έτσι η αποκριάτικη αρχή της λαϊκής φράσης «στάχτη στα μάτια του κόσμου».
Οι δύο Καλόγεροι δεν είναι τώρα τα μόνα πρόσωπα της δεύτερης σκηνής. Υπάρχουν άλλοι δύο νέοι, που υποδύονται τα «Κορίτσια» ή τις «Νύφες». Φορούν τη στολή των κοριτσιών της Θράκης κι έχουν μπογιατισμένο το πρόσωπό τους με πούδρα και κοκκινάδι. Τα Κορίτσια είναι σεμνά και σοβαρά, χωρίς κωμικό ρόλο. Ο θίασος συμπληρώνεται με δυο «Ζαπτιέδες», δυο χωροφύλακες, που ακολουθούν από κοντά τους Καλόγερους και είναι σαν αφοσιωμένοι σωματοφύλακες. Τους χωροφύλακες τους διαλέγουν από τα πιο γερά παλικάρια του χωριού, και κρατούν μια αλυσίδα για να δένουν αυτούς που συλλαμβάνουν.
Με τα πρόσωπα αυτά, ανοίγει η κύρια φάση του τελετουργικού δράματος. Τώρα ο χαρακτήρας είναι πιο σοβαρός και δραματικός κι όχι τόσο κωμικός. Τα σπουδαιότερα γεγονότα είναι : ο Καλόγερος που ήταν το μωρό, ορμά ν’ αρπάξει ένα από τα δύο Κορίτσια, που τρέχουν να κρυφτούν ανάμεσα στους θεατές. Ύστερα από την αρπαγή, έρχεται ο γάμος, δηλαδή μια παρωδία της τελετής του γάμου. Κουμπάρος στο γάμο είναι ο δεύτερος Καλόγερος. Σε κάποια στιγμή μετά το στεφάνωμα, ο κουμπάρος, χωρίς αφορμή, αρπάζει το τόξο από τα χέρια του γαμπρού, και του δίνει μία με την στάχτη-σαΐτα κι ο γαμπρός πέφτει κάτω στη γη νεκρός. Η νύφη τρέχει, σκύβει πάνω από το νεκρό και ξεσπά σε κλάματα. Την ίδια στιγμή, ο κουμπάρος-φονιάς θέλει να γδάρει τον νεκρό, μ’ ένα ξύλινο μαχαίρι, αρχίζοντας από τα πόδια του. Μετανοεί όμως για την πράξη του, αφήνει το γδάρσιμο, και προσπαθεί τώρα να τον αναστήσει. Οι κόποι του όμως πηγαίνουν χαμένοι, οπότε δεν απομένει παρά μόνο η κηδεία του άτυχου γαμπρού. Μέσα σε θρήνους και κλάματα, τέσσερις σηκώνουν τον νεκρό και προχωρούν. Μόλις όμως η νεκρική πομπή κάνει λίγα βήματα, ο νεκρός ανασταίνεται ως εκ θαύματος, και είναι ακμαίος και δυνατός.
Ο επίλογος του τελετουργικού δράματος, παίρνει τώρα σοβαρό κι επιβλητικό χαρακτήρα, σαν μια αληθινά ιερή θρησκευτική πράξη. Σ’ αυτή την τελευταία πράξη, τίποτε δεν σατιρίζεται και τίποτε δεν λέγεται. Ο «Κεχαγιάς», που ήταν ο κοινοτικός κλητήρας του χωριού, έχει ήδη έτοιμο ένα άροτρο μπροστά στην εκκλησία. Είναι αυτό που κατασκεύασαν τάχα οι Κατσίβελοι, και το παρουσίασαν «μετά πομπής» στον πρωτόγερο του χωριού. Ένας καινούριος ζυγός, που κατασκευάζονταν κάθε χρόνο από τα παλικάρια του χωριού, στολισμένος με πολύχρωμα άνθη, προσαρμόζεται μπροστά απ’ το άροτρο. Σοβαροί τώρα, σαν ήμεροι ταύροι, οι Καλόγεροι, ζεύονται το άροτρο. Ο «Μουχτάρης», ο λαϊκός αντιπρόσωπος του χωριού, έχει ήδη κρεμάσει στον ώμο του μια σακούλα με σπόρο εκλεκτό, και κρατά το άροτρο που αρχίζει να το «σέρνει» το παράξενο ζευγάρι των Καλογέρων. Το ηνίο αυλακώνει και σχίζει με μυστηριώδεις τριγμούς τα καταπράσινα της γης στέρνα. Ιερή ανατριχίλα διατρέχει τα νεύρα, των από τη γη και μόνο από τη γη, συντηρουμένων Ελλήνων. Μέσα στη βαθιά θρησκευτική σιγή, ακούγεται ξαφνικά η φωνή του Μουχτάρη, ο οποίος σκορπίζει στ’ αριστερά του τον σπόρο και στα δεξιά ορθοποδίζει το αργά συρόμενο άροτρο.
-«Να γίνει δέκα γρόσια το κιλό το στάρι»! Και μετά από λίγο : -«Πέντε γρόσια το κιλό η σίκαλη»! Και ξανά πάλι : –«Τρία γρόσια το κιλό το κριθάρι»! Και ούτω καθ’ εξής, έως ότου «οργώνοντας» διαγράψουν έναν ολόκληρο κύκλο, επιστρέφοντας στο σημείο που ξεκίνησαν. Εδώ τελειώνει η τελετή και αρχίζει ο χορός και το γλέντι, που κρατάνε ως το πρωί.
Με το τελετουργικό αυτό της αρχαϊκής Αποκριάς όλου του Ελληνικού λαού, γνωρίσαμε όχι μόνο το δρώμενο, αλλά καταλαβαίνουμε τον χαρακτήρα και τον βαθύ συμβολισμό αυτού του εθίμου. Η αγωνία και η προσευχή «των από τη γη, και μόνο από τη γη συντηρουμένων Ελλήνων», για να τους φέρει ο καινούριος χρόνος μια πλούσια γεωργική σοδειά. Ενώ λοιπόν έχει ξεφτίσει σήμερα το πανάρχαιο έθιμο της Αποκριάς, σε κωμικές φιγούρες άσχετες μεταξύ τους, με μοναδικό σκοπό τη διασκέδαση, τα πολύ αρχαία χρόνια ο τελετουργικός χαρακτήρας της γιορτής ήταν ολότελα διαφορετικός. Ήταν μια μυστηριακή τελετουργία, που είχε σκοπό να εξασφαλίσει την ευφορία της Μητέρας-Γης.
Αντίστοιχα τελετουργικά έθιμα, υπάρχουν παντού στη νησιώτικη και ηπειρωτική Ελλάδα. Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία και φωτογραφικό υλικό για όποιον επιθυμεί να γνωρίσει περισσότερα για τα ήθη κι έθιμα, σ’ όλες τις γιορτές και σ’ όλες της περιοχές της Ελλάδος. Εμείς θ’ αναφέρουμε ελάχιστα απ’ αυτά, τα πιο συμβολικά. Στον Ορχομενό της Βοιωτίας, τα βράδια του Τριωδίου, σε κάθε γειτονιά, ιδίως τα Σαββατοκύριακα, ανάβουν τις «καλές φωτιές». Τα παιδιά, πάνω σε τζιβέρες (είδος φορείου), συγκεντρώνουν φρύγανα και ξύλα για το άναμμα της φωτιάς. Τα ξύλα τα παίρνουν από τις τρακάδες – τους σωρούς με τα καυσόξυλα – των σπιτιών, με ή χωρίς την άδεια των νοικοκυραίων, ακόμη και στα κλεφτά. Μαζεύονται έτσι, τεράστιοι σωροί από ξύλα, για την «καλή φωτιά». Όταν ανάβει η φωτιά, αρχίζουν τα δημοτικά τραγούδια με νταούλια και κλαρίνα, και στήνεται ο χορός. Όταν η φωτιά φουντώσει, αρχίζουν να πηδούν από πάνω της, με κραυγές κι επευφημίες των παρευρισκομένων. Πίσω από τα όμορφα κορίτσια γίνεται συνωστισμός, γιατί σύμφωνα με την Παράδοση, όποιος πηδάει τη φωτιά αμέσως μετά επιθυμεί μια νέα για να την παντρευτεί. Ο συναγωνισμός για την μεγαλύτερη φωτιά, είναι μεγάλος στις γειτονίες, και το ύψος της συγκρίνεται με το καμπαναριό. Χαρά στη γειτονιά που θα μπορέσει να καυχηθεί ότι η δική της φωτιά ήταν «μισό καμπαναριό»
Εκτός από την Βυζύη της Θράκης, τη Δευτέρα της Τυρινής, στη Σκύρο, στο Χαλκιό και στο Πυργί της Χίου, στη Φυσίνη και στη Σκανδάλη της Λήμνου, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδος, γίνεται ένα συμβολικό όργωμα της γης, για να υποβοηθήσουν τη γονιμότητα της με την «ομοιοπαθητική μαγεία». Στη Θράκη πάλι, σε πολλά χωριά (Πεντάλοφο, Ρίζια, Καστανιά, Άνω Βρύσσα, Φυλάκιον, Μικρή Δοξιπάρα, Πετρωτά, Ασπρονέρι, Μαυροκλησιά, και Σουφλί ), τη Δευτέρα της Τυρινής, είχαν παλαιότερα το έθιμο του «Μπέη». Σήμερα, το έθιμο άντεξε περισσότερο στα Ρίζια και στην Καστανιά όπου και τελείται. Σε μια στολισμένη βοϊδάμαξα ανεβάζουν τον Μπέη, και τοποθετούν μια πίττα, την λεγόμενη «κουνουμιά» της Μπέηνας. Όλοι οι παρευρισκόμενοι μαζί με τον Μπέη, επισκέπτονται όλα τα σπίτια του χωριού, ενώ ο επικεφαλής σκορπίζει στις αυλές σπόρους δημητριακών κι εύχεται στους νοικοκυραίους «καλή σοδειά», ενώ εκείνοι ανταποκρίνονται στις ευχές με δώρα. Σε όλη τη διάρκεια της πομπής, οι θεατές παίρνουν «πρόστιμα» από άσεμνα χωρατά. Τ’ απόγευμα η πομπή φτάνει στον Άρδα ποταμό. Εκεί τον Μπέη κάτω από την άμαξα, τον βουτούν στα ρηχά νερά του ποταμού μέχρι τα γόνατα, κι αμέσως μετά δύο άνδρες τον σηκώνουν στα χέρια τους για να μην πατήσει τη γη, και τον ανεβάζουν στη βοϊδάμαξα. Μετά την επιστροφή στην πλατεία, γίνονταν και στην περίπτωση αυτή, συμβολικό όργωμα και σπορά, ενώ στα Ρίζια ακολουθούσε και αγώνας πάλης.
Στα Καμπιά της Χίου υπάρχει το έθιμο του «Μακαρονά». Είναι ένα ομοίωμα ανθρώπου με κουρέλια, παραγεμισμένο με άχυρα και με υπερτονισμένα τα γεννητικά του όργανα, τα οποία είναι συνδεδεμένα με συρματόσχοινο, που καταλήγει πίσω από τον ώμο του, απ’ όπου και κρατιέται το ομοίωμα, ο λεγόμενος «Μακαρονάς». Την Κυριακή της Τυρινής, περιφέρουν τον Μακαρονά στο χωριό με άσεμνα αστεία, ενώ συγχρόνως κουνούν τα γεννητικά όργανα με το συρματόσχοινο. Καμιά γυναίκα δε γλιτώνει από τα τολμηρά τους πειράγματα. Η πομπή καταλήγει έξω από το χωριό, όπου και τον θάβουν. Το ίδιο έθιμο (ο θάνατος του Μακαρόνι) συναντάται και στην Ιταλία.
Στη Θήβα τελείται «ο Βλάχικος Γάμος», αλλά και σε άλλες περιοχές γίνονται αντίστοιχες παρωδίες γάμων (ο γάμος του Καραγκιόζη κλπ). Στη Δερβίτσανη της Β. Ηπείρου, μετά το τέλος του «γάμου», η γαμήλια πομπή φτάνει στην πλατεία του χωριού, όπου ο συμπέθερος συνήθως, ξαπλώνει στη γη και παριστάνει το νεκρό. Δένουν λοιπόν τα χέρια του με κόκκινη ταινία, ανάβουν κεριά, τον μοιρολογούν με αστεία λόγια και τέλος κάνουν πως τον θάβουν. Ξαφνικά, ο νεκρός ανασταίνεται κι αναπηδά όρθιος, ενώ όλοι ξεσπούν σε γέλια και χειροκροτήματα. Το ίδιο έθιμο γίνεται και στην Ήπειρο, απ’ όπου κατάγονται οι Σαρακατσάνοι της Θήβας, και λέγεται «Ζαφείρης». Τελείται όμως την Πρωτομαγιά. Συμβολίζει τον θάνατο της φύσης τον Χειμώνα και την ανάστασή της με τον ερχομό της Άνοιξης, ενώ εκφράζει κι εδώ την επιθυμία των ανθρώπων να υποβοηθήσουν τη βλάστηση και την ευφορία της γης με μιμητικές πράξεις «ομοιοπαθητικής μαγείας».
Ελληνικά Ανθεστήρια και η Ρωμαϊκή έκδοση (Λουπερκάλια και Λιμπεράλια).
Μία από τις τέσσερις μεγάλες γιορτές που γίνονταν για να τιμηθεί ο Διόνυσος. (Tα «Κατ’αγρούς Διονύσια» τον Δεκέμβριο ή Μικρά Διονύσια, τα «Λήναια» τον Ιανουάριο, τα «Ανθεστήρια» το Φεβρουάριο-Μάρτιο, και τα «Μεγάλα ή Εν Άστει Διονύσια» τον Μάρτιο). Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, είναι η παλαιότερη διονυσιακή γιορτή. Τα Ανθεστήρια γιορτάζονταν στις 11, 12, και 13 του αττικού μήνα Ανθεστηριώνα, που αντιστοιχεί με την αρχή της Άνοιξης (από το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου ως το πρώτο του Μάρτη) . Η πρώτη από τις τρείς μέρες της γιορτής λέγονταν Πιθοιγία, η δεύτερη Χόες και η τρίτη Χύτροι.
Η πρώτη μέρα άρχιζε με περισχοινισμό του ιερού του «εν Λίμναις» Διονύσου, νότια της Ακροπόλεως των Αθηνών, και ήταν κατα κάποιο τρόπο γιορτή οικογενειακή. Όλα τα μέλη της οικογένειας που είχαν περάσει την ηλικία των τριών χρόνων, στεφανώνονταν και ο αρχηγός της οικογένειας θυσίαζε (σπονδή) στο Διόνυσο ένα μείγμα κρασιού με την ευχή το καινούριο κρασί να είναι αβλαβές και σωτήριο, ενώ οι δούλοι άνοιγαν τα πιθάρια που ήταν γεμάτα κρασί. Το φθινόπωρο, μετά τον τρύγο και το πάτημα των σταφυλιών, αποθήκευαν το καινούριο κρασί σε πιθάρια, ώστε την Άνοιξη που θα τ’ ανοίγανε να ήταν κατάλληλο για να το πιουν. Από αυτήν την πράξη άλλωστε, ονομάστηκε η μέρα Πιθοιγία : πίθος (πιθάρι) + οίγω (ανοίγω) ή τα πιθοίγια.
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων, άνοιγαν οι πύλες του Άδη και οι νεκροί ανέβαιναν στον Πάνω Κόσμο, για να ξαναφύγουν την τρίτη μέρα, στους Χύτρους, όπως και λέγονταν αυτή η μέρα. Τη δεύτερη μέρα, η γιορτή είχε εθνικό και ιερό χαρακτήρα και χωρίζονταν σε δύο μέρη : στον ιερό γάμο του Διονύσου και στις Χόες, αγώνα δηλαδή οινοποσίας. Την ημέρα αυτή, λίγο πριν δύσει ο ήλιος, έφερναν με πομπή από το ιερό του Διονύσου, που βρισκόταν στην Ακαδήμεια, το ξόανό του στο άλλο ιερό, το «εν Λίμναις». Στην ιερογαμία, τον Διόνυσο αντιπροσώπευε συμβολικά ο άρχοντας βασιλιάς, φορώντας διπλοπρόσωπη μάσκα, στεφανωμένος με κληματσίδες και κρατώντας το σκήπτρο ή θύρσο, ανεβασμένος σε πλοίο πάνω σε άμαξα, μαζί με τη βασίλισσα γυναίκα του. Όταν η πομπή έφτανε μπροστά στο Βουκόλιο ή στη Βασίλειο Στοά, σταματούσε και γίνονταν ο γάμος, με άγνωστο τρόπο. Μετά η πομπή συνέχιζε το δρόμο της για το «εν Λίμναις» ιερό του Διονύσου και τη βασίλισσα συνόδευαν τώρα δεκατέσσερις νεαρές Αθηναίες, οι γεραρές, τις οποίες είχε διαλέξει ο βασιλιάς, αφού είχαν ορκιστεί πως ήταν αγνές και καθαρές. Ο όρκος τους, κατά τον Δημοσθένη, ήταν ο εξής : «αγιστεύω και ειμί καθαρά και αγνή από των άλλων ού καθαρευόντων και απ’ανδρός συνουσίας και τα θεοίνια και τα Ιοβάκχεια γεραίρω τω Διονύσω κατά τα πάτρια και εν τοις καθήκουσι χρόνοις».
Όταν η πομπή έφτανε στον Ναό του θεού, η βασίλισσα, γυναίκα πια του Διονύσου, έμπαινε στο άδυτο και οι γεραρές μοιράζονταν στους δεκατέσσερις βωμούς του θεού, που συμβόλιζαν τα ισάριθμα κομμάτια του Διόνυσου-Ζαγρέα, σε όσα τον είχαν κομματιάσει οι Τιτάνες και οι αδελφές τους. Η γιορτή κρατούσε όλη την ημέρα και όλοι οι Αθηναίοι αγόραζαν φτηνά κρασί, που πουλούσαν οι γύρω χωρικοί πάνω σε αμάξια, απ’όπου πείραζαν τους διαβάτες με αστεία (ψάλλονταν τα «εξ αμάξης»). Επίσης κάθονταν σε κοινό τραπέζι και διαγωνίζονταν στην οινοποσία. Ο καθένας είχε μπροστά του τον χουν, ένα δοχείο που χωρούσε περίπου τρία κιλά κρασί. Μετά το φαγητό, γίνονταν αγώνες οινοποσίας. Όλοι περίμεναν να ηχήσει η σάλπιγγα και να ξεκινήσει ο αγώνας.
Ο νικητής -όποιος τελείωνε πρώτος ή έπινε περισσότερο – βραβεύονταν από τον ίδιο τον Άρχοντα-Βασιλιά με ένα ασκί γεμάτο κρασί, και στεφάνι από πράσινα φύλλα. Μετά τον αγώνα οινοποσίας, στεφάνωναν τους Χόες (ή χοάς) με στεφάνια, τα οποία παραδίδονταν κατόπιν στην ιέρεια του ιερού «εν Λίμναις» Διονύσου, ως προσφορά προς τον θεό. Οι Αθηναίοι αποδίδουν αυτή την εθιμοτυπία στον Ορέστη, ο οποίος όταν μετά τον φόνο της μητέρας του ήρθε στην Αθήνα, δεν έγινε δεκτός σε κανένα τραπέζι γιατί ήταν μιασμένος από το φονικό που διέπραξε. Έτσι, αναγκάστηκε να καθίσει μόνος του σε ξεχωριστό τραπέζι, και να πίνει μόνος από τον δικό του κρατήρα. Με προτροπή λοιπόν του βασιλιά Πανδίονος, οι Αθηναίοι, για ν’ αποφύγουν το μίασμα, κάθονταν όλοι μαζί σε κοινό τραπέζι. Σε συνδυασμό με τις πληροφορίες του Ησυχίου και του Φωτίου, η μέρα αυτή θεωρούνταν «μιαρά ημέρα», διότι ανέβαιναν οι ψυχές από τον Άδη στον Πάνω Κόσμο. Οι Αθηναίοι, για ν’ αποφύγουν το μίασμα, μασούσαν ράμνους (σημερινό φυτό βουρβουλιά), και άλειβαν τις πόρτες των σπιτιών τους με πίσσα. Όλη η τελετή λοιπόν, είχε χαρακτήρα θρησκευτικής κάθαρσης.
Η τρίτη μέρα της γιορτής ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς. Θυσίαζαν στον Ψυχοπομπό και Χθόνιο Ερμή, και του πρόσφεραν την «πανσπερμία», δηλαδή ένα παρασκεύασμα όπως τα σημερινά κόλλυβα, που το έφτιαχναν από σπόρους δημητριακών και όσπρια. Οι γυναίκες το μαγείρευαν στους χύτρους, και δεν επιτρέπονταν να φάει κανείς άλλος από αυτό. Το πρόσφεραν στις ψυχές των οικείων νεκρών, αλλά και γενικότερα στους νεκρούς, που πίστευαν πως τις ημέρες εκείνες, τους επισκέπτονταν για να συμμετάσχουν στα γεύματα και ν’ απολαύσουν για λίγο την χαρά της συγγενικής συναναστροφής. Για τον λόγο αυτόν, έβαζαν κι ένα πιάτο στο τραπέζι για το πνεύμα του νεκρού. Πολλοί που ήθελαν να παραστήσουν τις ψυχές των νεκρών που κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους, μεταμφιέζονταν και χόρευαν με έξαλλο τρόπο. Αυτή ίσως είναι και η αρχή του εθίμου των αποκριάτικων μεταμφιέσεων. Η γιορτή τελείωνε με την φράση : «θύραζε, Κήρες, ουκέτ’ Ανθεστήρια» (φευγάτε ψυχές των νεκρών, τ’ Ανθεστήρια τελείωσαν). Αυτή η εθιμολατρεία των αρχαίων, είχε τον συμβολισμό της. Περίμεναν τις ψυχές στα Ανθεστήρια, επειδή οι γιορτές αυτές γίνονταν την Άνοιξη, όταν η φύση ξυπνά από την χειμέρια νάρκη και αναγεννιέται. Για να τονίσουν λοιπόν αυτή την αναγέννηση της φύσης, ακόμα και οι νεκροί ανασταίνονταν και ανέβαιναν στον Πάνω Κόσμο, όπως γίνονταν με το ανέβασμα της Περσεφόνης, κόρη της θεάς της βλάστησης, από τον Άδη. (Στη Σικελία, αλλά και σε άλλες Ελληνικές πόλεις, γιορτάζονταν την Άνοιξη τα «Ανθεσφόρια», προς τιμή της Περσε-φόνης, σε ανάμνηση της επιστροφής της Κόρης στη μητέρα της Δήμητρα. Νέες κοπέλες, σηκώνονταν πρωί-πρωί και μάζευαν λουλούδια από τους κήπους και τους αγρούς, πλέκο-ντας στεφάνια, που τα φορούσαν στο κεφάλι, όπως ήταν στολισμένη η Περσεφόνη. Ανθεσφόρια τελούσαν προς τιμή και άλλων θεών, όπως της Άνθειας Ήρας στο Άργος, και της Άνθειας Αφροδίτης στη Κνωσό.)
Τα «Λουπερκάλια», ήταν η ρωμαϊκή έκδοση των Ανθεστηρίων. Μια αγροτική στη βάση της γιορτή, η οποία είχε σκοπό τον καθαρμό των ανθρώπων και της γης, και την γονιμότητά της. Ο Λούπερκος (Lupercus) θεός των ρωμαίων, ταυτίζεται με τον Φαύνο, και ήταν θεότητα της βλάστησης. Μια κοιλότητα του Παλατίνου λόφου ονομάζονταν Lupercal, και ήταν έδρα του ιερατικού σωματείου των Λουπέρκων, οι οποίοι είχαν αναλάβει και την τέλεση των Λουπερκαλίων. Τελούνταν στις 15 Φεβρουαρίου κάθε χρόνο, και περιλάμβαναν θυσία, το δρόμο των Λουπέρκων και το επίσημο γεύμα. Η θυσία γίνονταν στην είσοδο του Lupercal και τα ζώα που θυσιάζονταν ήταν κατσίκες, κριάρια και υπάρχουν αναφορές για σκύλους (ίσως γιατί κατ’ άλλους, ο Λούπερκος θεωρείται θεός που αποτρέπει τους λύκους να πλησιάσουν και προστατεύει απ’ αυτούς το κοπάδι). Ο δρόμος των Λουπέρκων συνοδευόταν από άσεμνες χειρονομίες, τραγούδια και τολμηρά αστεία. Οι δρομείς φορούσαν μόνο το δέρμα των ζώων που θυσιαζόταν και ένα στεφάνι στο κεφάλι. Η γιορτή έκλεινε με το επίσημο γεύμα των μελών του ιερατικού σωματείου των Λουπέρ-κων.
Αν και η γιορτή αυτή τελούνταν από πολύ παλιά, έγινε τόσο δημοφιλής, ώστε να διατηρηθεί μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα μ.α.χ.χ., οπότε και καταργήθηκε από τον πάπα Γελάσιο Α΄ (494), που την αντικατέστησε με γιορτή της Παρθένου Μαρίας. Τα «Λιμπερά-λια», ήταν κι αυτή ρωμαϊκή γιορτή, προς τιμή του Liber (Διόνυσος), και τελούνταν στις 17 Μαρτίου. Στα Λιμπεράλια, οι γιοι των Ρωμαίων που είχαν συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας τους, λάμβαναν την ανδρική τήβεννο και εισέρχονταν πλέον στην ανδρική ηλικία. Άλλες φυσιολατρικές γιορτές για την αναγέννηση της φύσης την Άνοιξη, ήταν τα «Κρόνια», όπου τελούνταν κυρίως στα μικρασιατικά παράλια και στα νησιά του Αιγαίου. Στην ηπειρωτική Ελλάδα, οι λατρευτικοί τόποι δεν ήταν πολλοί. Οι γνωστότεροι απ’ αυτούς ήταν η Αθήνα, η Ολυμπία, η Λιβαδειά, η Χαιρώνεια, το Πήλιο και η Θήβα. Ο Κρόνος ήταν προστάτης τη γονιμότητας της γης και των καιρικών μεταβολών που την υποβοηθούν (όπως και ο «Μειλίχιος» Δίας). Στην Ολυμπία, υπήρχε ένας μεγάλος χώρος αφιερωμένος στον Κρόνο, και το ιερό προς τιμήν του το «κρόνιο». Εκεί κάθε χρόνο τελούνταν τα Κρόνια, ακριβώς τη νύχτα τις εαρινής ισημερίας, τον μήνα Ελαφηβολεών. Προσφέρονταν τότε από τους ιερείς του, μεγαλοπρεπε-στάτη θυσία, επί της κορυφής του «Λόφου του Κρόνου». [Στέλιος Σέρρας,
https://ellas2.wordpress.com/
ΕΛΛΑΣ
Το βρήκα στο : https://vequinox.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου