Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

ΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΑ. ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΥΔΑΤΗ

 ΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΑ.  ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΥΔΑΤΗ

Ο φίλος μας ο Κώστας μού έστειλε ένα διήγημα γραμμένο από έναν φίλο του και συμπολίτη του (με την παλιά έννοια της λέξης), του Αλέξανδρου Υδάτη. Ο Υδάτης (είναι ψευδώνυμο βέβαια) κατοικεί στους Αμπελοκήπους Θεσσαλονίκης αλλά πρέπει, όπως και ο Κώστας, να έχει καταγωγή από τη Θεσσαλία -ή τουλάχιστον το διήγημα εκεί εκτυλίσσεται, σε ένα κεφαλοχώρι του νομού Λαρίσης.

Θα μπορούσαμε ίσως να προσδιορίσουμε ακριβέστερα τον τόπο, από την αναφορά στο «πλατάνι του Καραγάτση» που υπάρχει στο διήγημα, αν θεωρήσουμε ότι εννοείται το πλατάνι στην πλατεία της Ραψάνης με την προτομή του Μ. Καραγάτση. Ταιριάζει και το πολύ καλό κρασί του χωριού. Αλλά το όνομα της εκκλησίας είναι άλλο. Τέλος πάντων, πρόκειται για λεπτομέρειαΣτάθηκα στη λεπτομέρει αυτή, επειδή ο Κώστας μου είπε πως το διήγημα έχει κάποια πραγματικά στοιχεία, ανάμεσά τους και στην επιλογή του τόπου.

 

ΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΑΡΕΚΛΑ

Περασμένα μεσάνυχτα, τι μεσάνυχτα – σκέφτηκε με κόπο – ποιος ξέρει τι ώρα είναι… δυο, τρεις ώρες πριν το ξημέρωμα… ο τραχανάς άχνιζε μπροστά του… κάποιος του γέμισε το ποτήρι με άλικο κόκκινο μπρούσκο κρασί… του ‘ρθε μιαν αηδία στη σκέψη να πιει κι άλλο… καλύτερα να ‘τρωγε τον ζεστό τραχανά… μπορεί να έστρωνε το στομάχι του, που ‘ταν σαν τσαρούχι. Λένε ο τραχανάς είναι σαν τον πατσά… άμα έχεις πιεί πολύ κι ανακατεύεσαι απ’ τη ζαλάδα, ο πατσάς είναι ό,τι πρέπει να σε στρώσει… έτσι κι ο τραχανάς. Η ζαλάδα κι η θολούρα στο κεφάλι του… πολλή ζαλάδα – πολλή θολούρα… έμοιαζε σαν να τον είχε πλακώσει το βαρύ μαύρο σύννεφο. Σαν εκείνο το ίδιο που χάζευε αρκετές ώρες νωρίτερα, βλέποντας απέναντι την κορυφή του Κίσσαβου… το βαρύ μαύρο σύννεφο είχε κάτσει ακίνητο σαν σομπρέρο πάνω στην κορυφή. Σαν εξωγήινο διαστημόπλοιο… ρε μπας και ήταν;

Έβαλε στο στόμα την πρώτη κουταλιά. Κι ένιωσε τον ζεστό καλοβουτυρωμένο τραχανά να κατεβαίνει στο ταραγμένο στομάχι, θερμαίνοντας καταπραϋντικά τον οισοφάγο και τα στήθια του. Σήκωσε το κεφάλι, έψαξε με το βλέμμα τριγύρω κι είδε απέναντι στην πόρτα της κουζίνας την Σούλα. Να στέκεται αμήχανη. Σκέφτηκε να την ευχαριστήσει και να της παινέψει, όχι μονάχα την ιδέα της, να τους έχει ετοιμάσει τον τραχανά με την επιστροφή τους, αλλά και το πόσο νόστιμο τον είχε φτιάξει. Όμως η Σούλα, έστεκε φανερά αγχωμένη, στεναχωρεμένη και μισοκλαμένη, με τα μεγάλα μάτια της γιομάτα αχρείαστη απόγνωση. Έχοντας φράξει με την παλάμη το στόμα της, κοίταγε τον άντρα της τον Νικόλα με απελπισία. Ολάκερη ήταν μεταμορφωμένη σ’ ένα αναπάντητο γιατί. Νευρίασε που την είδε έτσι. Στο θολωμένο του μυαλό δεν ήξευρε τι έπρεπε ν’ αποφασίσει. Να της δώσει συγχαρητήρια για τον θεραπευτικό τραχανά ή να της εξηγήσει ότι όλη η στάση της απόψε ήταν και παραήταν ανώφελα υπερβολική;.

Κοίταξε τους τριγύρω συνδαιτημόνες στο μεγάλο τραπέζι. Είχαν πέσει σιωπηλοί πάνω στα πιάτα τους. Μονάχα ο Δημητρός δεν έτρωγε και κάπνιζε σκυθρωπός, εξουθενωμένος απ’ το πιοτί. Οι δυο οργανοπαίχτες, το ούτι και το κλαρίνο – αλήθεια πώς είπαμε πως τους λένε…- έμοιαζαν πιο στέρεοι. Αριστερά στον καναπέ, πίσω απ’ τον ατάραχο Νικόλα είδε την Ελένη τη γυναίκα του. Καθιστή κι αμίλητη να τον παρατηρεί με τα χείλη νευρικά σφιγμένα. Είχε φορέσει το δωρικό ύφος του εισαγγελέα υπηρεσίας, που μαζεύει, υπομονετικά, στοιχεία, για να σε στείλει μια και καλή στο απόσπασμα.

—    Σούλα! Κατόρθωσε πνιχτά να φωνάξει.

—    Ναι, γιε μ’; απάντησε καλοσυνάτα, ξαφνιασμένη η νύφη του.

—    Ωραίος τραχανάς! της δήλωσε ικανοποιημένος… — και ό,τι πρέπει για τέτοια ώρα και τέτοιο στομάχι.

—    …και για τέτοια μυαλά! Πέταξε πικρόχολα, μη χάνοντας την ευκαιρία η οιονεί εισαγγελέας συμβία του.

Τότε ακριβώς και πριν προλάβει ν’ απαντήσει ακούστηκε κάποιος να χτυπά την οξώπορτα πίσω του.

—    Μη χειρότερα, ακούστηκε η φωνή του Νικόλα ξαφνιασμένη. —Ποιος είναι τέτοια ώρα; και συνέχισε προσπαθώντας να εγερθεί: —Εμπρός! Περάστε!

Η πόρτα άνοιξε, μιας και το κλειδί ήταν πάντα πάνω στην κλειδαριά. Όμως δεν γύρισε να ει, αδιαφορώντας. Αυτό του ’λειπε! Να παραταθεί κι άλλο τ’ αποψινό ξενύχτι! Συνέχισε να τρώει τον τραχανά, με σκοπό να βιαστεί να ξαπλώσει και να κοιμηθεί. Που τόσο πολύ το ’χε ανάγκη. Άλλωστε η πόρτα του δωματίου του ήταν δυο βήματα ακριβώς δίπλα κι εύκολα και χωρίς κόπο θα την έπεφτε για ύπνο.

Οι νιοφερμένοι επισκέπτες ήταν τρείς νεαροί. Δυο απ’ αυτούς ήταν χωροφύλακες. Φόραγαν τις στολές υπηρεσίας με τα πιστόλια να κρέμονται επιδεικτικά στις ζώνες. Ο τρίτος ήταν με πολιτικά και μάλλον ήταν ο επικεφαλής τους. Ένας φαλακρός νεαρός με κατάμαυρο παχύ μουστάκι. Μάλιστα ήταν κουστουμαρισμένος στην πένα. Τι περίεργο! Τέλειωσε το πιάτο του καθώς γίνονταν οι συστάσεις. Από ευγένεια, κάθισε και περίμενε για λίγο, πριν δραπετεύσει στο δωμάτιο. Ο φιλόξενος Νικόλας τους έβαλε να κάτσουν στο μεγάλο τραπέζι, δίνοντας εντολή στη Σούλα να φτιάξει κι άλλο τραχανά. Γιόμισε τα ποτήρια τους με κρασί απ’ τη νταμιτζάνα με το ψάθινο πλεκτό περίβλημα και τα σήκωσαν όλοι προς υγείαν όλων. Έφερε το ποτήρι μέχρι τα χείλη αλλά δεν δοκίμασε να πιεί. Επειδή ήταν βέβαιος πως αν έπινε άλλο ένα ποτήρι, τα μαλλιά της κεφαλής του κινδύνευαν ν’ αρπάξουν φωτιά! Να λαμπαδιάσουν, καθώς το αλκοόλ που εξατμίζονταν από πάνω του παραήταν αρκετό. Έτσι, σηκώθηκε με κόπο, καληνύχτισε την ομήγυρη και μπήκε στο δωμάτιο τρεκλίζοντας ανακουφισμένος κι ασφαλής.

Ξύπνησε κατά τις εφτά παρά το πρωί, πιεσμένος απ’ τη γιομάτη κρασί κύστη. Το κεφάλι του παρέμενε θολό και βαρύ. Σαν πεπόνι αργίτικο. Ευτυχώς, όμως, δεν είχε πονοκέφαλο, όπως ανέμενε. Έξω απ’ το μικρό, σαν πολεμίστρα παράθυρο, αχνόφεγγε η μέρα. Βγήκε απ’ το δωμάτιο στο σαλόνι και κέρωσε ακίνητος απ’ την έκπληξη: στον καναπέ στ’ αριστερά κοιμόταν βαθιά ο φαλακρός με το μουστάκι. Με τα ποδάρια να εξέχουν απ’ τις κουβέρτες. Φορώντας μαύρες κάλτσες, ασορτί με το μουστάκι. Ακριβώς απέναντι, σε μια μεγάλη βυσσινί πολυθρόνα, κείτονταν άτσαλα χυμένος και διπλωμένος σαν σουγιάς ένας ένστολος χωροφύλακας. Τυλιγμένος με μια κόκκινη φλοκάτη. Πλάι του, αλλά στο πάτωμα, πάνω σε άσπρες φλοκάτες κοιμόταν στρωματσάδα ο έτερος χωροφύλακας. Πεσμένος μπρούμυτα, ροχάλιζε μισοσκεπασμένος με μαξιλάρες και κουβέρτες. Τριγύρω και πάνω σε κάθε καρέκλα είχαν αποθέσει πρόχειρα τα πηλήκια, τα μπουφάν, τις ζώνες με τα πιστόλια και το σακάκι του κουστουμαρισμένου φαλακρού. Η σουρεαλιστική εικόνα ήταν ασορτί με τους μοντέρνας τέχνης πίνακες ζωγραφικής. Που κάλυπταν ολόγυρα όλα τα μπαγδατένια ντουβάρια. Έργα του έτερου ξάδελφου και αδελφού τού Νικόλα, του Θοδωρή. Που έβγαζε το ψωμί του ζωγραφίζοντας στην Ευρώπη. Απορημένος απ’ το θέαμα, πήρε κι άνοιξε την οξώπορτα, και βγήκε στο φαρδύ μπαλκόνι. Το φλεβαριάτικο κρύο δεν τον ενόχλησε. Ούτε η βαριά αντάρα που σκέπαζε την πλάση. Αντίθετα! Η πρωινή παγωνιά τον τύλιξε ευχάριστα, συνεφέρνοντάς τον αρκετά απ’ τον βαθύ ύπνο κι απ’ τη θολούρα. Δεξιά στο μπαλκόνι βρίσκονταν η τουαλέτα. Με την ξύλινη παλιοκαιρίσια πράσινη θύρα. Καθώς έπιασε το μάνταλο να την ανοίξει, ακούστηκε από μέσα η γνώριμη φωνή του Δημητρού: .

—    Ώωπ! Άλλος!

—    Δημητρό ξύπνησες κιόλας; ρώτησε κάνοντας ένα βήμα πίσω.

—    Εσύ είσαι Γιώργο;… μισό λεπτό, τελειώνω, του απάντησε και τον άκουσε να μονολογεί συνεχίζοντας: — Πολύ ήπιαμε μπλιάτ… πάρα πολύ.

—    Ρε Δημητρό, ρώτησε ανυπόμονος και χαμηλόφωνα: — Ποιοι είν’ αυτοί που κοιμούνται στο σαλόνι;.

Ο Δημητρός βγήκε απ’ την τουαλέτα, ψαχουλεύοντας μ’ επιμέλεια να ξεχωρίσει το σώβρακο και να κουμπώσει το παντελόνι της πιτζάμας του, μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπό του. Κοντοστάθηκε, τον κοίταξε κατάματα, το χαμόγελο έγινε χλευαστικό και του εξήγησε χειρονομώντας:.

— Είναι ο διοικητής του τμήματος του χωριού κι ήρθε να μας συλλάβει…

—    Να μας συλλάβει; γιατί;

—    Γι’ αυτά που κάμαμε ψες στο νεκροταφείο.

Κοντοστάθηκε παραξενεμένος, τρίβοντας το θολωμένο του κρανίο, λες κι ήθελε να ξεκαθαρίσει την απορία του:

—    Και πού μας είδε ρε Δημητρό; Τι του είπαν;

—    Το κεφάλι μου είναι βαρύ κι έχω πολλή ζαλάδα, απάντησε ο Δημητρός, πιάνοντας με τα δυο χέρια το κεφάλι του. — Έτσι είναι και το δικό σου;.

—    Εμ! Από ψες, απ’ τις εφτά το απόγιομα άνοιξε τη νταμιτζάνα ο Νικόλας και πίνουμε. Νιώθω κι εγώ μεγάλη ζαλάδα και θολούρα αλλά ευτυχώς δεν έχω πονοκέφαλο.

—    Ούτε εγώ έχω πονοκέφαλο. Είδες άμα είναι καλό το κρασί; ανταπάντησε ο Δημητρός.

—    Λοιπόν; Πώς μας κατάλαβε;

Εκείνες τις μέρες του Φλεβάρη μαζεύτηκαν τα τρία πρωτοξαδέρφια, να τελέσουν το μνημόσυνο του μπάρμπα τους του Βασίλη, στα σαραντάμερα απ’ τη θανή του. Ο Δημητρός με τον Γιώργο ταξίδεψαν στο χωριό, όπου τους περίμενε ο Νικόλας, ο πρωτότοκος γιος του μπάρμπα Βασίλη. Ο αποθανών είχε δώσει σαφείς οδηγίες στον Γιώργη, για το πώς έπρεπε να τελέσουν ένα ιδιαίτερο μνημόσυνο. Ξεχωριστό απ’ το θρησκευτικό που θα προηγούνταν και θα τελούνταν στην εκκλησιά τ’ Άϊ Γιώργη, εκεί που βρίσκεται το πλατάνι του Καραγάτση. Το ιδιαίτερο μνημόσυνο θα τελούνταν στο νεκροταφείο, πάνω στον τάφο. Με συνοδεία κλαρίνων ακριβώς τα μεσάνυχτα, στην άλλη άκρη του χωριού. Κανένας απ’ τα ξαδέρφια δεν είχε σκοπό να αγνοήσει τις ορμήνιες του αναχωρήσαντος μπάρμπα. Που ήταν ξακουστός γλεντζές κι έξω καρδιά αριστερός, αν κι οι περσότεροι αριστεροί φημίζονται για την καθοδηγούμενη απ’ το κόμμα, εγκράτειά τους.

Ο μπάρμπα Βασίλης, ομορφάντρας ψηλός και γεροδεμένος, αντίς με το επώνυμο ήταν ευρέως γνωστός με το παρατσούκλι «καρεκλάς». Είχε το παρατσούκλι τούτο επειδή έφτιαχνε καρέκλες. Καρέκλες πλεχτές με ψάθα, σωστά αριστουργήματα ανθεκτικής κατασκευής και διαχρονικής ομορφιάς. Έφερνε την ψάθα απ’ το δέλτα του Έβρου, όπου αφθονεί το φυτό. Μαζί με τη γυναίκα του την Έλλη αλλά και τ’ αγόρια του, τον Νικόλα και τον Θοδωρή. Δούλευαν ακούραστα κι ασταμάτητα. Οι καρέκλες τους γίναν με τον καιρό περιζήτητες. Κάθε καφενείο, παραδοσιακό ή μοντέρνο και κάθε σπιτικό στολίζονταν απ’ τις φημισμένες καρέκλες του καρεκλά. Του μπάρμπα Βασίλη. Εκτός απ’ την τέχνη του ο μπάρμπα Βασίλης ήταν σεβαστός για τη συνέπειά του στους λαϊκούς αγώνες. Για την κοινωνική δικαιοσύνη, τη δημοκρατία και για την αντίστασή του στον φασισμό. Τόσο στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής στα νιάτα του, όσο και στον εμφύλιο και στη χούντα. Ούτε τα βασανιστήρια ούτε η εξορία έκαμψαν τις αρχές του. Με την παροιμιώδη αξιοπρέπειά του στάθηκε σταθερά συνεπής, χωρίς ποτέ να διαφημίσει σε κανένα τις περιπέτειες και τα βάσανά του.

Στους ειρηνικούς καιρούς, εκτός από καρεκλάς ήταν ξακουστός και ως εξαιρετικός οινοποιός. Αλλά και για τα γλέντια του. Το κρασί που έφτιαχνε στην Καψάλα θεωρούνταν και ήταν μοναδικό. Πολλοί διάσημοι επαγγελματίες οινοποιοί πέρασαν απ’ το μικρό κτήμα του, για να δοκιμάσουν και να γευτούν την σπάνια ποιότητά του. Πρακτική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα απ’ τον αντάξιο γιο του τον Νικόλα. Όσο για τα γλέντια του… έμειναν αλησμόνητα, όχι μόνο στο χωριό, αλλά και σε πολλά μέρη της Λάρισας και της Θεσσαλίας.

Λίγο πριν την πρωτοχρονιά εκείνη ο μπάρμπα Βασίλης, ογδοηκοντούτης, όμως κοτσονάτος και δραστήριος ως όψιμος έφηβος, υπέστη το ξαφνικό κακό: ένα βαρύτατο εγκεφαλικό επεισόδιο! Που τον άφησε ανεπανόρθωτα παράλυτο σ’ όλη την αριστερή του πλευρά, χέρι και πόδι. Μετά βίας γλίτωσε τη ζωή του. Κι όταν βγήκε απ’ την εντατική κι επέστρεψε στο χωριό, ο πρώτος που κάλεσε για να μιλήσει ήταν ο ανιψιός του ο Γιώργης. Ο πρωτότοκος γιός της μικρότερης αδελφής του της Μαρίκας. Επειδή ο Γιώργης ήταν φυσικοθεραπευτής και κατά συνέπεια σκαμπάζει για το εάν και πότε και πόσο αποκαθίσταται το θύμα ενός εγκεφαλικού επεισόδιου..

Ο μπαρμπα Βασίλης – καθηλωμένος στο κρεβάτι – ήταν μεν σωματικά σε κακό χάλι αλλά η πνευματική του διαύγεια ήταν οξύτατη και ξεκάθαρα εναργής. Μαζί με το σώμα είχε παραλύσει και το μισό του πρόσωπο. Το αριστερό του μάτι έχασκε ορθάνοιχτο μέρα και νύχτα. Τα βλέφαρα δεν κουνιούνταν. Το στόμα του ήταν στραβό, η μασέλα δεν ταίριαζε πια και τα σάλια έτρεχαν ανεμπόδιστα απ’ το κάτω σαγόνι. Χέρι και πόδι ήταν εντελώς παράλυτα κι ακίνητα. Μόνιμα τον είχαν συνδεδεμένο μ’ ένα καθετήρα. Ώστε να παροχετεύονται τα ούρα του σε μια πλαστική κίτρινη σακούλα. Τραυλίζοντας τον ρώτησε μεγαλόφωνα κι ευθέως:.

—    Θα γίνω ποτές καλά γιε μ’;

Ο Γιωργής δεν άργησε ν’ απαντήσει:

—    Όχι θείε. Δεν μπορείς να γίνεις όπως πρίν…

—    Τότενες, τι τη θέλω τέτοια ζωή; Σακάτης! Μισός άνθρωπος – μισός κούτσουρο! Να μην πατώ στο χώμα; Για πάντα στο κρεβάτι; ανταπάντησε προβληματισμένος ο παθών. Πλάι του η κυρά Έλλη έκαμε απεγνωσμένα νοήματα προς τον Γιώργη να μετριάσει την βαρύτητα των αποκρίσεών του. Μάταια. Ο Γιώργης ήταν ξεκάθαρος κι ειλικρινά κυνικός:

—    Είναι πολύ βαρύ το εγκεφαλικό σου μπάρμπα. Η πρόγνωσή του δεν είναι καλή. Όσο και να πασχίσεις η βελτίωση θα ‘ναι αμελητέα. Δεν θα μπορέσεις να ξαναπερπατήσεις…

Θρήνος βαρύς ξεκίνησε απ’ τα χείλη της θείας Έλλης στο άκουσμα του χρησμού του Γιώργη. Όμως ο μπάρμπα Βασίλης δεν είχε καιρό για χάσιμο. Έδιωξε την Έλλη απ’ το δωμάτιο, κάρφωσε το ανάπηρο βλέμμα του στον Γιώργη κι άρχισε να διατυπώνει τις ορμήνιες του:

—    Άκουσε παλικάρι μου. Τέτοια ζωή εγώ δεν τη θέλω. Κατάκοιτος στο κρεβάτι δεν έκατσα ούτε στην εξορία στα Γιούρα ούτε στον Άϊ Στράτη. Εκεί να ’δεις ταλαιπωρία. Άμα κόψω τα φάρμακα θε να πεθάνω;

Ο Γιώργης του ένευσε σιωπηλός καταφατικά. Ο μπάρμπα Βασίλης συνέχισε αποφασιστικά, με πνεύμα που δεν σήκωνε αντιρρήσεις:

—Θα κόψω όλα τα φάρμακα για να πεθάνω σύντομα. Δεν θέλω να μη μπορώ να κουμαντάρω τα χέρια και τα πόδια μου. Ούτε να περιμένω απ’ την Έλλη να με ταΐζει και να με ξεσκατώνει. Άκου τώρα τι θέλω να κάμεις για μένα…

Οι ορμήνιές του ήταν σαφείς και ξεκάθαρες. Στην κηδεία του ήθελε να προπορεύεται ο Γιωργής, ντυμένος στα λευκά. Θα κουβάλαγε στα χέρια του το καπάκι του φέρετρου. Ξοπίσω θα ακολούθαγε η ορχήστρα με τα κλαρίνα. Απ’ το σπίτι στην εκκλησιά και μέχρι στο νεκροταφείο. Μετά, το ανοιχτό φέρετρο με τον ίδιο μέσα. Ύστερα τα στεφάνια όλων όσων θα είχαν τη διάθεση να προσφέρουν. Πίσω απ’ τα στεφάνια και το φέρετρο σειρά είχαν η γυναίκα του, τα παιδιά του, οι συγγενείς και οι φίλοι. — Α! Ξέχασα να σου πω. — Μήν τυχόν υπάρξει στεφάνι απ’ τις άλλοι! Εννοούσε τους αποσχισθέντες νεωτεριστές απ’ το κόμμα. Που ‘χαν φτιάξει δικό τους κόμμα και το ‘χαν βαφτίσει του εσωτερικού. — Θα βρυκολακιάσω, θα σηκωθώ και θα τις κυνηγήσω! Ύστερα οι παπάδες! Τελευταίοι! Μη τους δω μπροστά! Θα τους πάρει ο διάβολος αν μπουν μπροστά. Άμα δεν θένε, ας μη έλθουν! Τ’ ακούς;

Ο Γιώργης άκουγε συνεπαρμένος απ’ την φλόγα του παλιού αντάρτη. Ένιωσε μεγάλη τιμή ακούγοντας την εξομολόγηση της τελευταίας επιθυμίας του ανυπότακτου κι αντισυμβατικού θείου του. Γι’ αυτό έσκυψε συγκινημένος, πήρε το χέρι του θειου του και το φίλησε με θέρμη. Είχε τη μοναδική ευκαιρία καθενός που αξιώνεται να ζήσει, τυχαία ή μή, το μεγαλείο μιας ελεύθερης

ψυχής. Που εθελοντικά δίνει τέλος στο πέρασμά της από τούτο τον πλανήτη. Ένιωσε προνομιούχος μάρτυρας ενός ανεπανάλητου μεγαλείου, σπάνιου και μοναδικού στη ζωή. Γι’ αυτό του φίλησε το χέρι.

Απ’ την άλλη ο ανήμπορος γέροντας είχε διαλέξει τον ψύχραιμο Γιωργή για να εξασφαλίσει την τέλεση κι εφαρμογή των επιθυμιών του. Επειδή οι γιοι του αγχώνονταν εύκολα, όπως κι η λιγόψυχη γυναίκα του. Ήξευρε ότι μονάχα ο Γιώργος είχε την τρέλα που χρειάζονταν για να παρασυρθούν κι οι άλλοι. Που μένοντας για πολύ πελαγωμένοι απ’ τη φυγή του εις τόπον χλοερόν, θα δίσταζαν να εκτελέσουν τις ασυνήθιστες και παράξενες μεταθανάτιες προσταγές του. Ο μπάρμπα Βασίλης πίστευε, όπως πολλοί άνθρωποι, πως η ψυχή τριγυρνά για σαράντα μέρες πάνω στη γη, πριν τον τελικό της προορισμό. Στις σαράντα που φεύγει, ήθελε να γίνει το ιδιαίτερό του μνημόσυνο. Τον ορμήνευσε να πάει να βρει ένα καλό κλαρινιτζή απ’ το διπλανό χωριό, του ξακουστού Μαλλιάρα. Που ‘παιζε κλαρίνο θεϊκό και μάγευε με το πάθος και τη δεξιοτεχνία του. Ο Μαλλιάρας είχε πεθάνει προ πολλού, όμως οι επίγονοι μαθητές του διατηρούσαν τα σκήπτρα στο όργανο. Ύστερα του ζήτησε ν’ ανοίξουν ένα βαρέλι κρασί, που το φύλαγε πέντε χρόνια τώρα για το γλέντι της κηδείας του και προπαντός για το μνημόσυνο των σαράντα. Να πιουν απ’ αυτό όλοι οι καλεσμένοι. Και στην κηδεία και στο μνημόσυνο.

—    Πρόσεξε τώρα τι θα σου ‘πω: —Τα μεσάνυχτα, στις σαράντα μέρες, την ώρα που θα φεύγει η ψυχή μ’ στο δρόμο τον αγύριστο, θα ‘ρθείτε πάν’ στον τάφο μ’ με το κρασί και τα κλαρίνα. Θα πιείτε, θα χορέψτε και θα χύσετε από πάνω μ’, καταγής στο χώμα που με σκεπάζ’, του κρασούλι μ’! Να πιω κι να ‘χω για το ταξίδ’. Δυο τραγούδια μοναχά θέλω να πείτε: τις σαράντα κλέφτες και τα πιδιά της Σαμαρίνας! Κι να χορέψ’τε! Άλλου τίποτε δεν θέλω. θα το κάν’ς; το υπόσχεσαι; δίν’ς το λόγο σου;

Έδωσε το λόγο του για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του κυριευμένο με τόση πίστη, με τόση αποφασιστικότητα. Επειδή η παράδοξη κι ασυνήθιστη τελευταία επιθυμία ενός τέτοιας κοπής ανθρώπου ήταν ισοδύναμη με την λεβέντικη άρνησή του, να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του καθηλωμένος κι ανήμπορος να αυτοεξυπηρετηθεί. Ο συνδυασμός της επιλογής να μην ξαναπάρει τα φάρμακά του για να πεθάνει και το αποχαιρετιστήριο της ψυχής μνημόσυνο να γίνει επιτάφιο γλέντι, γίνηκαν μονομιάς απαράβατη εντολή! Που, ο κόσμος να χαλάσει, θα τελούνταν όπωσδήποτε!

Ο μικρός γιός, ο ζωγράφος ο Θοδωρής δεν μπόρεσε να έρθει στην κηδεία. Ούτε στο μνημόσυνο. Θρήνησε τον πατέρα του στην σκληρή μοναξιά της ξενιτιάς, που του άφησε μια βαθιά χαρακιά και που σημάδεψε παντοτινά την τρυφερή ψυχή του. Ο Νικόλας, αφού άκουσε έκπληκτος την παράξενη τελευταία επιθυμία του πατέρα του, δίστασε στην αρχή. Όχι για πολύ! Στο πρώτο άκουσμα, το βλέμμα του σκοτείνιασε κι έμεινε βλοσυρός και σιωπηλός. Και σαν το σκέφτηκε, το πρόσωπό του φωτίστηκε, έλαμψε ξαφνικά, σαν να ‘πεσε σημαδιακός κεραυνός! Έσυρε το βλέμμα του και κοίταξε τον Γιώργο, λες κι έβλεπε μπροστά του, όχι τον ξάδελφό του, μα τον ουράνιο αγγελιοφόρο που έπεμψε ο πατέρας του για να του μιλήσει! Γι’ αυτό τού ‘φυγε κάθε ενδοιασμός κι ενθουσιασμένος χτύπησε επιδοκιμαστικά και με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι.

Στα τελειώματα του κουτσοφλέβαρου, με τον καιρό ακόμη χιονιά στις πλαγιές του κάτω Όλυμπου, γίνηκε το πρωινό συνηθισμένο και τυπικό μνημόσυνο στην εκκλησιά του Άϊ Γιώργη. Σαν τέλειωσε και το φαγητό που ακολούθησε στην ταβέρνα του Μαργκά, στην πλατεία του χωριού, έμαθε ο Δημητρός τα σχέδια των ξαδέλφων του για το βράδυ. Δεν τους πίστεψε. Άρχισε ν’ ανησυχεί, όταν αργά το απόγιομα της ίδιας μέρας κατέφτασαν στο σπίτι του Νικόλα οι μουσικοί. Η Σούλα κι η Ελένη ξαφνιάστηκαν πιο πολύ, σαν είδαν το κλαρίνο να βγαίνει απ’ τη θήκη του και το ούτι να κουρδίζεται, μ’ επιμέλεια και προσοχή, μπροστά στα μάτια τους. Καμμιά τους δεν ήξευρε τα σχέδιά τους. Ούτε οι μουσικοί. Που τους είχαν τάξει να παίξουν για ένα βραδάκι, σ’ ένα σπίτι, για μια παρέα. Είχαν νομίσει πως πήγαν να παίξουν για κάποιο αρραβώνα, έστω για ένα λογόδοσμα.

Ο Νικόλας είχε γιομίσει δυο πλεχτές με ψαθί γυάλινες νταμιτζάνες, με το κρασί που είχε φυλαγμένο για παλαίωση ο μπάρμπα Βασίλης. Η Σούλα δεν μπορούσε να κάμει τίποτε πια, για να εμποδίσει τα καμώματα και τα ρεζιλίκια του άντρα της, μέρα που ήταν. Ούτε η Ελένη, που όταν ζήτησε απ’ τον Γιώργη να σταματήσει τον ξάδελφό του, καθώς νόμιζαν ότι αυτός ήταν που τα ‘χε οργανώσει έτσι, είδε το απόκοσμο άγριο βλέμμα του κι έκαμε τρομαγμένη πίσω.

Έφαγαν, ήπιαν, τραγούδησαν και χόρεψαν μέσα στο σαλόνι, μέχρι που το ρολόι έδειξε μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα. Σαν ανήγγειλε ο Γιώργης ότι ήρθε η ώρα να σηκωθούν για να πάνε στο νεκροταφείο, ξαφνιάστηκαν. Κι όταν εξήγησε το σχέδιό τους, πρώτη η Σούλα έσυρε μεγάλο θρήνο. Προκατειλημμένη από δεισιδαιμονίες και εμποτισμένη από πανάρχαιους φόβους, η ψυχή της παράλυσ’ απ’ τον τρόμο! Αρχικά έπεσε παρακαλώντας στην αγκαλιά του Νικόλα, που ήταν ανένδοτος. Κι ως ήταν ήδη μισομεθυσμένος, δεν άργησε να νευριάσει και να τη στείλει στον

κόρακα. Τότε η Σούλα στράφηκε στον Γιωργή, επειδή τον θεωρούσε πιο λογικό και πιο πολιτισμένο απ’ τον άξεστο χωριάτη άντρα της. Πού νά ‘ξευρε. Την ώρα που έσκυβε με ικεσία και του φίλαγε τα πόδια για να μην πάνε στο νεκροταφείο, στύλωσε τα ποδάρια του ο κλαρινιτζής. Μαζεύοντας το κλαρίνο του στο βαλιτσάκι, δήλωσε διαμαρτυρόμενος ότι δεν είχε κάμει καμιά τέτοια μακάβρια συμφωνία, να παίξει βραδυάτικα πάνω από ‘να τάφο. Άρπαξε τότε ο Γιώργης το μεγάλο τραπεζομάχαιρο, όρμησε και το κόλλησε στην καρωτίδα του ήδη έντρομου κλαρινιτζή.

—    Πόσα λεφτά σου τάξαμε να παίξεις απόψε ρέ; Τον ρώτησε αγριεμένος, κολλώντας το πρόσωπό του στη μούρη του.

—    Τρία χιλιάρικα, τραύλισε τρομαγμένος ο μουσικός, νιώθοντας έντονα τη μυρουδιά της κρασίλας απ’ το χνώτο του πιθανού μαχαιροβγάλτη, που μπορεί να ‘τανε ετούτος ο τύπος.

—   Χίλιες πεντακόσιες δραχμές για τον καθένα μας.

—    Μπήχτου το του κιαρατά! ακούστηκε από πίσω διασκεδαστικά η φωνή του Δημητρού, που ήταν ήδη πολύ ζαλισμένος απ’ τα τσίπουρα και το κρασί.

Ο Γιωργής, κρατώντας σταθερά το μαχαίρι (που δεν έκοβε ντιπ, καθώς ήταν άσχημα στομωμένο) και πιέζοντάς το ακόμη λίγο, του είπε με φωνή σφυριχτή σαν το σύρσιμο της οχιάς: — Διάλεξε! Ή θα παίξετε πάνω στον τάφο και θα πάρετε από δυο πεντοχίλιαρα ή σου κόβω το λαρύγγι!

Με μια φωνή οι δυο μουσικοί συγκατένευσαν αμέσως! Κι αδιαμαρτύρητα καθώς ο Γιώργης πρόσταξε και του ’φερε απρόθυμα η Ελένη τέσσερα πεντοχίλιαρα απ’ το πορτοφόλι του.

Οδήγησε πολύ προσεχτικά, καθώς ήταν ήδη αρκετά ζαλισμένος, στα στενά δρομάκια του χωριού. Που μόνο ένα μικρό επιβατικό αυτοκίνητο χωρά να περάσει. Κι αν ανταμωθούν δυο τέτοια, το ένα πρέπει να τραβηχτεί σε κάνα στενό ή σε κάποια αυλή, για ν’ αδειάσει ο δρόμος. Τόσο στενά είναι τα δρομάκια. Φτάνοντας στην άλλη άκρη του χωριού και λίγο παραπέρα απ’ τα τελευταία σπίτια, κατέβηκαν μπροστά στην είσοδο του δημοτικού και μοναδικού νεκροταφείου. Που ’ταν χαραγμένο σε μια απότομη πλαγιά, με θέα προς τα Τέμπη και τον Κίσσαβο. Το πυκνό σκοτάδι που έκαμε κατοχή ολοτρόγυρα, το διέκοπτε αχνά το ασθενές και χλωμό φαναράκι της κολόνας στην οξώπορτα. Ο Νικόλας με τον Δημητρό, βαστώντας τις δυο νταμιτζάνες με το κρασί, προχώρησαν μέσ’ τη νυχτιά, με την έξαψη της μεσονύχτιας παγωνιάς να τους συνεφέρνει. Οι δυο μουσικοί κοντοστάθηκαν φοβισμένοι μπροστά στην είσοδο, τρέμοντας πιθανότατα όχι μόνο απ’ το δριμύ κρύο, ατενίζοντας ερευνητικά το σκοτεινό χώρο του νεκροταφείου.

—    Δε βλέπουμε ντίπ, με τόσο σκοτάδι, κλαψούρισε ο συνήθως σιωπηλός που έπαιζε το ούτι.

—    Θα πέσουμε σε κάνα χαντάκ’ συμπλήρωσε δισταχτικά ο κλαρινιτζής, που δεν ήθελε καν να αναφερθεί σε ανοιχτό τάφο, βρίσκοντας βολική τη λέξη ως χαντάκι.

Ο Γιώργης, αφού άνοιξε διάπλατα την πόρτα του νεκροταφείου γύρισε και μπήκε στ’ αμάξι του. Το ‘βαλε μπροστά και βάζοντας τα φώτα στη μεγάλη σκάλα, το ανέβασε μαρσάροντας στη μικρή ανηφοριά. Το βόλεψε φωτίζοντας μέχρι τον τάφο του μπάρμπα Βασίλη, όπου στέκονταν ήδη τα δυό ξαδέλφια του. Που τα ‘δε να ραντίζουν τον τάφο με κρασί, ψέλνοντας το πάτερ ημών. Ύστερα έβγαλε απ’ το πορτ μπαγάζ το ούτι και το κλαρίνο, τα φόρτωσε στα χέρια των χεσμένων απ’ το φόβο μουσικών, που καθώς παραήταν δισταχτικοί να προχωρήσουν, αποφάσισε να το τραβήξει παραπέρα. Γύρισε στ’ αμάξι κι έβγαλε απ’ το ντουλαπάκι του συνοδηγού ένα μαύρο πιστόλι και μια γεμιστήρα με δεκαεφτά σφαίρες. Κι ενώ ακούγονταν οι φωνές του Νικόλα και του Δημητρού, που καλούσαν και παρακινούσαν τους μουσικούς ν’ αρχίσουν να παίζουν, ο Γιώργης όπλισε και τράβηξε τις πρώτες δυο πιστολιές στον αγέρα.

—  Σαράντα κλέ- μωρέ κλέφτες είμαστε, σαράντα παλικάρια,
κι κάμαμ’ ό- μωρέ όρκο στο σταυρό.
Κι κάμαμ’ όρκο στο σταυρό κι όρκο στην Παναγία
αν αρρωστήσει και κανείς, να μην τον παρατούμε
κι αρρώστησε που το ’λεγε, ο πρώτος καπετάνιος.

Σαράντα ημέρες ήκαμε εις το βουνό απάνω,
ελιώσανε τα ρούχα του πέσανε τ’ άρματά του.
Παρακαλώ σας βρε παιδιά παρακαλιά μεγάλη
πάρτε κι αμέτε θάψτε με σε μια ψηλή ραχούλα,
κόφτε κλαδιά και στρώστε μου.

 

Ο καλλίφωνος Νικόλας, τραγουδώντας με βροντερή φωνή τα σαράντα παλικάρια, είχε σκεπάσει όχι μονάχα τη σιγαλιά της νύχτας, μα και τον πνιχτό ήχο του κλαρίνου, αφού τα πνευμόνια του κλαρινιτζή είχαν αδειάσει απ’ τον φόβο. Και ώ! του θαύματος, καθώς ο Νικόλας άρχισε να χορεύει, σαν περήφανος και πληγωμένος Ινδιάνος γύρω απ’ τον τάφο, ο κλαρινιτζής συνήλθε! Συγκινημένος απ’ τη θέρμη της φωνής του Νικόλα κι απ’ το αβίαστο κλάμα του Δημητρού, που ‘χε πέσει κλαίγοντας γοερά πάνω στο γειτονικό τάφο του πατέρα του. Πήρε βαθιά αναπνοή, σαν κουράγιο! Και τράβηξε μέσα του γενναία την κρύα ανάσα του Όλυμπου και το κλαρίνο μεταμορφώθηκε! Γιόμισ’ ο αγέρας δυνατή κι όμορφη μελωδία, αραίωσε η πυκνή νυχτιά, τραβήχτηκε το μαύρο σύγνεφο και φάνηκε φωτίζοντας η λαμπρή Σελήνη! Ο Γιώργης, ενθουσιασμένος άδειασε, πυροβολώντας ρυθμικά όλο τον γεμιστήρα. Οι πυροβολισμοί αντιλάλησαν σ’ όλη την πλαγιά, φτάνοντας μέχρι τα μακρινά παλιά λημέρια των ανταρτών σ’ όλες τις χαράδρες του Όλυμπου, μέχρι απέναντι στον Κίσσαβο!.

Έφτασαν όμως και στ’ αυτιά της ομήγυρης των ανθρώπων, που την ίδια ώρα κάνανε ένα χορό στο κοντινό ξενοδοχείο. Διακόσια – τρακόσια μέτρα πιο κάτω απ’ την πλαγιά του νεκροταφείου υπάρχει το μοναδικό ξενοδοχείο του χωριού. Εκείνο το βράδυ έκαμε τον ετήσιο χορό της η τοπική κομματική οργάνωση των άλλων, δηλαδή των αριστερών του εσωτερικού. Κι ανάμεσα στις προσκαλεσμένες αρχές του χωριού ήταν κι ο νεαρός διοικητής του σταθμού της Χωροφυλακής. Ο φαλακρός με το μαύρο μουστάκι. Που ανησύχησε σφόδρα στο άκουσμα των πυροβολισμών κι εξέφρασε αμέσως την πρόθεσή του, να πάει να τους συλλάβει. Τον συγκράτησε ο επικεφαλής γραμματέας των αριστερών του εσωτερικού, ο Μήλιας, που ‘τανε κολλητός του Νικόλα και αντιλήφτηκε αμέσως ποιοι ήσαν νυχτιάτικα στο νεκροταφείο. Το επιχείρημά του ατράνταχτο και δραστικό: — Πού θα πας κυρ αστυνόμε μου! Τρελός είσαι; Ετούτοι είναι μεθυσμένοι! Κι όπως λέμε στο χωριό μας… είδ’ ο τρελός τον μεθυσμένο κι έκαμε πίσω.

Όμως ο τυπολάτρης διοικητής δεν το ‘βαλε κάτω. Πήγε στον σταθμό, ξύπνησε βιαστικά τους άλλους δυο χωροφύλακες και κίνησαν για το σπίτι του Νικόλα, για την προσήκουσα επιτέλεση των καθηκόντων τους. .


Γιώργος και Δημητρός διέσχισαν ακροπατώντας αθόρυβα το μακρύ σαλόνι, όπου κοιμόντουσαν οι χωροφύλακες. Μπήκαν στην κουζίνα κι όσο ο Γιώργης έψαχνε να βρει τα σύνεργα για τον καφέ, ο Δημητρός έριξε μερικά ξύλα στη μαντεμένια μασίνα που δέσποζε στο χώρο. Μέχρι να ζεσταθεί η μικρή κουζίνα και πίνοντας τον πρώτο καφέ ο Δημητρός πληροφόρησε τον Γιώργο , πως ο Νικόλας είχε τελικά μεθύσει τον φαλακρό διοικητή και τους χωροφύλακές του. Μολονότι δεν είχε πάρει στα σοβαρά την πρόθεσή τους να τους συλλάβουν. Αφού τους ιστόρησε με λεπτομέρεια για ότι είχε συμβεί, τους γιόμιζε συνέχεια τα ποτήρια με το άγιο κρασί του. Στο τέλος τούς σέρβιρε ακόμη και ουίσκι! Οι αμάθητοι στο πιοτί χωροφύλακες σύντομα ξέχασαν για ποιο λόγο βρίσκονταν εκεί. Και δεν άργησαν να ζαλιστούν. Έτσι σε καμιά ώρα έγειραν παραδομένοι και κοιμήθηκαν, όπου τους βόλεψε. Όπου βρήκαν. Επειδή δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους απ’ το πιοτί, για να φύγουν. Γι’ αυτό, τα σαράντα του καρεκλά του μπάρμπα Βασίλη τους μείναν αξέχαστα και θα’ χαν να τα διηγούνται μέχρι τα γεράματά τους.

Από το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Βιταμίνη για πρόληψη καταρράκτη & γλαυκώματος και βελτίωση της νυχτερινής όρασης - Πού θα τη βρείτε

  Βιταμίνη για πρόληψη καταρράκτη & γλαυκώματος και βελτίωση της νυχτερινής όρασης - Πού θα τη βρείτε Σινάνη Αικατερίνη Παρασκευή, 24 Ι...