ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΛΙΚΗΣ
Το μυθιστόρημα ‘Τα εγκλήματα της Αλίκης’ του Αργεντινού συγγραφέα Γκιγιέρμο Μαρτίνες (Guillermo Marinez, 1962-),είναι εμπνευσμένο από ένα πραγματικό γεγονός· την ανακάλυψη στο Γκίλφορντ ενός χαρτιού που αναφέρεται στις χαμένες σελίδες από τα ημερολόγια του Λιούις Κάρρολ.
Ο Λιούις Κάρρολ (Lewis Carroll) είναι γνωστός ως ο συγγραφέας του βιβλίου ‘Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων’. Πίσω από αυτό το διάσημο ψευδώνυμο βρισκόταν ο Charles Lutwidge Dodgson, λέκτορας μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης με εξαιρετικά διαφορετικά ταλέντα. Ο Κάρρολ που έζησε όλη την ενήλικη ζωή του στην Οξφόρδη, υπήρξε συγγραφέας, ποιητής, θεολόγος και φωτογράφος και πέθανε στο Γκίλφορντ το 1898. Εκτός από το γνωστό βιβλίο της Αλίκης, έγραψε πολλά άλλα, όπως ποιήματα, φυλλάδια μαθηματικών και άρθρα. Ήταν ένας εξειδικευμένος μαθηματικός, λογικός και πρωτοπόρος φωτογράφος και εφηύρε έναν πλούτο παιχνιδιών και παζλ που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον σήμερα. Είναι γνωστό ότι τηρούσε ημερολόγιο καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής του. Αυτό το λεπτομερές χρονικό των δραστηριοτήτων του, συνοψίζεται σε εννέα τόμους, από τους οποίους διαπιστώθηκε ότι λείπουν περίπου δέκα σελίδες.
Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο αναλαμβάνει δράση η φαντασία του Μαρτίνες και το αποτέλεσμα είναι το βιβλίο ‘Τα εγκλήματα της Αλίκης’ που βραβεύτηκε στην Ισπανία το 2019 με το βραβείο Nadal.
Η ιστορία διαδραματίζεται στην Οξφόρδη το 1994. Ένας νεαρός φοιτητής από την Αργεντινή βρίσκεται εκεί για δεύτερη χρονιά, με μια υποτροφία που του επιτρέπει να σπουδάσει μαθηματική λογική. Πριν από ένα χρόνο, είχε συναντήσει τον Άρθουρ Σέλντομ, διάσημο καθηγητή και μέλος της Αδελφότητας Λιούις Κάρρολ, και είχαν εμπλακεί μαζί σε μια σειρά εγκλημάτων. Τώρα θα πρέπει να συνεργαστούν ξανά, σε μια υπόθεση που έχει στοιχεία λογοτεχνίας, τέχνης και μαθηματικών.
Η Κρίστεν Χιλ, μία νεαρή ερευνήτρια ανακαλύπτει μια σελίδα που λείπει μυστηριωδώς από τα πρωτότυπα ημερολόγια του Λιούις Κάρρολ, τα οποία πρόκειται να εκδοθούν από την Αδελφότητα Λιούις Κάρρολ.
Επιδιώκοντας να εξασφαλίσει για τον εαυτό της την αναγνώριση αυτής της ανακάλυψης απευθύνεται στην Αδελφότητα για να ενημερώσει τα μέλη. Η ενημέρωση αυτή όμως δεν είναι γραφτό να γίνει αφού η Κρίστεν τραυματίζεται σοβαρά σε ένα ατύχημα που δεν φαίνεται καθόλου τυχαίο. Το ατύχημα ακολουθεί μια σειρά εγκλημάτων που όλα φαίνεται να συνδέονται με τις ιστορίες του Κάρρολ αλλά και με την αγάπη του για τη φωτογραφία.
Ο καθηγητής λογικής Άρθουρ Σέλντομ, και ο Αργεντινός μαθητής του Γκ (υπονοεί άραγε τον εαυτό του ο συγγραφέας; ) θα προσπαθήσουν να βρουν τον ένοχο και να λύσουν το αίνιγμα πίσω από αυτά τα εγκλήματα.
Οι χαρακτήρες παίζουν σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα. Εκτός από τον Κάρρολ, του οποίου η προσωπικότητα επικρατεί σε ολόκληρη την ανάγνωση, σταδιακά θα γνωρίσουμε την Κρίστεν και τα μέλη της Αδελφότητας, όλους με κάποιο μυστικό, με κάποιο λόγο να είναι ένοχοι. Ο συγγραφέας επιδέξια κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη δημιουργώντας υποψίες για κάθε έναν από αυτούς.
‘Το τέλειο έγκλημα δεν είναι αυτό που μένει άλυτο, αλλά αυτό που λύνεται με λάθος ένοχο.’
Η ιστορία είναι φανταστική αφήνει όμως ένα πικρό υπόλειμμα για όλα τα ερωτηματικά που εγείρει, όπως για παράδειγμα, πώς θα δούμε κάποιον σαν τον Κάρρολ σήμερα; Τι θα σκεφτούμε για την εμμονή του με τα κορίτσια; Πώς αντιμετωπιζόταν πριν από πολύ καιρό, αυτό που μας σκανδαλίζει σήμερα και θεωρείται έγκλημα; Πού βρίσκεται η αλήθεια για τις φήμες;
Αλλά πέρα από τις ηθικές κρίσεις, ολόκληρο το μυθιστόρημα στηρίζεται στην αμέτρητη διάνοια του Άρθουρ Σέλντομ και του μαθητή του. Αυτοί είναι που ανασηκώνουν το πέπλο του μυστηρίου και βρίσκουν το δρόμο προς την αλήθεια.
‘Τα εγκλήματα της Αλίκης’ είναι ένα μυθιστόρημα με πολλά μαθηματικά και λογική και δεν είναι τυχαίο που απαιτούν ένα καθηγητή λογικής και τον μαθητή του για να τα επιλύσουν. Ο Μαρτίνες χρησιμοποιεί μια ελκυστική πλοκή, ευέλικτους διαλόγους και μια συνεχή ίντριγκα για να συνθέσει αυτό το μυθιστόρημα ως κλασικό αστυνομικό που φέρει το άρωμα της Αγκάθα Κρίστι, και συνδυάζει τη βρετανική ατμόσφαιρα, τις αναφορές στον Λιούις Κάρρολ, τη μαθηματική συλλογιστική και λίγο από μια ιστορία αγάπης.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ σε μετάφραση Τιτίνας Σπερελάκη.
Εκδόσεις : ΠΑΤΑΚΗΣ
‘ΛΊΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΌ ΤΟ ΤΈΛΟΣ ΤΟΥ ΑΙΏΝΑ, έχοντας πάρει πρόσφατα το πτυχίο μου, ταξίδεψα στην Αγγλία με μια υποτροφία για να σπουδάσω μαθηματική λογική στην Οξφόρδη. Την πρώτη μου χρονιά εκεί είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον μεγάλο Άρθουρ Σέλντομ, συγγραφέα της Αισθητικής των συλλογισμών και της φιλοσοφικής προέκτασης των θεωρημάτων του Γκαίντελ. Πολύ πιο αναπάντεχα, στην ασαφή διάκριση μεταξύ τύχης και πεπρωμένου, υπήρξα μαζί του άμεσος μάρτυρας μιας ανησυχητικής σειράς θανάτων, αθόρυβων, ανάλαφρων, σχεδόν αφηρημένων, που οι εφημερίδες αποκάλεσαν «Ανεπαίσθητα εγκλήματα». Ίσως κάποια μέρα αποφασίσω να αποκαλύψω την κρυφή εξήγηση που έμαθα τελικά γι’ αυτά τα γεγονότα· το μόνο που μπορώ να πω στο μεταξύ είναι μια φράση που άκουσα από τον Σέλντομ: «Το τέλειο έγκλημα δεν είναι αυτό που μένει άλυτο, αλλά αυτό που λύνεται με λάθος ένοχο».
Τον Ιούνιο του 1994, στο ξεκίνημα της δεύτερης χρονιάς της παραμονής μου στην Οξφόρδη, οι τελευταίοι αντίλαλοι των γεγονότων αυτών είχαν καταλαγιάσει, τα πάντα είχαν επιστρέψει στην ηρεμία, και τις μακρόσυρτες καλοκαιριάτικες μέρες δεν περίμενα παρά να κερδίσω τον χρόνο που είχα χάσει από τις σπουδές μου, έτσι ώστε να φτάσω στις πιεστικές ημερομηνίες της απολογιστικής έκθεσης της υποτροφίας μου. Η ακαδημαϊκή επιβλέπουσά μου, η Έμιλυ Μπρόνσον, που καλοπροαίρετα είχε συγχωρήσει τους μήνες της οκνηρίας και τις υπερβολικές φορές που με είχε δει με ρούχα του τένις παρέα με μια αξιαγάπητη κοκκινομάλλα, μου έδωσε διορία με τον βρετανικό, έμμεσο αλλά αναμφισβήτητο, τρόπο ώστε να καταλήξω ανάμεσα στα διάφορα θέματα που μου είχε προτείνει μετά την περίοδο των σεμιναρίων. Διάλεξα το μόνο που είχε, έστω και εκ του μακρόθεν, κάποια σχέση με την κρυφή λογοτεχνική μου κλίση – την ανάπτυξη ενός προγράμματος που, με βάση ένα τμήμα χειρόγραφου κειμένου, θα επέτρεπε την ανασύσταση του τρόπου χάραξης της μολυβιάς, δηλαδή της κίνησης του μπράτσου και του μολυβιού κατά την εκτέλεση σε πραγματικό χρόνο της γραφής. Ήταν μια υποθετική ακόμα εφαρμογή κάποιου θεωρήματος τοπολογικής διττότητας διατυπωμένου από αυτή την ίδια και η πρόκληση φαινόταν αρκετά πρωτότυπη και δύσκολη, ώστε να μπορέσω να της προτείνω μια κοινή εργασία σε περίπτωση που θα τα κατάφερνα. Γρήγορα, νωρίτερα απ’ όσο περίμενα, είχα προχωρήσει αρκετά ώστε να αποφασίσω να χτυπήσω την πόρτα του Σέλντομ. Ανάμεσά μας είχε αναπτυχθεί, αφότου είχαμε αντιμετωπίσει εκείνη τη σειρά των εγκλημάτων, κάτι που έμοιαζε με αμυδρή φιλία και, παρότι τυπικά σύμβουλός μου ήταν η Έμιλυ Μπρόνσον, προτιμούσα να δοκιμάζω τις ιδέες μου πρώτα μαζί του, ίσως επειδή κάτω από το υπομονετικό και πάντα κάπως εύθυμο βλέμμα του αισθανόμουν πιο ελεύθερος να διακινδυνεύω υποθέσεις, να γεμίζω πίνακες και, σχεδόν πάντα, να πέφτω έξω. Είχαμε συζητήσει ήδη τη συγκαλυμμένη κριτική στον πρόλογο του Μπέρτραντ Ράσσελ στο Tractatus του Βιττγκενστάιν, τη μαθηματική λογική που κρύβεται στο φαινόμενο της ουσιώδους μη πληρότητας, τη σχέση ανάμεσα στον Πιερ Μενάρ του Μπόρχες και το ανέφικτο της τεκμηρίωσης νοήματος με βάση τη σύνταξη, τις έρευνες για μια τέλεια τεχνητή γλώσσα, τις απόπειρες αποτύπωσης της τύχης σε έναν μαθηματικό τύπο… Εγώ, που είχα μόλις κλείσει τα είκοσι τρία, νόμιζα ότι είχα τις δικές μου λύσεις σε διάφορα από αυτά τα διλήμματα, λύσεις που πάντα ήταν αφελείς όσο και μεγαλομανείς ταυτόχρονα, αλλά, έστω κι έτσι, όταν χτυπούσα την πόρτα του, ο Σέλντομ άφηνε στην άκρη τις δικές του εργασίες, ακουμπούσε στη ράχη της καρέκλας του και με άφηνε να μιλάω παραδομένος στον ενθουσιασμό μου με ένα αμυδρό χαμόγελο, προτού μου επισημάνει κάποια εργασία όπου αυτό που εγώ σκεφτόμουν είχε ήδη γίνει, ή μάλλον είχε αντικρουστεί. Ενάντια στη λακωνική θέση του Βιττγκενστάιν, για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, εγώ πάσχιζα να πω πάρα πολλά.
Αυτή τη φορά όμως ήταν διαφορετικά· το πρόβλημα του φάνηκε λογικό, ενδιαφέρον, προσιτό. Επιπλέον, μου είπε με κάπως μυστηριώδες ύφος, δε βρισκόταν τόσο μακριά από τα άλλα που είχαμε αντιμετωπίσει. Είχαμε στο κάτω κάτω να συναγάγουμε, με βάση μια ακίνητη εικόνα –μια γραφική σύλληψη συμβόλων–, μια ενδεχόμενη αναπαράσταση, ένα πιθανό παρελθόν. Συμφώνησα, παρακινημένος από την επιδοκιμασία του, και ζωγράφισα στον πίνακα μια γρήγορη και ιδιόρρυθμη καμπύλη, και μια δεύτερη, κολλητά της, που επιχειρούσε να ακολουθήσει αργά τη μονοκοντυλιά για να την αντιγράψει πιστά.’
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου