ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ ΟΙ ΚΑΡΑΒΙΔΕΣ
Το βιβλίο «Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Αμερικανίδας ζωολόγου Ντέλια Όουενς (Delia Owens 1949 -). Η Όουενς έχει ζήσει για χρόνια στην Αφρική και έχει γράψει 3 βιβλία για την άγρια ζωή της μαύρης ηπείρου. Η αγάπη της και οι αστείρευτες γνώσεις της για τη φύση κοσμούν αυτό το πρώτο της μυθιστόρημα που έγινε διεθνώς επιτυχία. Είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, μια ιστορία για την εξιχνίαση ενός εγκλήματος σε μια κοινωνία γεμάτη προκαταλήψεις, αλλά και ένα βιβλίο για τα απίστευτα μαθήματα που μπορεί να διδάξει η φύση.
Η αφήγηση – βασισμένη στο γνωστικό υπόβαθρο της συγγραφέως – στέκεται με ζωντανές εικόνες και κριτική ματιά σ’ αυτή την κοινωνία του Αμερικανικού Νότου, στην παράκτια Βόρεια Καρολίνα. Η ιστορία εναλλάσσεται μεταξύ της ζωής της Κάια που μεγαλώνει στον βάλτο μόνη της ξεκινώντας από το 1952 και της έρευνας για τον θάνατο του γόη της περιοχής το 1969.
Η μικρή Κάια Κλαρκ βλέπει τα μέλη της οικογένειάς της ένα ένα να φεύγουν και βρίσκεται στα δέκα της χρόνια εγκαταλειμμένη σε μια καλύβα στους βάλτους. Τελευταίος φεύγει ο μέθυσος και βίαιος πατέρας της και η μικρή Κάια μένει μόνη χωρίς προστασία, χωρίς μόρφωση, χωρίς χρήματα. Αντί όμως να αφεθεί να παρασυρθεί από την ανασφάλεια, βρίσκει τη δύναμη να φροντίσει τον εαυτό της. Με μόνη πηγή γνώσεων τη φύση, μαθαίνει να προστατεύεται και να βρίσκει όχι μόνο φαγητό αλλά και τρόπους να κερδίσει λίγα χρήματα. Ευαίσθητη και έξυπνη, επιβιώνει μόνη για χρόνια, έχοντας για συντροφιά τους γλάρους. Η Κάια λατρεύει τον βάλτο, τα όστρακα και τα φυτά και πάνω από όλα τα πουλιά. Μαζεύει και κατατάσσει τα φτερά τους σε ένα ιδιότυπο λεύκωμα και παρακολουθεί τη ζωή και τις συνήθειές τους.
‘Πέρασαν οι μήνες, ο χειμώνας ήρθε σιγά σιγά κι εγκαταστάθηκε, έτσι μαλακά, όπως κάνουν οι χειμώνες του Νότου. Ο ήλιος, ζεστός σαν κουβέρτα, τύλιγε τους ώμους της Κάια σπρώχνοντάς την όλο και πιο βαθιά στο βάλτο. Καμιά φορά άκουγε νυχτερινούς ήχους που δεν τους αναγνώριζε, ή τρόμαζε από αστραπές που έπεφταν πολύ κοντά της, αλλά όποτε της έτυχε να σκοντάψει, πάντα το πάθαινε στην ξηρά. Ώσπου επιτέλους, σε μια στιγμή ανεπαίσθητη, ο πόνος αποτραβήχτηκε πιο βαθιά στην καρδιά της όπως το νερό στην άμμο. Παρέμενε εκεί, αλλά πιο μέσα. Η Κάια ακούμπησε το χέρι της στην υγρή, σφύζουσα γη, κι ο βάλτος έγινε η μάνα της.’
Οι κάτοικοι της μικρής κοντινής πόλης γεμάτοι καχυποψία και προκατάληψη για τα ‘αποβράσματα του βάλτου’ δεν περιβάλλουν με συμπάθεια τη μικρή. Την αποκαλούν ‘πιτσιρίκα του βάλτου’, την χλευάζουν και την εκφοβίζουν. Κανείς δεν προσφέρεται να την βοηθήσει εκτός από ένα ηλικιωμένο ζευγάρι έγχρωμων, του Σάλτα και της Μέιμπελ, που διατηρούν το τοπικό παντοπωλείο, οι οποίοι τη φροντίζουν με διακριτικότητα και σεβασμό.
Η φύση γύρω της σιγά σιγά υποκαθιστά τη χαμένη οικογένεια της Κάια, παρέχοντάς της ό,τι χρειάζεται για να προχωρήσει. Η μοναξιά της είναι το νήμα που τυλίγει όλο το μυθιστόρημα και την ακολουθεί στα εφηβικά της χρόνια και στην ενηλικίωση. Εκφράζεται τόσο όμορφα στα ποιήματα που γράφει – χωρίς να το γνωρίζει αρχικά ο αναγνώστης – και υποστηρίζει πολλές από τις επιλογές που κάνει. Και είναι αυτή η μοναξιά τόσο οδυνηρή, ιδίως όταν προβάλλεται μέσα από τα μάτια ενός εγκαταλελειμμένου παιδιού. Η Κάια ισορροπεί συνεχώς ανάμεσα στον φόβο της για περαιτέρω απόρριψη και στην επιθυμία της να απεγκλωβιστεί από τη μοναξιά της.
‘Αν κάποιος καταλάβαινε από μοναξιά, αυτός ο κάποιος ήταν το φεγγάρι.
Επιστρέφοντας σιγά-σιγά στους προβλέψιμους κύκλους της ζωής των γυρίνων και στο μπαλέτο των πυγολαμπίδων, η Κάια βούτηξε ακόμα πιο βαθιά στον δίχως λέξεις κόσμο της φύσης. Γιατί αυτή, η φύση, είναι μάλλον η μόνη πέτρα που ποτέ δεν θα ξεκολλήσει όταν διαβαίνεις το ποτάμι.’
Ο Τέιτ, ένας παλιός φίλος του αδελφού της Κάια, βρίσκει το θάρρος να την πλησιάσει. Σιγά σιγά η Κάια τον εμπιστεύεται, μοιράζεται μαζί του τις γνώσεις της για τη φύση και ο Τέιτ της μαθαίνει να διαβάζει και της φέρνει βιβλία, ανοίγοντάς της έτσι ένα σημαντικό παράθυρο στον έξω κόσμο. Η Κάια αρχίζει να ελπίζει ότι με τη συμπαράστασή του θα μπορέσει να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο. Μέχρι που αυτός φεύγει για σπουδές και η Κάια βρίσκεται εγκαταλελειμμένη για άλλη μια φορά.
Στρέφεται τότε για παρηγοριά στη φύση, τη μόνη σταθερά στη ζωή της, και μελετά με πάθος και εμπλουτίζει τη συλλογή της.
‘Όσο μεγάλωνε όμως η συλλογή της, άλλο τόσο μεγάλωνε κι η μοναξιά της. Στο στήθος της κατοικούσε ένας πόνος μεγάλος όσο κι η καρδιά της. Και τίποτα δεν τον μαλάκωνε. Ούτε οι γλάροι, ούτε τα θεσπέσια ηλιοβασιλέματα, ούτε το πιο σπάνιο κοχύλι.
Οι μήνες έγιναν χρόνος. Η μοναξιά έγινε μεγαλύτερη απ’ ό,τι μπορούσε ν’ αντέξει πια. Λαχταρούσε μια φωνή, μια παρουσία, ένα άγγιγμα· αλλά πιο πολύ απ’ όλα λαχταρούσε να προστατέψει την καρδιά της.’
Μετά από μήνες απομόνωσης ενδίδει στο φλερτ του γόη της περιοχής και είναι αυτή της η απόφαση που ξεκινά μια αλυσίδα απρόσμενων γεγονότων.
Η μοναξιά και η θλίψη της Κάια κάθε φορά που κάποιος την εγκαταλείπει είναι απτή και σπαραχτική. Ο αναγνώστης αισθάνεται την επιθυμία της να συνδεθεί με άλλους και να αγαπηθεί και η Όουενς αναπτύσσει επιδέξια τις προσδοκίες της.
Μέσα από την ιστορία της Κάια, η συγγραφέας προβάλει την άποψη ότι τα παιδιά που ήμασταν κάποτε, μένουν για πάντα μέσα μας και διαμορφώνουν τον ενήλικα που γινόμαστε καθώς και ότι όλοι υπόκεινται στα όμορφα και βίαια μυστικά που διατηρεί η φύση.
Η Κάια και ο βάλτος είναι οι κύριοι χαρακτήρες αυτής της συναρπαστικής και συγκινητικής ιστορίας στην οποία το μυστήριο και η θλίψη αναμιγνύονται σε ένα μυθιστόρημα έντονα λυρικό και αξέχαστο.
Το βιβλίο ‘Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες’ κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΔΩΜΑ σε μετάφραση Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.
https://passepartoutreading.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου