Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
3 ΙΟΥΝΙΟΥ 2001
Της ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΠΟΛΥΜΕΡΟΥ- ΚΑΜΗΛΑΚΗ
Διευθ. του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Ο ΙΟΥΝΙΟΣ, ο Θεριστής (Θερ’στής, Θερτής) και Ερινιαστής, συνδέεται στις περισσότερες περιοχές τns Ελλάδας με την ωρίμανση και τον θερισμό των δημητριακών, που, αναλογώs του κλίματος, αρχίζει τον Μάιο και τελειώνει τις πρώτες μέρες του Ιουλίου.
«Όταν ροδινίσουν (χρυσώσουν) τα στάχυα, τότε αρχίζει το μεγάλο θέρος, δηλ. το θέρισμα των σιταριών... Τότε οι γεωργοί κάνουν μεγάλες προετοιμασίες. Ετοιμάζουν τα ψωμιά και τις ζωοτροφές για μια εβδομάδα... Έχουν μαζί τους και τον μερωτή, ο οποίος επιβλέπει τα μωρά παιδιά και βόσκει το μαρτίνι, ένα αρνί ή ρίφι που θρέφουν οι θεριστάδες. Το θέρισμα γίνεται με το δρεπάνι, αρχίζοντας από το μέρος που έχει λυγίσει τα στάχυα ο αέρας. Κάθε δράγμα λέγεται χεριά, τρεις χεριές κάνουν ένα δρομί και έξι χεριές μια αγκάλη».
«Κλιθθαροθέρκα» και «σιταρόθερκα»
Στην Κύπρο υποδιαιρούν την εποχή του θερισμού σε «κλιθθαροθέρκα» (20 Απριλίου-20 Μαΐου) και «σιταροθέρκα». «Αν [τα κριθάρια] μείνουν άθερα, κασ’ιάζουν, σκληραίνει και θρυμματίζεται εύκολα η 'ποκαλάμη (καλαμιά) και πέφτει κάτω το στάχυ. Άρχιζαν έτσι το θέρος όταν ακόμη ήταν σύχλωρο. Γι' αυτό βγήκε η παροιμία «Τζαιρόν του θέρου γύρευκε, τζαι θέρος μεγ γυρεύκεις» (=δες την εποχή του θερισμού και όχι αν το κριθάρι είναι ώριμο). Ο θερισμός του σιταριού, τα σιταροθέρκα, διαρκεί από τις 20 Μαΐου μέχρι τις 20-25 Ιουνίου ή λίγο αργότερα.
Το στάρι παίρνει «'πομονή» λένε οι παλιοί γεωργοί. «Άσπορος να μεμ μείνης, τζ' άθερος εμ μενίσκεις».
Εργαλεία θερισμού
Βασικό εργαλείο θερισμού, το δρεπάνι (διρπάν’) αποτελείται από μεταλλική λεπίδα με ή χωρίς δόντια, και με ξύλινη λαβή. Το οδοντωτό έχει πιθανότατα σχέση με την «άρπην καρχαρόδοντα» του Ησιόδου, επίσης θεριστικό εργαλείο. Στον ελλαδικό χώρο είναι γνωστό ένα μεγαλύτερο δρεπάνι, το λελέκι, το οποίο χρησιμοποιούσαν περισσότερο οι επαγγελματίες θεριστές. Για την προστασία των χεριών χρησιμοποιούνταν ξύλινο «γάντι», η παλαμαριά, κυρίως από τους επαγγελματίες θεριστές, αντί για κουρέλια που οι υπόλοιποι θεριστές και θερίστριες τύλιγαν πρόχειρα στο αριστερό τους χέρι. Στη μέση φορούσαν βαμβακερά ζωνάρια....
Ο Αδάμ και η Εύα σοδιάζουν τον καρπό του μόχθου.Πλακίδιο από ελεφαντόδοντο, έργο βυζαντινού εργαστηρίου, του 12ου (;) αιώνα. |
Τα «γένια του θεριστή»
Του Βιτάλη Ζαϊκόσφκι
Φιλόλογου-Ερευνητή του Παν/μίου του Κιέβου,
δρ. του Πανεπιστημίου Αθηνών
δρ. του Πανεπιστημίου Αθηνών
ΑΝΑΜΕΣΑ στα πιο ενδιαφέροντα από τα έθιμα του θερισμού στην Ελλάδα συγκαταλέγονται αυτά που σχετίζονται με τα τελευταία στάχυα - έθιμα που μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία με όλους τους ευρωπαϊκούς τουλάχιστον λαούς.
Σε μερικά μέρη τα τελευταία στάχυα του χωραφιού τα άφηναν απλώς αθέριστα, αλλά συνήθως από την τελευταία «χεριά» έπλεκαν μια δέσμη, μερικές φορές σε σχήμα σταυρού, που την έλεγαν χτένι, ψαθί ή σταυρό. Έτσι πλεγμένα τα έβαζαν στο εικονοστάσι του σπιτιού, και την εποχή της σποράς τα έτριβαν κι ανακάτευαν τους κόκκους τους με τον καινούριο σπόρο. Αξιοσημείωτα, στην Εράτυρα της Δυτικής Μακεδονίας τη δέσμη αυτή των σταχυών την έλεγαν «δράκο»: στη μέση του τελευταίου αθέριστου κομματιού έδεναν με ένα νήμα τα τελευταία στάχυα μαζί και μια γυναίκα έριχνε μπόλικο νερό στις ρίζες του δράκου για να ξεριζωθεί εύκολα. Ύστερα τα έπλεκαν σε τρεις κοτσίδες (κόσες), τις έδεναν σε σχήμα σταυρού και τις στόλιζαν με λουλούδια του αγρού τραγουδώντας «Το δράκο επλέκαμι...».
Η ονομασία «δράκος» συμφωνεί με τη θεωρία του Wilhelm Mannhardt ότι τα έθιμα που σχετίζονται με τα τελευταία στάχυα του θερισμού βασίζονται στην πίστη για την ύπαρξη του δαιμονίου ή του πνεύματος του σιταριού, το οποίο έπρεπε να πιάσουν για να μη χαθεί η γονιμότητα του χωραφιού. Στα Βούρβουρα της Κυνουρίας, π.χ., γράφει ο Γεώργιος Μέγας, «στο τέλος του θερισμού αφήνουν ένα κομμάτι γέννημα αθέριστο. Αυτό το θερίζουν όλοι μαζί βιαστικά και αμέσως όταν τελειώσουν πετούν τα δρεπάνια και φωνάζουν “Πιάστε τον! πιάστε τον!” νομίζοντας ότι κάτι αόρατο ξεφεύγει και τρέχει».[2]
Το έθιμο από την Εράτυρα παραπέμπει σε ακόμα ένα αξιοπρόσεκτο στοιχείο: το πλέξιμο (οι κόμβοι, η θηλειά, τα δεσμά) θεωρούνταν από τα πανάρχαια χρόνια ιδιαίτερα ισχυρή μαγική πράξη: στις μυθολογίες πολλών αρχαίων λαών, όπως επισημαίνει ο Μιρσέα Ελιάντ,[3] ο θεός δέτης έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον θεό πολεμιστή - θεός δέτης στην αρχαιοελληνική μυθολογία θα πρέπει να ήταν ο Ουρανός, που με μια αλάθευτη λαβή «έδενε» στα Τάρταρα τους αντιπάλους τους· ο Ήφαιστος επίσης, με το αόρατο δίχτυ του, ίσως να ήταν παλαιότερα ένας θεός δέτης. Αφετέρου, τα μαλλιά και το πλέξιμό τους σε κοτσίδες έχει να κάνει με τη δύναμη (ας θυμηθούμε τον Σαμψών), τη γονιμοποιό δύναμη ειδικότερα, που «δένεται» για να μην φύγει - σε πολλούς αρχαίους λαούς οι άνδρες έπλεκαν τα γένια τους (προφανές πειστήριο ανδροπρέπειας και γονιμοποιού σφρίγους) σε κοτσίδες. Ως σχήμα, εξάλλου, η πλεγμένη κοτσίδα παραπέμπει στο στάχυ.
Έχει ενδιαφέρον, από την άποψη αυτή, το έθιμο στο Μανιάκι της Πελοπόννησου, για το οποίο ο Γεώργιος Μέγας γράφει ότι άφηναν κάμποσα στάχυα αθέριστα και έλεγαν: «Αφήνω του ζευγολάτη τα γένεια». Τα γένια ή τα γένια του Θεού (ρωσ. bogoda, βουλγ. brada) ήταν οι πιο πλατιά διαδεδομένες ονομασίες που έδιναν στα τελευταία στάχυα και οι Νότιοι και Ανατολικοί Σλάβοι. Συνήθως τα στάχυα αυτά τα άφηναν αθέριστα στο χωράφι, πλεγμένα κοτσίδα και δεμένα με μια κόκκινη κλωστή ή με τη μαρτενίτσα (μάρτη). Σε μερικά μέρη τα στάχυα αυτά τα έστριβαν όλα μαζί κάνοντας σύστρεμμα και έβαζαν επάνω μια πέτρα. Κάτι παρόμοιο έκαναν με χορτάρι οι Πόντιοι της Γεωργίας όταν ήθελαν να βρουν κάτι που είχαν χάσει, λέγοντας ταυτοχρόνως: «Διάβολε, διάβολε, κατ’ έχασα, δείξο μ’ ατό - λύσω ’σεν». Αυτό μας ξαναφέρνει στην ιδέα του δεμένου δαίμονα, από τον οποίο ζητούν να εκπληρώσει κάποια επιθυμία τους για να τον λύσουν - πρβ. τον αρχαιοελληνικό μύθο για το βασιλιά Μίδα, που αιχμαλώτισε τον Σιληνό για να του πάρει τη μαγική δύναμη να μετατρέπει σε χρυσό ό,τι έπιανε.
Οι Σλάβοι εκτός από το δέσιμο χρησιμοποιούσαν κι άλλους τρόπους: κάτω απ’ τα δεμένα στάχυα έβαζαν λουλούδια, φαγητό, ψίχουλα. Οι ονομασίες για τα τελευταία στάχυα δείχνουν ότι το ίδιο το έθιμο της ετοιμασίας τους θεωρούνταν θυσία στον «παππού» (ded), σε θεότητες του χωραφιού, σε ζώα ή πουλιά. Όμως οι ευρύτερα διαδεδομένες ονομασίες υποδηλώνουν αφιέρωσή τους στο Θεό (τα γένια του Θεού ή του Σωτήρα, ή για τον Θεό, τον Χριστό, τον Σωτήρα), ή σε κάποιον άγιο προστάτη της σοδειάς (τα γένια για τον Ηλία, τον Πέτρο, τον Νικόλαο, τους αγίους Φλώρο και Λάβρο), ή, πιο σπάνια, στην Παναγία (κοτσίδα για τη Θεοτόκο). Έτσι, αλλάζοντας ονομασίες, μεταμφιεζόμενα και μεταμορφωνόμενα, όμως διατηρώντας την αρχέτυπη βάση τους, πλέκονται μέσα στην κοτσίδα πολλών γενιών τα πανάρχαια έθιμα με τις μεταγενέστερες αντιλήψεις.
Πλεξίδα από στάχυα. Λαογραφικό Μουσείο Αχαρνών. Φωτογραφία Πέννυς Βελισσαροπούλου (πηγή: «Παραδοσιακές καλλιέργειες». Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 1978). |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου