Θάρρος είναι αυτό
δεν μετριέται
μήτε ξοδεύεται
ρηχό δεν είναι δεν περισσεύει
μόνο παθιάζεται
άλλοτε από τον παροξυσμό μίας κορόνας γρύλου
κι άλλοτε από μιά άνοιξη νεόκοπη
που γδύνεται του τριζονιού το καύκαλο
πίσω απ ένα λιγνό μίσχο σταχιού
ένα ξερό παραχωμένο σωθικό
Θάρρος σου λέει
ξυπνάει κάποτε
αφού πεθάνει
σαλεύει
το αφουγκράζεσαι
κάτω από στοίβες αζήτητα φορέματα
μέσα στις άπληστες καμπυλότητές τους
(γιατί άραγε να βλέπω απληστία στην καμπύλη)
σε ποιά πανήγυρη
σε ποιό κοφινοπάνερο
να γύρεψαν γαλήνη
σκορπάει ο χρόνος τα κέρματα του θάρρους
κι ύστερα τα υιοθετεί νεκρά
μα ολοστρόγγυλα
έτσι ορίζει της φύσης η ανέντιμη εξαγορά
να χουν πεθάνει πρέπει
πριν τον θεό τους βαφτιστούν
αναδεξίμια
μίας αλήθειας
κατακύλιστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου