ΚΑΤΙ ΣΑΝ… ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Καμιά φορά σκεφτόταν, πώς θα ήταν αν είχε γεννηθεί ένας άλλος. Πώς θα ήταν, αν η ζωή του ήταν εύκολη, ασφαλτοστρωμένη απ’ τα γεννοφάσκια του. Αν δεν έπρεπε να είχε παλέψει για τα λίγα που είχε καταφέρει, αν δεν έπρεπε να είχε παλέψει με νύχια και με δόντια και μόνο όπλο τα δικά του μπράτσα.
Πώς θα ήταν αν όλα είχαν ξεκινήσει αλλιώς. Αν με τον ερχομό του σε τούτο τον κόσμο, δεν του είχαν ζαλώσει στην πλάτη ένα σακίδιο με δυσκολίες και προβλήματα κι αναποδιές. Αν η τύχη του χαμογελούσε σαν ήλιος του καλοκαιριού και αν η μοίρα δεν εμφάνιζε συνεχώς στο δρόμο του παγίδες και απροσπέλαστα εμπόδια.
Καμιά φορά αναρωτιόταν, αλλά σύντομα έδιωχνε τις σκέψεις αυτές απ’ το κεφάλι του και χαμογελούσε. Χαμογελούσε, γιατί παρά τα όσα περνούσε, είχε ακόμη τα μπράτσα του, τη δύναμή του. Χαμογελούσε γιατί στα πολλά δεν έμαθε ποτέ και κατάφερνε να βρίσκει τη χαρά και στα λίγα. Χαμογελούσε, γιατί ακόμη κι αν μάτωσε, κανένα εμπόδιο δεν σταμάτησε τη διαδρομή του. Χαμογελούσε, γιατί παρά τις πληγές, έστεκε ακόμη ζωντανός…
Να ‘ναι η μοίρα, ο Θεός ή απλά η τύχη, που μας βάζει στα μονοπάτια που περπατάμε; Να υπάρχει μια μαγική δύναμη που ορίζει τους δρόμους μας για να μας δώσει μαθήματα, να μας δυσκολέψει για να μας διδάξει; Να υπάρχει μια δύναμη που μας στέλνει σε κακοτράχαλες στράτες, για να γελάσει μαζί μας; Να διασκεδάσει με τον πόνο μας; Να ‘ναι η τύχη που πέφτει χωρίς διακρίσεις και σχέδιο, πάνω στον καθένα μας; Τι να ‘ναι αυτό που σημαδεύει τη διαδρομή μας; Γιατί δεν είναι όλα επιλογές μας… Κάποια ναι, τα περισσότερα ίσως, όχι όμως όλα. Γιατί υπάρχουν κι αυτά που πέφτουν σαν κεραυνοί στο δρόμο μας και σημαδεύουν την πορεία μας κι ας μην τα επιλέξαμε κι ας μην τα προκαλέσαμε…
Καμιά φορά σκεφτόταν πώς θα ήταν αν είχε γεννηθεί ένας άλλος. Αν το μυαλό του δεν έπρεπε να είναι γεμάτο με τόσα προβλήματα, που θα έπρεπε να λύσει για να προχωρήσει παρακάτω. Αν η καρδιά του δεν ήταν τόσο πληγωμένη απ’ όσα του είχαν συμβεί. Αν η ψυχή του ήταν πιο ανάλαφρη, πιο ξεκούραστη. Αν η διαδρομή του ήταν πιο φωτεινή και πολύχρωμη. Αν δεν ήταν δύσβατος κι ανηφορικός ο δρόμος του. Αν δεν του είχε χρεωθεί μια δύσκολη ζωή…
Τον έλεγαν δυνατό και ικανό και άξιο. Του έλεγαν πως πίστευαν σ’ αυτόν και ήξεραν πως θα τα καταφέρει. Του έλεγαν πως ήξεραν πως ότι κι αν του συνέβαινε, θα είχε τη δύναμη να τ’ αντιμετωπίσει. Έβλεπε τα βλέμματά τους, γεμάτα θαυμασμό κι ίσως και με μια υποψία ζήλιας. Ζήλιας, γιατί ήταν δυνατός και ικανός και άξιος.
Και τους κοιτούσε κι απορούσε. Πού έβλεπαν τη δύναμη; Μονόδρομος ήταν η πορεία του, μονόδρομος να συνεχίσει παρά τις πτώσεις, μονόδρομος να πολεμήσει τους δράκους στην πορεία του. Η μόνη του επιλογή κι όχι δύναμη, αυτό ήταν για εκείνον και οι επιλογές και οι μάχες του.
Και καμιά φορά έστρεφε το βλέμμα του κλεφτά στους άλλους, αυτούς που δεν κουράστηκαν, που δεν πόνεσαν, που δεν πολέμησαν. Εκείνους ζήλευε. Τους ζήλευε κι ας μην τους λέγαν δυνατούς. Τους ζήλευε γιατί δεν χρειάστηκε να αποδείξουν πόσο αντέχουν. Τους ζήλευε γιατί δεν μπήκαν ποτέ στον κόπο να δείξουν πόσο αξίζουν. Τους ζήλευε γιατί ήταν ήρεμοι, ίσως όχι τόσο δυνατοί, όχι τόσο ικανοί, όχι τόσο άξιοι, αλλά ήρεμοι. Εκείνος την ηρεμία του, την είχε χάσει από χρόνια…
Δεν είχε κακία μέσα του. Παράπονο μονάχα. Παράπονο κι ας μην παραπονέθηκε ποτέ του φωναχτά. Παράπονο γιατί ήταν βαρύ το σακίδιο της ζωής στην πλάτη του κι είχε κουραστεί να το σηκώνει μονάχος. Παράπονο γιατί με όσα είχε περάσει, είχε ξοφλήσει από καιρό τις αμαρτίες του κι είχε κουραστεί να περιμένει τα ρέστα…
Πού πάνε άραγε οι πονεμένες ψυχές όταν πεθάνουν; Ποιος παράδεισος θα τους χωρέσει; Ποια πληρωμή θα μπει στη ζυγαριά για τα μαρτύριά τους; Αυτά σκεφτόταν όταν λύγιζε, όταν γονάτιζε στην δύσβατη διαδρομή του. Αυτά σκεφτόταν και δάκρυζε και χτυπούσε το χέρι του στον τοίχο μέχρι που να ματώσει. Αυτά σκεφτόταν, αλλά κάθε φορά μια λάμψη ερχόταν μέσα του και τον έκανε να συνεχίζει κι όσα κι αν πέρασε δεν έχανε την πίστη στη δύναμή του. Αυτά σκεφτόταν και χαμογελούσε…
Της Κικής Γιοβανοπούλου
https://gynaikaeimai.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου