Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Η πορεία προς το μέτωπο (από το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη)

Η πορεία προς το μέτωπο 

(από το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη)


Posted by sarant στο 27 Οκτώβριος, 2019


Μέρες που είναι, στο σημερινό μας λογοτεχνικό άρθρο είπα να βάλω κάτι σχετικό με τον πόλεμο του 40. Και διάλεξα την ενότητα «Η πορεία προς το μέτωπο» από το Άξιον Εστί, του Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος είχε πολεμήσει ως ανθυπολοχαγός στην Αλβανία -κι έγραψε επίσης και το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.
Το κείμενο είναι πολύ γνωστό, αφού διδάσκεται και στο σχολείο -αν και στα χρόνια μου δεν διδασκόταν. Ωστόσο, ευκαιρία είναι να το επισκεφτούμε ξανά και να χαρούμε τη γλώσσα του. Το κείμενο που παραθέτω το πήρα από το ηλεκτρονικό βιβλίο του Ψηφιακού σχολείου, ωστόσο στο τέλος επισημαίνω ότι στο βιβλίο της Ε’ Δημοτικού το απόσπασμα που διδάσκεται έχει κάποιες αποκλίσεις από το κείμενο του ποιητή. Τέλος, εστιάζομαι σε μια λέξη του κειμένου.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους — ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ’ναι.
Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ’χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα — έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ τ’ άλλο μέρος να ’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
Από τη συλλογή Το Άξιον εστί (1959)
[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 136-139]

Φίλος του ιστολογίου, που έχει παιδί στην 5η Δημοτικού, παραπονέθηκε τις προάλλες ότι στο βιβλίο της Ε’ Δημοτικού, όπου υπάρχει ένα μικρό απόσπασμα του κειμένου, έχουν γίνει κάποιες επεμβάσεις στο κείμενο του Ελύτη.
To «τ’ Αγιαννιού» στην αρχή έχει γίνει «του Αγιαννιού», το «μία μία εμοιραζόμασταν» έγινε «μια μια μοιραζόμασταν», και, αυτό που θύμωσε τον φίλο μου, στο τέλος τέλος «τα αερόπλανα» του Ελύτη εξομαλύνθηκαν σε «αεροπλάνα», ενώ υπάρχουν και κάποιες δευτερεύουσες αλλαγές στη στίξη.
Δεν ειναι βέβαια σημαντικές ή εκτεταμένες οι επεμβάσεις στο κείμενο, αλλά, και αυτές που υπάρχουν, αφενός δεν δηλώνονται και αφετέρου τις κρίνω περιττές -δεν είναι ανάγκη να «σιδερωθεί γλωσσικά» ο Ελύτης, καλό είναι τα παιδιά να εξοικειωθούν με την ιδέα πως υπάρχουν κείμενα που η γλώσσα τους δεν είναι όπως στα δελτία ειδήσεων.
Ασφαλώς θα υπάρχουν και άλλα παραδείγματα γλωσσικής εξομάλυνσης λογοτεχνικών κειμένων σε σχολικά βιβλία. Όποιος ξέρει ας αναφέρει στα σχόλια.
Τέλος, ας δούμε το εξής σημείο. Στην πορεία προς το μέτωπο, περνούν από μονοπάτια που τα έχουν σε παλιότερα χρόνια περάσει:
Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων.
Ποιοι είναι οι μπαλτζήδες; Αν αναλύσουμε τη λέξη στα τουρκικά, αφού μπαλ είναι το μέλι, θα πρέπει μπαλτζής να είναι ο μελισσοκόμος -και νομίζω πως υπάρχει αυτή η λέξη έτσι, έστω και σπάνια (και βέβαια σώζεται ως επώνυμο).
Από την άλλη, ο ειρηνικός μελισσοκόμος δεν έχει καμιά δουλειά να μνημονεύεται ανάμεσα σε πολεμιστές και να κρατάει πελέκι, δηλαδή μπαλτά. Άρα, μπαλτατζήδες.
Δεν θα είναι αβλεψία του Ελύτη, η επιμέλεια της έκδοσης έχει γίνει με πολλή φροντίδα από τον Γ.Χάρη σε συνεργασία με τον ποιητή. Θα είναι τύπος θελημένος. Απορία μου μένει αν χρησιμοποιείται και ευρύτερα ο τύπος «μπαλτζής» για τον μπαλτατζή, ως είδος απλολογία, ή αν πρόκειται για έμπνευση του Ελύτη.
https://sarantakos.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Neom: Ποια είναι η πόλη – αίνιγμα που έχει άδεια να σκοτώνει όποιον αντιστέκεται στη δημιουργία της.

Neom: Ποια είναι η πόλη – αίνιγμα που έχει άδεια να σκοτώνει όποιον αντιστέκεται στη δημιουργία της. Γνωρίστε την πόλη Neom - Οι αντιπαραθέσ...