Τηλεφωνά από το Μπαγκλαντές στον πρώην μάστρο του:
– «Μάστρο, είδα στις ειδήσεις πως έχει πολλύν πρόβλημα στην Κύπρο. Αν συνεχίσει έτσι και εν έχεις δουλειά, να έρτεις Μπαγκλαντές να δουλέψεις σε μένα. Πάει καλά η δουλειά που άνοιξα δαμέ».
– «Να ’σαι καλά, ρε Γιώρκο, με συγκίνησες μόνο και μόνο που με σκέφτηκες».
Το πλήρες όνομά του ποτέ δεν το θυμόταν. Ήταν από αυτά τα μακροσκελή μουσουλμανικά ονόματα και το μόνο που συγκράτησε όταν τον πρωτογνώρισε ήταν ένα μικρό μέρος του, κάτι σαν Σουσάμι, που στην πορεία μίκρυνε ακόμη περισσότερο και συμφωνήσανε να τον λέει Σάμι, και όταν έγιναν φίλοι, του κόλλησε και το ελληνικό όνομα Γιώρκος.
Ο Γιώρκος ήρθε στην Κύπρο επτά οκτώ χρόνια νωρίτερα από αυτό το τηλεφώνημα. Σπούδασε hotel management τα πρώτα τέσσερα και μετά συνέχισε να πληρώνει στο κολέγιο διακόσια ευρώ τον μήνα (για δέκα μήνες τον χρόνο) προκειμένου να τον δηλώνει ως μεταπτυχιακό φοιτητή και να εξασφαλίζει με αυτόν τον τρόπο τη νόμιμη παραμονή του στην Κύπρο. Αρχικά, όσο ήταν κανονικός φοιτητής, δούλευε παρτ τάιμ, ενώ τα τελευταία σχεδόν τρία χρόνια, που ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής, δούλευε φουλ τάιμ και έστελνε τις οικονομίες του στην οικογένειά του για αποταμίευση. Καταγόταν από μια μεσαίας τάξης οικογένεια, με γονείς δασκάλους, οι οποίοι έβλεπαν προοπτικές στην αναδυόμενη τουριστική βιομηχανία της χώρας τους, γι’ αυτό και έστειλαν τον γιο τους να σπουδάσει hotel management. Βέβαια ο Γιώρκος δεν τους αποκάλυψε ποτέ ότι στην Κύπρο δούλευε ως μπογιατζής. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, ενώ ήταν πάνω στη σκαλωσιά, χτυπούσε το τηλέφωνο και στο άκουσμα του πατέρα του προσποιείτο ότι ήταν στην υποδοχή παραθαλάσσιου ξενοδοχείου.
Ο καιρός περνούσε γρήγορα· είχε σχεδόν τρία χρόνια να επισκεφθεί την πατρίδα, κι ο πατέρας του ήταν ήδη μεγάλος και αντιμετώπιζε προβλήματα με την υγεία του, ενώ πρόσφατα παρουσίαζε ανεπάρκεια στα νεφρά. Έτσι ο Γιώρκος αποφάσισε να επαναπατριστεί, να δει τους γονείς του, το εργασιακό του μέλλον και να κάνει οικογένεια. Ο μάστρος του λυπόταν, αλλά καταλάβαινε απόλυτα.
Λίγες μέρες αφότου έκαναν αυτή την κουβέντα, και χωρίς προειδοποίηση, χάθηκαν τα ίχνη του για δύο μέρες. Μήτε το τηλέφωνό του απαντούσε μήτε βρήκε κανένα συγκάτοικό του μια δύο φορές που πέρασε από το σπίτι του. Μέχρι που μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνό του με άγνωστο αριθμό ήταν ένας φίλος του Γιώρκου, που τον ενημέρωσε πως η αστυνομία τον συνέλαβε και εκρατείτο σε αστυνομικό σταθμό με σκοπό την απέλαση. Του είπε επίσης πως ο Σάμι ήθελε να τον επισκεφθεί μαζί με τον γιο του, για να τους δει για τελευταία φορά. Παραξενεύτηκε και αναρωτήθηκε γιατί να τον συλλάβει η αστυνομία αφού ήταν νόμιμος· εξάλλου προγραμμάτιζε να φύγει για την πατρίδα του τις επόμενες μέρες.
Την επομένη τού τηλεφώνησε και πάλι ο φίλος του Σάμι για να του πει πως τον μετέφεραν από τον αστυνομικό σταθμό Αγίας Νάπας, όπου και εκρατείτο, στον αστυνομικό σταθμό της Αραδίππου και ότι αν ήθελε μπορούσε να του τηλεφωνήσει, αφού εκεί του επέτρεπαν το κινητό για κάποιες ώρες. Του τηλεφώνησε αμέσως. Απάντησε, μιλήσανε. Ο Σάμι του είπε πως θα τον απέλαυναν την επόμενη μέρα το απόγευμα. Ο μάστρος υποσχέθηκε ότι θα τον επισκεπτόταν μαζί με τον γιο του. Ο Σάμι δεν ήθελε να του πάρουν κάτι, καθώς είχε απ’ όλα, και ζήτησε μόνο να τους δει.
Σάββατο κατά τις δέκα ο πρώην μάστρος και ο γιος του βρίσκονταν ήδη στο δωμάτιο επισκέψεων. Ο Σάμι αποχαιρετούσε ένα άλλο ζευγάρι Κύπριων φίλων του· ήταν αγκαλιασμένοι οι τρεις τους και έκλαιγαν. Tους άφησε και ήρθε προς το μέρος του πρώην μάστρου και του γιου του. Αγκάλιασε τον γιο του και συνέχισε να κλαίει. Έπειτα καθίσανε να μιλήσουν λίγο. Όση ώρα μιλούσανε κρατούσε το χέρι του γιου του και του το χάιδευε.
– «Τι έγινε, ρε Γιώρκο, γιατί σε πήρε η αστυνομία;»
– «Περασμένη Παρασκευή χαράματα, ήρθαν σπίτι πολλοί αστυνομικοί και μας πήραν και τους έξι που μέναμε μαζί. Οι άλλοι πέντε ήταν οκ με τα χαρτιά τους, εγώ όχι».
– «Μα γιατί όχι εσύ, αφού μου έλεγες πως ήσουν οκ».
– «Τον περασμένο μήνα σταμάτησα να πληρώνω το κολέγιο γιατί θα έφευγα. Καθυστέρησα λίγο όμως γιατί, όπως σου είπα, μου χρωστά χρήματα ένας φίλος και περίμενα να μου τα δώσει. Στο μεταξύ φαίνεται πως με κατάγγειλαν από το κολέγιο. Το κάνουν αυτό για να φοβερίζουν και τους άλλους φοιτητές και στέλνουν το μήνυμα με αυτόν τον τρόπο: “΄Η πληρώνεις και σε δηλώνω φοιτητή ή σε καταγγέλλω και πας πίσω από εκεί που ήρθες”».
– «Δεν πειράζει. Θα έφευγες έτσι κι αλλιώς. Με αυτόν τον τρόπο σού πλήρωσαν και το εισιτήριο!»
– «Όχι. Αυτό είναι το παράπονό μου. Τώρα θα μπω στη μαύρη λίστα, ενώ εγώ ήρθα κύριος, και ήθελα να φύγω κύριος, για να μπορώ να ξαναέρθω, έστω για διακοπές».
Η ώρα περνούσε και έπρεπε να πάει να ετοιμαστεί γιατί θα τον μετέφεραν στο αεροδρόμιο. Τους αποχαιρέτησε στέλνοντας χαιρετίσματα σε γνωστούς και φίλους από την οικογένεια και τη δουλειά του μάστρου. Ήταν καλός φίλος και ευσυνείδητος υπάλληλος ο Γιώρκος.
– «Καλό ταξίδι, φίλε μου, και να προσέχεις» είπε ο μάστρος.
Ο Γιώρκος τους αποχαιρέτησε κλαίγοντας, λέγοντας πως πέρασε πολύ καλά και ότι η Κύπρος είναι επίγειος παράδεισος με πολύ καλούς ανθρώπους.
* Το κείμενο ανήκει στον Κώστα Πατίνιο και είναι από την συλλογή διηγημάτων “Θέα από μπαλκόνι” που κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Για το βιβλίο
Πρόκειται για ιστορίες που ανιχνεύουν οριακές καταστάσεις και σχέσεις. Άνθρωποι καθημερινοί, της διπλανής πόρτας, αλλά και κάποιοι ξεχωριστοί, κεντρίζουν τη σκέψη και πυροδοτούν τη συγκίνηση αφοπλίζοντας τα δεδομένα και γνωστά με μοναδικό όπλο τη λιτή αφήγηση, που περιλαμβάνει ζωντανές περιγραφές, ρεαλιστικούς διαλόγους και καταλυτικές ανατροπές.
Μικρό βιογραφικό
Ο Κώστας Πατίνιος γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1971. Είναι νυμφευμένος και πατέρας δύο παιδιών. Εργάζεται στο Γραφείο Ευημερίας ως ιδρυματικός λειτουργός. Δρομέας μεγάλων αποστάσεων, τρέχει σε αγώνες από πέντε έως εκατόν πέντε χιλιομέτρων. Γράφει διηγήματα και ποίηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου