Ρία Φελεκίδου, Οι καινούριες ελπίδες
Τα κορμιά ήταν κίνηση χωρίς ύλη.
Δε χαιρέτησαν, δεν προσπέρασαν
δε ζήτησαν άδεια.
Βολεύτηκαν ωστόσο.
Οι παλιές ελπίδες,
σαν δειλά κοράκια στο τελείωμά τους,
φώτιζαν αναιμικά προσώρας.
Τα καινούρια στοιχειά δεν ήταν θεριά.
Θέριευαν όμως με το χρόνο
σαν λιτανείες από μιλιούνια ρασοφόρων.
Δε χαιρέτησαν, δεν προσπέρασαν
δε ζήτησαν άδεια.
Βολεύτηκαν ωστόσο.
Οι παλιές ελπίδες,
σαν δειλά κοράκια στο τελείωμά τους,
φώτιζαν αναιμικά προσώρας.
Τα καινούρια στοιχειά δεν ήταν θεριά.
Θέριευαν όμως με το χρόνο
σαν λιτανείες από μιλιούνια ρασοφόρων.
Χρόνια συλλέκτης στεναγμών σε άπλυτες κούπες
είχε ξεμάθει να υποδέχεται
και να ξεναγεί αγνώστους.
Στην τσέπη του ένα παλιό κομπολόι.
Στο στήθος του ένα ρημαγμένο ρολόι.
Στη γλώσσα του ένα κάψιμο
απ’ τους δρόμους που άρχιζαν και τέλειωναν
στο κατακάθι του καφέ του.
Με αυτά έκανε το ορίστε
στους νεοφερμένους.
Δεν άνοιξε διάλογο μαζί τους.
Άλλωστε τι να πει;
είχε ξεμάθει να υποδέχεται
και να ξεναγεί αγνώστους.
Στην τσέπη του ένα παλιό κομπολόι.
Στο στήθος του ένα ρημαγμένο ρολόι.
Στη γλώσσα του ένα κάψιμο
απ’ τους δρόμους που άρχιζαν και τέλειωναν
στο κατακάθι του καφέ του.
Με αυτά έκανε το ορίστε
στους νεοφερμένους.
Δεν άνοιξε διάλογο μαζί τους.
Άλλωστε τι να πει;
Οσμίστηκε όμως τους λόγους τους.
Τους βρήκε ξεχασμένους
σαν το αγιόκλημα στο πατρικό του.
Γκρεμισμένος σαν τα όνειρα
που τον ταξίδευαν παιδί.
Αποφασισμένους όπως τα δάχτυλά του
όταν τσαλάκωναν τη διαβασμένη εφημερίδα.
Παρ’ όλα αυτά, κάτι τον έσπρωχνε
να τους παραδώσει το νυστέρι του φόβου.
Επαγγελματικό, μαζί κοιμόνταν, μαζί ξυπνούσαν
Χρόνια χάραζε την όψη του επιμελώς.
Τα μάτια του ήταν στεγνά
Δεν είχε δάκρυα να παζαρέψει.
Παρέδωσε όμως χωρίς δεύτερη σκέψη
Τα βαφτισμένα χαμόγελα
με τα μισάνοιχτα δόντια,
τα τεντωμένα χείλη,
καρφωμένα στο τελείωμα των ματιών.
«Παράδοση άνευ όρων λοιπόν… Αυτό περιμέναμε»
παραδέχτηκαν οι καινούριες ελπίδες
και αυτοδιορίστηκαν φύλακες-άγγελοί του.
Τους βρήκε ξεχασμένους
σαν το αγιόκλημα στο πατρικό του.
Γκρεμισμένος σαν τα όνειρα
που τον ταξίδευαν παιδί.
Αποφασισμένους όπως τα δάχτυλά του
όταν τσαλάκωναν τη διαβασμένη εφημερίδα.
Παρ’ όλα αυτά, κάτι τον έσπρωχνε
να τους παραδώσει το νυστέρι του φόβου.
Επαγγελματικό, μαζί κοιμόνταν, μαζί ξυπνούσαν
Χρόνια χάραζε την όψη του επιμελώς.
Τα μάτια του ήταν στεγνά
Δεν είχε δάκρυα να παζαρέψει.
Παρέδωσε όμως χωρίς δεύτερη σκέψη
Τα βαφτισμένα χαμόγελα
με τα μισάνοιχτα δόντια,
τα τεντωμένα χείλη,
καρφωμένα στο τελείωμα των ματιών.
«Παράδοση άνευ όρων λοιπόν… Αυτό περιμέναμε»
παραδέχτηκαν οι καινούριες ελπίδες
και αυτοδιορίστηκαν φύλακες-άγγελοί του.
Από τη συλλογή Τελεία και παύλα (2005) της Ρίας Φελεκίδου
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου