Θεοδώρα Ντάκου, Η Ευρυδίκη στον Άδη

Πρώτη Πέμπτη τ’ Απρίλη
– Γιατί τάχα να σε κράταγαν τα δάχτυλα των άλλων;
Πάντα κρατάει ο ένας, εκτός αν πατώνουνε κι οι δυο και ψηλαφίζονται. Όμως εσύ τους έπαιρνες, τους σήκωνες, δεν πάτωναν – («σε είδα στον ύπνο μου: ήμουνα γεμάτη λάσπη κι εσύ με πήρες σε μια βρύση και μ’ έπλυνες κι ύστερα έβαλες τα χέρια κάτω απ’ τις μασχάλες μου όπως στα μωρά και με σήκωσες ψηλά…»).
– Πρέπει να μαθαίνουμε στους άλλους να μας παίρνουν κι εγώ το ξεχνώ…
(Η τελευταία βραδιά που ξημερώσαμε μαζί: έμεινα ανάσκελα με τεντωμένα τα μάτια στο σκοτάδι. Δίπλα μου έκλαιγε, σιγά σιγά, τόσο που μπορούσα να μετράω τα δάκρυα. Μέσα σε μια διάλυση, μύριζα τα μαλλιά της. Ήχοι νερού. Μ’ αγκάλιασε με το δεξί χέρι στο στέρνο κι έβαλε το πρόσωπο κοντά «Πες κάτι». «Δεν θέλω. Σε κρατάω.»
Από τότε ήξερα πως ο θάνατος είχε φανερωθεί. Φοβόταν. Κρύωνα.)
– Η ταπείνωσή σου είναι που δεν νικήθηκες από κανέναν. Τ’ αποφάσιζες όταν οι άλλοι είχαν πιστέψει στην παράσταση και παραιτιόντουσαν.
– Δεν είναι δυνατό να ξεφύγει κανένας απ’ τον ρόλο του. Τον διαλέγουμε να μας εξυπηρετήσει και, στο τέλος, καταντάμε να τον υπηρετούμε, δεμένοι ακόμα και με τον τρόπο που θα βγάλουμε την κραυγή. Κι όλο αυτό το επικίνδυνο πάθος για αρπαγή – σχήμα χειροβομβίδας που καταπίνουμε – κρυφά λουλούδια κόκκινα, δικά μας. Τα παίρνουμε κι αυτά «δικά μας».
– Δεν είδες ποτέ στα μάτια των άλλων τον φόβο; Αφού έτρεχες να σκορπιστείς δεν ήταν φυσικό να σε φοβούνται; Επόμενο να ’χεις την τύχη μιας έκρηξης.
– Γιατί να σε παραδεχτούν; Άλλοτε τους αναστατώνεις, άλλοτε τους ντροπιάζεις. Και σε σιχαίνονται. Σε σιχαίνονται γιατί δεν μπορούν να σε λυπηθούν.
Ακόμα κι όταν θα ’χουν πια κάθε απόδειξη της καταστροφής σου, θα υποκρίνονται λύπη και μέσα τους θα χαίρονται άγρια. (Παρατήρησες ποτέ με πόση ηδονή μιλάνε για τον αφανισμό των άλλων; Έπιασες τον ερεθισμό για τα σβησμένα μάτια του Οιδίποδα, το κομμένο αυτί του Βανγκόγκ, για την αφήγηση των βασανιστηρίων;)
Δεν είναι κακία. Αντιδρούνε για να προστατευτούν.
– Τ’ ότι δεν κάλυψες κανέναν δεν είναι αναξιότητα, είναι περηφάνια. Περηφάνια ενός ανθρώπου που τον πονούσαν οι κλειστές πόρτες των άλλων και γινόταν όλο και πιο επιθετικός, πιο κοφτερός, πιο απόλυτος. Ενός άπληστου παιδιού που το ταπεινώσανε.
Πέμπτη, 17 Απριλίου
Ήρθαν όλα τα πλοία. Τίποτα. Ξανακοίταξα τις φωτογραφίες της, τις έκρυψα στο βάθος της βαλίτσας κι έφυγα. Έφυγα τη θάλασσα. Πονάει. Άσπρο και κίτρινες μαργαρίτες. Τι θυμίζουν; Οι συνειρμοί δεν είναι πια παιχνίδι. Είναι σαρκοφάγο φυτό που πολλαπλασιάζεται και σκεπάζει το πεδίο της όρασης με επικίνδυνα λουλούδια. Έτσι δεν έμεινε τίποτα που να μη θυμίζει. Δεν μιλάω πια για τη θάλασσα.
Κάποτε μου ζητούσες να γράψω κι έγραφα, ζητούσες κόκκινα λουλούδια και ζωγράφιζα. Ζητούσες ήχους, χρώματα, σχήματα.
Έτσι συμφιλιώθηκα με το υλικό μου κι από τότε συζώ μαζί του.
Παρασκευή, 18 Απριλίου
Και, λοιπόν, τι θα γίνει; Η ζέστη του σώματός της δεν μπόρεσε. Δεν πίστεψε πως είναι πεθαμένη. Έπειτα ενώ ήμασταν κοντά-κοντά και τη φίλησα, έγειρε το κεφάλι πίσω και με ρώτησε: «τι σκέφτεσαι;» (Καταλαβαίνεις; Δεν είναι δυνατόν να πέθανε!) Σφιγγόταν όλο το βράδυ δίπλα μου, αμίλητη, σα να υπήρχε ανάμεσά μας η παρουσία που την πάγωνε. Κοιμήθηκα μέσα σε μια ερημιά μαζί μ’ ό,τι μου ’χε απομείνει εκείνης της «πεθαμένης». Δεν αντιστεκόμουνα στον θάνατο. Τον ήθελα. Υπήρχε παντού η γοητεία του. Το χρώμα των απελπισμένων αγγιγμάτων.
– Το πρωί με ξύπνησε σα να ’μουν παιδί. Στόλισε τα βάζα με λουλούδια. Εξακολουθούσα να βλέπω τον θάνατο. Ξάπλωσε παράλληλα στο σώμα μου. Ήθελα να τη δω και δεν μπορούσα. Τα χείλια της άγγιξαν το πρόσωπό μου, έφτασαν ως το στόμα μου και περίμεναν. Μείναμε, ώρα, με τα χείλια ν’ αγγίζονται. Άρχισα επιτέλους να τη μυρίζομαι. Σήκωσα τα χέρια στο πρόσωπό της και την πήρα.
«Γιατί δεν μου μιλάς;» «Φοβάται», σκεφτόμουν και τη χάιδευα στα μαλλιά.
– Δεν πέθανε, δεν πέθανε. Είναι δίπλα μου, δεν τη βλέπεις; Την αγκάλιασα και νόμισα πως διαλυόταν. Της φώναξα χιλιάδες φορές «σ’ αγαπώ» κι ακόμα δεν ζωντάνεψε. Γιατί με κοιτάει, λοιπόν, τυλιγμένη στα μαλλιά της; Τι θέλει;
Ακόμα και πεθαμένη, φιλάρεσκη.
– Φιλαρέσκεια, τελικά, είναι να μη θέλεις να πεθάνεις. Να μην μπορείς να θέλεις να πεθάνεις.
Σάββατο, 19 Απριλίου
Πλοίο. Τρέχει. Κυλούνε όλα σαν μετά τον ήλιο. Πορτοκαλιά. Όχι ακριβώς, το χρώμα της ρετσίνας, στα μαλλιά, στα μάτια, στην άκρη από τα δάχτυλα. Πολύ πιοτό. Πολύς ήλιος. Ακόμα και η φωνή της χρώματα, τόσο φωτεινά χρώματα που μ’ έπιανε φόβος.
– Δεν είναι πια δική μου, του ανήκει. Την κράταγε αγκαλιά, με σιγουριά, και τη φίλαγε. Αφηνόταν πάνω του. Κοντά μου ποτέ δεν ήταν τόσο ξέγνοιαστη. Έπρεπε πρώτα να πεθάνει.
– Αφέθηκα κι εγώ στην αγκαλιά του και τον φώναζα. Γύρισε μ’ όλα του τα μάτια να με δει. Ήταν γεμάτος επιείκεια. Γαντζώθηκα στη μασχάλη του, έσκαβα με τα χέρια μου και μύριζα. Χώμα ζεστό. Ψωμί ζεστό. Αίμα ζεστό. Δεν με πήρε. Κοίταζε, ίσια σταθερά κι ήρεμα. Άνοιξε το στόμα και μίλησε. Κάτι σα νανούρισμα και δεν καταλάβαινα λέξη. Εκείνη κοιμόταν στην άλλη μασχάλη τελείως δική του. Αισθανόμουν την ανάσα της στο πρόσωπό μου μα δεν μπορούσα να τη φτάσω.
– Άνοιξε τα μάτια, μακρινά. Μακρινά σε μιαν άλλη χώρα κι αγγίζαμε. Δεν μπόρεσα να περάσω. Έμεινα στην άλλη όχθη και τους λαχταρούσα. Ήταν όμορφος και ήρεμος και την περπατούσε και τη σκέπαζε μ’ εκείνο το αόρατο γυαλί που ασφυκτιούσε απ’ τα χρώματά τους.
***
Αναβόσβηνε πίσω του σαν άστρο. Αυτός ερχόταν σ’ εμένα.
Όταν πλησίασε, είδα πως κρατούσε στα χέρια μια μικρή κόκκινη παπαρούνα. Το ασπράδι στα μάτια του ήταν γαλάζιο και τα χέρια του χλωμά και στολισμένα με μια εντελώς μοιραία τελειότητα. Δεν μπορούσα να δω παρά μονάχα τα μάτια και τα χέρια του που φτάνανε. Πίσω απ’ τα μάτια του εκείνη, συνέχεια, αναβόσβηνε.
– Είχα πιει πολύ κρασί, είχα χορέψει. Είχα τραγουδήσει. Κι ύστερα βγήκα στην παραλία κι έκλαιγα. Έβγαζα άγριες φωνές και βούιζα μαζί με το κύμα. Τότε φάνηκαν να ’ρχονται από τα βαθιά της θάλασσας.
Αισθάνθηκα τα χέρια του στους ώμους μου. Έκλεισα τα μάτια στην ανάσα του και σταμάτησα να φωνάζω και να ελπίζω.
– Νόμισα πως το μόνο που μ’ ένοιαζε όλα τα χρόνια της Γης ήταν να εισχωρήσω στον γυάλινο κόσμο της. Όμως το φιλί του ήτανε δικός μου κόσμος κι αυτή μακρινή και μικρή. Κι ήξερα πως ο μόνος τρόπος για να την ξαναπάρω ήταν να γίνω αυτός. Να γίνω μαζί κι αυτός κι ο άλλος, εγώ. Για πρώτη φορά αναρωτήθηκα: όλα, λοιπόν, αυτά για κείνη;
Έκλεισα τα μάτια και βούλιαξα να τον φιλάω. Κι εκείνη πάντα αναβόσβηνε πίσω απ’ τον ώμο του σαν άστρο…
***
Τώρα που μπορώ να μπω απ’ όλους τους δρόμους στον χώρο της, τώρα φοβάμαι μήπως τη χάσω. Είναι η ευθύνη του πλησιάσματος γιατί η αναστολή του «πάντα» και του «τώρα» είναι τελείως δική μου.
Τώρα που τα σώματά μας ξεπέρασαν τη μοίρα των φυτών και δεν υπάρχει ελπίδα για κλάδεμα και για ρίζες, το άγγιγμα καταντάει θυσία της γαλήνης που κερδίζεις εξομοιώνοντας τον εαυτό σου με τον ουρανό.
Ο ένας θα χωνευτεί μες στη ζωή του άλλου (εσύ ή εγώ). Περιμένει την εκλογή της θυσίας, αναβοσβήνοντας μέσα μου.
Ή θα την ερωτευτώ ακόμα μια φορά ή θα τη σκοτώσω ακόμα μια φορά. Θα σωπάσω μέσα της ή θα μιλήσω κουβαλώντας μ’ επιμέλεια κρυμμένο το τεμαχισμένο πτώμα της στον κόρφο μου. Νοιάζομαι μονάχα για τα μαλλιά της. Θα φέγγουν τόσο δυνατά κάθε βράδυ που θα νομίζω πως ζει και υπάρχει όπως πριν.
***
Αλήθεια, λοιπόν, δεν θέλω να υπάρχει; Μα τότε πώς θα γίνεται η τελετή της θυσίας; (Τη διάλεξα ή με διάλεξε; Δεν ξέρω πια ποιος είναι το όργανο του άλλου.)
Αναρωτιέμαι πάντα για το αν πρέπει να ’χω τύψεις. Ενώ τη θυσιάζω πιστεύω σε μια παράσταση αναίμακτη, θεατρική. Όμως το αίμα της είναι μια πραγματικότητα στα χέρια μου. Αλλά τίποτα δεν τελειώνει και τίποτα δεν μοιάζει ούτε μ’ ελπίδα ούτε μ’ απόγνωση.
Δευτέρα, 21 Απριλίου
Το ότι σ’ αγάπησα τι μπορεί να σημαίνει; Ότι αντέχω. – Η διαφορά ανάμεσα στο «έχω» και στο «αντέχω». Υπάρχει; – Με καταδιώκει η φάρσα των λέξεων. Μου δίνεσαι τόσο απροκάλυπτα που μόνο ν’ αντέξω μπορώ, όχι να πάρω. Θέλω να τα έχω ως εκείνη τη στιγμή: όλα – και από κείνη: μόνο εμένα μέσα σ’ εσένα. Τελικά απομένει μόνο η απαίτηση του εγώ μας μέσα στον άλλο. Αφού είναι ο έρωτας ανάγκη για επιβεβαίωση, τι το παράξενο; Σ’ εσένα, όμως, μου φτάνει; (Μετά απ’ αυτό, τίποτα. Η πόρτα του άπειρου και αιωρείσαι.) Ποτέ μου δεν είχα τόση δύναμη όση τη στιγμή που έκανα έρωτα μαζί σου και δεν σου μίλησα. Όταν αυτή τη λαχτάρα την έκρυψα και μονάχα σε ψηλάφιζα στο πρόσωπο. «Είσαι ωραία σαν το φως. Δεν θέλω να πιστεύω στο φως και στις λέξεις.» Το ήξερα πως ήθελες να σου μιλήσω. Να σου πω για την πείνα μου, τη δίψα μου, τον βασανισμό μου. Γιατί; Αρνιέσαι να με καθρεφτίσεις. Αρνιέμαι ν’ αποκαλύψω την ταπεινότητά μου.
Το βλέπω πως θέλεις να σου μιλήσω. Να σου ιστορήσω τις ώρες σου μέσα στο αίμα μου. Μα ήτανε όμως δικές σου; Φυλαγόσουνα πάντα μην πιάσω σπόρο μέσα σου κι αναγκαστείς να με μεγαλώσεις. Θα ’χες να στερηθείς ένα σωρό πόρτες (που ποτέ δεν θα ’βρισκες το κουράγιο να γκρεμίσεις, μα τίποτα δεν σ’ εμποδίζει να χτυπάς και να ονειρεύεσαι.
Σέβομαι τον πανικό σου και τις ανάγκες του. Πριν σ’ αγγίξω σ’ αυτή την προσήλωση, περίμενα. Μετά τον χειμώνα έχω μετρήσει το μήκος και το πλάτος των ατραπών κι είμαι σε μια ήρεμη έκλειψη ελπίδας. Χίλια χρόνια θα εξακολουθήσουμε την ταπεινωτική πρόφαση της αναμονής επειδή φοβόμαστε ν’ αντικριστούμε. Η εκδίκησή μου – αν είναι εκδίκηση το κλέψιμο του πόνου – είναι που όλοι, παρά την αγωνία σας, φυτρώνατε, ανθίζατε και μαραινόσαστε μέσα μου. Ξέρω κάθε ασκήμια της ομορφιάς σου. Ενώ εγώ έχω πάντα περιθώρια παραμυθιών στα όνειρά σας.
Κατάλαβες τώρα γιατί δεν σου μίλησα για τις ώρες της δόξας σου μέσα μου;
22 Απριλίου
Δεν σε ρωτάω γιατί μ’ εγκαταλείπεις, όχι επειδή το αξίζω, αλλά γιατί θα το θεωρούσα μεγάλη μου τιμή να τ’ αξίζω. Όμως ούτε την ύστατη απελπισία του εξωμότη δεν μπόρεσα.
Μετράω τους σκοτωμένους κάθε αυγή ολομόναχος ακόμα κι από σένα. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως έτσι είναι καλύτερα. Ξέρω ότι τουλάχιστον κοντά του θα σε βρίσκω, ενώ πριν, όταν ήμασταν μόνο εσύ κι εγώ, ποτέ δεν ήξερα αν ήσουνα πραγματικά απέναντί μου ή δίπλα μου. Ούτε τον τόπο που σήκωνε τα πατήματά μου έμαθα ποτέ, γιατί το μόνο που μ’ ένοιαζε εδώ και είκοσι χιλιάδες χρόνια ήταν να σε οσφραίνομαι και να τρέχω να σε βρω.
Τώρα το μόνο που θα μπορούσε να με σκοτώσει είναι ένας λόγος τρυφερότητας.
Νομίζεις πως ο θάνατος είναι έρωτας που μπορεί εύκολα κανείς να ξεπεράσει;
Ελπίζω πως πάντα κάποιος θα μαντεύει με ακρίβεια ποια λόγια είναι κατάλληλα να με πυροβολήσουν. Μόνο που μετά θα ’ναι απροστάτευτος σαν εμένα, σαν την ώρα που σμίγω μ’ ένα κορίτσι και δεν μπορώ να του μιλήσω.
– Δεν σε ρωτάω γιατί μ’ εγκαταλείπεις.
Φοβάμαι μονάχα πως αν γυρίσεις τα τραγούδια θα ’ναι πιο οδυνηρά. Φοβάμαι γιατί δεν ξέρεις πόσο πολύ μπορεί να πεθάνει κάποιος μέσα σου, μέσα σ’ αυτή τη νιότη που σε βαραίνει μ’ όλη την ανταύγεια της απομόνωσής σου απ’ τη γνώση.
Δεν σ’ αγάπησα για την άγνοιά σου, σε ζήλεψα μονάχα. Και σε λυπήθηκα γιατί η ομορφιά σου την προστάτεψε τόσο καλά που ήρθε στα χέρια μου σχεδόν αράγιστη. Κατάλαβες γιατί δεν θέλω να ρωτήσω;
Αν είναι κάτι φοβερό στις ώρες του κόσμου, είναι πως θα ταυτίσεις την παραφορά ή τη διάλυση με τ’ όνομά μου χωρίς να συλλογιστείς πως αυτός που σ’ έκανε να σκεφτείς τον θάνατο ήταν πιο καινούριος και πιο όμορφος από σένα. Πως ο λόγος που φεύγεις είναι η άτρωτη νιότη μου που απειλεί τη μοναδικότητα της δικής σου. Μην επιμένεις όμως, δεν μπορώ να εξωμόσω.
***
Θάνατος είναι η υπόσχεση να μη δοθείς πια. Η ύστατη προσπάθεια να κρατήσεις τη ζωή σου στα χέρια σου. Κουράστηκα και παραιτούμαι από κάθε επιβίωση μέσα σου. Εσύ δεν κουράστηκες ν’ ακκίζεσαι κάτω απ’ τα μάτια μου;
Ξέρω, μόλις θα πεθάνω, θα ’ρθεις να υποσχεθείς ό,τι με την ψυχή στο στόμα σού ζητούσα.
« – Δεν ήταν αγκαλιά ούτε σπασμός. Καθρεφτίσματα ήταν μέσα στα συγκλίνοντα κάτοπτρα των οφθαλμών σου. Πολλαπλασιασμός ειδώλων και φωνών στα έγκατα της άδειας στρογγυλής οπής που συγκρατεί την ίριδα των χρωμάτων σου. Προσπάθεια εστίασης του φωτός σου στην αγωνία μου να υπάρχω – »
Ξέρω πως μόλις πεθάνω θ’ ανακαλύψεις τη ζωή που ζεις εν αγνοία σου μέσα μου και θα θελήσεις να με δεχτείς σαν επιβεβαίωση των διαστάσεών σου
Ετοιμάζομαι να πεθάνω κατάκοπος, άδεχτος, ειρωνευόμενος τη μετεμψύχωση που περιμένεις να ξαναρχίσεις κρατώντας με αλύτρωτο έφηβο, για να δώσεις νόημα στο επόμενο πρωί.
***
Καλοκαίρι
Όταν εξαντληθούν τα συναλλάγματα της τρυφερότητας και κανένας δεν γυρεύει επόμενα τα μάτια μου. Όταν απογυμνώσουν το κορμί μου απ’ τις σάρκες και δεν υπάρχει αντίσταση στον άνεμο.
Εκείνη τη στιγμή, μ’ αυτή τη γύμνια και την ανέχεια θα σε απαιτήσω. Μοναδική φορά και πρώτη. Τότε θα δω αν αντέχεις σε ομορφιά, σ’ ασκήμια, σε ζωή ή υπολογίζεις ακόμα σε καταγραφές και διηγήσεις. Τότε θα δω γιατί συλλέγεις με τόση επιμέλεια τις αναπνοές σου. Τότε θα δεις κι εσύ γιατί, όταν έβλεπα πως ήσουνα έτοιμη να με πουλήσεις, δεν έκανα καμιά κίνηση όσο κι αν βασανιζόμουν σε σπασμούς.
Σε κοίταζα πολύ προσεχτικά, περιμένοντας από σένα μια πυρπόληση λιγότερο φαντασμαγορική κι από μένα μια λευτεριά με περισσότερο νόημα.
Θα σου πω πως γνωρίζω ότι για όλα νομίζεις πως φταίει η αδυναμία σου να δώσεις, κάτι που ακόμα δεν υποψιάζεσαι ως πού μπορεί να φτάσει σαν κορμί και σαν αγάπη και φτιάχνεις μονάχα μύθους για το ξύπνημα του θεριού και μέσα τους περιπλέκεσαι. Θα σου πω πως δεν φταις και μ’ ό,τι θα ’χει μείνει από τα χέρια μου θ’ απλώσω να σου δείξω το φρικιαστικό πρόσωπο των υποθέσεών σου και το έκπληχτο παιδικό πρόσωπο το δικό σου, που το ’χεις τελείως ξεχάσει καθώς έμεινες να διυλίζεις όνειρα πανικού. Τότε θ’ απαιτήσω το δόσιμο.
Κι όταν φύγω δεν θα ’σαι πια έρημη. Οι λέξεις θ’ αποχτήσουν αλλιώτικες έννοιες και θα ’ναι λίγες, τόσες ακριβώς όσες σου χρειάζονται για να με βρίσκεις.
Από τη συλλογή Ο θάνατος του χρόνου (2004) της Θεοδώρας Ντάκου
https://thepoetsiloved.wordpress.com/