ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΘΕΝΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ
‘Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου’ του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1981 και σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ‘επικά’ έργα του συγγραφέα, το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του εκτυλίσσεται μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο και καταγράφει τις συνθήκες ενός εγκλήματος τιμής.
Η ιστορία απεικονίζει τη ζωή στη Λατινική Αμερική και προβάλει τα ακανθώδη ζητήματα της οικογενειακής τιμής, της εκδίκησης και των ανείπωτων, κοινωνικών προκαταλήψεων.
‘Την ημέρα που θα τον σκότωναν, ο Σαντιάγο Νασάρ σηκώθηκε στις πεντέμισι το πρωί για να περιμένει το βαπόρι που θα έφερνε τον επίσκοπο. Είχε ονειρευτεί πως διέσχιζε ένα δάσος ινδοσύκης όπου έπεφτε ένα απαλό ψιλόβροχο και για μια στιγμή υπήρξε ευτυχής μέσα στ’ όνειρό του, ξυπνώντας όμως, ένιωσε απ’ την κορφή ως τα νύχια πιτσιλισμένος με τις κουτσουλιές των πουλιών. «Πάντα έβλεπε δέντρα στον ύπνο του», μου είπε η Πλάσιδα Λινέρο, η μάνα του, καθώς έφερνε στη μνήμη της, είκοσι επτά χρόνια μετά, τις λεπτομέρειες εκείνης της αποφράδας Δευτέρας.’
Έτσι αρχίζει η καταγραφή του χρονικού για τον προαναγγελθέντα θάνατο του Σαντιάγο Νασάρ. Ενός χρονικού που καταγράφεται από έναν ανώνυμο αφηγητή που περιπλανιέται σε μια μικρή πόλη – που αποτελεί το σκηνικό της ιστορίας – 27 χρόνια μετά το συμβάν, συλλέγοντας πληροφορίες από τους κατοίκους προκειμένου να αναδομήσει τα γεγονότα που οδήγησαν σ’ αυτή την απίστευτη δολοφονία. Και πρόκειται πράγματι για μια απίστευτη δολοφονία γιατί ενώ όλη η πόλη ξέρει τι πρόκειται να συμβεί, κανείς δεν κάνει το παραμικρό για να την αποτρέψει. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική αλλά ένα κολάζ από μνήμες που έχουν ξεθωριάσει και ιστορίες που αποκλίνουν και έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους.
Όλα ξεκίνησαν όταν στην πόλη φτάνει ο όμορφος και αινιγματικός Μπαγιάρδο Σαν Ρομάν. Γενναιόδωρος και εξαιρετικά πολυμήχανος, καταφέρνει να κερδίσει τον σεβασμό της κοινότητας και σύντομα παντρεύεται την όμορφη Άνχελα Βικάριο. Λίγες ώρες όμως μετά το γάμο η νύφη επιστρέφεται στην οικογένειά της ως ατιμασμένη! Η μητέρα και τα αδέλφια της, μετά από ένα άγριο ξυλοδαρμό, καταφέρνουν να εκμαιεύσουν το όνομα εκείνου που ντρόπιασε την αδελφή και την οικογένειά τους. Και το όνομα αυτό είναι Σαντιάγο Νασάρ!
‘Οι δίδυμοι επέστρεψαν στο σπίτι λίγο πριν από τις τρεις, τους είχε καλέσει επειγόντως η μητέρα τους. Βρήκαν την Άνχελα Βικάριο μπρούμυτα στον καναπέ της τραπεζαρίας, με το πρόσωπο στουμπισμένο απ’ τα χτυπήματα, αλλά είχε σταματήσει να κλαίει. «Δεν ήμουν πια τρομαγμένη», μου είπε. «Το αντίθετο, ένιωθα σαν να είχα πετάξει από πάνω μου επιτέλους το φόβητρο του θανάτου και το μοναδικό που ήθελα ήταν να τελειώσουν όλα γρήγορα για να πέσω για ύπνο.» Ο Πέδρο Βικάριο, ο πιο αποφασιστικός από τ’ αδέλφια, τη σήκωσε στον αέρα από τη μέση και την κάθισε στο τραπέζι της τραπεζαρίας.«Άντε, μικρή», της είπε τρέμοντας από οργή. «Πες μας ποιος ήταν».Εκείνη καθυστέρησε τόσο όσο χρειαζόταν για να πει τ’ όνομά του. Το έψαξε στα σκοτάδια, το βρήκε κατευθείαν ανάμεσα σε τόσα και τόσα ονόματα συνηθισμένα ετούτου του κόσμου και του άλλου και το κάρφωσε στον τοίχο με το εύστοχο βέλος της, όπως μια άβουλη, καταδικασμένη από πάντα πεταλούδα.«Ο Σαντιάγο Νασάρ», είπε.’
Τα δίδυμα αδέλφια της Άνχελα, ο Πέδρο και ο Πάμπλο Βικάριο αναλαμβάνουν να ξεπλύνουν την τιμή της οικογένειας. Το νέο εξαπλώνεται γρήγορα στη μικρή πόλη αλλά κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος να σταματήσει την τραγωδία. Ο κάθε κάτοικος της περιοχής δείχνει φυλακισμένος στο δικό του μικρόκοσμο και τις πεποιθήσεις και δεν φαίνεται να αναλαμβάνει ούτε ένα ίχνος της ευθύνης για τη δολοφονία, ούτε καν χρόνια αργότερα. Το έγκλημα καθαγιάζεται από το κίνητρο της τιμής της οικογένειας όχι μόνο στο μυαλό των δολοφόνων αλλά και στη συνείδηση όλης της πόλης. Η δολοφονία του Σαντιάγο Νασάρ δεν είναι μια απλή περίπτωση ανθρωποκτονίας. Είναι η ακεραιότητα μιας ολόκληρης κοινωνίας που τίθεται σε δοκιμασία. Μιας πόλης παγιδευμένης στις παραδόσεις και τις κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις.
Το βιβλίο είναι βασισμένο σε ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη σε άτομο του περιβάλλοντος του Μαρκές. Ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνέντευξή του στην El Pais είπε : «Η αφετηρία του μυθιστορήματος αυτού είναι ένα πραγματικό επεισόδιο, ένας φόνος που έγινε σε ένα χωριό της Κολομβίας…..Κατάλαβα αμέσως ότι είχα στα χέρια μου ένα σημαντικό υλικό, αλλά η μητέρα μου με προειδοποίησε ότι αυτό το βιβλίο δεν μπορούσε να γραφτεί όσο ζούσαν οι πρωταγωνιστές. Έτσι, το άφησα. Θεωρούσα ότι η ιστορία είχε τελειώσει, αλλά υπήρξε συνέχεια. Αν το είχα γράψει τότε, θα είχα αφήσει απ’ έξω ένα μεγάλο κομμάτι του υλικού που είναι απαραίτητο για να κατανοήσεις καλύτερα την ιστορία.»
Όπως και το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Μαρκές, αυτή η σύντομη ιστορία φέρει το χαρακτηριστικό στυλ του απαράμιλλου ταλέντου του για την παρατήρηση και την ανάλυση της ιδιοσυγκρασίας των μικρών, αγροτικών κοινοτήτων της Λατινικής Αμερικής. Ο μαγικός ρεαλισμός που χαρακτηρίζει το υπόλοιπο έργο του Μαρκές αλλά και άλλων συγγραφέων της Λατινικής Αμερικής, σ’ αυτό το έργο του εμφανίζεται ελάχιστα. Τα θαύματα και τα υπερφυσικά γεγονότα απουσιάζουν και αντ’ αυτών είναι η αδυσώπητη έλξη της μοίρας, η πανταχού παρουσία της άρνησης και η ρευστή φύση του χρόνου που κινούν τα νήματα.
Το βιβλίο κυκλοφορεί σε νέα έκδοση από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ σε μετάφραση Μαρίας Παλαιολόγου και περιλαμβάνει πρόλογο από τον Σαντιάγο Γκαμπόα.
https://passepartoutreading.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου