Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Γλῶσσα καί Ἀναρχία

Γλῶσσα καί Ἀναρχία

«Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις» (ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, «Διατριβαί»)

Ἕνα «εὔλογο» ἐρώτημα πού τίθεται εὐθύς ἐξ ἀρχῆς εἶναι κατά πόσον καί μέχρι ποίου σημείου, ἀφορᾶ τούς ἀναρχικούς ἡ ἐνασχόλησις μέ τό θέμα της γλώσσης. Εἶναι, κάτι τό ὁποῖο θά χρησιμεύση στίς ἀπελευθερωτικές διεργασίες; Ἄν ὄντως ὑπάρχει αὐτή ἡ χρησιμότης, ὑπό ποίαν ὀπτική θά πρέπει νά ἰδωθῆ; Ἔχει, ἄραγε, ἰδιαίτερη σημασίαν τό εἶδος ἤ ἡ μορφή τῆς γλώσσης ἡ ὁποία θά χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους πού διαμένουν στόν ἑλλαδικό χῶρο; Τί προσέφερε ἡ ἐπί 40 χρόνια χρῆσις τῆς «δημοτικῆς»;

Αὐτά καί πολλά ἀκόμη ἐρωτήματα τίθενται ἐμπρός στό δίλλημα ἐάν θά πρέπη νά ἐπακολουθήση μία συζήτησις ἀναφορικά μέ τήν γλῶσσα ἤ νά ἀφεθῆ τό θέμα ὡς ἔχει.

Ἀναπτύσσεται, ἐν τούτοις, συχνά καί ἐν συντομίᾳ, ἡ ἄποψις ὅτι μία συζήτησις ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος εἶναι ἀσύνδετη μέ τά ἐνδιαφέροντα τῆς ἀναρχικῆς σκέψεως καί δράσεως. Μέ αὐτό τό σκεπτικόν ἀποτρέπεται κάθε πιθανότητα συζητήσεως. Τό περίεργο δέν εἶναι μόνον ὅτι ἔτσι ἀποτρέπεται κάθε δυνατότητα διερευνήσεως τοῦ ζητήματος, ἀλλά καί τά ὅποια ἀντίθετα ἤ διαφορετικά ἐπιχειρήματα, ἀκόμη καί νά ὑπάρχουν, δέν διατυπώνονται. Τό κυρίαρχο, ἐν πολλοίς, ἐπιχείρημα πού προβάλλεται εἶναι ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνα κατασκεύασμα τῆς ἐξουσίας καί ὡς ἐκ τούτου ἀφορᾶ τούς ἐξουσιαστές καί ὄχι τούς ἀναρχικούς.

Βρισκόμαστε, ἑπομένως, ὑποχρεωμένοι νά λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας τίς ἀντιρρήσεις καί τούς προβληματισμούς, τά ἐπιχειρήματα καί τά τεχνάσματα, ἀκόμα καί τίς κακόβουλες προθέσεις πού ὑπάρχουν σέ ὅλες αὐτές τίς τοποθετήσεις, καθώς καί τόν κυκεῶνα ἀπόψεων καί θεωριῶν πού προβάλλονται καί νά προσπαθήσωμε νά προσεγγίσωμεν τό ὅλον ζήτημα προκειμένου νά ὑπάρξη μία ὅσον τό δυνατόν πληρέστερη κατανόησις τοῦ ζητήματος πού εὑρίσκεται ἐνώπιόν μας, ὄχι μόνον αὐτήν τήν χρονικήν στιγμή, ἀλλά ἐδῶ καί πολύ περισσότερον ἀπό ἕναν αἰῶνα.

Εἶναι ἀναγκαῖον, ἐπίσης, νά ἀντιμετωπίσωμε, μέσα ἀπό τόν προβληματισμό σχετικά μέ τό ζήτημα τῆς γλώσσης, κάποια σημαντικά καί παρεμφερῆ θέματα, τά ὁποῖα ἀφοροῦν τόν ἀναρχικό ἀγῶνα.[1]

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἀναρχική θεώρησις καί σκέψις μάς προτρέπει στό νά ἀναζητῶμεν τό παρελθόν καί τά αἴτια, ἀκολούθως νά γνωρίσωμεν τά ἀποτελέσματα πού προέκυψαν καί νά εἴμαστε πρόθυμοι νά ἀναγνωρίζωμεν κατά πόσον οἱ καταστάσεις, στίς ὁποῖες ἔχομε ἐμπλακεῖ, ὑπῆρξαν ἀποτέλεσμα πραγματικῶν ἐπιλογῶν ἤ παρορμητικές ἐνέργειες, πού ἀκολούθησαν τις ἐξουσιαστικές ἐπιλογές, οἱ ὁποῖες ἐνεφανίζοντο ὡς προοδευτικές καί καινοτόμες.[2]

Ἄς ἔλθωμεν, ἑπομένως, στό προκείμενο.

Ἀπό τό 1976, ὁπότε ἐπεβλήθη ἡ χρῆσις τῆς «δημοτικῆς» στήν ἐκπαιδευτική διαδικασία, ἀκολούθησε ἕνα τεράστιο παλινδρομικό κῦμα τό ὁποῖο μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ νά ταλανίζει ὅσους ὁμιλοῦν ἑλληνικά καί ἐνδιαφέρονται γιά τήν σχέσιν ἐννοίας καί διατυπουμένου λόγου. Αὐτό τό κῦμα ἐκδηλώθηκε ἄλλοτε μέ ἔντονον τρόπον καί ἄλλοτε μέ ἤπιες ἐκδηλώσεις, μετά τόν χαμόν πού ἀκολούθησεν αὐτήν τήν ἀλλαγή.

Ἐν συντομία οἱ ἀλλαγές ἔγιναν μέ τήν κάθετη ἐπέμβασιν τοῦ κράτους ἡ ὁποία, ἕξι χρόνια μετά, κατάφερε ἕνα ἀκόμα πλῆγμα μέ τήν κατάργησιν τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος γραφῆς τῶν λέξεων.

Βεβαίως, ἡ εὐκολία δέν εἶναι πάντοτε ὅ,τι καλύτερον. Αὐτό τό λέγομε ἐπει­δή αὐτές οἱ ἀλλαγές ἐνεφανίσθησαν μέ τό προσωπεῖον τῆς εὐκολίας καί τῆς ἁπλότητος. Ὅμως, ἡ ἁπλότης, ἡ ἁπλοϊκότης καί ἡ ἐμβάθυνσις στήν ἀμά­θεια συμβαίνει νά συγγενεύουν. Ἐπί παραδείγματι, ἡ γενική πτώσις τῆς λέξεως φῶς δέν εἶναι τοῦ φῶς ἀλλά τοῦ φωτός, ὁμοίως ἡ γενική του ἑνικοῦ ἀριθμοῦ τῆς λέξεως πολυπληθής δέν εἶναι τοῦ πολυπληθής, ἀλλά τοῦ πολυπληθοῦς. Αὐτό συμβαίνει ἐπειδή, πολύ ἁπλά, οἱ λέξεις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης κλίνονται, ἐν ἀντιθέσει μέ τίς ξένες light, Winston κ.λπ. οἱ ὁποῖες δέν κλίνονται στά ἑλληνικά.

Ἐπί προσθέτως καλόν εἶναι νά εἰπωθῆ ὅτι ἡ γραφή λέξεων ἤ προτάσεων τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης μέ ἀγγλικούς χαρακτῆρες σέ καμμίαν τῶν περιπτώσεων δέν ἀποδίδει τεχνικά ἤ μορφικά τά νοήματα πού ἔχουν οἱ ἑλληνικοί χαρακτῆρες. Τό μόνον πού ἀποδεικνύει μία τέτοιου εἴδους συμπεριφορά ἐκ μέρους τοῦ γράφοντος εἶναι μία προσπάθεια ἀπαξιώσεως τῶν ἑλληνικῶν, ἡ ὁποία ὅμως μειώνει κυρίως τόν ἴδιο, ἀφοῦ ἐκδηλώνει τήν ἀδυναμίαν τῆς ὀρθῆς ἐκφραστικῆς ἱκανότητος ἐκ μέρους του.

Πρίν προχωρήσομεν, ἂς κάνωμεν κάποιες παρατηρήσεις.

Σέ προηγουμένη παράγραφο ὑπῆρξε ἡ διατύπωσις «ταλανίζει ὅσους ὁμιλοῦν ἑλληνικά». Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι ἐάν θά μποροῦσε νά ὑπάρξη ἄλλος τρόπος γραφῆς, πού νά ἀποδίδει τό ἴδιο νόημα.

Ἄς δοκιμάσωμεν, λοιπόν.

Ἄλλη διατύπωσις: «βασανίζει ὅσους ὁμιλοῦν ἑλληνικά». Στήν προκειμένη περίπτωση ὑπάρχει ἀντικατάστασις τοῦ ρήματος ταλανίζω μέ τό βασανίζω. Εἶναι προφανές πώς, παρά τήν ἐξίσωσιν πού ἔχει ἐπιχειρηθεῖ στήν «καθομιλουμένη», ὑπάρχει σημαντική διαφορά ἀνάμεσα στό ταλανίζω καί στό βασανίζω.[3]

Ταλανίζω σημαίνει ταλαιπωρῶ κάποιον ψυχικά, ἐνῶ τό βασανίζω ἀποδίδει τήν ἐκτεταμένην διερεύνησιν μέ σωματικήν (καἰ στην ουσίαν ὑλικήν) καταπόνησιν κάποιου, προκειμένου νά ἀποκαλυφθῆ ἡ ἀλήθεια.

Εἶναι προφανές πώς ἡ ἀντικατάστασις τοῦ ἑνός ρήματος ἀπό τό ἄλλο ἀλλοιώνει τό περιεχόμενον ἄν καί αὐτό δέν εἶναι διακριτόν μέ τήν πρώτην ἀνάγνωσιν. Θά ἦταν εὔκολο νά παραθέσωμεν μίαν ἀκόμη καταγραφήν τῆς διατυπώσεως, πού θά εἶχε ὡς ἑξῆς: «βασανίζει τούς ὁμιλοῦντας ἑλληνικά», ἀλλά ὑπάρχει κίνδυνος νά κατακριθῶμεν γιά λογιωτατισμό, γι’ αὐτό καί τό ἀφήνομε κατά μέρος.

Ἐπ’ εὐκαιρία, μποροῦμε νά κάνωμεν ὁρισμένας ἰδιαιτέρως χρησίμους παρατηρήσεις.

Συνήθως λέγεται καί γράφεται συλλήβδην ἡ λέξις κανείς ἀνεξαρτήτως ἐάν κυριολεκτοῦμε ἤ ἐάν θέλωμεν νά εἴπωμεν κάποιος. Ὅμως, ὑπάρχει μεγάλη διαφορά ἀνάμεσα στίς δυό λέξεις. Μέ τό κανείς ἔχομεν τήν ἕνωσιν τριῶν λέξεων κάν(καί+ ἄν)+εἷς πού σημαίνει οὔτε ἕνας=οὐδέ εἷς καί ἔχει σαφῶς ἀρνητική σημασία. Ἀντιθέτως, τό κάποιος προέρχεται ἀπό ἕνωσιν τοῦ καν+ποῖος καί ἔχει ἀόριστη σημασία. Ἑπομένως δέν ἀκριβολογοῦμεν ὅταν λέμε: Πέρασε κανείς; Ἐνῶ εἴμεθα ἀκριβεῖς ὅταν ποῦμε: Πέρασε κάποιος; Ἐπειδή στήν πρώτη διατύπωση ἡ ἐρώτησις ἐμπεριέχει καί τήν ἀπάντησι.

Θά μποροῦσαν νά παρατεθοῦν πάρα πολλά παραδείγματα, ὅπου ὑπάρχει ἔλλειψις ἀκριβείας σέ φράσεις καί λέξεις τῆς καθομιλουμένης ἀλλά καί τοῦ γραπτοῦ λόγου. Θά μείνωμεν, ὅμως, σέ κάποια ἀπό τά πολλά παρατράγουδα αὐτοῦ τοῦ σαραντάχρονου. Ἔχει ἐπικρατήσει, ἐν προκειμένῳ, ἕνα κλίμα ἀπαξιώσεως τῆς γραφῆς τῶν λέξεων πού έχουν κατάληξιν τῆς τρίτης κλίσεως. Θεωρεῖται, ἐπίσης, παράδοξον μετά τό να νά ἀκολουθεῖ ρῆμα μέ κατάληξιν –η, ἀποφεύγεται, ἐπιτηδευμένα, ἡ χρῆσις λέξεων τῆς καθαρευούσης (παραδείγματος χάριν ἀντί νά εἰπωθεῖ ὁ συλληφθείς ἔχομε τό ἐκκωφαντικόν ὁ συλληφθέντας) παρά τό ὅτι ἡ «δημοτική» ἀποτελεῖται κατά μεγάλο ποσοστό ἀπό λέξεις καί διατυπώσεις που εἶναι αὐτούσιες (ἤ παράγωγα) τῆς καθαρευούσης. Εἶναι φανερόν πώς πολλοί πού διαβάζουν αὐτές τίς γραμμές θά παραξενεύονται ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον γράφεται αὐτό τό κείμενο. Ὅμως τά κείμενα ἐγράφοντο μέ αὐτόν τόν τρόπο πρίν ἀπό τέσσερεις δεκαετίες ἀκριβῶς καί ἦταν κατανοητά. Γιά ὅσους μάλιστα ὑπῆρχαν ἄγνωστες λέξεις ὑπῆρχαν εὔχρηστα λεξικά πού διευκόλυναν ἐνῷ, ταυτοχρόνως, ἐγένετο ἐμπλουτισμός τοῦ λεξιλογίου τους. Τότε, αὐτή ἡ ἀναζήτησις ἦταν σέ ἀρκετό βαθμό κοπιαστική, ἀλλά ἡ ὕπαρξις τοῦ διαδικτύου, πλέον, τήν καθιστά ἁπλουστάτην. Τήν σήμερον, τό «προοδευτικό» κλίμα τῆς ἀγνοίας καί τῆς ἀμαθείας πού καλλιεργεῖται, σέ ἀρκετές περιπτώσεις, προσπαθεῖ νά θέσει ὑπό διωγμόν κάθε προσπάθεια συζητήσεως γιά μίαν ἐπανατοποθέτησιν τοῦ ζητήματος τῆς γλώσσης σέ μίαν στερεάν βάσιν.

Ἐπειδή ἡ διατήρησις τοῦ εὐφωνικοῦ –ν στίς λέξεις ἔχει ἀπό πολλές ἀπόψεις ἰδιαίτερη σημασία –μέ τήν ὁποίαν ἐνδεχομένως νά ἀσχοληθοῦμε–, μετά τήν ἄνευ νοήματος(;) κατάργησίν του ὑπάρχουν φωνές πού ὑποστηρίζουν τήν χρησιμότητά του. Μία ἀπό αὐτές τίς φωνές ἀντιμετωπίσθη μέ σαρκασμό ἀπό «ἀντιφρονοῦντα» καί «ὀρθοφρονοῦντα», πού ἐπεκαλέσθη καί τήν χρῆσιν τοῦ εὐφωνικοῦ –μ στό τέλος τῶν λέξεων. Βεβαίως, λαλεῖ ὁ μωρός ὡς ἀλέκτωρ ἐν τῆ νυκτί, διότι ὡς γνωστόν στήν ἁπλήν καθαρεύουσαν οἱ λέξεις στήν τεράστια πλειοψηφία τους τελειώνουν στά σύμφωνα –ν καί –ς (σῖγμα), ὅταν δέν τελειώνουν σέ φωνῆεν. Ἑπομένως, ἡ ἀναφορά στό –μ σχετίζεται μᾶλλον μέ κάποια διάλεκτο (κοινῶς «ντοπιολαλιά») ὅπου ὑπάρχει τό «εὐφωνικόν –μ», ὅπως λέγομε μάναμ, πουλίμ, κ.λπ.

Εὐτυχῶς, βαθμιαία κατανοεῖται ἡ στενωπός –τουλάχιστον– στήν ὁποίαν ἔχει περιέλθει ἡ ἐν χρήσει ἐπίσημος γλῶσσα καί ἡ ἀδυναμία (ὅσοι τουλάχιστον τήν κατανοοῦν) στήν ὁποία ἔχουν περιέλθει κάθε φορά πού προσπαθοῦν νά ἐκφρασθοῦν μέ γλωσσικήν καί ἄρα νοηματικήν ἀκρίβειαν.

Γιά ποιό λόγο πρέπει νά εἴμαστε ἀκριβεῖς; Ἄν καί φαίνεται νά μήν χρειάζεται νά ἀπαντήσωμεν, ἐν τούτοις θά πρέπη νά δοῦμε τήν σχέσιν καί τήν ἀναλογίαν τοῦ παράγοντος καί τοῦ παραγομένου.

Ἔχομεν, λοιπόν. Ἀπό τό οὐσιαστικό σοσιαλισμός (κοινωνισμός) προέρχεται τό ἐπίθετο σοσιαλιστής (κοινωνιστής), ἀπό τό οὐσιαστικό φασισμός προκύπτει τό ἐπίθετον φασιστής (καί ὄχι φασίστας ὅπως συνηθίζεται), ἀπό τό οὐσιαστικόν κομμουνισμός (κοινοτισμός) ἀντιστοιχεῖ τό ἐπίθετον κομμουνιστής (κοινοτιστής) κ.ο.κ.

Παραμένει, πάντως, ἄξιον περιεργείας μέ ποιό τρόπο ἀπό τό οὐσιαστικόν ἀναρχισμός προῆλθε τό ἐπίθετον ἀναρχικός, ἀντικαθιστώντας τό (σωστό) ἐπίθετον ἀναρχιστής. Ἐδῶ, πλέον, εἴτε πρόκειται περί σκοπίμου, εἴτε περί ἀφελοῦς ἀντιλήψεως συμφώνως πρός τήν ὁποία δέν ὑπάρχει οὐσιαστική διαφορά. Ὅμως, στήν πραγματικότητα ὑπάρχει καί μάλιστα μεγάλη διαφορά μεταξύ τῆς ἀναρχίας καί τοῦ ἀναρχισμοῦ, (πού δέν εἶναι θέμα αὐτοῦ τοῦ κειμένου). Πέραν αὐτοῦ, τίθεται ζήτημα ἀκριβείας καί –κυρίως– οὐσίας, ἀφοῦ μέ αὐτήν τήν «παράξενη» ἀντικατάστασι χάνεται τόσον ἡ ἀναρχία ὅσον καί ὁ ἀναρχιστής. Σέ αὐτήν τήν κατάστασι, ἡ ὁποία ἐνδιαφέρει τά μάλιστα ἐμᾶς τούς ἀναρχικούς, γίνεται αὐτή ἡ σύμμιξις, ὅπου τό συνονθύλευμα ἀναρχισμός ἀντικαθιστᾶ τήν ἀναρχία καί ταυτόχρονα ὁ ἀναρχιστής (ὑποστηρικτής τοῦ ἀναρχισμοῦ) γίνεται ἀναρχικός (ἐκφραστής τῆς ἀναρχίας).

Βεβαίως, εἶναι ἐνδεχόμενο νά εἰπωθῆ πώς δέν ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἄν αὐτός πού ἐκφράζει μέ τήν στάση ζωῆς καί τήν δράσιν του τό ἀναρχικόν ἰδεῶδες αὐτοαποκαλεῖται ἀναρχικός ἤ ἀναρχιστής. Κι ὅμως, ἔχει μεγάλη σημασία! Διότι ἡ σύγχυσις ἐν προκειμένῳ εἶναι τεράστια, καθώς καί τό μέγεθος τῆς ἀναντιστοιχίας πού ὑπάρχει, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν γίνεται δυνατή ἡ κατανόησις, ἀφοῦ αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἀντιφάσεις εἶναι δύσκολο νά ἀπορροφηθοῦν ταυτοχρόνως ἀπό τόν νοῦ μέ ἀποτέλεσμα νά εἶναι ἀνύπαρκτη ἡ σύνθεσις ἤ νά γίνεται μία στρεβλή ἀποτύπωσις λέξεων πού εἶναι ἀναντίστοιχες τῶν ἐννοιῶν. Ἔτσι ἡ προσπάθεια δέν βρίσκει τό ἀντίστοιχο ἔδαφος πρός τό πεδίο τῶν λειτουργικῶν ἰδεῶν τῆς ἀναρχίας ἀλλά, συνήθως, ἔρχεται νά συγκρουσθῆ μέ ἕνα δομημένο ἰδεολογικό σύστημα, τόν ἀναρχισμό ἐν προκειμένῳ, ὁ ὁποῖος –στίς περισσότερες αὐτῶν τῶν περιπτώσεων– δείχνεται πρόθυμος νά τίς ἐκμεταλλευθῆ ἀξιοποιώντας τες πολιτικά.

Ἄς ἀφήσωμεν, ὅμως, τό σημεῖον πού ἀφορᾶ τά καθ’ ἡμᾶς. Προκειμένου νά τονίσωμεν τήν σημασίαν τῆς ἀκριβείας ἄς ἀρκεσθοῦμε σέ ἕνα ἁπλούστατον παράδειγμα. Ἀπό μία λεμονιά παράγονται λεμόνια. Ὅταν ἐκφραζόμαστε διά τῆς λέξεως λεμόνι εἴμαστε ἀκριβεῖς στήν διατύπωσι. Δέν μποροῦμε ἑπομένως νά ἐκφράσωμεν τήν λέξιν πορτοκάλι ἔχοντας μπροστά μας ἕνα λεμόνι, ἐπειδή δέν εἴμαστε ἀκριβεῖς. Οὔτε μποροῦμε νά χρησιμοποιήσωμεν τήν λέξιν ἐσπεριδοειδές ἐπειδή καί σ’ αὐτήν τήν περίπτωσιν δέν εἴμαστε ἀκριβεῖς, μολονότι τό λεμόνι ἀνήκει στά ἑσπεριδοειδῆ στά ὁποῖα, ὅμως, ἀνήκουν καί ἄλλα εἴδη φρούτων (πορτοκάλια, μανταρίνια κ.λπ.). Ἐν προκειμένῳ, θά ἀοριστολογούσαμε.

Ὄπως διαπιστώνουμε, τά ὅσα ἔχουν κατατεθεῖ ἔχουν σχέσιν μέ τήν λογική. Αὐτό εἶναι ἕνα θέμα μέ τό ὁποῖο θά ἀσχοληθoῦμε στήν συνέχεια.

Συσπείρωσις Ἀναρχικῶν

Ἀπό τήν ἀναρχική ἐφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΘΕΡΙΑΣ, φ. 160, Μάϊος 2016

[1]. Αὐτή ἡ σειρά κειµένων ἔχει ὡς ἀφετηρίαν τήν ἐκδήλωσιν πού πραγµατοποιήθηκε στό Πολυτεχνεῖον τῆς Ἀθήνας τήν Πέµπτην 6 Μαρτίου 2014, στό πλαίσιο τοῦ Β΄ Κύκλου συζητήσεων τῆς Ἀναρχικῆς Ἀρχειοθήκης µέ θέµα Γλῶσσα καί Ἀναρχία. Ἐθεωρήσαµεν σκόπιµον νά καταγραφοῦν οἱ ἀπόψεις, πού ἀνεπτύχθησαν σέ αὐτήν τήν συζήτησι, σέ συνδυασµό µέ τίς περαιτέρω διερευνήσεις καί ἐµπειρίες πού συναποκοµίσθησαν στό διάστηµα αὐτό.

[2]. Στό κείµενο ἀκολουθοῦµεν τήν σύνταξιν καί γραµµατικήν τῆς ἁπλῆς καθαρευούσης καί τό πολυτονικόν σύστηµα γραφῆς, θεωροῦντες ὅτι µέ αὐτόν τόν τρόπον θά ὑπάρξη µεγαλύτερη προσοχή κατά τήν ἀνάγνωσιν τοῦ κειµένου, ἐξ αἰτίας τῆς συνηθισµένης (µόνον κατά τά τελευταῖα 40 χρόνια) διαρκῶς χρησιµοποιουµένης «δηµοτικῆς», ἀλλά καί διότι δέν ὑφίσταται ἀδυναµία κατανοήσεως τῶν ὅσων γράφονται.

[3]. Ἂς σηµειωθῆ ὅτι ἡ βάσανος, ἡ γνωστή καί ὡς Λυδία Λίθος, εἶναι πέτρωµα µαύρου χρώµατος πού ἐχρησίµευε διά τήν ἐξακρίβωσιν –µέσῳ τῆς τριβῆς σέ αὐτό– τῆς περιεκτικότητος τοῦ χρυσοῦ πού ὑπῆρχε σέ ἕνα κρᾶµα.

 

https://anarchypress.wordpress.com/2018/08/30/%CE%B3%CE%BB%E1%BF%B6%CF%83%CF%83%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%AF-%E1%BC%80%CE%BD%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%AF%CE%B1/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Καθρεφτάκι…

  Καθρεφτάκι… 13 Μαΐου 2024 Απρίλιος ’23 Ένα απόγευμα διαφορετικό από τα άλλα, πίνοντας καφέ και χωρίς τσιγάρο πια, σκέφτομαι ότι έμεινα ακό...