ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΣΙνα
Κι όταν έφτασα στην αγορά έπεφτε τα’ απόγευμα με γεύση από τσίπουρο. Κι ήρθαν παλιοί συμμαθητές και φίλοι. Κι ήρθε πατέρας και παππούς μου μίλησαν. «Ποιος είμαι εγώ;» τους ρώτησα γελάσανε. Βάλαν ρακές στην μέρα και ορφάνεψε. Πετάχτηκε ο πιο μικρός. «Πέρασα μέσα στο σύνορο της πίσσας κι αγριεύτηκα. Όταν γεννήθηκα ήρθαν πουλιά και μου δώσανε τρίμματα του ουρανού μέσα στο στόμα. Με αυτόν τον ουρανό πορεύθηκα. Δεν γνώρισα αυτό που δεν ήμουν αλλά ξαπόστασα στην βαμπακιά και σύρθηκα μες στα ρυάκια τα χορτασμένα πεθαμένα φεγγάρια. Δεν ξέρω να σου πω λοιπόν. Σκύψε και κόψε τα μαλλιά σου κι ότι σου πουν»
Κι έσκαψα γύρω «αίμα κελαινόν» και ήρθε η Γιωργίτσα με φύκια ακόμα στη μιλιά κι ένα σκοτάδι. «Ήθελα άντρα κύμα και τον πήρα. Τώρα τις μέρες έρχεται και με φυσάει πότε βοριάς και πότε τριανταφυλλιάς οσμή και ξέρω πως έχει πάντα Άνοιξη. Μην σου πουν πως πνίγηκα. Ήρθαν δελφίνια του ουρανού κομμάτια αγάπης και με πήρανε. Πήγα και βρήκα τον βυθό, του είπα για σένα και κατένευσε. Μπορείς να κατεβαίνεις όσο θέλεις. Μονάχα να ακούς την μάνα σου όταν σου μιλάει. Ταράζονται τότε οι αστερίες και χωνεύει λάσπη ο βυθός. Θα τα καταλάβεις όλα όταν όταν δεν θα βλέπεις πια πανσέληνο. Μόνο να ξέρεις ότι μέσα σου δεν θα γίνεις ποτέ βυθός. Είσαι εσύ ότι δεν είσαι»
Κι ήρθε ο πατέρας με ένα χαρτοφύλακα γραμμάτια «Αυτά είναι τα χρωστούμενα παιδί μου. Χρωστάω σε μένα δειλινά και πρωινά γεμάτα από χέρια χρωστάω την θάλασσα που δεν γνώρισε και δεν με ήθελε. Εσένα βέβαια σου δόθηκε ο βυθός. Εγώ τίποτα δεν είχα. Σημάδι με πήγαινε ότι βράδιαζε επάνω στο βουνό και ακούγαμε τους λαγούς να σηκώνονται από τον ύπνο. Τότε σε έπαιρνα και κατεβαίναμε στην παραλία. Μια μέρα ένας φθόγγος σερπαντίνας μας σήκωσε ψηλά κι είδα την πόλη, είδα τα κορίτσια που ξεκινούσανε πρωί με τον ύπνο ακόμα στο στήθος τους. Και τότε κατάλαβα πως ο Θεός είχε βρέξει μόνο στην τσέπη μου.»
Άλλο δεν ρώτησα ξεφόρτωσα δυο τρεις λέξεις και τις ακούμπησα στα μάτια του πρώτου κοριτσιού που είδα ότι είχε στα μάτια του γεφύρια και στέγες των παλιών μου στιγμών που μιλούσαν ήδη στο σκοτάδι. Έσφιξα το χέρι του παιδιού. Από μακριά φυσούσε ήδη, ο νότιας του απογεύματος. Το ήξερα πως αύριο θα βγούμε στο φως, αυτό το ανέσπερο.
Κι έσκαψα γύρω «αίμα κελαινόν» και ήρθε η Γιωργίτσα με φύκια ακόμα στη μιλιά κι ένα σκοτάδι. «Ήθελα άντρα κύμα και τον πήρα. Τώρα τις μέρες έρχεται και με φυσάει πότε βοριάς και πότε τριανταφυλλιάς οσμή και ξέρω πως έχει πάντα Άνοιξη. Μην σου πουν πως πνίγηκα. Ήρθαν δελφίνια του ουρανού κομμάτια αγάπης και με πήρανε. Πήγα και βρήκα τον βυθό, του είπα για σένα και κατένευσε. Μπορείς να κατεβαίνεις όσο θέλεις. Μονάχα να ακούς την μάνα σου όταν σου μιλάει. Ταράζονται τότε οι αστερίες και χωνεύει λάσπη ο βυθός. Θα τα καταλάβεις όλα όταν όταν δεν θα βλέπεις πια πανσέληνο. Μόνο να ξέρεις ότι μέσα σου δεν θα γίνεις ποτέ βυθός. Είσαι εσύ ότι δεν είσαι»
Κι ήρθε ο πατέρας με ένα χαρτοφύλακα γραμμάτια «Αυτά είναι τα χρωστούμενα παιδί μου. Χρωστάω σε μένα δειλινά και πρωινά γεμάτα από χέρια χρωστάω την θάλασσα που δεν γνώρισε και δεν με ήθελε. Εσένα βέβαια σου δόθηκε ο βυθός. Εγώ τίποτα δεν είχα. Σημάδι με πήγαινε ότι βράδιαζε επάνω στο βουνό και ακούγαμε τους λαγούς να σηκώνονται από τον ύπνο. Τότε σε έπαιρνα και κατεβαίναμε στην παραλία. Μια μέρα ένας φθόγγος σερπαντίνας μας σήκωσε ψηλά κι είδα την πόλη, είδα τα κορίτσια που ξεκινούσανε πρωί με τον ύπνο ακόμα στο στήθος τους. Και τότε κατάλαβα πως ο Θεός είχε βρέξει μόνο στην τσέπη μου.»
Άλλο δεν ρώτησα ξεφόρτωσα δυο τρεις λέξεις και τις ακούμπησα στα μάτια του πρώτου κοριτσιού που είδα ότι είχε στα μάτια του γεφύρια και στέγες των παλιών μου στιγμών που μιλούσαν ήδη στο σκοτάδι. Έσφιξα το χέρι του παιδιού. Από μακριά φυσούσε ήδη, ο νότιας του απογεύματος. Το ήξερα πως αύριο θα βγούμε στο φως, αυτό το ανέσπερο.
ΝΙΚΟΣ ΒΑΡΑΛΗΣ
https://anastasiakalantzi50.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου