Σήμερα θα αναφερθούμε στις παραλογές προκειμένου να παρουσιάσουμε το ωραιότατο τραγούδι της Αρετής, όπου επιβίωσε μέχρι τις μέρες μας χάρη στους ποιητάρηδες που το απάγγελναν, το κατέγραφαν και το παράλλασαν σε βάθος χρόνων.
Οι παραλογές είναι εκτενής αφηγηματικά τραγούδια, με δραματικό, περιπετειώδη, επεισοδιακό χαρακτήρα όπου η πλοκή είναι σταδιακά κλιμακούμενη. Οι παραλογές πλέκουν το υπερφυσικό με το πραγματικό αντλώντας θέματα από θρύλους, παραδόσεις, ιστορικά γεγονότα και ενίοτε ιστορίες από την καθημερινότητα της ζωής τους.
Οι ιστορικοί θεωρούν πως αυτών των ειδών τα τραγούδια, όπως και τα ακριτικά, δεν δημιουργήθηκαν όλα στο νησί μας αλλά έφτασαν από την Μ. Ασία. Τέτοιων ειδών τραγούδια ήταν ευρέως διαδομένα στα Βαλκάνια, στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη.
Το πιο κοινό χαρακτηριστικό αυτών των τραγουδιών ήταν ότι ιστορίες τους δεν είχα αίσιο τέλος κάτι που συμβαίνει και στο δικό μας τραγούδι όπου ο Κωνσταντίνος (Κωνσταντάς σε άλλες παραλλαγές) αναστήνεται από τον τάφο του προκειμένου να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που έδωσε της μάνας του ότι θα της έφερνε πίσω την μοναχοκόρη της από την ξενιτιά.
Προτού παραθέσω το τραγούδι να αναφέρω πως η Αρετή παραλλάχθηκε αμέτρητες φορές από τους ποιητάρηδες της Κύπρου με αποτέλεσμα να μπορείς να βρεις το τραγούδι και με ελαφρός διαφορετική ιστορία.
Πολλές σηράτες* τες λαλούν, πολλές σηράτες έσει
μα σαν την σήραν την ωρκάν* άλλην καμμιάν σγοιον τζείνην,
απού ’σεν τους εννιά γιούες, την κόρην θυγατέραν˙
προξένια της εφέρασιν απού την Εγγλιτέραν.
Ο γιος της ο Κωστάντινος αννοίει τζαι λαλεί της˙
–Μανά, να την αρμάσουμεν* την Αρετήν στα ξένα,
στα ξένα τζι εις την ξενικειάν, μακριά στην Εγγλιτέραν.
–Γιέ μου, να την αρμάσουμεν την Αρετήν στα ξένα,
μ’ αν τύσει πλήξη γή χαρά, πκοιος εννά μου την φέρει;
Ήρτεν ο γρόνος δίσεχτος τζαι τα εννιά πεθάναν!
Κανέναν δεν επήαιννεν, κανέναν δεν επάταν,
το μνήμαν του Κωστάντινου τρεις βολές* την ημέραν˙
πααίννει μιαν ’πού το πωρνόν τζαι μιαν το μεσομέριν
τζαι μιαν τα ’λιοβουττήματα, που ’σεν να δύσ’ ο νήλιος.
Απού το κλάμαν το πολλύν ο Άδης εβαρέθην,
τζι έγιν’ ο Άδης άλοον τζι οι πέτρες χαλινάριν
τζαι βρέθηκεν τζι ο Κωσταντάς πάνω του καβαλλάρης.
Τζαι πκιάνει τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει τον στης Αρετής την πόρταν.
Επήεν εις της Αρετής τζι έσουσεν το τερτζέλλιν.*
–Τζαι πκοιος είναι τζαι τις ένι, που σούζει το τερτζέλλιν;
Ανν έν δκιαβάτης, ας κιαβεί,* περάτης,* ας περάσει,
τζι αν είναι ’πού τ’ αδέρκια μου, ας γύρει να πεζέψει.
–Έλα να πάμεν, Αρετή, τζι η μάνα σου σε θέλει
–Ίντα με θέλει η μάνα μου τζι ίντα ’ν το μήνυμάν της!
Ανν έν τ’ αδέρκια μου καλά, να παστρικοφορήσω,*
τζι ανν έν η μάνα μ’ άρωστη, τα μαύρα να φορήσω.
–Έλα να πάμεν, Αρετή, τζι ό,τι λοής τζι αν είσαι.
Έμπην έσσω τζι εφόρησεν ρούχα της φορησιάς της,
μέ μακριά, μήτε κοντά, ίσια της ελιτζιάς* της.
Π’ αππ’ έξω φόρησεν γρουσά, π’ αππ’ έσσω γρυσταλλένα,
τέλεια ’πού πάνω φόρησεν τα μαύρα βελουδένα.
Εκρόκατσεν* τον μαύρον του, πίσω του την πετάσσει.
Τζαι πκιάννει τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει τους σ’ ενού δεντρού τον κλώνον,
τζαι τζειαχαμ’ εσταμάτησεν, για να ποκαματίσει,*
στο γόνατόν της έππεσεν, για να τον-ι-φτειρίσει.*
Έναν πουλλάκιν έρεσσεν, τέθκοιαν φωνούλλαν λέει˙
–Πκοιος είεν τέθκοιαν Αρετήν, πκοιος είεν τέθκοιαν κόρην,
να παρπατεί, να τσέλλεται* με τους νεκρούς στα όρη;
Τζαι ξύπνα, ξύπνα, Κωσταντά, τούν’ το πουλλίν τι λέει;
–Θαμμάζουμαί σε, Αρετή, τα λόγια που μου λέεις!
Τούτου του κάμπου τα πουλλιά ούλά ’τσι τζιλαούσιν.
–Τζαι πε μου, πε μου, Κωσταντά, ίντα ’ν που ’γίνεις έτσι;
Τα δόγκια σου ’μαυρίσασιν τζαι τα μαλλιά σου ’ππέσαν,
ως τζαι τα ρούχα, που φορείς, πολλά κορνιαχτιστήκαν.*
–Τα δόγκια μου ’μαυρίσασιν, έν ’πού την αρωσκιάν μου,
τζαι τα μαλλιά μου ’ππέσασιν, ’πού την τζεφαλαρκάν* μου,
τα ρούχα μου ’χουν κορνιαχτόν,* έν ’πού την στράταν που ’ρτα.
Εκρόκατσεν τον μαύρον του, πίσω του την πετάσσει,
τζαι πκιάννει τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει τον στ’ Άϊ Γιωρκού την πόρταν.
–Άτε κατέβα, Αρετή, στην μάναν σου να πάεις˙
γρωστώ τζερίν τ’ Άϊ Γιωρκού, να πα να του το πάρω.
–Ανν έν τζερίν τ’ Άϊ Γιωρκού, εγιώ να το βοράσω,*
ανν έν λάϊν τ’Άϊ Γιωρκού, να το ξαναδιπλάσω.*
Γρικά του τάφου τζι άννοιξεν, του τζιουρκού* βαώννει,*
του μυρωμένου λίβανου ’πού πάνω τζαι καπνίζει.
Τζαι πκιάννει τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει την στης μάνας της την πόρταν.
Επήεν εις την μάναν της τζι έσουσεν το τερτζέλλιν.
–Τζαι πκοιος είναι τζαι τις ένι, που σούζει το τερτζέλλιν;
Ανν έν δκιαβάτης, ας κιαβεί, περάτης, ας περάσει,
τζ’ ανν έν ο πικροχάροντας, έντζ’ έχω πκοιον να πκιάσει.
Έχω μιαν κόρην Αρετήν, που ’ν μακριά στα ξένα,
στα ξένα τζι εις την ξενικειάν, μακριά στην Εγγλιτέραν.
Τζείνη γή ζεί γή εν-ι-ζει, έν η ζωή μου ’μέναν.
–Έλ’ άννοιξέ μου, μάνα μου, τζι είμαι η Αρετή σου.
–Τζαι πκοιος σ’ εφέρεν, Αρετή, εσέναν τούν’ τα μέρη;
–Ο γιος σου ο Κωστάντινος μ’ έφερεν τούν’ τα μέρη.
–Του γιου μου του Κωστάντινου έκαμα τες εννιά του,
τζι αν δεν πιστεύκεις, Αρετή, έ τζαι τα κόλλυφά του.
Εσφιχταγκαλιαστήκασιν τζι οι δκυό τζ’ εξηψυσήσαν
Πιθανές άγνωστες λέξεις
* σηράτη/σήρα, η: χήρα
* ωρκά: ωραία
* αρμάζω: παντρεύω
* βολά, η: φορά
* τερτζέλλιν, το: κρικέλι, χαλκάς της πόρτας
* (δ)κιαβεί: διαβεί
* περάτης, ο: περαστικός
* παστρικοφορώ: βάζω ρούχα καθαρά
* ελιτζιά, η: ηλικία, ανάστημα
* κροκάθουμαι: ελαφροκάθομαι
* ποκαματίζω: αποκοιμούμαι από την κούραση
* φτειρίζω: ξεψειρίζω
* τσέλλουμαι: κινούμαι, περιφέρομαι εδώ κι εκεί
* κορνιαχτίζομαι: σκονίζομαι
* τζεφαλαρκά, η: πονοκέφαλος
* κορνιαχτός, ο: σκόνη
* βοράζω: αγοράζω
* (ξανα)διπλάζω: διπλασιάζω
* τζιούριν, το: κιβούρι, μνήμα
* βα(δ)ών(ν)ω: κλείνω, ασφαλίζω
Το τραγούδι είναι από το βιβλίο του Κ. Π. Χατζηιωάννου, “Κυπριακά διαλεκτικά κείμενα” (1961)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου