Μάνος Ελευθερίου, Ο δρόμος για την εξορία

Χτυπούν την πόρτα του για να βιαστεί. Θα πάει αλλού.
Κάτοικος πια στις ερημιές του Άδη.
Ίσως του βγάλουν και τα μάτια.
Αχ και να είχε πτέρυγας ωσεί περιστεράς
για να πετάξει ως τα πέρατα
την κατασκότεινη εποχή του να μη βλέπει.
Θα πάρει του είπαν μόνο δυο αλλαξιές
και την παλιά τη Βίβλο
– δεμένη με χρυσό και ασήμι, δώρο της γυναίκας του.
Χτυπούν ξανά την πόρτα θυμωμένα.
Ψάχνει παντού και κάτω απ’ το κρεβάτι.
Αδύνατο να θυμηθεί πού την ακούμπησε.
Χτυπούν την πόρτα. Την ανοίγουν. Στέκουν δυο άντρες
που δεν πατούν στη γη
ζωγραφισμένοι με σίδερο και πίσσα.
Μιλούν άγνωστη άγρια γλώσσα μα νιώθει
πως πρέπει να βιαστεί. Ήρθε η στιγμή (που είδε
στον ύπνο του σαν ήτανε παιδί – στα πορφυρά δωμάτια).
Καταπόντησον, Κύριε, τας γλώσσας αυτών.
Βγαίνει μαζί τους στον διάδρομο. Απ’ τη μεγάλη τζαμαρία
βλέπει μακριά τα θεοφρούρητα βουνά, τον έρημο Ιππόδρομο
και τα ψηλά καμπαναριά που τα νερά των ουρανών κρατάνε στον αέρα.
Στα παρτέρια των κήπων οι φρουροί του
δίχως όπλα τον κοιτούν με απόγνωση.
Les grandeurs… sont finis… messieurs…
τους λέει ξεκρέμαστα και αμήχανος στα γαλλικά.
Τον ανέβασαν σ’ ένα αμάξι και ξεκίνησαν.
Από τη συλλογή Η πόρτα της Πηνελόπης (2004) του Μάνου Ελευθερίου
https://thepoetsiloved.wordpress.com/