Ο διάδρομος
Περπατούσε σ’ ένα μακρύ άδειο διάδρομο που είχε δεξιά κι αριστερά πόρτες. Κάποιες ήταν ανοιχτές κι έριχναν φως στη πορεία της και κάποιες ήταν κλειστές. Φορούσε ένα μακρύ αέρινο φόρεμα και βάδιζε ξυπόλητη κατά μήκος του διαδρόμου με τα μαλλιά της λυτά, μακριά, όπως όταν ήταν μικρή. Από κάπου ερχόταν ένα απαλό αεράκι και της δρόσιζε το πρόσωπο. Δεν ήξερε πού βρισκόταν ούτε προς τα πού πήγαινε. Δεν ήξερε καν αν ήταν πρωί ή βράδυ, μια και το φως που έλουζε κατά διαστήματα το διάδρομο ήταν απροσδιόριστο. Το μόνο που ήξερε ήταν πως έπρεπε να συνεχίσει να βαδίζει.
Ξαφνικά άρχισε να βλέπει σκιές να μπαινοβγαίνουν στις ανοιχτές πόρτες. Κοντοστάθηκε, αλλά δεν ένιωσε φόβο. Άρχισε να προχωράει ξανά και μπήκε στην πρώτη ανοιχτή πόρτα στα δεξιά της. Εκεί είδε ένα μωρό και τέσσερις πολύχρωμες φιγούρες να το περιβάλλουν προστατευτικά και με αγάπη. Υπήρχε απόλυτη ησυχία και μια αίσθηση γαλήνης. Αφού τους περιεργάστηκε για λίγο, βγήκε ξανά έξω και συνέχισε μέχρι την επόμενη ανοιχτή πόρτα. Δεν μπήκε μέσα, απλώς κοίταξε απ’ έξω, σαν να μην ήθελε να ενοχλήσει ό,τι υπήρχε στο εσωτερικό. Από κει είδε τη θάλασσα, αλλά όχι όπως τη βλέπουμε συνήθως. Ήταν σαν δυο εικόνες να προβάλλονται η μία πάνω στην άλλη. Όχι στατικές, περισσότερο σαν παλιά ερασιτεχνικά φιλμάκια που μπερδεύτηκαν στη μηχανή προβολής. Στη μία η θάλασσα γαλήνια, καθαρή και λαμπερή και στην άλλη αγριεμένη, θολή και σκοτεινή. Και λίγο πιο κει μια γυναικεία φιγούρα ξαπλωμένη να απολαμβάνει το θέαμα. Και πάλι απόλυτη ησυχία, αλλά αυτή τη φορά υπήρχε μια μυρωδιά αλμύρας. Πήρε μια βαθειά ανάσα κι ένιωσε οικεία.
Συνέχισε την πορεία της κι έφτασε στην πρώτη κλειστή πόρτα. Γύρισε το πόμολο και διαπίστωσε ότι ήταν ξεκλείδωτη. Ανοίγοντας αντίκρισε φως, παλιά αρχοντικά, και φιγούρες από παρέες νεαρών που γελούσαν και χόρευαν. Χαμογέλασε κι εκείνη. Σαν κάτι να της θύμιζαν όλα αυτά, αλλά δεν ήταν σίγουρη. Ένιωσε όμως σαν να ήταν κι εκείνη ανάμεσά τους. Δεν ήθελε να φύγει από κει, αλλά αισθανόταν πως έπρεπε να προχωρήσει. Βρέθηκε μπροστά σε μια άλλη κλειστή πόρτα, αλλά την προσπέρασε και πήγε στην επόμενη. Κι αυτή κλειστή, αλλά όπως διαπίστωσε ξεκλείδωτη. Μπαίνοντας, μπόρεσε να δει τις φιγούρες ενός ζευγαριού που ήταν αγκαλιά, σαν να χόρευε. Ο χορός ήρεμος στην αρχή, γινόταν όλο και πιο αισθησιακός, ώσπου άρχισε να χάνει σε ένταση κι έγινε σχεδόν άτονος κι εκτός ρυθμού. Ο ένας άρχισε να απομακρύνεται από τον άλλο μέχρι που εξαφανίστηκαν κι οι δυο. Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της κι έκλεισε για λίγο τα μάτια. Τ’ άνοιξε και κοίταξε ερευνητικά το διάδρομο που συνεχιζόταν μπροστά της. Τι άλλο να έκρυβε άραγε;
Όσο προχωρούσε, τόσο πιο σκοτεινά γίνονταν όλα και τόσο περισσότερο δίσταζε να ανοίγει πόρτες. Είχε αρχίσει να νιώθει ότι βαραίνει. Προσπέρασε μερικές ακόμα κλειστές και κάποια στιγμή άνοιξε μία απ’ όπου της φαινόταν ότι έβγαιναν αιθέριοι καπνοί. Βρέθηκε κυριολεκτικά μπροστά σ’ ένα ουράνιο θέαμα. Λευκά σύννεφα παντού κι ένα ζευγάρι που κρατιόταν από τα χέρια και στροβιλιζόταν στον αέρα. Στην αρχή το θέαμα τη γέμισε χαρά. Παρακολουθούσε την πορεία τους, έπειτα από λίγο όμως ζαλίστηκε. Δεν άντεχε να τους βλέπει άλλο. Την έπιασε πανικός ότι θα πέσουν και θα τσακιστούν. Έκλεισε την πόρτα απότομα.
Γύρισε προς τα πίσω, όμως δεν μπορούσε να δει απολύτως τίποτα. Απόλυτο σκοτάδι και ησυχία. Είχε την αίσθηση όμως πως κάποιος την παρακολουθούσε. Δεν αισθανόταν απειλή, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει και τι ακριβώς ένιωθε. Μην έχοντας άλλη επιλογή, άρχισε να βαδίζει ξανά, διστακτικά αυτή τη φορά, κατά μήκος του σκοτεινού διαδρόμου. Στάθηκε μπροστά σε μια ακόμα πόρτα. Έβαλε το χέρι της στο πόμολο, πήρε μια βαθειά ανάσα κι αποφάσισε ν’ ανοίξει.
Άρχισαν ν’ ακούγονται παράξενοι ήχοι, όλο πιο δυνατοί κι ενοχλητικοί. Έκλεισε τα μάτια κι όταν τα ξανάνοιξε είδε παντού φως. Ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα και το βλέμμα της έπεσε στο ξυπνητήρι που χτυπούσε. Με μια κίνηση το έκλεισε. Ήταν ώρα να σηκωθεί για να αντιμετωπίσει άλλη μια μέρα.
https://fakida.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου