Ζωώδεις καταστάσεις
Posted by sarant στο 13 Ιουνίου, 2018
Το σημερινό άρθρο το εχω δανειστεί από μια συζήτηση που έγινε στην ομάδα Υπογλώσσια του Φέισμπουκ, στην οποια συμμετεχω (και σας προτρέπω να γίνετε μέλη, αν χασομεράτε και στο Φέισμπουκ). Οπότε, τα περισσότερα λήμματα του καταλόγου που ακολουθεί τα έχουν βρει οι φίλοι που συμμετείχαν στη συζήτηση. Εγώ εμπλούτισα τον κατάλογο, τον έβαλα σε αλφαβητική σειρά και έγραψα και μερικά πράγματα για το κάθε λήμμα. Μερικά σπανιότερα λήμματα τα έχω με αστερίσκο.
Το ζητούμενο είναι να βρουμε ρήματα που περιγράφουν ανθρώπινες συμπεριφορές ή καταστασεις παραπέμποντας μεταφορικά σε χαρακτηριστικά ή σε ιδιότητες ζώων, όπως σκυλιάζω, κορακιάζω ή μουλαρώνω.
Να διευκρινίσω ότι δεν μας ενδιαφέρουν ρήματα που δηλώνουν την ενέργεια που κάνουμε στο/με το ζώο, όπως ψαρεύω ή ιππεύω, έστω κι αν το ψαρευω μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά.
- αλαφιάζω: τρομάζω καποιον· αλαφιάζομαι: τινάζομαι τρομαγμένος, ξαφνιασμένος, όπως το αλάφι (ελάφι).
- *αλεπογανίζω: Χρονοτριβώ με άσκοπες μετακινήσεις εδώ κι εκει, όπως η αλεπού, η οποία, κατά την κοινή αντίληψη, κάνει ελιγμούς για να χαθούν τα ίχνη της.
- *αλεποτινάζω: Αρπάζω κάποιον με δύναμη και τον τινάζω, όπως τα σκυλιά την αλεπού.
- *αλεπουδεύω, ιδίως στα ποντιακά με τη μορφή λαπουδεύω. Αναλαμβάνω σωματικές δυνάμεις μετά από αρρώστια. Και αναλαμβάνω οικονομικά.
- *αλεπουδίζω: Κάνω πονηριές και τσαλιμάκια, αν πιστέψω κάποιες αναφορές στο Διαδίκτυο. Και το αρχαίο αλωπεκίζω.
- αλωπεκίζω. Βλ. παραπάνω.
- αποκτηνώνομαι: Με τον γενικό όρο, φερομαι σαν ζώο, κυριαρχούμαι από κατώτερα ένστικτα.
- αραχνιάζω: βρίσκομαι σε κατάσταση εγκατάλειψης, ερήμωσης. Είμαι παρατημενος. (Μπορεί να νοηθεί και κυριολεκτικά, για μέρος που έχει γεμίσει με ιστούς αράχνης).
- αρκουδίζω: περπατάω με τα τέσσερα, μπουσουλάω.
- *βοϊδοδουλεύω: εργάζομαι σκληρά και επίμονα, σαν το βόδι. Ηπειρώτικο.
- *βοϊδοκοιμάμαι: κοιμάμαι βαθιά. Ηπειρώτικο.
- *βοϊδοπεικάζω (ή *βοϊδονιώθω): είμαι αργόστροφος σαν το βόδι.
- γαϊδουρεύω και γαϊδουροφέρνω: φέρνομαι με τρόπο αγροίκο, βάναυσο.
- γαϊδουρίζω: όπως παραπάνω. Και με τη σημασία «πεισμώνω» (βλ. μουλαρώνω)
- *γαϊδουρογυρίζω και *γαϊδουροκαθίζω: εξευτελίζω, διαπομπεύω κάποιον (και κυριολεκτικά, τα παλιά χρόνια)
- *γουρουνεύω ή γουρουνίζω: συμπεριφέρομαι άπρεπα, με τρόπο αγροίκο.
- γουρουνιάζω: νεότερη αργκό παραλλαγή, πολύ κοινή, που λέγεται ιδίως όταν κάποιος τρώει πολύ και χωρίς τακτ, αλλά λέγεται και για άλλες μορφές κραιπάλης.
- θεριεύω: δυναμώνω, αναπτύσσομαι εντυπωσιακά -από τη γενική ονομασία «θερίο».
- καρκινοβατώ: δεν προοδεύω, προχωρώ σε ένα έργο με πολύ αργό ρυθμό· πάω σαν τον κάβουρα, κοινώς.
- κατσικώνομαι: στρογγυλοκάθομαι σε ένα μέρος και δεν λέω να φύγω. Αν και είναι πολύ διαδεδομενο, δεν μου είναι σαφές ποια είναι η σχέση με την κατσίκα.
- κοκορεύομαι: περηφανεύομαι για κάτι με τρόπο κραυγαλέο και ανόητο.
- κοπροσκυλιάζω: για αργόσχολο που περιφέρεται μάταια εδώ κι εκεί. Και «χασαποσκυλιάζω».
- κορακιάζω: διψάω πάρα πολύ. Να σημειωθεί πως σύμφωνα με τα λεξικά, η λέξη μπορεί να παράγεται όχι απο το κοράκι αλλά από το τουρκ. kurak = ξερός και να συνδέθηκε παρετυμολογικά με το κοράκι.
- κοτάω = τολμώ. Το αναφέρω για να σας προλάβω -κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει σχέση με την κότα, που άλλωστε δεν διακρίνεται για την τόλμη της, αν και τα λεξικά δεν ομοφωνούν ως προς την προέλευση.
- κουκουβίζω: κάθομαι ανακούρκουδα, από την κουκούβη = είδος κουκουβάγιας.
- *κουλουκίζω. Κρητικό. Τρέμω από το κρύο σαν το κουλούκι (δηλ. το κουτάβι).
- κροκοδειλιάζω. Αργκό, γίνομαι λιώμα από το φαΐ και το πιοτό (και άλλα τινά).
- λαγοκοιμάμαι: κοιμάμαι ελαφρά, όπως ο λαγός.
- λεονταρίζω: επιδίδομαι σε λεονταρισμούς δηλ. ψευτοπαλικαριές. Κανονικά δεν παράγεται από το λιοντάρι αλλά από τον Λεονταρή, ήρωα διάσημου κωμειδυλλίου στις αρχές του 20ού αιώνα -που βέβαια στο λιοντάρι ανάγεται.
- μαϊμουδίζω: μιμούμαι άκριτα κάποιον, όπως υποτίθεται πως μιμείται ο πίθηκος τον άνθρωπο. Και πιθηκίζω.
- μουλαρωνω: πεισματώνω, οπως τα μουλάρια.
- μυγιάζομαι: θίγομαι ή θυμώνω όταν γίνεται λόγος για μένα / για ασήμαντο λογο. Και «όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται».
- μυρμηγκιάζω. Με δύο σημασίες από τις οποίες μάς ενδιαφέρει κυρίως η πρώτη: φαίνομαι όπως τα μυρμήγκια από άποψη πλήθους ή κινητικότητας: Mυρμήγκιαζαν στην απέναντι όχθη οι εχθροί. Και «αισθάνομαι μυρμηγκιασμα» δηλ. μούδιασμα σαν να περπατούν επάνω μου μυρμήγκια.
- παπαγαλίζω: επαναλαμβάνω μηχανικά τα λόγια άλλων, ο παπαγάλος και ειδικότερα «απομνημονεύω, αποστηθίζω μηχανικά ένα κείμενο». Κάποτε σημαινει και μιμούμαι, όπως το μαϊμουδίζω/πιθηκίζω.
- πιθηκίζω Βλ. μαϊμουδίζω.
- σκυλιάζω: εξοργίζομαι, θυμώνω πάρα πολύ. Και «έγινε σκύλος».
- σκυλο- Πρώτο συνθετικό που επιτείνει την αρνητική συνήθως σημασία του ρήματος, ιδίως εύχρηστο στα: σκυλοβαριέμαι, σκυλοβρομάω, σκυλοβρίζω, σκυλομετανιώνω.
- στρουθοκαμηλίζω: εθελοτυφλώ, αρνούμαι να αντιμετωπίσω κατάματα την αλήθεια, όπως υποτίθεται ότι κάνει η στρουθοκάμηλος που χώνει το κεφάλι στην άμμο όταν αισθανθεί κίνδυνο. Λέω ότι «υποτίθεται», επειδή οι ζωολόγοι επιμένουν ότι η στρουθοκάμηλος δεν συμπεριφερεται έτσι.
- τσιμπάω. Το βάζω για λόγους πληρότητας διότι ετυμολογείται μαλλον από το αρχαίο εμπίς = το κουνούπι. Αλλά κανονικά δεν ανήκει εδώ αφού δεν έχει πια ετυμολογική διαφανεια.
- χαμαιλεοντίζω: αλλαζω πεποιθήσεις ανάλογα με τις περιστάσεις, όπως αλλάζει χρώματα ο χαμαιλέοντας.
- χασαποσκυλιάζω: βλ. κοπροσκυλιάζω.
- φιδιάζω: λουφάρω. Καθαρά στρατιωτικό.
- ψαρώνω: φέρομαι αμήχανα και άβολα -ή κάνω κάποιον να αισθανθεί έτσι, τον καταπτοώ. Απο τη στρατιωτική αργκό επεκτάθηκε και στην πολιτική.
- ψειρίζω: εξετάζω ένα ζήτημα με υπέρμετρη σχολαστικότητα, επιμένω στη λεπτομέρεια, όπως όταν καθαρίζουμε το κεφάλι κάποιου από τις ψείρες.
- *ψιττακίζω: βλ. παπαγαλίζω.
- ψυλλιάζομαι: διαισθάνομαι κάτι κακό, υποψιάζομαι, μυρίζομαι κάτι. Μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά μου.
Εδώ τελειώνει ο κατάλογος, αλλά περιμένω να τον εμπλουτίσετε στα σχόλιά σας. Δεν έχω καλύψει σχεδόν καθόλου τα αρχαία ρήματα, που πρεπει να υπάρχουν κάμποσα, ούτε έχω εξαντλήσει τα ιδιωματικά.
https://sarantakos.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου