Τρίτη 24 Απριλίου 2018

ΜΑΝΤΑΜ ΔΕΚΑΡΑ

ΜΑΝΤΑΜ ΔΕΚΑΡΑ

Μαντάμ Δεκάρα
Ξέρεις τι είναι να ‘χεις γεννηθεί σ’ ένα σπιτάκι πλίνθινο, χαμηλό, «ασήμαντο» και πανομοιότυπο με δεκάδες άλλα μιας γειτονιάς «ταπεινής» και ξεχασμένης σε μιαν άκρη της πόλης;
Να μεγαλώνεις, κρατώντας μια σκούπα κι ένα φαράσι για να ξεκουράζεις τη μάνα (που, μεταξύ μας, δεν τα ‘χε καλά με τις δουλειές) και να ζητιανεύεις τον έπαινο του πατέρα και του μεγάλου αδερφού;
Να σε σέρνουν από εκκλησία σε μοναστήρι και προσκύνημα και να σε νηστεύουν για να εξομολογηθείς και να κοινωνήσεις, γιατί «όλα τα βλέπει ο Θεός κι η χρυσή Παναγιά και θα πέσει φωτιά να σε κάψει αν παραστρατήσεις!»;
Τσάτρα–πάτρα στο σχολειό, «έλα μωρέ, δε βαριέσαι! Κορίτσι είναι, τι τα θέλει τα γράμματα;» αλλά κι εσένα, δεν σε πολυένοιαζε. Είχες καλομάθει με τα του σπιτιού και πιο πολύ σε σκότιζαν παρά σ’ ευχαριστούσαν τα μαθήματα.
Μια δυο φορές, σ’ όλα τα μαθητικά σου χρόνια, ένιωσες πως ήθελες να μάθεις κάτι παραπάνω –να γράφεις μ’ ωραία γράμματα, καλλιγραφικά, όμορφες αράδες με νόημα, όπως η ξαδέρφη σου, η Σούλα– αλλά τα βρήκες μπαστούνια και δεν το ζόρισες. Το ξέχασες δε, τελείως, όταν έχασες μια χρονιά και πάλευες ξανά στα ίδια, να μην ξαναμείνεις (ντροπής πράγματα! Η Σούλα, μπήκε κιόλας στο Πανεπιστήμιο!)
«Παράτα τα, βρε! Κοίτα να παντρευτείς, κι άσ’ τα τα γράμματα!», η μάνα σου. «Τι θες; να ‘χουμε της Σούλας τα ρεζιλίκια; Που πήγε κι έγινε κουμουνίστρια;!»
Σωστά! Εκείνον τον καιρό, σ’ εκείνα τα μέρη, μεγαλύτερη ντροπή για την οικογένεια ήταν να τους βγει το παιδί κομμουνιστής, παρά να το ‘χουν αγράμματο (ξύλο απελέκητο!)
Έτσι κι εσύ, δεν «ντρόπιασες» την οικογένεια…
♦ ♦ ♦
Να σε προορίζουν από τα δεκάξι–δεκαεφτά για «μια καλή τύχη», μα η προξενήτρα να πηγαινοέρχεται άπραγη γιατί οι υποψήφιοι θέλανε κάτι παραπάνωॱ προίκα, λεφτά κι ένα μεγάλο σπίτι στ’ όνομά τους!
Να πιάνεις τα είκοσι κι η μόνη αχνή εικόνα που ‘χεις από την πρωτεύουσα (δυο βήματα παραπέρα, ένα λεωφορείο δρόμος) να ‘ναι η πλατεία της Ομόνοιας κι οι λουκουμάδες του «Κρίνου».
Να μην έχεις πάει ένα σινεμά με τις φίλες σου (ποιες φίλες; Η μάνα έλεγε πως είναι ζηλιάρες, μοβόρες και με το που θα παντρευτείς, θα κοιτάξουν να σου φάνε τον άντρα!), να μην έχεις φλερτάρει, να μη σ’ έχουν αγγίξει χάδια και χείλη αρσενικού.
Να βλέπεις τη ζωή να τσουλάει σαν τρένο βιαστικό και το χρόνο να στέκεται πάνω σου, σκόνη που δεν μπορείς ν’ αποτινάξεις.
♦ ♦ ♦
Να κοντεύεις, πια, τα τριάντα και να ‘ρχεται το πολυπόθητο προξενιό «τύχη βουνό! Καλό παιδί, σπουδαγμένο στην Εγγλεζία (!) και με δουλειά στρωμένη. Κομμάτι αψανό1, μα χέρι δε σηκώνει.»
— «Και από προίκα; Τι ζητάει;»
— «Ένα σπίτι. Όπως τ’ ονειρεύεται.»
Όχι πως σου ‘πεφτε λόγος, δηλαδή, τυπικά πάντως, σε ρώτησανॱ κι είπες «ναι, θα τον πάρω!» Θα τον έπαιρνες, έτσι κι αλλιώς, σιγά μη μετρούσαν το «όχι» σου, αν αυτό είχες κατά νου. Δεν το ‘χες. «Κρα» έκανες να παντρευτείς, να καλοπαντρευτείς, να φορέσεις νυφικό και βέρα αστραφτερή στο δεξί, να στολιστείς, να χτενιστείς, να μπεις, να βγεις, ν’ ανοίξεις το σπίτι σου, να γίνεις «κυρία» (του κυρίου Τάδε), να σταματήσουν να σε ψιθυρίζουν «η μεγαλοκοπέλα», «η γεροντοκόρη», η–που–τους–έμεινε–στο–ράφι.
Κι έγινε ο αρραβώνας ο επίσημος με κλαρίνα και βιολιά και τρακόσα κεφάλια κόσμο «για τις χαρές σου». Και περίμενες άλλα οκτώ χρόνια μέχρι το γάμο, γιατί το σπίτι –που το ‘θελε μεγάλο ο γαμπρός– κατάπινε λεφτά που δεν υπήρχαν κι έρχονταν μονάχα όταν κι όσο σφίγγονταν τα ζωνάρια του πατέρα και του μεγαλύτερου αδερφού.
«Δεσποινίς, ετών 39» ἐνυμφεύθης, δόξῃ καὶ τιμῇ, το–καλό–παιδί (που δεν ήταν πια παιδί) το–σπουδαγμένο–μα–κομμάτι–αψανό, φρεγάτα φορτωμένη εσύ, με μαλλί ξανθό, πλατινέ («σαν της Μεριλίν Μονρόε», το ζήτησες) λουδοβίκειο, και τιάρα στριμωγμένη πάνω στις μπούκλεςॱ σφιγμένος αυτός, με την μπουτονιέρα–εξαπτέρυγο, να σφαντάει2, («μια φορά παντρεύεται κανείς!»), τα κουμπιά να επαναστατούν πάνω στο λαμέ κοστούμι, και το μαύρο λουστρίνι να του ‘χει πεθάνει τον κάλο.
♦ ♦ ♦
«Καλοπαντρεύτηκες», λοιπόν, κι είχες να καμαρώνεις για ένα σπίτι–κούκλα. Να γυαλίζουν τα παρκέ, να βλέπει κανείς τη μούρη του αν έκανε έτσι δα να σκύψει, ν’ αστράφτουν τ’ ασημικά στη βιτρίνα τη σκαλιστή, να μοσχομυρίζει στιφάδο και μουσακά και πίτα «χειροποίητη» η κουζίνα, να περιμένεις τον άντρα σου –την κολόνα σου, το στήριγμά σου– να γυρίσει απ’ το γραφείο, να σου ακουμπάει το χρήμα ζεστό, και σπαρταριστό σα φρεσκοπιασμένο μπαρμπούνι… Ααχ, se questa non e la vita, io voglio morire!3
Μαζί με το γάμο, ήρθαν κι οι σιωπές. Μ’ εκείνον, να πείτε τι; «Ζώον» σ’ ανέβαζε, «τούβλο» σε κατέβαζε. Γιατί, εσύ, το μόνο που ‘ξερες να κάνεις ήταν να ξεκοκαλίζεις περιοδικά και κίτρινες φυλλάδες και να παρακολουθείς πρωινομεσημεριανάδικα στην τηλεόραση.
Όλα κι όλα, όμως, δεν σου έλειπε τίποτα! Τα χρυσαφικά σου, τα ρούχα σου, τα παπούτσια σου, το κομμωτήριό σου –τι άλλο να ζητήσει μια γυναίκα;
Φίλες, γειτόνισσες, είπαμε: μακριά! Μόνο τραπεζώματα και χοροί και γλέντια στις ονομαστικές σας γιορτές κι όλες τις χρονιάρες μέρες. Μερόνυχτα, όρθια στην κουζίνα εσύ, για να ‘χεις τα χιλιόκαλα και να τους μπεις στο μάτι. Έτρωγαν όλοι κι έπιναν εις υγείαν των κορόιδων
Τα καλοκαίρια, τρεις μήνες στο εξοχικό, άλλαζε ο αέρας σου μα μόνον αυτός. Κατά τ’ άλλα, πλύσιμο–σιδέρωμα–μαγείρεμα–σφουγγάρισμα και φτου κι απ’ την αρχή.
Και κυλούσαν τα χρόνια κι η ζωή σου κι ήσουν ευτυχισμένη μέσα στην άγνοιά σου και την απραγματοσύνη σου.
♦ ♦ ♦
Σιγά–σιγά και με τα χρόνια, πολλά άλλαξαν –ο σύζυγος καταξιώθηκε επαγγελματικά, οι οικονομικές απολαβές του ήταν υπέρ το δέον ικανοποιητικές, οι κοινωνικές υποχρεώσεις σας αυξήθηκαν και παράλληλα με αυτές, και οι γνωριμίες.
Και πολλά–πολλά δεν σκάμπαζες, όταν βρισκόσασταν με ανθρώπους του… κύκλου σας (του κύκλου του άντρα σου, δηλαδή) και το στεφάνι σου σού είχε πει να το βουλώνεις, για να μην πετάξεις κάνα καρύδι και γίνετε ρόμπα κλαρωτή και γαρύφαλλο στ’ αυτί.
«Μεγαλοπιάστηκες» και άρχισες να διατυμπανίζεις τις εξόδους σας, τα ψώνια σας, τα ταξίδια σας, στην «ταπεινή» σας γειτονιά που είχε, στο μεταξύ, γονατίσει από την κρίση. Κλειστά παράθυρα, σφραγισμένα στόματα. Λιγοστά και μετρημένα τα λεφτά, περιορισμένο το φαγητό, σε έλλειψη τα χαμόγελα. Ακόμη κι εκείνοι που έκαναν χάζι τις προσπάθειές σου να «φανείς» κι όλο πέταγες ατελώνιστα4, δεν έδιναν –δεν σου έδιναν– πια καμιά σημασία. Κάθε σπίτι είχε το δικό του φορτίο…
Φούσκωνε το πορτοφόλι σας και μαζί μ’ αυτό φούσκωναν ολοένα και περισσότερο τα μυαλά σου.
Θαρρώντας πως έγινες «μεγάλη και τρανή», αποφάσισες να πολιτευτείς, αν και, με την πολιτική, δεν είχες ασχοληθεί ποτέॱ αυτά ήταν για τους άντρες, που ΄ξεραν και καλύτερα! Παραδοσιακά, ψηφίζατε οικογενειακώς δεξιά –διότι και τον βασιλιά τον θέλατε, και τον Παπαδόπουλο τον θέλατε, και τον Καραμανλή τον θέλατε (κι ας σας φαρμάκωσε που νομιμοποίησε τους κουκουέδες που, καλέ είχαν σφάξει κόσμο και ντουνιά με τα κονσερβοκούτια!) και μέχρι εκεί, ακόμη κι εσύ τα ‘ξερες! Αλλά μέχρι εκεί! Ο πατέρας, ο αδερφός κι αργότερα ο άντρας σου, σου έδιναν το ψηφοδέλτιο έτοιμο, με σταυρωμένους ανθρώπους δικούς τους, κι εσύ, ευβλαβικά το ‘ριχνες στην κάλπη. [Που έβαζες «χειλάκια» στο ψηφοδέλτιο, επειδή «σταυρώνανε» και το Λεωνίδα, που ήταν ο κρυφός κι ανεκπλήρωτος έρωτάς σου, δεν το ‘χες πει σε κανέναν! Κι αναρωτιόνταν μετά στην τοπική, ποιο ζώον έβγαζε άκυρη την πολύτιμη ψήφο.]
Για αρχή, έβαλες πλώρη για το Δημαρχείο!
Θυμάσαι το κάζο που έπαθες στις Δημοτικές Εκλογές του 2014; Τότε που, πρώην δήμαρχος  –ετύγχανε μακροσυγγενής σας, μάλιστα– σού πρότεινε να είσαι υποψήφια με το συνδυασμό του!
— «Να μη δεχτείς!», σου είπε η μάνα σου. «Αυτός ήταν με το ΠΑΣΟΚ, τι δουλειά έχουμε εμείς, σοβαροί αθρώποι;!»
— «Να δούμε τι θα πει ο Τρύφωνας», σ’ ορμήνεψε ο αδερφός σου.
— «Να δεχτείς! Κατεβαίνει ως ανεξάρτητος!», είπε κι ελάλησε το στεφάνι σου.
Κι είπες το πολυπόθητο «ναι», σα νύφη! Και θυμηθήκατε και τη Σούλα, «δεν τη βοηθάς, βρε πουλάκι μου; Να της γράψεις κάνα λόγο, κάνα κείμενο…» κι η Σούλα, άρχισε να γράφει τα δικά της, «τα κομμουνιστικά»… κι είπε ο Τρύφωνας «ως εδώ και μη παρέκει!» κι αναθέσατε αλλού, προσλάβατε σύμβουλο(!), και δώσ’ του τα ιλουστρασιόν φυλλάδια, και δώσ’ του οι φωτογραφίες οι καλλιτεχνικές, και να πληρώνει ο Τρύφωνας αβέρτα–κουβέρτα, και να χαρτζιλικώνετε τα πιτσιρίκια να μοιράζουν φυλλάδια, και να διατάζει η σύμβουλος για φέισμπουκ, ιστοσελίδα, καταχωρίσεις στον τοπικό τύπο, «πρέπει να κάνουμε καλό προμόσιον, αγάπη μου! Δεν έχω αναλάβει άνθρωπο και να μην εκλεγεί, δε θα μου χαλάσεις εσύ το καλό μου όνομα!»… Κι εσύ, η Ρένα, έγινες (ξανά) Ειρήνη, κι όπου γάμος και χαρά η… Ειρήνη πρώτη!
Δυο μέρες πριν από τις εκλογές, το ‘χατε σίγουρο –οικογενειακώς– πως ίσως και να βγεις πρώτη σε σταυρούς!
Μια βδομάδα μετά, τρίβατε τα μάτια σας με τους, μόλις και μετά βίας, εκατόν πενήντα, που σε κατέτασσαν πρώτη από το τέλος!
♦ ♦ ♦
Μαζεύτηκες για λίγο, μα δεν το ‘βαλες κάτω.
Αλλάξατε αυτοκίνητο, πήρατε λιμουζίνα και τη μοστράρατε, ολοκαίνουργια κι αστραφτερή, έξω από το γκαράζ του σπιτιού σας.
Έκοψες να πηγαίνεις σούπερ μάρκετ, ήταν πολύ… μπανάλ, εξάλλου αρχίσατε να βγαίνετε συνέχεια. Αλλού για πρωινό, αλλού για μεσημεριανό, αλλού για καφέ και γλυκό, αλλού για δείπνο, αλλού για ποτό. (Δεν έπινες, δεν σου άρεσε, δεν σου επέτρεπαν και ποτέ να πιεις, αλλά πάντα ζήλευες τις γυναίκες που έλεγαν «πάω για ένα ποτό» κι ήθελες, αχ, πόσο ήθελες να ‘χες κι εσύ, έστω, την αίσθηση…)
Έγινες αιτία να χάσει τη δουλειά της η νεαρή μανικιουρίστα, διότι καθυστέρησε ένα δεκάλεπτο, εξαιτίας του προηγούμενου ραντεβού της, κι επειδή «ήσουν εσύ και δεν ήταν δυνατόν εσύ, να περιμένεις!»
Αρνήθηκες τη βοήθεια σε ανθρώπους που, μέχρι χθες σε συνέτρεχαν ή που είχατε φάει «ψωμί κι αλάτι» (που λέει ο λόγος κι ο κόσμος ο κακός, μια που εσύ, αίφνης, έμοιαζες να ‘χες γεννηθεί μόλις χθες, κάπου αλλού, κουβαλώντας μιαν άλλη καταγωγή!) κι έκλεινες τα μάτια και τ’ αυτιά στη δυστυχία που ολοένα και μεγάλωνε τριγύρω σου.
Έπιασες «παρτίδες» με άτομα που δεν είχατε τίποτα κοινό, πέρα από το κενό: κενή υπόσταση, κενά ενδιαφέροντα, κενές κουβέντες, κενά βλέμματα. Μα, ακόμη κι ανάμεσά τους, ήσουν ξένο σώμα και με το που γύριζες την πλάτη σου ξεσπούσαν σε χάχανα ενώ μπροστά σου, σού ήταν αδύνατον να διακρίνεις την ειρωνεία και τη χλεύη –πώς, άλλωστε; Ούτε τη μύτη σου δεν έβλεπες από τον αέρα που ‘χες πάρει και σε παρέσερνε σε ολοένα και μεγαλύτερα βάθηॱ εσένα, που και στα ρηχά ήθελες σωσίβιο…
♦ ♦ ♦
Πέρασε καιρός και το τσουβάλι έπιασε πάτο. Οι αστακοί έγιναν φακές, οι σφυρίδες γάβρος και στα ΒΠ, που δεν είχες αφήσει καφέ για καφέ και ρεστοράν που να μην κάνεις κράτηση, τελευταία φορά έδωσες το «παρών» στους Επιταφίους της περιοχής!
Έχεις πια, πρόβλημα. Αλλά δεν έχεις πού να το πεις.
Αν κάτι σου έμεινε, είναι μονάχα φαρμάκι και εκτοξεύοντάς το προς πάσα κατεύθυνση, νιώθεις ανακούφιση. Μα, αν κάτι δεν έμαθες να ‘χεις ποτέ, είναι ο στόχος. Έτσι, κι αυτό, όπως κι όλη η, έως τώρα, ζωή σου, πέφτει στο κενό.
True Story! Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, γεγονότα, καταστάσεις,
δεν είναι καθόλου συμπτωματική!

1 αψανός= αψύς, οξύθυμος
2 σφαντάω (και σφαντάζω)= φαντάζω, προκαλώ αίσθηση
3 se questa non e la vita, io voglio morire! (ιταλ.)= Αν δεν είναι έτσι η ζωή, θέλω να πεθάνω!
4 ατελώνιστα (μτφ.)= ανόητες κουβέντες, κοτσάνες, γλωσσικά ολισθήματα, «μαργαριτάρια»
https://molyvikaixarti.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σε αυτόν τον μετεωρίτη οφείλουμε την άνθιση της ζωής στη Γη, σύμφωνα με τους επιστήμονες

  Σε αυτόν τον μετεωρίτη οφείλουμε την άνθιση της ζωής στη Γη, σύμφωνα με τους επιστήμονες Sotiris Lemonis Δεν υπάρχει ίσως καλύτερο παράδει...