Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

Μνήμες κι ‘ενα παράθυρο στη θάλασσα

Μνήμες κι ‘ενα παράθυρο στη θάλασσα




Το εγκώμιο της θαλάσσης
                  Η Θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ’ όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.
        Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρυσμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν τον ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα 134067410_c1819a4237_bκαράβια που περνούσαν. ‘Ενας  κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μου άγγιζαν τα μαλλιά. ‘Αστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. ‘Ολα μου ήταν ευπρόσδεκτα: Ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρυνή βοή της.
       Αλλά η θάλασσα, επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.
        Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε-κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. ‘Ανθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Άγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες.
      ‘Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις, έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ’ 1479353άλλα – ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος- ένα τεράστιο μαύρο παραπέτασμα.
                                 ΙΙ
      ‘ Έζησε κανείς θλιβερά πράγματα. Σπίτια μαύρα, κλειστά. Αναιμικά, εξόριστα δέντρα του δρόμου. Η «μαντάμα» μετράει απαγοητευμένη τις μάρκες της. Στην πλατεία οι λούστροι, κουρασμένοι να κάθονται, σηκώνονται και παίζουν μεταξύ τους. Ο νέος νομάρχης, με μονόκλ, επροσφώνησε τους υπαλλήλους.Δίπλα εξύπνησαν για να πάρουν το τρένο. Ποτά ανδρών 10δρ., ποτά γυναικών 32,50. Στον άνεμο ανοίγει ένα παράθυρο, κι έρχεται μπ1376697ροστά μας.
‘Ολα ξεχνιούνται. Είναι εκεί, άσπιλη, απέραντη, αιωνία. Με το πλατύ της γέλιο σκεπάζει την ασχήμια μας. Με την βαθύτητά της μυκτηρίζει. Η ψυχή του εμπόρου πεθαμένη και περπατεί. Η ψυχή της κοσμικής κυρίας φορεί τα πατίνια της. Η ψυχή του ανθρώπου λούζεται στην αγνότητα της θαλάσσης.  Βρίσκει η νοσταλγία μας διέξοδο και ο πόνος την έκφρασή του.
Κώστας Καρυωτάκης
https://beatrikn.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Βόλος: Έκαιγαν κάδους στο κέντρο της πόλης - Δεκάδες κλήσεις στην Πυροσβεστική

  Βόλος: Έκαιγαν κάδους στο κέντρο της πόλης - Δεκάδες κλήσεις στην Πυροσβεστική Αναστάτωση στο κέντρο της πόλης τα ξημερώματα Αναστάτωση ε...