Η ευθύνη της διανόησης
Η θέση της διανόησης ως κοινωνικού σώματος στο σχήμα των πραγμάτων του σύγχρονου κόσμου είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της ασαφής έως επιβλαβής. Γενικά, ο ατομισμός είναι αυτός που διαστρεβλώνει τη θέση αυτή αποξενώνοντάς την από τηνανάγκη των ανθρώπων και μερικές φορές καθιστώντας την επιβλαβή. Η διανοητική ικανότητα δεν θα έπρεπε να προσδίδει μόνον αίγλη σε αυτόν που την έχει, αλλά, αντιθέτως, κυρίως να τον αίρει στο πεδίο ευθύνης του. Η αίγλη, όταν υπάρχει, θα έπρεπε να είναι ένα επιφαινόμενο της ανειλημμένης ευθύνης και όχι μία κυριαρχία που αποκλείει άλλους. Η ευθύνη δεν είναι ένα βάρος και ένας καταναγκασμός, αλλά μία φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπου, γιατί αυτός δεν είναι αληθινά μονήρης μια και κατά Αριστοτέλη ένας μονήρης άνθρωπος θα είναι ή θηρίο ή θεός. Εξάλλου, η ευθύνη αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ελευθερίας και αυτό δεν έχει ιδωθεί μέχρι σήμερα, επειδή η ελευθερία έχει ερμηνευθεί μόνον ατομιστικά ως μία δυνατότητα του ανθρώπου να ικανοποιεί τις επιθυμίες του ανεμπόδιστα. Η φυσιολογικότητα είναι ακόμη ζητούμενη.
Αλλά θα ρωτούσε κανείς: πώς θα μπορούσε να λειτουργεί η διανόηση; Εδώ υπάρχει αρχικά μία πρώτη δυσκολία. Μια τέτοια λειτουργία δεν μπορεί να υποδειχθεί από κανένα νόμο ή κοινωνικό σώμα, γιατί γίνεται σε καθεστώς ελευθερίας (σχετικής βέβαια). Η μόνη υπόδειξη που θα μπορούσε να λειτουργήσει εκ των έξω είναι έμμεση και είναι η απόρριψη των θέσεων της διανόησης και του ύφους της. Όμως αυτό θα απαιτούσε ένα ήδη υψηλό επίπεδο σκέψης και από το ίδιο το πλήθος των σκεπτόμενων ανθρώπων το οποίο επίπεδο δεν υπάρχει ακόμη, αν και ανυψώνεται συνεχώς. Το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι η νοητική αδράνεια των ανθρώπων.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της λειτουργίας της διανόησης είναι ο ανταγωνισμός της σκέψης, η σκέψη έχει την τάση να μεγαλώνει τα χάσματα αντί να τα γεφυρώνει, είναι ολοκληρωτική. Αυτό είναι εγκληματικό, γιατί κάθε θέση ξεπερνιέται (αν δεν ανατρέπεται τελείως) από νέα δεδομένα της ιστορίας ακόμη και όταν είναι ορθή στην εποχή της. Έτσι, στην πορεία χάνονται πολύτιμα στοιχεία που έχουν διατυπωθεί από άλλους και επιχειρείται η διαιώνιση των ατελειών και των αντιθέσεων.
Τρίτο χαρακτηριστικό της είναι συχνά η επιδίωξη τηςπροσωπικής προβολής, η αντίστροφη κίνηση της ωφέλειας από τον κόσμο προς τον διανοητή και όχι η κίνηση από αυτόν προς τον κόσμο, για να βοηθήσει την κοινωνία και τον άνθρωπο στον βαθμό που του επιτρέπουν οι δυνατότητές του. Είναι το γνωστό αλλά ξεχασμένο ερώτημα για το ποιος είναι ανώτερος, ο υπηρετών ή ο υπηρετούμενος.
Τέταρτο στοιχείο της είναι ο φανατισμός. Η απολυτότητα διατύπωσης των θέσεων και ο μαξιμαλισμός της έκφρασής της είναι ολοκληρωτισμός ντυμένος με τη φευγαλέα λεπτότητα του νου και τις δολιχοδρομήσεις του. Το ότι δεν κινείται στο πεδίο της θρησκείας αλλά της διανόησης δεν σημαίνει έλλειψη φανατισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει οι απόψεις να είναι ευμετάβολες και αίολες, αλλά ότι πρέπει να διατηρείται το στοιχείο της μεσότητας ενάντια στην έπαρση και τον αποκλεισμό.
Πέμπτο στοιχείο της είναι η απουσία αληθινήςκοινωνικότητας, ακόμη και όταν ασχολείται κάποιος με τα κοινωνικά θέματα. Υπάρχει έμφαση στην άποψη και όχι στο σώμα της κοινωνίας. Η κοινωνία δεν καταγράφεται παρά μόνον σαν εικόνα, σαν μια κατάσταση τωρινή αλλά και η εικόνα αυτή είναι ανολοκλήρωτη και επιφανειακή, και γι’ αυτό χάνονται από τη θέα οι ενυπάρχουσες δυνατότητες της κοινωνίας που θα καρποφορήσουν στο μέλλον. Υπάρχει μία υποτίμηση της κοινωνίας κι ας λέγονται άλλα.
Έκτο στοιχείο είναι ότι η διανόηση δεν είναι γεναιόδωρη διανοητικά. Όταν απορρίπτει κάτι ή κάποιον προσπαθεί να τον ισοπεδώσει κι ας υπάρχουν στοιχεία αξιόλογα σε αυτόν. Οι τεχνικές της, αν μάλιστα τυχαίνει να εξυπηρετούν και πολιτικές, είναι τεχνικές πολέμου κι ας μιλάει για ειρήνη.
Έβδομο στοιχείο είναι ότι η διανόηση αδυνατεί να κατανοήσει τους διανοητικούς περιορισμούς της. Βλέποντας την υπεροχή της απέναντι στη μάζα των ανθρώπων, νομίζει ότι μπορεί να καταλάβει τα πάντα και κρίνει τα πάντα με τα δικά της εργαλεία και δυνατότητες. Αλλά αυτές δεν επαρκούν πάντοτε για την κατανόηση. Κοιτάζει προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω, σε άλλους που μπορεί να βλέπουν καλύτερα. Θεωρούν τον εαυτό τους την οροφή των ανθρώπων. Αυτή είναι μια έκφραση θέωσης και μια εξωφρενική αυτοπεποίθηση που συχνά στηρίζεται στο ότι κάποιος κινείται στο κυρίαρχο ρεύμα της εποχής του ή σε κάποιο κυρίαρχο ρεύμα. Πολλές θέσεις εξανεμίζονται γρήγορα, αλλά με τη βαρβαρότητα της προβολής τους πετυχαίνουν να εμποδίσουν καλύτερες σκέψεις να αναδυθούν και να επηρεάσουν την συλλογική ανθρώπινη σκέψη. Αυτή είναι μια τεράστια ευθύνη της διανόησης που δεν θέλει να αναλάβει, αλλά θα την βαρύνει για πάντα. Και θα ήταν ένα τεράστιο βήμα αν μπορούσε κανείς να καταλάβει ότι δεν καταλαβαίνει, γιατί ό,τι δεν καταλαβαίνουμε δεν είναι ανύπαρκτο ή λανθασμένο. Γι’ αυτό όμως θα χρειαζόταν μία αυξημένη ευαισθησία του νου και των κινήτρων που συχνά λείπουν.
Το όγδοο στοιχείο είναι ότι η διανόηση επικοινωνεί με τον εαυτό της, ο τρόπος παράθεσης των απόψεων του κάθε διανοούμενου προϋποθέτει ότι ο αναγνώστης (ο ικανός και σχετικά εμβριθής αναγνώστης) θα έχει διαβάσει τη βιβλιογραφία που παραθέτει ο κάθε συγκεκριμένος διανοούμενος και τα δικά του βιβλία, επειδή παραθέτουν πλήθος όρων που αποτελούν τελικά μία ιδιαίτερη γλώσσα, χωρίς όμως το υποκρυπτόμενο νόημά τους να είναι πραγματικά δυσνόητο, καθώς και ονομαστικές αναφορές σε άλλους, ώστε ο αναγνώστης να πρέπει να έχει διαβάσει και όλα τα άλλα για να ξέρει περί τίνος πρόκειται. Διακόπτεται έτσι η συνέχεια του νοήματος και η επικοινωνία. Οι πληροφορίες σκοτώνουν το νόημα.
Με όλα αυτά η διανόηση άθελά της έχει αποκοπεί από το πλήθος των σκεπτόμενων ανθρώπων, έχει απεμπολήσει τον πολύ σημαντικό κοινωνικό ρόλο της και έχει καταλήξει να είναι κυρίως μία κλειστή ομάδα όπου η ποσότητα πληροφορίας ορθώνεται σαν τείχος ενάντια στην αληθινή γνώση και επικοινωνία, την παιδεία και την αλληλεπίδραση, η οποία πρέπει να γίνεται πάντοτε στο επίπεδο του νοήματος και όχι των συμβόλων του. Και πρέπει να μην ξεχνάμε ότι δεν ζούμε στην αρχαία εποχή όταν οι διανοητές ήταν λίγοι, αλλά σε μια εποχή στην οποία οι σκεπτόμενοι και προβεβλημένοι άνθρωποι είναι πάρα πολλοί και, επομένως, είναι σχεδόν αδύνατον να γνωρίσει κανείς όλο αυτό το τοπίο σκέψης εκτός και αν αποτελεί την μοναδική ασχολία του.
Τελικά, η διανόηση λειτουργεί σαν μια εξουσία του “πνεύματος” πάνω στους ανθρώπους, ακόμη και το μέρος της που αρνήθηκε τη θεοκρατία του παρελθόντος. Συχνά, ένας άνθρωπος πολεμάει μία εξουσία για να εγκαθιδρύσει τη δική του. Πολύ συχνά η κριτική γίνεται το μέσον για να διακριθεί κανείς και να ενταχθεί στο στερέωμα των επωνύμων. Ενώ η διανόηση έπρεπε να αποτελεί το άνθος του νου μιας συλλογικότητας, της κοινωνίας, του έθνους, της ίδιας της ανθρωπότητας. Έπρεπε να αποτελεί τον φορέα της διάχυσης εννοιών και αξιών προς το πλήθος των ανθρώπων που δεν διαθέτουν την ίδια δυνατότητα αντίληψης.
Και θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι το αναγκαίο και αναπόφευκτο συμπλήρωμα αυτής της στάσης είναι η απλοϊκότητα έκφρασης των παραδοσιακών εξουσιαστών, όπως ήταν οι ναζί, που απευθύνονται μόνον στο συναίσθημα και τα ένστικτα των μαζών και συρρικνώνουν απελπιστικά τη σκέψη. Αυτοί οι δύο πόλοι είναι αλληλένδετοι και αλληλοεπηρεαζόμενοι, γιατί εκφράζουν τις αρνητικές τάσεις που λειτουργούν μέσα σε κάθε κοινωνία.
Η διόρθωση αυτής της κατάστασης βρίσκεται εξ ολοκλήρου στη διακριτική ευχέρεια της ίδιας της διανόησης. Είναι ένας τρόπος αντίληψης και αντιμετώπισης με ευθύνη της σκέψης και των προϊόντων της. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τη ζωή καθορίζει και τον τρόπο της σκέψης μας. Αυτό είναι αναπόφευκτο. Το πρόβλημα γεννάται επειδή η σκέψη ούτως ή άλλως είναι ένας περιορισμένος χώρος αντίληψης, δεν μπορεί να συλλάβει τα πάντα ούτε σαν πληροφορία ούτε σαν ποιότητα, αλλά τελικά χρησιμοποιείται σαν μια όψη δύναμης απέναντι στο πλήθος των ανθρώπων. Το συγκριτικό πλεονέκτημα καταλήγει να είναι μια αυθεντία, αποκτάει κύρος μόνον και μόνον γι’ αυτόν τον λόγο και όχι για την ουσιαστικότητά του. Φυσικά, όχι σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά στις περισσότερες. Το έπαθλο είναι η επωνυμία και η “πνευματική υπεροχή”. Εγκαθιδρύεται έτσι μία θεοκρατία άλλου είδους, που στην πραγματικότητα έχει τις ίδιες ρίζες: την τάση για θέωση, ακόμη και όταν η διανόηση απορρίπτει τον Θεό – και αυτό είναι το παράλογο. Η διανόηση, η επωνυμία και η αυθεντία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και αποτελούν έναν γόρδιο δεσμό που πρέπει να σπάσει. Αυτό είναι αναγκαίο για να εισέλθουμε σε ένα μέλλον πιο οικείο, πιο ανθρώπινο και πιο ευτυχές.
Ιωάννα Μουτσοπούλου
Αλλά θα ρωτούσε κανείς: πώς θα μπορούσε να λειτουργεί η διανόηση; Εδώ υπάρχει αρχικά μία πρώτη δυσκολία. Μια τέτοια λειτουργία δεν μπορεί να υποδειχθεί από κανένα νόμο ή κοινωνικό σώμα, γιατί γίνεται σε καθεστώς ελευθερίας (σχετικής βέβαια). Η μόνη υπόδειξη που θα μπορούσε να λειτουργήσει εκ των έξω είναι έμμεση και είναι η απόρριψη των θέσεων της διανόησης και του ύφους της. Όμως αυτό θα απαιτούσε ένα ήδη υψηλό επίπεδο σκέψης και από το ίδιο το πλήθος των σκεπτόμενων ανθρώπων το οποίο επίπεδο δεν υπάρχει ακόμη, αν και ανυψώνεται συνεχώς. Το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι η νοητική αδράνεια των ανθρώπων.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της λειτουργίας της διανόησης είναι ο ανταγωνισμός της σκέψης, η σκέψη έχει την τάση να μεγαλώνει τα χάσματα αντί να τα γεφυρώνει, είναι ολοκληρωτική. Αυτό είναι εγκληματικό, γιατί κάθε θέση ξεπερνιέται (αν δεν ανατρέπεται τελείως) από νέα δεδομένα της ιστορίας ακόμη και όταν είναι ορθή στην εποχή της. Έτσι, στην πορεία χάνονται πολύτιμα στοιχεία που έχουν διατυπωθεί από άλλους και επιχειρείται η διαιώνιση των ατελειών και των αντιθέσεων.
Τρίτο χαρακτηριστικό της είναι συχνά η επιδίωξη τηςπροσωπικής προβολής, η αντίστροφη κίνηση της ωφέλειας από τον κόσμο προς τον διανοητή και όχι η κίνηση από αυτόν προς τον κόσμο, για να βοηθήσει την κοινωνία και τον άνθρωπο στον βαθμό που του επιτρέπουν οι δυνατότητές του. Είναι το γνωστό αλλά ξεχασμένο ερώτημα για το ποιος είναι ανώτερος, ο υπηρετών ή ο υπηρετούμενος.
Τέταρτο στοιχείο της είναι ο φανατισμός. Η απολυτότητα διατύπωσης των θέσεων και ο μαξιμαλισμός της έκφρασής της είναι ολοκληρωτισμός ντυμένος με τη φευγαλέα λεπτότητα του νου και τις δολιχοδρομήσεις του. Το ότι δεν κινείται στο πεδίο της θρησκείας αλλά της διανόησης δεν σημαίνει έλλειψη φανατισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει οι απόψεις να είναι ευμετάβολες και αίολες, αλλά ότι πρέπει να διατηρείται το στοιχείο της μεσότητας ενάντια στην έπαρση και τον αποκλεισμό.
Πέμπτο στοιχείο της είναι η απουσία αληθινήςκοινωνικότητας, ακόμη και όταν ασχολείται κάποιος με τα κοινωνικά θέματα. Υπάρχει έμφαση στην άποψη και όχι στο σώμα της κοινωνίας. Η κοινωνία δεν καταγράφεται παρά μόνον σαν εικόνα, σαν μια κατάσταση τωρινή αλλά και η εικόνα αυτή είναι ανολοκλήρωτη και επιφανειακή, και γι’ αυτό χάνονται από τη θέα οι ενυπάρχουσες δυνατότητες της κοινωνίας που θα καρποφορήσουν στο μέλλον. Υπάρχει μία υποτίμηση της κοινωνίας κι ας λέγονται άλλα.
Έκτο στοιχείο είναι ότι η διανόηση δεν είναι γεναιόδωρη διανοητικά. Όταν απορρίπτει κάτι ή κάποιον προσπαθεί να τον ισοπεδώσει κι ας υπάρχουν στοιχεία αξιόλογα σε αυτόν. Οι τεχνικές της, αν μάλιστα τυχαίνει να εξυπηρετούν και πολιτικές, είναι τεχνικές πολέμου κι ας μιλάει για ειρήνη.
Έβδομο στοιχείο είναι ότι η διανόηση αδυνατεί να κατανοήσει τους διανοητικούς περιορισμούς της. Βλέποντας την υπεροχή της απέναντι στη μάζα των ανθρώπων, νομίζει ότι μπορεί να καταλάβει τα πάντα και κρίνει τα πάντα με τα δικά της εργαλεία και δυνατότητες. Αλλά αυτές δεν επαρκούν πάντοτε για την κατανόηση. Κοιτάζει προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω, σε άλλους που μπορεί να βλέπουν καλύτερα. Θεωρούν τον εαυτό τους την οροφή των ανθρώπων. Αυτή είναι μια έκφραση θέωσης και μια εξωφρενική αυτοπεποίθηση που συχνά στηρίζεται στο ότι κάποιος κινείται στο κυρίαρχο ρεύμα της εποχής του ή σε κάποιο κυρίαρχο ρεύμα. Πολλές θέσεις εξανεμίζονται γρήγορα, αλλά με τη βαρβαρότητα της προβολής τους πετυχαίνουν να εμποδίσουν καλύτερες σκέψεις να αναδυθούν και να επηρεάσουν την συλλογική ανθρώπινη σκέψη. Αυτή είναι μια τεράστια ευθύνη της διανόησης που δεν θέλει να αναλάβει, αλλά θα την βαρύνει για πάντα. Και θα ήταν ένα τεράστιο βήμα αν μπορούσε κανείς να καταλάβει ότι δεν καταλαβαίνει, γιατί ό,τι δεν καταλαβαίνουμε δεν είναι ανύπαρκτο ή λανθασμένο. Γι’ αυτό όμως θα χρειαζόταν μία αυξημένη ευαισθησία του νου και των κινήτρων που συχνά λείπουν.
Το όγδοο στοιχείο είναι ότι η διανόηση επικοινωνεί με τον εαυτό της, ο τρόπος παράθεσης των απόψεων του κάθε διανοούμενου προϋποθέτει ότι ο αναγνώστης (ο ικανός και σχετικά εμβριθής αναγνώστης) θα έχει διαβάσει τη βιβλιογραφία που παραθέτει ο κάθε συγκεκριμένος διανοούμενος και τα δικά του βιβλία, επειδή παραθέτουν πλήθος όρων που αποτελούν τελικά μία ιδιαίτερη γλώσσα, χωρίς όμως το υποκρυπτόμενο νόημά τους να είναι πραγματικά δυσνόητο, καθώς και ονομαστικές αναφορές σε άλλους, ώστε ο αναγνώστης να πρέπει να έχει διαβάσει και όλα τα άλλα για να ξέρει περί τίνος πρόκειται. Διακόπτεται έτσι η συνέχεια του νοήματος και η επικοινωνία. Οι πληροφορίες σκοτώνουν το νόημα.
Με όλα αυτά η διανόηση άθελά της έχει αποκοπεί από το πλήθος των σκεπτόμενων ανθρώπων, έχει απεμπολήσει τον πολύ σημαντικό κοινωνικό ρόλο της και έχει καταλήξει να είναι κυρίως μία κλειστή ομάδα όπου η ποσότητα πληροφορίας ορθώνεται σαν τείχος ενάντια στην αληθινή γνώση και επικοινωνία, την παιδεία και την αλληλεπίδραση, η οποία πρέπει να γίνεται πάντοτε στο επίπεδο του νοήματος και όχι των συμβόλων του. Και πρέπει να μην ξεχνάμε ότι δεν ζούμε στην αρχαία εποχή όταν οι διανοητές ήταν λίγοι, αλλά σε μια εποχή στην οποία οι σκεπτόμενοι και προβεβλημένοι άνθρωποι είναι πάρα πολλοί και, επομένως, είναι σχεδόν αδύνατον να γνωρίσει κανείς όλο αυτό το τοπίο σκέψης εκτός και αν αποτελεί την μοναδική ασχολία του.
Τελικά, η διανόηση λειτουργεί σαν μια εξουσία του “πνεύματος” πάνω στους ανθρώπους, ακόμη και το μέρος της που αρνήθηκε τη θεοκρατία του παρελθόντος. Συχνά, ένας άνθρωπος πολεμάει μία εξουσία για να εγκαθιδρύσει τη δική του. Πολύ συχνά η κριτική γίνεται το μέσον για να διακριθεί κανείς και να ενταχθεί στο στερέωμα των επωνύμων. Ενώ η διανόηση έπρεπε να αποτελεί το άνθος του νου μιας συλλογικότητας, της κοινωνίας, του έθνους, της ίδιας της ανθρωπότητας. Έπρεπε να αποτελεί τον φορέα της διάχυσης εννοιών και αξιών προς το πλήθος των ανθρώπων που δεν διαθέτουν την ίδια δυνατότητα αντίληψης.
Και θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι το αναγκαίο και αναπόφευκτο συμπλήρωμα αυτής της στάσης είναι η απλοϊκότητα έκφρασης των παραδοσιακών εξουσιαστών, όπως ήταν οι ναζί, που απευθύνονται μόνον στο συναίσθημα και τα ένστικτα των μαζών και συρρικνώνουν απελπιστικά τη σκέψη. Αυτοί οι δύο πόλοι είναι αλληλένδετοι και αλληλοεπηρεαζόμενοι, γιατί εκφράζουν τις αρνητικές τάσεις που λειτουργούν μέσα σε κάθε κοινωνία.
Η διόρθωση αυτής της κατάστασης βρίσκεται εξ ολοκλήρου στη διακριτική ευχέρεια της ίδιας της διανόησης. Είναι ένας τρόπος αντίληψης και αντιμετώπισης με ευθύνη της σκέψης και των προϊόντων της. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τη ζωή καθορίζει και τον τρόπο της σκέψης μας. Αυτό είναι αναπόφευκτο. Το πρόβλημα γεννάται επειδή η σκέψη ούτως ή άλλως είναι ένας περιορισμένος χώρος αντίληψης, δεν μπορεί να συλλάβει τα πάντα ούτε σαν πληροφορία ούτε σαν ποιότητα, αλλά τελικά χρησιμοποιείται σαν μια όψη δύναμης απέναντι στο πλήθος των ανθρώπων. Το συγκριτικό πλεονέκτημα καταλήγει να είναι μια αυθεντία, αποκτάει κύρος μόνον και μόνον γι’ αυτόν τον λόγο και όχι για την ουσιαστικότητά του. Φυσικά, όχι σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά στις περισσότερες. Το έπαθλο είναι η επωνυμία και η “πνευματική υπεροχή”. Εγκαθιδρύεται έτσι μία θεοκρατία άλλου είδους, που στην πραγματικότητα έχει τις ίδιες ρίζες: την τάση για θέωση, ακόμη και όταν η διανόηση απορρίπτει τον Θεό – και αυτό είναι το παράλογο. Η διανόηση, η επωνυμία και η αυθεντία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και αποτελούν έναν γόρδιο δεσμό που πρέπει να σπάσει. Αυτό είναι αναγκαίο για να εισέλθουμε σε ένα μέλλον πιο οικείο, πιο ανθρώπινο και πιο ευτυχές.
Ιωάννα Μουτσοπούλου
http://www.apenantioxthi.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου