Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΩΝ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ
Το 1944 ο Λουίτζι Μπαρτολίνι (Luigi Bartolini), γράφει το βιβλίο «Ο κλέφτης των ποδηλάτων». Το 1948 ο Βιττόριο ντε Σίκα γυρίζει την ομώνυμη ταινία – που έμελλε να γίνει σύμβολο του ιταλικού νεορεαλισμού στον κινηματογράφο-, βασισμένη στο βιβλίο του Μπαρτολίνι. Σήμερα ο περισσότερος κόσμος όταν αναφέρεται στον «κλέφτη των ποδηλάτων» μιλάει για την ταινία και όχι για το βιβλίο.
Η αλήθεια είναι ότι το μόνο κοινό στοιχείo ανάμεσά τους είναι ο τίτλος και o χώρος που διαδραματίζονται τα γεγονότα των δύο έργων.
Ο Λουίτζι Μπαρτολίνι (1892-1963) ποιητής, συγγραφέας, κριτικός τέχνης και πιο γνωστός ως χαράκτης, υπήρξε πρωτοπόρος σε κάθε είδος τέχνης με την οποία ασχολήθηκε. «Ο κλέφτης των ποδηλάτων» που χαρακτηρίζεται – από τον ίδιο μέσα στο κείμενο – σαν ένα ‘χρονικό των κλεφτών’, καταγράφει με ύφος ειρωνικό και γεμάτο κοινωνικά σχόλια την εναγώνια αναζήτηση ενός κλεμμένου ποδηλάτου από τον ιδιοκτήτη του. Η αναζήτηση αυτή πραγματοποιείται στην καρδιά της ρημαγμένης από τον πόλεμο Ρώμης, ανάμεσα σε ανθρώπους που για να επιζήσουν από τη φτώχεια κλέβουν και ξεγελούν ο ένας τον άλλο. Ο βασικός ήρωας της ιστορίας είναι ένας καλλιτέχνης που εξανίσταται όταν του κλέβουν το τρίτο κατά σειρά ποδήλατό του και αποφασίζει αυτή τη φορά να μην υποταχτεί στη μοίρα του και να αντιδράσει, αναζητώντας τον κλέφτη και ανακτώντας το ποδήλατο.
Παρακολουθώντας αυτόν τον θαρραλέο ανώνυμο καλλιτέχνη (που ωστόσο έχει αρκετά κοινά με τον δημιουργό του), ο Μπαρτολίνι βρίσκει την ευκαιρία να σχολιάσει τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της μεταπολεμικής Ιταλίας, την καταπίεση των εργατικών τάξεων και τον αγώνα των ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν σε άθλιες συνθήκες. Με χιούμορ, με πίκρα και ειρωνεία καταγράφει τις επιπτώσεις του ολοκληρωτισμού στο λαό και τη χώρα. Προβάλλει τις παραγκουπόλεις που αναπτύχθηκαν στα περίχωρα των πόλεων για να στεγάσουν κακοποιούς και πόρνες, την ανομία που βασίλευε σε όλα τα επίπεδα και την ανικανότητα της αστυνομίας, χάρη στην οποία οι κλέφτες της Ρώμης απολάμβαναν μια ανήκουστη και ανήθικη αλληλεγγύη. Παρατηρεί την αδιαφορία των συμμαχικών δυνάμεων που στάθμευαν στην Ιταλία μετά το τέλος του πολέμου και τον πλούτο που έδωσαν την ευκαιρία στις πόρνες να αποκτήσουν, ενώ η χώρα λιμοκτονούσε.
Παρατηρεί τους κλέφτες, μπαίνει στη θέση τους, τους αισθάνεται, τους αναλύει, τους χωρίζει σε κατηγορίες και γι’ αυτό οι κλέφτες του δεν είναι κακοί ή αντιπαθείς. Είναι άνθρωποι σε αδιέξοδο, μια κοινωνία σε αδιέξοδο που έχει βρει έναν τρόπο να επιβιώσει. Είναι αισθηματίες, πιστοί στις δικές τους αρχές και στους δικούς τους νόμους, συχνά θύματα της αυτοπεποίθησής τους.
«Εγώ προτιμώ να παρατηρώ τους αριστοκράτες κλέφτες. Δείχνουν τουλάχιστον για υπάλληλοι του γενικού λογιστηρίου του κράτους, εμποροϋπάλληλοι ή κλητήρες. Μαλλιά παστωμένα με μπριγιαντίνη, καλοκουρεμένα, καλοχτενισμένα, μοντέρνο πουκάμισο στην τρίχα, ρολόι στο χέρι και παπούτσια αμερικάνικου τύπου. Μάτια συνήθως γκριζωπά. Μύτη σαν τραγίσιο κέρατο. Έχω μια ιδιαίτερη ικανότητα να διακρίνω από την εμφάνιση ενός ανθρώπου το τι είναι, κι ενδεχομένως ακόμα, και το τι σκέφτεται. Εντούτοις, υπάρχουν τόσο καλοβαλμένοι κλέφτες, που δείχνουν κύριοι με τα όλα τους. Ξεγελούν ακόμα κι εμένα. Κι όχι μόνο εμένα, αλλά και τους άλλους κλέφτες, γιατί δεν είναι αυτονόητο ότι όλοι οι κλέφτες γνωρίζονται μεταξύ τους κι ότι όλοι όσοι συχνάζουν στην Πιάτσα ντελ Μόντε είναι από το ίδιο συνάφι. Υπάρχουν πολλές συντεχνίες, όπως, ας πούμε, η συντεχνία των μπορντέλων της Βία ντελ Πάνικο.»
Ο ήρωας του Μπαρτολίνι δεν είναι απελπισμένος αλλά «παίζει» με τους κλέφτες. Κρύβεται και χρησιμοποιεί κόλπα για να τους ξεγελάσει και να τους κερδίσει στο παιχνίδι τους. Ταυτόχρονα παρατηρεί τα πάντα και φιλοσοφεί. Από την κρίση του περνούν οι γυναίκες, πλούσιες ή φτωχές, μάνες κι αδελφές αλλά και έννοιες όπως η φιλία, η πολιτική, η θρησκοληψία και η αμορφωσιά. Στο τέλος βέβαια δεν παραλείπει να προβάλει τους ποιητές και τους καλλιτέχνες σαν ένα ξεχωριστό είδος ανθρώπων που η μόνη αληθινή απώλεια που μπορούν να βιώσουν είναι αυτή της υλικής τους υπόστασης. Κι έτσι έρχεται να εξηγήσει ότι ο λόγος που ψάχνει απεγνωσμένα το ποδήλατο που του έκλεψαν είναι γιατί αυτό κάνουμε σ’ όλη μας τη ζωή.
«Ψάχνουμε να βρούμε αυτά που έχουμε χάσει. Μπορεί να τα βρούμε μία φορά, δύο φορές, όπως εγώ που δύο φορές βρήκα το ποδήλατό μου. Αλλά θα υπάρξει μια επόμενη φορά, που δεν θα βρούμε τίποτα. Έτσι είναι η ζωή μας. Ένα συνεχές τρέξιμο προς τα πίσω, για να χάσουμε εν τέλει ή να πεθάνουμε. Ένα τρέξιμο, που ξεκινάει από τη βρεφική μας ηλικία, τότε που βγαίνοντας από τη μήτρα κλαίμε για τη μητρική κοιλιά, που έχουμε χάσει. Το νεογέννητο με κλειστά ακόμη μάτια ψάχνει, αγγίζει με την τριανταφυλλένια του μυτούλα το μητρικό στήθος, τη γλυκιά και ανασηκωμένη ρώγα. Μετά, όταν χάσει το στήθος, ψάχνει το πατρικό χέρι που θα το οδηγήσει στα πρώτα του βήματα. Πάρα πολλά πράγματα ψάχνουμε, ώσπου να πεθάνουμε. Κι εγώ θα ψάξω ένα φιλικό πρόσωπο και θα βρω μόνο το πρόσωπο της Λουτσιάνα, αν το βρω.Και τότε ο θάνατός μου θα είναι ένα θάνατος με τον ήλιο μπροστά στα μάτια.»
Αναμφισβήτητα το βιβλίο «Ο κλέφτης των ποδηλάτων» – που επανακυκλοφορεί στα ελληνικά από τη σειρά Μεγάλες Αφηγήσεις των εκδόσεων ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σε μετάφραση Κούλας Καφετζή -, είναι ένα βιβλίο που έχει αδικηθεί μπαίνοντας στη σκιά της ταινίας του ντε Σίκα. Δεν θα αναφερθώ καθόλου στην ταινία αλλά θα προτρέψω όποιον διαβάζει αυτό το μπλογκ να μην χάσει την ευκαιρία να απολαύσει αυτό το ξεχωριστό βιβλίο.
Εκδόσεις : ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
https://passepartoutreading.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου