Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

ΤΟ ΟΥΖΕΡΙ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ

Το Ουζερί Τσιτσάνης και οι λέξεις του


Posted by sarant στο 8 Ιουνίου, 2017

Το Πάσχα που κατέβηκα στην Ελλάδα ένας φίλος μού ζήτησε να του φέρω το «Ουζερί Τσιτσάνης», οπότε πήγα σε ένα βιβλιοπωλείο και το πήρα. Ύστερα συνειδητοποίησα πως δεν θυμόμουν αν μου είχε ζητήσει το βιβλίο ή την ταινία σε DVD, και του τηλεφώνησα για να επιβεβαιώσω. Για να χαρεί ο Μέρφι, ο φίλος ήθελε την ταινία, οπότε το βιβλίο το κράτησα εγώ, μια και δεν το είχα. Αναζήτησα το ντιβιντί και αφού σε καναδυό μεγάλα βιβλιοπωλεία δεν το είχαν τελικά έκανα τη θυσία να μπω στο Πάμπλικ του Συντάγματος και να το πάρω από εκεί. Έτσι, διάβασα το βιβλίο και μετά ο φίλος μού δάνεισε το ντιβιντί και είδα και την ταινία.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, ο συγγραφέας του βιβλίου, μου αρέσει αν και δεν έχω όλα του τα βιβλία. Νομίζω πως το φόρτε του είναι τα μικρά διηγήματα, είναι από τους μάστορες του είδους. Το θέμα με το οποίο καταπιάστηκε εδώ είναι βέβαια και πρόκληση -να περιγράψει την κατοχική Θεσσαλονίκη και να πλάσει μια ιστορία στην οποία συνδυάζονται ιστορικά πρόσωπα (ο Τσιτσάνης, ο Μουσχουντής) με μυθιστορηματικά- ήταν όμως κι ένα θέμα πιασάρικο, όχι με την κακή έννοια, ένα θέμα στο οποίο ένας μάστορας έχει σχεδόν εξασφαλισμένη την επιτυχία.
Ο Σκαμπαρδώνης δηλώνει στο προοίμιο ότι δεν κάνει ιστορικό μυθιστόρημα και παραδέχεται ότι έχει κάνει κάποιους αναχρονισμούς, που ένας είναι, θαρρώ, ότι τοποθετεί τη σύνθεση της Συννεφιασμένης Κυριακής μέσα στην Κατοχή. Ωστόσο, αναφέρει καταλεπτώς τις πηγές του -και είναι σαφές ότι έχει μελετήσει την εποχή.
Το μυθιστόρημα καταφέρνει να μεταδώσει με άνεση και πειστικότητα την ατμόσφαιρα της κατοχικής Θεσσαλονίκης αλλά και να δώσει πτυχές της προσωπικότητας του Βασίλη Τσιτσάνη και του τρόπου με τον οποίο έγραφε τραγούδια και έπαιζε μπουζούκι. Προσφέρει στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης αν και δεν θέλω να κρύψω ότι με ενόχλησε η προσπάθεια του συγγραφέα να σπιλώσει, παρεμπιπτόντως, την εαμική αντίσταση.
Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει το 2001 από τον Κέδρο και επανεκδόθηκε το 2013 από τον Πατάκη με την ευκαιρία της κυκλοφορίας της ταινίας του Μ. Μανουσάκη που βασίζεται πάνω στο μυθιστόρημα. Αφηγητής είναι ο Αντρέας Σαμαράς, κουνιάδος του Τσιτσάνη, αδελφός της γυναίκας του της Ζωής και συνεταίρος του στο Ουζερί. Ο Αντρέας είναι επίσης ξυλουργός όπως και ο πατέρας του, έχει ερωτικό δεσμό με μια Εβραία, την Εστρέα, μαζί με την οποία συμμετέχουν σε μια αντιστασιακή οργάνωση, που βασική αποστολή έχει να συγκεντρώνει πληροφορίες για την αμυντική διάταξη των γερμανικών δυνάμεων και να τις διαβιβάζει στους συμμάχους. Όταν οι Γερμανοί αρχίζουν να μαζεύουν τους Εβραίους για να τους στείλουν στην Πολωνία και στον θάνατο, η Εστρέα αρνείται να φύγει από το γκέτο και να αφήσει τους γονείς της.
Ο σεναριογράφος της ταινίας του Μανουσάκη άλλαξε πολλά πράγματα στην ταινία -κυρίως πρόσθεσε: πρόσθεσε ήρωες, κυρίως Εβραίους· πρόσθεσε δοσίλογους με κουκούλα, παρολίγο γάμους, Εβραίους να φεύγουν σε καταναγκαστικά έργα, έβαλε την Εστρέα να έρχεται σε σύγκρουση με την οικογένειά της, αρνούμενη να παντρευτεί με τον (Εβραίο) γαμπρό που της προξένεψαν, και τους γονείς της να την απαρνιούνται μέχρι την τελική της μεταστροφή. Η ταινία επιμένει πολύ λιγότερο από το βιβλίο στον ρόλο των Εβραίων συνεργατών των Γερμανών και προσπερνάει τις λιγοστές μαραντζιδιές του βιβλίου (π.χ. την μπηχτή ενός ήρωα ότι οι Εαμίτες κάρφωναν στους Γερμανούς τούς εθνικόφρονες αντιστασιακούς).
Λένε πως ο Χεμινγουέι, όταν τελείωσε η πρώτη προβολη της ταινίας Για ποιον χτυπάει η καμπάνα, βγήκε θυμωμένος από την αίθουσα λέγοντας «Τα πουλάκια μάς έλειπαν!» Ο αναγνώστης που έχει διαβάσει ένα καλό βιβλίο και μετά βλέπει την ταινία που βασίστηκε σε αυτό συχνά μένει δυσαρεστημένος. Η αιτία μάλλον είναι ότι μερικά πράγματα τα έχει φανταστεί αλλιώς όσο διάβαζε και τα βλέπει αλλιώς μεταφερμένα.
Κι εμένα, ας πούμε, δεν μου άρεσε που ο ηθοποιός που παίζει τον Αντρέα έχει πολύ μοντέρνο πρόσωπο (όχι μουστάκι, χτένισμα σημερινό) ενώ αντίθετα βρήκα πολύ πετυχημένον τον Τσιτσάνη. Πάντως η ταινία βλέπεται ευχάριστα και η δύναμη της εικόνας στις σκηνές του μαρτυρίου των Εβραίων είναι αναντίρρητη. Από την άλλη, επειδή ο Σκαμπαρδώνης είναι μάστορας, καταφέρνει σε μερικές σκηνές να ξεπεράσει σε υποβλητικότητα την ταινία -για παράδειγμα, ο Εβραίος δοσίλογος Χαρσόν είναι πιο απειλητικός στο βιβλίο χάρη στο εξυπνο εύρημα του συγγραφέα να τον κάνει να τραυλίζει ελαφρά, παρά στην ταινία που τον βλέπουμε με σάρκα και οστά.
Εμείς εδώ λεξιλογούμε και θα προχωρήσω στα λεξιλογικά, διότι ο Σκαμπαρδώνης στο βιβλίο χρησιμοποιεί κάμποσες ιδιωματικές θεσσαλονικιές λέξεις. Πριν από αυτό, όμως, θα κάνω δύο γλωσσικές παρατηρήσεις, μία για το βιβλίο και μία για την ταινία.
Η παρατήρηση για την ταινία είναι ότι οι Εβραίοι μιλούν πότε ελληνικά και πότε ισπανικά ή λαντίνο (με υποτίτλους), κυρίως όταν μιλάνε μεταξύ τους. Δεν έλεγξα αν τα μιλάνε σωστά, και ούτε έχω τα φόντα.
Ως προς το βιβλίο, μια γλωσσική παρωνυχίδα είναι ότι το 1942 δεν θα μπορούσε να υπάρχει τίτλος, σε γερμανική προπαγανδιστική έκθεση, «Ο σοβιετικός Παράδεισος είναι η κόλαση της Ανθρωπότητος». Θα ήταν «η Κόλασις».
Και πάμε στις λέξεις του βιβλίου που τις παραθέτω εδώ με τη σειρά που εμφανίζονται.
  • χαντούμης (σελ. 23): ο σεξουαλικά ανίκανος, κυριολεκτικά ο ευνούχος. Λέξη της «βορειοελλαδικής κοινής», την έχει το ΛΚΝ αλλά όχι ο Μπαμπινιώτης. Τούρκικο δάνειο.
  • κεπέγκια (σελ. 23): τα μεταλλικά ρολά με τα οποία έκλειναν τα παλιά μαγαζιά.
  • ξεμοσιέρα (31): Είναι ένα μηχάνημα του ξυλουργείου. Από τα συμφραζόμενα δεν βγαίνει σε τι χρησιμεύει (το είχαν για να κρύβουν τα χαρτιά της οργάνωσης). Γκουγκλίζεται άπαξ.
  • (το μαγαζί) ντουχνιάζει (45): ντουμανιάζει. Ντούχνα, βρίσκω, είναι η βαριά μυρωδιά, ίσως σλάβικο δάνειο.
  • τσάκνο (53): σχίζα από ξερό κλαδί και μεταφορικά ο πολύ αδύνατος άνθρωπος -τη λέξη την έχει το ΛΚΝ.
  • πουλάνε κιούσπες (54). Εξηγεί ο Σκαμπαρδώνης: «τη φύρα που μένει απ’ το πάτημα του σησαμιού μετά το πάρσιμο του σησαμέλαιου»
  • ένας πεταλάς (54). Έτσι λέγανε τους στρατιώτες της Feldgendarmerie, τους Στρατονόμους, από το σήμα που είχαν στο στήθος τους.
  • τσαΐρι (96) Τσαΐρια ειναι τα λιβάδια, τα βοσκοτόπια. Δείτε και το ποίημα του Χριστιανόπουλου. Μια από τις Λέξεις που χάνονται.
  • ποδάρια δυνατα, τοπούζια (97-8) Το τοπούζι είναι ρόπαλο με σφαιρική άκρη, ματσούκα.
  • (ο Τσιτσάνης) είναι ζουφός, όλο κρυφογράφει (126) Και σε άλλο σημείο, η μητέρα «ζουφώνει με την κουβέρτα» το βρέφος.
    Κανονικά, ζουφός θα πει «κούφιος» και κατ’ επέκταση «καχεκτικός, αδύνατος». Εδώ χρησιμοποιείται περισσότερο με την έννοια σκεπασμένος/σκεπάζω.
  • Ξέρεις τι μίσμοιρος είναι; (πάλι ο Τσιτσάνης, σελ. 131)
    Δεν ξέρω τη λέξη, δεν γκουγκλίζεται. Από τα συμφραζόμενα, ο άνθρωπος που δεν κάθεται ήσυχος, ο τελειομανής. Ίσως είναι εξελληνισμένη παραλλαγή του «μισμίζης».
  • Οι μπότες του λαμπυρίζουν τζιλά (233)
    Δεν ηξερα τη λέξη. Προφανώς είναι κάποιο βερνίκι της παλιάς εποχής. Βρίσκω τη λέξη σε βορειοελλαδίτικα κείμενα (και του Σκαμπαρδώνη). Μάλλον είναι «ο τζιλάς».
  • σκεπάρνι, μέτρο και σαούλι (244). Το νήμα της στάθμης των οικοδόμων, βρίσκω. Στα κιτάπια μου έχω τον ναυτικό όρο «σάουλα, σάγουλα» με τη σημασία «σκοινί», που κατά τους Καχανέ είναι αντιδάνειο (από βενετ. sagola και αυτό από το εξάπολον).
  • πηγαίνουμε κουρσούμια [προς τα κάτω, σε περιγραφή ονείρου, 290] Κουρσούμι είναι το μολύβι π.χ. στο βαρίδι της πετονιάς, κι εδώ με αυτή τη σημασία το χρησιμοποιεί, αλλά και γενικά κάθε μεταλλικό σφαιρίδιο, μεταξύ άλλων και τα σκάγια. Δείτε και ένα διήγημα του Μάρκου Μέσκου με τη λέξη αυτή.
  • γκιζερούν γύρω γύρω στα τυφλά (304) Περιφέρονται, περιπλανιώνται εδώ κι εκεί. Τούρκικο δάνειο. Λέξη του Μακρυγιάννη. Και στις Λέξεις που χάνονται.
  • καθαρός, φρεσκοξυρισμένος, παρπουλάτος (323). Αγνοώ τη λέξη, που δεν γκουγκλίζεται. Από τα συμφραζόμενα καταλαβαίνουμε περίπου το νόημα. Την ξέρει κανείς;
  • φίντα (365).  Όπως εξηγεί και ο συγγραφέας, φίντα είναι η καρδερίνα που τη δένουν από το πόδι με σπάγκο και τη χρησιμοποιούν για δόλωμα για να προσελκύσουν αρσενικούς. Από τα ιταλικά, finta = ψεύτικη. Τη λέξη την καταγράφει το slang.gr
  • σε μια γωνιά, διάφορα παλιορούτια (377). Σε διάφορα γλωσσάρια βρίσκω τη σημασία «παλιόρουχα» αλλά αμφιβάλλω Πάντως στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα δεν είναι παλιόρουχα αλλά παλιοσίδερα. Μάλλον η σημασία είναι «παλιατσαρίες».
  • Ζει με την τσίντζα… μισή φέτα ψωμί και δυο μπουκιές (ο Τσιτσάνης, 419). Τσίντζα είναι η πολύ μικρή ποσότητα. Ιταλικό φαινεται.
  • Γυρνάει με τα μάτια του τα χαβλέμικα και κόβει τη γυναίκα (ο Τσιτσάνης, 432) Δεν ξέρω τη λέξη αυτή. Τη βρισκω να γκουγκλίζεται άλλη μια φορά πάλι σε κείμενο του Σκαμπαρδώνη για ρεμπέτες.
  • πήγαμε στο ψίκι (442) Ψίκι (από λατ. obsequium) είναι η πομπή, ιδίως η γαμήλια πομπή που φέρνει τη νύφη. Μια από τις Λέξεις που χάνονται. Ωστόσο, εδώ χρησιμοποιείται για κηδεία. Η σημασία αυτή υπήρχε στον Μεσαίωνα (οψίκιον), αλλά δεν την έχω συναντήσει σε νεότερα κείμενα.
Και κλείνω με δυο λεπτομέρειες από την ταινία.
Καταρχάς, στο σημείο όπου ο πατέρας τής Εστρέας προσπαθεί να την πείσει να δεχτεί το προξενειό, της λέει: «Εστρέα, για όνομα του Θεού λογικέψου!»
Από τα λίγα που ξέρω, οι Εβραίοι δεν προφέρουν «επί ματαίω» το όνομα του Θεού οπότε μια τέτοια έκφραση δεν μου φαινεται να έχει τη θέση της -είναι θαρρώ καθαρά χριστιανική. Ή κάνω λάθος;
Και δεύτερον, στο τέλος της ταινίας, υπάρχει ένα ραμόνι στους ελληνικούς υπότιτλους. Εκεί που ακούγεται η «Συννεφιασμένη Κυριακή», ο στίχος «Μαύρη μου κάνεις τη ζωή» μεταγράφεται ως «Μα πριν μου κανεις τη ζωή»!
Και να πεις ότι είναι κανένα σπάνιο τραγούδι!
ΥΓ Πάντως, αν θέλετε ένα βιβλιο του Σκαμπαρδώνη, δεν θα σας σύστηνα το Ουζερί, αλλά «Τα δεδουλευμένα» που είναι επανέκδοση των πρώτων πέντε συλλογών διηγημάτων του σε έναν τομο. Κορυφαία διηγήματα.
 https://sarantakos.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΛΑΣ: Ενημέρωση σχετικά με απόπειρα εξαπάτησης πολιτών, μέσω απατηλών-κακόβουλων τηλεφωνικών κλήσεων (Vishing)

  ΕΛΑΣ: Ενημέρωση σχετικά με απόπειρα εξαπάτησης πολιτών, μέσω   απατηλών-κακόβουλων τηλεφωνικών κλήσεων (Vishing) Γνωρίζεται ότι τις τελευτ...