Γιῶργος Ἰωάννου: Ὁμίχλη
Posted on 13 Ἰουνίου 2010 by planodion
Γιῶργος Ἰωάννου
Ὁμίχλη
ΕΝ ΞΕΡΩ πιὰ τί γίνεται μὲ τὴν ὁμίχλη κι ἂν ἐξακολουθεῖ νὰ πέφτει τόσο πηχτὴ ἢ μήπως χάθηκε ὁλότελα κι αὐτή, ὅπως ἡ πάχνη πάνω ἀπ’ τὰ πρωινὰ κεραμίδια. Βλέποντας τὴν παρθενικὴ πάχνη νὰ γυαλίζει παντοῦ, λέγαμε: «Εἶχε κρύο τὴ νύχτα» ἢ «τὰ λάχανα θὰ γίνουν μὲ τὴν πάχνη πιὸ γλυκά, πρέπει νὰ κάνουμε ντολμάδες».
Ὅταν ἐρχόταν ὁ καιρὸς τῆς ὁμίχλης, εἶχα πάντα τὸ νοῦ μου σ’ αὐτήν. Μέρα μὲ τὴ μέρα περίμενα νὰ μὲ σκεπάσει κι ἐγὼ νὰ χώνομαι ἀθέατος μέσα της. Θλιβόμουν ὅμως πολύ, ὅταν ἔπεφτε τὶς καθημερινές, τὴν ὥρα ποὺ βασανιζόμουν μὲ τὰ χαρτιὰ στὸ γραφεῖο. Παρακαλοῦσα νὰ κρατήσει ὣς τὸ βράδυ, συνήθως ὅμως γύρω στὸ μεσημέρι διαλυόταν ἀπὸ ἕναν ἥλιο ἰδιαίτερα δυσάρεστο.
Μά, καμιὰ φορά, ὅταν ξυπνώντας τ’ ἀπόγευμα, τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγα ἂν θὰ πάω στὸ σινεμὰ ἢ στὸ καφενεῖο, ἔβλεπα ἀναπάντεχα ἀπ’ τὸ παράθυρο τὸ ἀπέραντο θέαμα τῆς ὁμίχλης, ἄλλαζα ἀμέσως σχέδια καὶ πορεῖες. Σήκωνα τὸ γιακὰ τῆς καμπαρντίνας, κατέβαινα μὲ σιγουριὰ τὰ σκαλιὰ κι ἔφευγα γιὰ τὴν παραλία, χωρὶς ταλαντεύσεις. Ἡ ὁμίχλη εἶναι γιὰ νὰ βαδίζεις μέσα σ’ αὐτήν. Διασχίζεις κάτι ποὺ εἶναι πυκνότερο ἀπὸ ἀέρας καὶ σὲ στηρίζει. Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκόμα· ὁμίχλη χωρὶς λιμάνι εἶναι πράγμα ἀταίριαστο.
Ἡ ὁμίχλη ἦταν ἀκόμα πιὸ γλυκιά, ὅταν τὴν ψιλοκεντοῦσε ἐκείνη ἡ βροχή, ἡ πολὺ ψιλὴ βροχὴ τοῦ οὐρανοῦ μας. Αὐτὴ ποὺ δὲ σὲ βρέχει, μὰ σὲ ποτίζει μονάχα καὶ φυτρώνουν πιὸ λαμπερὰ τὰ μαλλιά σου τὴν ἄλλη βδομάδα. Καὶ τότε ἔπαιρναν νόημα τὰ φῶτα καὶ τὰ τρὰμ καὶ τὰ κορναρίσματα. Ἀκόμα κι οἱ πολυκατοικίες γίνονταν ἑλκυστικὲς μὲς στὴν ἀχνάδα.
Κι ὕστερα ἔφτανα στὸ καφενεῖο τοῦ λιμανιοῦ, αὐτὸ ποὺ ἀπὸ χρόνια εἶναι γκρεμισμένο, νὰ ξαναβρῶ τὴν παρέα μου. Κι ὅταν δὲν ἦταν ἐκεῖ —καὶ δὲν ἦταν ποτὲ ἐκεῖ— καθόμουν ὧρες καὶ καρτεροῦσα. Πίσω ἀπ’ τὰ τζάμια διάβαιναν ἀράδα οἱ σκιὲς αὐτῶν ποὺ τώρα ἔχουν πεθάνει. Κολλοῦσαν τὸ μοῦτρο τους γιὰ μιὰ στιγμὴ στὸ θαμπὸ τζάμι κι ἄλλοι ἔμπαιναν μέσα, ἐνῶ ἄλλοι τραβοῦσαν ἀνατολικὰ γιὰ τὸν Πύργο τοῦ Αἵματος. Κι ἂν δέ μοῦ ἔγνεφε κανείς, ἔβγαινα κι ἀκολουθοῦσα μιὰ σκιά, ποὺ ποτὲ δὲν μποροῦσα νὰ προφτάσω.
Δὲ θυμᾶμαι ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν ἐκείνη ἡ ὁμίχλη, μᾶλλον κατέβαινε ἀπὸ ψηλά. Τώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιὰ ἀπ’ τὰ ὄνειρα. Αὐτὰ ποὺ χρόνια μένανε σκεπασμένα μ’ ἕνα βαρὺ καπάκι, ποὺ ὅμως πῆρε ἀπ’ τὴν πίεση γιὰ καλὰ νὰ παραμερίζει.
Πέφτει πολλὴ ὁμίχλη, γίνομαι ἕνα μ’ αὐτήν, καὶ ξεκινάω. Ἀκολουθῶ ἄλλες σκιὲς ὀνοματίζοντάς τες. Περπατῶ κοιτάζοντας τὸ λιθόστρωτο. Αὐτὸ σὲ πολλοὺς δρόμους καὶ δρομάκια ἀκόμα διατηρεῖται. Δὲν ὑπάρχει, βέβαια, ἀνάμεσα στὶς πέτρες τὸ χορταράκι, ποὺ φύτρωνε τότε. Ὅλα ἔχουν γκρεμίσει ἢ ξεραθεῖ. Κανένας θάνατος δὲν εἶναι καλός. Ὤ, καὶ νά ‘ταν ἀλήθεια, αὐτὸ ποὺ λένε, πὼς θὰ τοὺς ξαναβροῦμε ὅλους...
Ἀκολουθώντας τὶς σκιὲς μπαίνω πάντα στὸν ἴδιο δρόμο. Τὰ δέντρα καὶ τὰ φυτὰ θεριεύουν μὲς στὴ μοναξιὰ καὶ τὴ θολούρα. Γίνονται σὰν κάστρα τεράστια. Φτάνω στὸ ἀγέρωχο σπίτι, τὸ τυλιγμένο μὲ κισσοὺς καὶ φυλλώματα. Παρ’ ὅλο ποὺ οἱ σκιὲς κοντοστέκονται καὶ σὰν νὰ μοῦ γνέφουν, ἐγὼ δὲν πλησιάζω κὰν στὴν Πορτάρα. Θαρρῶ πὼς μόνο ἀγαπημένο πρόσωπο θὰ μὲ πείσει κάποτε νὰ τὴν περάσω.
Φεύγω καὶ ξαναχάνομαι στὰ τράμ, τὰ φῶτα καὶ τὴν κίνηση. Ὁ νοῦς μου εἶναι κολλημένος στὴν ὁμίχλη καὶ σ’ ὅλα ὅσα εἶδα μέσα σ’ αὐτήν. Προσπαθώντας νὰ ξεχαστῶ περπατῶ πολὺ τὶς ὁμιχλιασμένες νύχτες. Αἰσθάνομαι κάποια ἀνακούφιση μὲ τὸ βάδισμα. Τὰ μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγὰ σιγὰ στὸ κορμὶ καὶ διοχετεύονται ἀπ’ τὰ πόδια στὸ ὑγρὸ χῶμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου