NOV
18
O ΡΟΥΦΟΣ..."Περπατούσε κορδωμένος, πάντα καταμεσίς του δρόμου, σα νάθελε να πει : Με βλέπετε ; Πατάω τη γη και τρέμει ! Κάντε πέρα το λοιπόν, μη σας πάρω σβάρνα όλους !..."
Στον αδελφό μου
( το φωτογραφικό υλικό είναι αυθεντικό, δεκαετιών..1960 - 1990 εκτός των χιουμοριστικών εικόνων, και της μικρής τζόκευ)
Α.Κ.Κ.
blogger
Ο ...Ρούφος !
Αριστερά : η γιαγιά Ελένη Τσουμπέκου, απ' το Βελεστίνο,με το πρώτο ξαδελφάκι μας. Δεξιά : ο..Εύρης,,,τσολιαδάκι στα νήπια ! |
Περπατούσε κορδωμένος, πάντα καταμεσίς του δρόμου, σα νάθελε να πει : Με βλέπετε ; Πατάω τη γη και τρέμει ! Κάντε πέρα το λοιπόν, μη σας πάρω σβάρνα όλους !
Ρούφο τον φώναζαν, και φαινόταν πως του καλάρεσε αυτό το όνομα. Πόσο μου ταιριάζει, θα σκέφτοταν, αυτός ο παλληκαρίσιος τίτλος. Ρούφος ! Μούρχεται όλους να τους ρουφήξω, νά έτσι, μιά χαψιά !
Γράμματα δεν ήξερε πολλά, δεν πολυδιάβαζε σα τη μικρή του αδελφούλα, πού' ταν χωμένη στο βιβλίο απ' τα γεννοφάσκια της ! Ετούτος εδώ ήταν απ' άλλο ανέκδοτο, μη σας πω κι απ' άλλο πλανήτη, μπορεί και γαλαξία !Είχε το νου του συνέχεια στα μηχανάκια, στις βέσπες και στη μουντζούρα του λαδιού της μηχανής του αυτοκινήτου ! Αλλά μια μεγαλύτερη λόξα τον είχε τρελάνει. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στη πίσω αλάνα της γειτονιάς μας, να κάνει..δοκιμές στ' άλογο του πατέρα του, χωρίς την άδειά του φυσικά ! Γνώσεις λοιπόν πολλές δεν είχε, είχε όμως φουσκωμένα τα μυαλά.
Πρωί-πρωί, πριν ακόμα ανοίξουμε μάτι, τάκα-τούκ, τάκα-τούκ, ακουγόταν στο δρόμο το γρήγορο τρέξιμο ενός αλόγου. Περνά ο Ρούφος, λέγαμε, και πετιόμαστε στα παράθυρα τάχα να τον καμαρώσουμε πάνω στ' άλογό του ! Αυτό το τρέξιμο κρατούσε αρκετήν ώρα, ώσπου να τον πάρει είδηση όλη η γειτονιά. Το έρμο το άλογο πετούσε αφρούς, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από τα πλευρά του. Κι ο Ρούφος τη δουλειά του εκεί ! Ετρεχε, με ξένα πόδια. Σε λίγο τα παιδιά πήγαιναν στο σχολειό, κι αυτός σπειρούνιαζε δυνατά το ζωντανό, να τρέξει περισσότερο, να μείνει ο κόσμος μ' ανοιχτό το στόμα.
Τ' απογέματα, τις λεύτερές μας ώρες, μαζευόμαστε όλοι γύρω του και τον ακούγαμε και χωρίς την παραμικρή ντροπή,ιστορούσε τα ψεύτικα κατορθώματά του. Σήκωνε ψηλά τους ώμους, τάλεγε όλα φωναχτά και με πλατιές χειρονομίες, κουνιόταν απότομα, σαν κορδωμένος κούκλος ! Ολα τάξερε κι όλα τα κατάφερνε. Ποτέ του αυτός δεν είχε πέσει έξω στη..ζωή του !
Μ' όλα του λοιπόν τα τέτοια φουσκωμένα φερσίματα δεν αργήσαμε να καταλάβουμε τί γενναίο..κολοκύθι ήταν τούτος δω ο καπετάν φασαρίας. Τον ακούγαμε με κρυφή κοροϊδία, κάναμε πως τον θαυμάζαμε, του δυναμώναμε ίσως την όρεξη να φορτώνει στις ψευτιές του κι άλλες ψευτιές. Κανένας δε βρέθηκε ποτέ να του πει : Τί λες μωρέ Ρούφο ; Δεν πας αλλού να τα πουλήσεις αυτά ; Δεν είμασταν συνομήλικοι βλέπεις για νάχουμε αυτό το θάρρος, κι ύστερα, ποιός ο λόγος να του κόψουμε την όρεξη ; Τέτοιον ψευτοθόδωρο πού θα τον βρίσκαμε ξανά ; Κι έτσι ο Ρούφος κάθε μέρα, μας ξεφούρνιζε και κάποιο του καινούριο κατόρθωμα !
- Το λοιπόν παιδιά, αρχινούσε με βαριά φωνή, - δεν ήταν βαριά η φωνή του. Την έκανε αυτός έτσι, για να φαίνεται πιο άντρας - είχα πάει με τ' αλογάκι μου μιά βόλτα ως τον κάμπο. Τί τρέξιμο, μωρέ, ήταν εκείνο !Κόλαφος. Για μιά στιγμή, μου φάνηκε σα νάκουσα ανθρώπινη φωνή. ''Λυπήσου με, μωρέ Ρούφο, ζωντανό είμαι κι εγώ ! Μη με σκάσεις !''. Σταμάτησα.
Σ' αυτό το σημείο ο μπαγάσας, σταματά λίγο τη διήγησή του, ο λογάς, και μας κοιτάζει έναν-έναν κατάματα, θέλοντας να διαβάσει στα μάτια μας την εντύπωση που έκανε ως τώρα. Θέλει να μας φουντώσει κι άλλο τη περιέργεια.
- Λοιπόν ; λοιπόν ; ρωτάμε εμείς και σπρωχνόμαστε με περιέργεια.
- Λοιπόν - συνεχίζει ο φούσκας - μιλούσε το άλογό μου ανθρώπινα. Παρακαλούσε να σταματήσω.Το λυπήθηκα, παιδιά. Να και μιά βρυσούλα εκεί κοντά, το πήρα απ' το χαλινάρι και το πήγα να πιει. Οπου ξαφνικά..χώπ, σηκώνεται ολόρθιο στα πίσω πόδια ! Χλιμίντρισε φοβερά και τρομερά σας λέω, παιδιά ! Γυρίζω τότε και τί να ιδώ ; Νά ένας φίδαρος, σαν το μπράτσο μου χοντρός !
Γυρίσαμε κι είδαμε όλοι, τάχα μου με θαυμασμό, το μπράτσο του. Και συνέχισε : Ορμάω, που λέτε στο θεριό ! Το βουτάω απ' το λαιμό, το στρυφογυρίζω και του κοπανάω το κεφάλι κάτω. Αρπάζω τότε μιά πέτρα - ως εκατό οκάδες - του την πετάω με το δεξί μου χέρι στο κεφάλι του και τ' αποτελειώνω !
- Τί λες μωρέ θερίο ; Είπαμε όλοι μας μ' ένα στόμα. Κ' ύστερα ;
- Φορτώνω το φίδι στο άλογο και γυρίζω σπίτι μου. Το γδέρνω κι αλατίζω το πετσί του κι αυτά τα παπούτσια που φοράω τώρα, τάκανα από κείνο το πετσί ! Εκανα και κάμποσα πορτοφόλια για τα λεφτά μου, κι ένα μεγάλο κομμάτι το κράτησα για να κάνω μπότες. Δύο ζευγάρια μάλιστα θα κάνω και θα περισσέψει κιόλας !
- Μωρέ μπράβο ! φωνάξαμε όλοι μαζί και σκύψαμε και κοιτούσαμε τα παπούτσια του. Ενας όμως από μας, δε θυμάμαι ποιός, βρήκε ένα μικρό σκουληκάκι και κρυφά-κρυφά τόβαλε στο πόδι του Ρούφου..Την ίδια στιγμή κάναμε όλοι μαζί μια κίνηση αηδίας και πεταχτήκαμε πάνω φωνάζοντας :
- Α, α....α.....το παιδί του φιδιού, το φιδοπαίδι !
Κι ο Ρούφος τρομαγμένος τελείως, και προσπαθώντας να το κρύψει αδέξια, δίνει μιά με τ' άλλο του πόδι και σκοτώνει το σκουλήκι.
- Τί κάνετε έτσι, λέει.. και προσπαθεί να φαίνεται πως δεν τρέμει. Το σκότωσα, μωρέ παιδιά..
Πόσες φορές δε μας την είχε πει αυτή την ιστορία ο Ρούφος, και μεις κάθε φορά κάναμε πως δεν την είχαμε ξαναματακούσει ! Και δώστου και τον κουρδίζαμε να την ξαναπεί.
- Το λοιπόν, παιδιά, είχα πάει με τ' αλογάκι μου ως τον κάμπο...
Η αρχή της ιστορίας δεν άλλαζε ποτέ, άλλαζε όμως η συνέχεια, που την παραγέμιζε με καινούριες ψευτιές και που εμείς κάναμε πάντα πως τις πιστεύαμε, αλλά και τις παινεύαμε κιόλας ! Μιά φορά, την ώρα που μας έλεγε πώς έκανε τα ωραία του παπούτσια απ'το φιδίσιο πετσί, έτυχε να περνάει από κει ένας παλιατζής :
- Εϊ, Ρούφο, του λέει : Πολύ γερά σου βγήκαν, βλέπω, τα παπούτσια, έτσι ;Εμ, και τί καλή δερματίνη σούδωκα όμως, έτσι ; δεν έχεις παράπονο παλληκάρι μου. Κι εμείς τότε είναι που δεν κρατηθήκαμε και το βάλαμε στα πόδια πνιγμένοι στο γέλιο ! Μα ο Ρούφος ήταν αδιόρθωτος. Μεράκι τόχε, βρε παιδί μου, να καυχιέται και να κομπάζει συνέχεια, ούτε η ελληνική μας σημαία νάταν πια ! Κι αν δεν βρισκόταν κάποιος να κάθεται να τον ακούει με προσοχή, θάσκαγε απ' το κακό του ! Εμείς πάλι, τί είχαμε να χάσουμε ; Κοροϊδεύαμε τις φούσκες του και το διασκεδάζαμε κιόλας, που δε μας έπαιρνε μυρωδιά.
Κάποτε ήρθε όμως στη παρέα μας κι ένας καινούριος φίλος. Ητανε πάνω-κάτω ως δύο χρόνια πιο μικρός απ' τον Ρούφο. Ετσι μικροκαμωμένος που ήταν, φαινόταν συνομίληκός μας. Ευριπίδη τον λέγανε, μα εμείς πολύ γρήγορα από Ευριπίδη τον κάναμε Εύρη, γιατί τα λόγια του ήταν λίγα κι έψαχνες να τα..βρεις ! Λίγα, καλά και μετρημένα. Μπήκε λοιπόν κι αυτός στη παρέα μας, κι άκουγε μαζί μας τις πεπονόφλουδες του φαφλατά !
Ολοι κάναμε, όπως πάντα, του κόσμου τις γκριμάτσες και παίζαμε το θεατράκι μας μιά χαρά. Ο Εύρης τίποτα...γρήγορα το πρόσεξε αυτό ο Ρούφος και σκέφτηκε : '' Μωρέ ποιός είναι δαύτος, που δεν συγκινιέται δράμι από τις παλληκαριές μου ; Μισής μπουκιάς άνθρωπος μου φαίνεται...να τον φυλάει ο θεός, να μην έρθω καμμιά ώρα στα μπουρίνια μου και τον εβάλω στη τσέπη μου '' ! Βέβαια κι εμείς την προσέξαμε αυτήν την έχθρα πούδειχνε ο Ρούφος στον Εύρη. Μα και τί να κάναμε εξάλλου ; Ούτε ο ένας άλλαζε, ούτε ο άλλος...
Μιά μέρα ο Ρούφος ήταν στα μεγάλα του κέφια, γιατί έλειπε ο Ευριπίδης. Νάτη η ευκαιρία, σκέφτηκε, να μιλήσω,να παραμυθιάσω μιά χαρούλα χωρίς να με γιουχάρουν τα κοροϊδευτικά μάτια αυτού του...Εύρη !
- Ε, παιδιά, προχτές πήγα μιά βόλτα στου Βουδονάρα τα χωράφια.
- Με τί πόδια μωρέ πήγες τόσο μακρυά, ρώτησα εγώ.
- Οχι, μωρέ παιδί μου, με το αλογάκι μου..πάω εγώ ποτέ με τα πόδια ;Λοιπόν, βλέπω εκεί που λέτε σ' ένα χωράφι τον Νικολή τον Βούλτεψη και τον Δημητρό τον Καραμήτσο. Κατεβαίνω απ' τ' αλογάκι μου, το δένω σε μιάν ελιά και τους πλησιάζω... Σ' αυτό το σημείο της διήγησης ξεροκατάπιε το..θερίο, γιατί είδε πως ερχόταν τώρα κι ο Εύρης.
- Λοιπόν που λέτε παιδιά, συνέχισε ο λογάς του αιώνα, πλησιάζω τον Νικολή τον Βούλτεψη και τον Δημητρό τον Καραμήτσο. Γειά σας μωρέ παιδιά, τους λέω...Γειά σου, μου λένε...Τί κάνετε εκεί, τους λέω...Τίποτα, μου λένε, και είδα ότι κάτι κρύψανε στις τσέπες τους. Και πώς δεν κάνετε τίποτα, τους λέω, αφού κάτι μου κρύβετε ; Η μήπως και νομίζετε ότι δεν μύρισα εγώ τη κάπνα του μπαρουτιού από μακρυά ; Μωρέ όσφρηση γερή που την έχεις ! με θαυμάξανε εκείνοι..Αμέ, τους λέω γω.
Ελάτε τώρα, βγάλτε τα κρυμμένα, γιατί ξεχωρίζουν οι μπούκες τους από τις τσέπες σας ! Μωρέ παιδί μου, λέει ο Νικολής ο Βούλτεψης, ούτε αστυνομικός νάσουνα ! Βγάλανε λοιπόν έξω τα μπιστόλια, γιατί μπιστόλια ήταν αυτά πούκρυβαν στις τσέπες τους. Και σαν πού βαράγατε ; τους λέω. Ε, νά, σ' εκείνη τη συκιά, μου λένε. Θέλαμε να βρούμε τον κορμό της..Πάω κοντά στη συκιά, που λέτε, και βλέπω..καμία σφαίρα δεν την είχε πετύχει. Ολες είχανε περάσει από πλάϊ, κι είχανε σφηνωθεί στη μάντρα με τα πλιθότουβλα, που χώριζε το ένα χωράφι απ' τ' άλλο. Βρε, βρε, βρε, τους πονηρούς, σκέφτηκα. Νά γιατί μούκρυβαν τα μπιστόλια. Για να μην τραβήξω κι εγώ ο μάγκας και ντροπιαστούνε μπροστά μου. Δώστε μου, τους λέω, τα μπιστόλια...Τί να κάνουν ; Μου τάδωσαν...
Τα αρπάζω, που λέτε, και τα δυό, τόνα στο δεξί μου χέρι και τ' άλλο στ' αριστερό. Θα χτυπήσω πρώτα με το ένα μπιστόλι το δέντρο, θ'ανοίξω τρύπα στον κορμό με τη σφαίρα, κι απ' αυτή τη τρύπα θα περάσω τη σφαίρα του δεύτερου μπιστολιού ! τους είπα..Μπούμ, τραβάω μία με το δεξί μπιστόλι και σείστηκε σύγκορμο το δέντρο..Κι απ' τη τρύπα του δέντρου πήδηξε γάλα.. Σε τούτο το σημείο κάναμε όλοι μας τον σταυρό μας. Ο Εύρης δεν σταυροκοπήθηκε. Αυτός μόνο που ξερόβηξε. Μα ο Ρούφος ήταν πια μεθυσμένος απ' το ψέμα και τη μυθομανία του. Και συνέχισε :
- Σαν είδα πως τρύπησα το κορμό της συκιάς, πυροβολάω την τρύπα με το αριστερό μπιστόλι.
- Ώστε πέρασε η σφαίρα μέσ' απ' την τρύπα ! απόρησα τάχα μου εγώ..
- Πέρασε λέει ! Και παραπέρασε !
- Μα καλά. Την πρώτη την είδες, που τρύπησε τον κορμό, είπα..η δεύτερη όμως, πώς το βεβαιώθηκες πως πέρασε από την τρύπα της πρώτης ;!
- Το βεβαιώθηκα, λέει αυτός. Κι αμέσως ξεκουμπώνει το πουκάμισό του και μου δείχνει το στήθος του. Βλέπεις εδώ ; Και μαζευτήκαμε όλοι πήχτρα να δούμε το στήθος του Ρούφου. Κι αυτός συνέχισε θριαμβευτικά : - Βλέπετε ; Νά και το σημάδι της πληγής. Της σφαίρας είναι, που πέρασε από την τρύπα της συκιάς, βρήκε τη πέτρα της μάντρας, ξαναγύρισε πίσω από τον ίδια τρύπα του δέντρου και με βρήκε έτσι ξώφαλτσα στο στήθος !
- Α α α α α! ξεφωνίσαμε όλοι με θαυμασμό !
Μα κείνη τη στιγμή, πλησιάζει κι ο Εύρης στο στήθος του Ρούφου.
- Για να δω, βρε παιδιά, κι εγώ αυτή τη πληγή...Μωρέ παλιοψεύτη, γυρίζει και λέει στον Ρούφο..αυτό το ψυλλοδάγκωμα μας το λες για λαβωματιά ; Ή δε το μυρίστηκες ακόμα τόσον καιρό, πως όλοι τούτοι εδώ οι καραγκιοζοπαίχτες σε παίζουνε στα δέκα τους δάχτυλα, κι όπως τους αρέσει ;
- Εμένα μωρέ μιλάς έτσι ; ξεφώνισε άγρια ο Ρούφος.
- Ναι εσένα, απάντησε περιφρονητικά ο Εύρης.
- Για μέτρα καλά τα λόγια σου γιατί...
- Εγώ δεν έχω λόγια για να μετρήσω...να μου τα μετράς εσύ που τάχεις πολλά και πλούσια σε παραμύθια της φακής !
- Μωρέ πιτσιρίκια, μούγκρισε ο Ρούφος, κάντε πέρα μην πάρει κι εσάς η μπόρα, γιατί τούτος εδώ, που πέφτει τώρα στα χέρια μου, δε με ξέρει καθόλου καλά και σάμπως να θέλει να το μάθει για τα καλά !
Στο άψε-σβήσε λοιπόν, άπλωσε τα χέρια του σα γεράκι και ρίχτηκε στον Εύρη !
Αυτός όμως σκύβει λίγο κι ώσπου να πεις κρεμμύδι ορμά στα πόδια του Ρούφου, του τα τραβά απότομα και τον στρώνει χάμω φαρδύ-πλατύ ! Την ίδια στιγμή ρίχνεται πάνω του σα ταύρος σε υαλοπωλείο και του δίνει, του δίνει, του δίνει της χρονιάς του !
Τις έτρωγε ο καϋμένος ο Ρούφος και βογγούσε.
- Μπράβο Ρούφο, φωνάζαμε εμείς από πάνω !Δως του κι άλλες ! Κι άλλες Ρούφο ! Κι αυτός τις άρπαζε για τα καλά, και τί να πεί ;!
Με τις φωνές μας λοιπόν ξεσηκώσαμε τον κόσμο στο ποδάρι, ώσπου πετάχτηκαν έξω οι γειτόνισσες και μας μάλωσαν. Αφησε τότε ο νικητής τον νικημένο, χτύπησε τα χέρια του δυνατά, να φύγει η σκόνη και τραβήχτηκε παράμετα να ξεσκονιστεί τελείως,,,και σηκώθηκε κι ο Ρούφος.. Κι εμείς τότε πια όλοι μαζί τον τριγυρίσαμε, πούτρεμε, κι αρχίσαμε να τον ''ξεσκονίζουμε'' για τα καλά στη πλάτη, στο σβέρκο, στα πλευρά, παντού ! Τον ''ξεσκονίζαμε'' όμως ; Αυτό πια δεν ήταν ξεσκόνισμα...ήταν το πιο τρανταχτό χτύπημα χαλιού από μπαλκόνι αψηλό !
- Μπράβο Ρούφο ! Τούδωσες και κατάλαβε, τούδωσες μωρέ, πούγινε τ' αλατιού ! Κι ένα δυό μέσα σ' όλα τα ''μπράβο Ρούφο'', τούλεγαν ''Μπράβο μπούφο'' !
Μα ο Ρούφος πού να το καταλάβει !!
Κείνη την ώρα όμως περνούσε κι ο δάσκαλος από κει, σταθήκαμε παράμερα..
- Τί συμβαίνει βρε παιδιά εδώ ;
- Τίποτα, κύριε Δάσκαλε, απάντησε ο Ρούφος. Να, είχα καιρό να βρω άνθρωπο να δείρω και, τώρα που τον βρήκα, ξεθύμανα για τα καλά..
Γύρισε ο Δάσκαλος και είδε τον Εύρη, που έφευγε..Κι ο Ρούφος φώναξε θριαμβευτικά :
- Εεε, συ Παλιο- Εύρη, κοίτα καλά έτσι ; Μην ξαναπέσεις στα χέρια μου, γιατί θα φας και τις υπόλοιπες !...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου