18
Ο ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ..."Καλό κορίτσι η Ευτέρπη και με το κάτι τις της, αλλά άτυχη βρε παιδί μου..Κανά δυό τύχες που της έπεσαν δεν στέριωσαν. Το κακό μ' αυτήν ήταν πως μπερδεύονταν ο γαμπρός και δεν καταλάβαινε κατά πού κοιτάει. Τό 'να μάτι της έκοβε δεξιά και προς τα πάνω και το άλλο, σημάδευε την άκρη της μύτης της...!"
9) Εις επιφυλακήν
Την άλλη μέρα πέρασε απ’ το γραφείο πριν κάνει τον γύρο της Αθήνας για εισπράξεις.
Ο Νίκος ήταν στην συνηθισμένη του θέση, να κοιτάει στα μάτια την δευτεροξαδέρφη (ή τριτοανιψιά, ποτέ δεν το ξεκαθάρισε )
Ο Βασίλης τον συνέφερε στα γρήγορα.
-Πήγαινε στον Λευτέρη να συνεννοηθείς ( περιμένουμε λεφτά από ‘κει) και πες του να περάσει τ’ απόγευμα απ’ το γραφείο.
-Δεν είναι λίγο επικίνδυνο να έρχεται εδώ;
-Δεν πειράζει.. ας είναι, για μια φορά…
-Λοιπόν ! Δεν μου το βγάζεις απ’ το νου ότι εσύ έχεις κάτι στο νου σου.
Ασφαλώς και είχε! Ήθελε να δέσει τον κύριο αντισυνταγματάρχη με τα πιο γερά δεσμά.
Αρκετά έμεινε μονάχος του, καιρός ήταν να παντρευτεί κι αυτός και να νοικοκυρευτεί.
Η ιδέα ήταν της Τούλας, που στο πρόσωπο του Λευτέρη έβλεπε μια καλή αποκατάσταση για την ξαδέλφη της την Ευτέρπη (της το ‘χανε κάνει Ντέπη)
Καλό κορίτσι η Ευτέρπη και με το κάτι τις της, αλλά άτυχη βρε παιδί μου. Κανά δυο τύχες που της έπεσαν δεν στέριωσαν. Το κακό μ’ αυτήν ήταν πως μπερδεύονταν ο γαμπρός και δεν καταλάβαινε κατά που κοιτάει. Το ‘να μάτι της έκοβε δεξιά και προς τα πάνω και το άλλο, σημάδευε την άκρη της μύτης της. Άϊντε τώρα να συνεννοηθεί ο άλλος μαζί της όταν έδειχνε ¨εκεί¨. Όταν της ζητούσε περαιτέρω διευκρινίσεις, παρεξηγούνταν η Ευτέρπη και νόμιζε ότι την κορόιδευε, γίνονταν θηρίο και διέλυε τον αρραβώνα. Βρε τι να την καλοπιάνει η μάνα της: (Δεν το ‘πε από κακό, βρε πουλάκι μου, το παρεξήγησες το παιδί).
Η Ευτέρπη όμως ανένδοτη! Αφού τον έλουζε μ’ ένα σωρό κοσμητικά, δήλωνε ότι δεν θέλει να τον ξέρει. Τάβλα στο κρεβάτι η θειά της Τούλας με την πίεση στο είκοσι.
-Θα με πεθάνει αυτό το κορίτσι. Στο ράφι θα μείνει, απ’ το ξερό της το κεφάλι.
Τίποτα δεν είχε το κεφάλι της. Το κακό ήταν πως η φουκαριάρα έβλεπε τον κόσμο από γωνία και το έφερε βαρέως κι άμα της περνούσε απ’ το νου ότι προσπαθούσε να την δουλέψει ο υποψήφιος γαμπρός, γίνονταν θηρίο. Στο δευτερόλεπτο του ρίχνονταν με τα νύχια να του βγάλει τα μάτια. Το ευτύχημα ήταν ότι δεν μπορούσε να σημαδέψει καλά κι έτσι δεν είχαν θρηνήσει θύματα. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα η Ευτέρπη έπιασε τα τριάντα τρία (κι ας την έλεγαν είκοσι οκτώ) και φως δεν φαίνονταν στον ορίζοντα. Η Τούλα λοιπόν είχε την ιδέα να τους βάλουν να συναντηθούν, δήθεν κατά τύχη. Θα χτένιζαν (λέει) την Ντέπη έτσι που να μη φαίνονται πολύ τα μάτια και θα της έλεγε να κάνει την ντροπαλή και χαμηλοβλεπούσα, γιατί ο Λευτέρης σαν αξιωματικός, ήταν παλαιών αρχών. Κατά τ’ άλλα τίποτα δεν της έλειπε της Ευτέρπης. Ένα σωματάκι σούπερ, να την πιεις στο ποτήρι κι αν παράβλεπες τα μάτια η υπόλοιπη ήταν κουκλί σκέτο.
Την παγίδα θα την έστηναν στο σπίτι του Βασίλη όπου θα καλούσαν τον Λευτέρη για φαγητό και –κατά σύμπτωση- θα ήταν εκεί και η Ντέπη για να βοηθήσει την ξαδέλφη της στο μαγείρεμα. Θα λέγανε ότι τα περισσότερα φαγητά τα μαγείρεψε η χρυσοχέρα νοικοκυρά που όμοια της δεν υπάρχει σε όλη τη μείζονα περιφέρεια Αττικής και νήσων. Τώρα άμα τσιμπούσε ο αντισυνταγματάρχης ήταν άλλο θέμα. Πάντως ο Βασίλης φρόντισε να έχει τέσσερα μπουκάλια κρασί Νεμέας μπας και γίνει τύφλα και δεν βλέπει τα παράκεντρα μάτια της αλλοίθωρης κουκλάρας.
Πράγματι η Τούλα ξεπέρασε τον εαυτό της! Τι μουσακά ετοίμασε, τι αρνάκι γεμιστό κι από γύρω ένα σωρό μεζεδάκια (για το ούζο)
Ο Βασίλης βέβαια διαφωνούσε. Δεν ήθελε να τον χαζέψουν απ’ την πρώτη στιγμή.
-Να προλάβει ο άνθρωπος να γνωρίσει την κοπέλα, ρε Τούλα και μετά τον… παραγεμίζουμε.
-Ε.. δεν πειράζει θα την γνωρίσει στο ούζο! Ν’ απασχολείται με τα μεζεδάκια και να μην την κοιτάει στα μάτια.
-Να της βάζαμε, καλύτερα, μαύρα γυαλιά;
-Άει να χαθείς, δεν ντρέπεσαι!
Στο τέλος όλα πήγαν χαμένα. Αργά το απόγευμα τους πήρε τηλέφωνο η… γυναίκα του Λευτέρη για να τους αναγγείλει ότι κάτι συνέβαινε και είχαν μπει σ’ επιφυλακή όλες οι μονάδες κι έτσι δεν θα μπορούσαν να έλθουν. Αλλά τους ευχαριστούσε πολύ για την πρόσκληση και υπόσχονταν ότι θα το οργάνωναν μια άλλη φορά.
Το τηλέφωνο (για κακή του τύχη) το σήκωσε η Τούλα που έγινε θηρίο.
-Μα καλά, μπορεί να είσαι τόσο βλάκας; Δεν τον ρώτησες τον άνθρωπο αν ήταν παντρεμένος;
-Μα δεν μου ανέφερε ποτέ ότι..
-Τον κακό σου τον καιρό! Ευτυχώς κάτι συνέβη την τελευταία στιγμή και μπήκε ο στρατός επιφυλακή και δεν γίναμε ρεζίλη στην κοπέλα. Αλλά με σένα κύριε..
Είχε βάλει μπροστά το μηχανάκι η Τούλα, με καύσιμα για μακρά διαδρομή. Επίγεια κόλαση τον περίμενε τον Βασίλη! Αλλά η πολύχρονη συμβίωσή του μαζί της, τον είχε κάνει ν’ αναπτύξει τεχνικές παραπλάνησης που θα τις ζήλευε κι ο Μέττερνιχ.
-Τι είπες τώρα; Επιφυλακή ο στρατός; Τι λες ρε Τούλα; Άνοιξε γρήγορα την τηλεόραση να δούμε αν λένε τίποτα.
Όχι δεν έλεγαν τίποτα. Αλλά οι σταθμοί του εξωτερικού που έλεγαν ειδήσεις στα Ελληνικά, μιλούσαν για κάποιες φοιτητικές διαδηλώσεις.. μάλλον στη Νομική.
Είχαν μάλιστα και ήχο. Οι φοιτητές φώναζαν ¨κάτω το ποδόσφαιρο¨.
Ο Βασίλης έγινε έξω φρενών!
-Καλά τι τους φταίει το ποδόσφαιρο; Δεν κοιτάνε εκεί τα μαθήματά τους, μπας και γίνουν άνθρωποι; Ο κόσμος έχει ένα σωρό προβλήματα κι αυτοί τρώγονται με το ποδόσφαιρο!
Την άλλη μέρα, πηγαίνοντας στο γραφείο, προσπαθούσε με πλάγιες ματιές να διακρίνει κάποια σημάδια των ταραχών που έλεγαν οι σταθμοί. Δεν είδε και πολλά πράγματα. Λεπτομέρειες!
«Άιντε μωρέ, τα παραλένε. Σιγά τις ταραχές! Συλλαλητήρια γίνονταν παλιά. Τώρα με τον Παττακό στο κεφάλι τους, τι διαδήλωση να κάνουν; Θα βρεθούν όλοι τους στα Γιούρα.»
Έτσι είναι. Είχαν περάσει έξι χρόνια και η δικτατορία είχε πλακώσει τα πάντα. Κανείς δεν τολμούσε να κάνει κιχ! Με το παραμικρό έβαζαν όλη την Αθήνα σε επιφυλακή. Απαγόρευαν τις συγκεντρώσεις άνω των τριών ατόμων, απαγόρευαν την κυκλοφορία, μετά την δύση του ήλιου κι ένα σωρό άλλες αηδίες. Αλλά είχαν καταφέρει να σταματήσουν κάθε αντίδραση. Έμεναν κάποιοι στο εξωτερικό να φωνάζουν, αλλά ποιος τους άκουγε; Τον Παπαδόπουλο δεν τον κουνούσε κανένας! Μόνο ένας ήταν αρκετά τρελός να κάνει απόπειρα εναντίον του αλλά τον βούτηξαν στο ίδιο το λεπτό.
Έτσι κι αλλιώς τον τελευταίο καιρό είχαν αρχίσει να λασκάρουν τα πράγματα. Έκαναν κυβέρνηση με πολιτικούς και ανάσαινε ο τόπος πιο ελεύθερα. Πολλοί όμως ήταν εκείνοι που έλεγαν ότι έστησαν καραγκιόζ μπερντέ με τον Μαρκεζίνη για Χατζατζάρη, αλλά και ποιος έδινε σημασία στη γκρίνια; Ο Παπαδόπουλος, καραγκιόζης ή όχι, έκανε την δουλειά του μια χαρά και είχε βάλει όλη την Ελλάδα στο ψυγείο.
Τους το είπε κι ένας ταξίαρχος. : «Είμεθα απολύτως ισχυροί. Οι Έλληνες εκτιμούν την προσφοράν της επαναστάσεως εις τον τόπον. Οι δε Αμερικανοί συνεργάζονται αψόγως μεθ’ ημών, δια την εξασφάλισην της καθεστηκυίας τάξεως εις τον δυτικόν κόσμον και την απομάκρυνσην της κομμουνιστικής απειλής»
Βέβαια εκείνο το περί συνεργασίας των Αμερικάνων, δεν του ακούστηκε τόσο καλά. Όλοι έλεγαν ότι ο Παπαδόπουλος ήταν υπηρέτρια των Αμερικάνων και τους έκανε ότι χατίρι ήθελαν. Όπως τότε που είχαν φέρει στον Πειραιά εκείνο το αεροπλανοφόρο και είχε κλείσει όλη… την ακτογραμμή. Το είχαν φέρει λέει για επίδειξη, για να φοβηθούν οι άλλοι του ανατολικού μπλοκ, ότι αυτοί είναι τα αφεντικά όλης της Δύσης. Αλλά και με τους κομμουνιστές! Τι μανία ρε παιδί μου! Από το πενήντα κάτι και μετά τους είχαν λιανίσει. Είχαν γεμίσει τα ξερονήσια και τις εξορίες με δαύτους. Άσε που πολλοί είχαν φύγει στο ανατολικό μπλοκ και κανένας δεν είχε ξανακούσει τίποτα. Μερικοί που είχαν έλθει απ’ την Τασκένδη έλεγαν ότι μετά τα αντάρτικα είχαν πάει κάποιοι εκεί, αλλά δεν άφηνε η αστυνομία να τους πλησιάσουν. Τους είχαν, λέει, απομονωμένους. Ελεύθεροι και μαζί φυλακισμένοι. Παντού τα πάντα….
Αλλά είχε γίνει οδηγός τζιμάνι! Κοντά στην Ομόνοια ήρθε τρέχοντας μια νεαρή κι έπεσε πάνω στ’ αμάξι. Ο Βασίλης φρενάρισε και γύρισε το τιμόνι έτσι που να μη χτυπήσει την κοπελιά αλλά και να γλιτώσει το άλλο αμάξι που έρχονταν δίπλα του. Μεσ’ το ίδιο το λεπτό έπεσαν δυο αστυφύλακες πάνω στην κοπέλα και την άρπαξαν απ’ τα μαλλιά. Την έσκυψαν και τις έριξαν κάμποσες με τα κλομπ στην πλάτη. Ο Βασίλης έμεινε άφωνος με τα χέρια παγωμένα στο τιμόνι. Το σοκ απ’ το παρά λίγο ατύχημα μαζί με τις άγριες σκηνές του ξυλοδαρμού τον συγκλόνισαν. Τρομάρα και μαζί αγανάκτηση. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Αλλά δεν ήταν και ώρα για χαλάρωση. Με την ένταση των τελευταίων λεπτών πετάχτηκε έξω απ’ τ’ αμάξι κι έβαλε τέτοια φωνή, στους αστυφύλακες, που τρόμαξε κι ο ίδιος.
-Για να σας πω. σταματήστε αμέσως!
Οι αστυφύλακες σάστισαν και σταμάτησαν να δέρνουν την κοπέλα. Ο ένας τους, κρατώντας την ακόμα απ’ τα μαλλιά, στράφηκε στον Βασίλη αυστηρά.
-Τι συμβαίνει κύριε;
Ο Βασίλης συνήρθε και αναλογίστηκε το μέγεθος της αποκοτιάς του. Σκέφτηκε γρήγορα πώς να τα μπαλώσει.
-Τι να συμβαίνει, κύριε αστυφύλαξ; Εδώ μου.. γδάρατε το αμάξι! Ποιος θα πληρώσει τη ζημιά;
Όχι και πολύ πετυχημένο επιχείρημα. Για δεύτερη φορά, στη ζωή του, έπαιρνε το δρόμο για την ασφάλεια. Αυτή τη φορά με τα πόδια! Μισό βήμα πιο πίσω του ο ένας αστυφύλακας και πάρα πίσω ο άλλος με την κοπέλα, που της έχει διπλώσει το χέρι πίσω στην πλάτη. Έφτασαν στην γνωστή είσοδο και πήραν την ανηφόρα για το γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας. Τον έβαλαν να κάτσει στο παγκάκι που βρίσκονταν στο διάδρομο και του είπαν να περιμένει να τον καλέσουν. Όχι τηλέφωνο δεν μπορούσε να πάρει! Απαγορεύονταν … αυστηρά! Η κοπέλα είχε εξαφανιστεί.
«-Που διάολο την πήγαν; (σκέφτηκε) Λες να την πήγαν απέναντι στην ΕΣΑ; Αλίμονό της τι την περιμένει. Άμυαλα παιδιά! Τι διάολο τα πιάνει και μπλέκονται σε τέτοιες περιπέτειες; Δεν κοιτούν τα μαθήματά τους να γίνουν χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία;»
Του ξανά ‘ρθε η θύμηση του βεληγκέκα.
«- Να είναι ακόμη εδώ; Έχει γούστο να τα… ξαναπούμε παρεΐτσα. Λες να με θυμηθεί μετά από τόσα χρόνια; Απ’ αυτούς όλα να τα περιμένεις»
Αλλά αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Σε κάνα μισάωρο τον φώναξαν στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας. Ευτυχώς δεν ήταν ο βεληγκέκας. Αυτός ήταν πολύ ευγενικός. Του είπε, μάλιστα, να καθίσει. Αφού του ζήτησε την ταυτότητα και την εξέτασε για λίγα λεπτά τον ρώτησε μαλακά:
-Τι ακριβώς συνέβη με σας κύριε;
-Τίποτα σπουδαίο, κύριε αστυνόμε. Έπεσε ένα απ’ αυτά τα άμυαλα παιδιά στο αμάξι, μου έγδαρε το χρώμα και ρώτησα τους αστυνομικούς που την συνέλαβαν, ποιος θα μου πληρώσει τη ζημιά.
-Αυτό μόνο;
-Τι άλλο; ( Έκανε τον αγαθό) Ξέρετε τι ζητάνε τα βαφεία για μια γρατζουνιά; Ούτε χειρούργοι να ‘τανε !
-Μάλιστα… Εσείς τι ακριβώς είδατε;
-Τίποτα! Μήπως πρόλαβα να δω; Έπεσε αυτό το κορίτσι πάνω στ’ αμάξι και μου κόπηκαν τα ήπατα. Μέχρι που να συνέρθω είχα χάσει τον κόσμο! Αφού δεν έπαθα κάνα κακό απ’ την τρομάρα μου..
-Καλά – καλά. Θέλετε να υποβάλετε μήνυση;
-Εεε… τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα όχι. Ξέρετε είμαι επιχειρηματίας και τα δικαστήρια θα μου κόστιζαν σε χρόνο πολύ περισσότερο.
Του μόστραρε και την κάρτα της ¨ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΑΕ¨ και φρόντισε να δει το χρυσό δαχτυλίδι. Ο αστυνόμος άλλαξε ύφος… έγινε πιο μελιστάλακτος.
-Όπως θέλετε κύριε Τσιμπλιάκο. Μπορείτε να πηγαίνετε.
-Δεν μου λέτε, κύριε αστυνόμε, μήπως υπάρχει κυλικείο στο κτίριο;
Ασφαλώς και υπήρχε αλλά δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον. Παραπάνω καφενές ήταν παρά κυλικείο. Είπε ένα βιαστικό ¨καλημέρα σας¨ στον νυσταλέο αστυφύλακα που έκανε τον καψιμιτζή και πήγε να μαζέψει το αμάξι απ’ το δρόμο πριν… πέσει κανένας άλλος απάνω του.
Στο γραφείο γύρισε αλαφιασμένος. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και ακούμπησε πάνω της για να σιγουρευτεί ότι σφάλισε και περίμενε λίγο για να ξαναβρεί την ανάσα του. Ο Νίκος ανησύχησε, όταν τον είδε σ’ αυτήν την κατάσταση κι άρχισε τις ερωτήσεις.
Ο Βασίλης με μιαν ανάσα του αφηγήθηκε το περιστατικό, παραλείποντας το ξεφώναγμα που έκανε στους αστυφύλακες. Όχι γιατί φοβόνταν, αλλά γιατί ο άλλος δεν θα τον πίστευε.
Πάντως, ο Νικολάκης φαίνονταν να έχει το νου του σ’ άλλα πράγματα. Ξεπέρασε το περιστατικό μ’ ένα:
-Δε βαριέσαι.. παιδιακίστικα καμώματα.. Έχω σοβαρότερα πράγματα να σου πω!
Ο Βασίλης μόλις εκείνη τη στιγμή πρόσεξε πως ο άλλος ήταν σε έξαψη. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο κι είχε ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά.
-Τι έγινε Νικολάκη; Έχουμε κάτι ευχάριστο;
Ο Νίκος τον έπιασε απ’ το μπράτσο και τον οδήγησε στο μέσα γραφείο. Έκλεισε την ενδιάμεση πόρτα και του ανήγγειλε με ύφος θριαμβευτικό:
-Παντρεύομαι !!
Ο Βασίλης χαμογέλασε.. μετά κατσούφιασε.
-Ποιαν; Την…
-Ναι !!
-Μα καλά.. εσείς δεν είστε συγγενείς;
-Εεε.. όχι ακριβώς. Στο είχα πει έτσι, για να την έχω κοντά μου, στο γραφείο.
-Αμάν ρε Νικολάκη, καλός είσαι, αλλά σκέτη.. ψευτομηχανή! Αλλά δε βαριέσαι θα παντρευτείς και θα δεις και συ τη γλύκα. Λοιπόν εγώ κουμπάρος…! Είσαι ;
-Με μεγάλη μας χαρά! Έτσι κι αλλιώς, είχαμε κατά νου να στο προτείνουμε.
Λάθος !! Θα ‘πρεπε όλοι τους να πάρουν την γνώμη της Τούλας. Όχι ότι θα ‘λεγε ¨όχι¨ αλλά πως να το κάνουμε.. αυτά είναι περισσότερο γυναικεία θέματα.
Αυτή και όχι ο Βασίλης έπρεπε να έχει τον πρώτο λόγο.
Την γκάφα του, την συνειδητοποίησε όταν της το ανήγγειλε χωρίς να προετοιμάσει το έδαφος.
Στην αρχή η Τούλα το αποδέχτηκε μ’ ένα συγκρατημένο χαμόγελο. Μετά άρχισε να εκφράζει τις ενστάσεις της. Μετά από δύο λεπτά είχε γίνει έξαλλη, με την επιπολαιότητα που χαρακτηρίζει αυτόν τον ανόητο τον άντρα της, που ποτέ στη ζωή του δεν έκανε κάτι σωστό. Θα έπρεπε να πάει γρήγορα πίσω και ν’ αναγγείλει στους μελλόνυμφους ότι θα έπρεπε ν’ αγνοήσουν αυτά που τους είπε και να συνεννοηθούν με την Τούλα.
Εκεί ο Βασίλης έγινε θηρίο! Κοπάνησε με δύναμη το χέρι στο τραπέζι αναποδογυρίζοντας τα κηροπήγια της Τούλας και ούρλιαξε μ’ όλη τη δύναμη των πνευμόνων του.
-Άκου να σου πω! φτάνει. Δεν θα με κάνεις εσύ ρεζίλη. Έδωσα τον λόγο μου και θα γίνει αυτό που λέω!
Η Τούλα έμεινε άφωνη. Με τίποτα δεν περίμενε τέτοια αντίδραση. Ο Βασίλης με όλο το φορτίο από τα γεγονότα της μέρας ξέσπασε όλη του την ένταση. Πάντως είχε αποτέλεσμα! Η Τούλα ως πειθήνια σύζυγος αποδέχτηκε την κατάσταση σαν δεδομένη. Μάλιστα κρυφοκαμάρωσε τον άντρα της που είχε τέτοια πυγμή. Αλλά δεν θα του έλεγε τίποτα. Αποφάσισε να κάνει μια μικρή.. στρατηγική υποχώρηση, με πρόθεση ν’ ανακτήσει σύντομα το χαμένο έδαφος.
«Ώρα είναι να το κάνει μόδα και να μου τα κάνει λίμπα, εδώ μέσα.»
Αλλά μετά όταν το καλοσκέφτηκε το πήρε απόφαση.
«Ας τον! άντρας είναι.. ας έχει τον πρώτο λόγο» και αμέσως μετά… με συγκατάβαση:
-Καλά ντε μια κουβέντα είπα κι εγώ. Εμείς οι γυναίκες τα ξέρουμε καλύτερα αυτά τα πράγματα. Αλλά αφού.. επιμένεις.
Επέμενε και μάλιστα κανόνισαν τον γάμο για τον Μάιο.. ανοιξιάτικο για να έχουν βίον ανθόσπαρτον και ευωδιαστόν. Η Τούλα μάλιστα θεώρησε ότι κινούνταν σε στενά χρονικά πλαίσια. Από τον Φλεβάρη μέχρι τον Μάϊο τί είναι; Πότε να προλάβει να στήσει ένα γάμο όπως θα τον ήθελε αυτή ; Ο Βασίλης, χρειάστηκε πάλι να την επαναφέρει στην τάξη.
-Για στάσου ρε Τούλα, εσύ θα παντρευτείς; Αυτοί θα παντρευτούν και θα κάνουν το γάμο τους όπως τους γουστάρει! Με το ζόρι δηλαδή πρέπει να έχεις λόγο; Η Δέσποινα είσαι;
Τον Βασίλη αυτό που τον ενδιέφερε περισσότερο απ’ όλα ήταν να γίνει ο γάμος στα γρήγορα μπας και στρωθεί ο άλλος στη δουλειά, γιατί με τους έρωτες είχε χάσει το νου του. Το μόνο που κοίταζε ήταν να στολίζει τη Νέλη (Ευαγγελία την είχανε βαφτίσει αλλά κόψε από ‘δω, κόλλα από κει κατάντησε Νέλη) Ο Βασίλης συνειδητοποίησε ότι τώρα μάθαινε τ’ όνομά της. Μέχρι τώρα τις σπάνιες φορές που την χρειάστηκε για κάτι την αποκαλούσε ¨δεσποινίς¨ όχι ότι είχε καταφέρει να τον βοηθήσει σε κάτι. Την αγνοούσε κι αυτός και την άφηνε να κάνει την ιδιαιτέρα του Νικολάκη. Ας ήταν καλά ο Μίλτος, το άξιο εκείνο παλικάρι που τους είχε στείλει ο Πέτρος, ο λογιστής τους, και τους έβγαζε ασπροπρόσωπους. Αλλά κι αυτόν δεν τον έβλεπε καλά. Μια φορά που είχε έλθει στο γραφείο η Τούλα τον είδε και εντυπωσιάστηκε.
¨Μα τι καλό παιδί είν’ αυτό! Τι καλή ανατροφή, τι καλούς τρόπους! Πρέπει οπωσδήποτε να τον γνωρίσω στην Ντέπη.
Ο Βασίλης, παραδειγματισμένος απ’ το παλιό του πάθημα, πρόλαβε τον ενθουσιασμό της Τούλας:
-Περίμενε βρε άμυαλη που τον έβαλες στόχο με την πρώτη. Άσε να μάθω πρώτα αν είναι ελεύθερος ο άνθρωπος και ύστερα του στήνετε την παγίδα. Μη τον καλέσουμε για γνωριμίες και μας κουβαληθεί κι αυτός.. με την γυναίκα του
-Μπα τον βλέπω εγώ.. ελεύθερος είναι. Ο άνθρωπος καταλαβαίνεται. Αλλά πρέπει να ‘χεις και μάτι για να καταλαβαίνεις. Εσύ δεν κατάλαβες καλά και πήγες να μας φέρεις τον παντρεμένο άνθρωπο για γαμπρό!
-Ναι εγώ δεν έχω μάτι, φτάνει που ‘χει η Ευτέρπη για όλους μας..
-Σα δε ντρέπεσαι..
Όχι, ο Μίλτος δεν ήταν παντρεμένος και πολύ χάρηκε που τον κάλεσε ο Βασίλης για τραπέζι. Αλλά είχε κάτι υποχρεώσεις και δεν… ίσως μια άλλη φορά να…
Η επόμενη φορά πήγαινε στη μεθεπόμενη και ο Μίλτος όλο και το ξέφευγε το τραπέζωμα της Τούλας. Ο Βασίλης άρχισε να παραξενεύεται.
«Κάτι γίνεται με δαύτονε. Λες να πήρε χαμπάρι ότι σκοπεύει η Τούλα να του.. περάσει τη θηλιά;» (Αλλά το αναιρούσε αμέσως)
«Μπα μπορεί να είναι ξύπνιο παιδί, αλλά για προφήτης δεν φαίνεται. Κάτι άλλο συμβαίνει με τούτον, κάτι πολύ περίεργο και θα το μάθω»
Χωρίς να χάσει ούτε ώρα τον πήρε μαζί του να πάνε σε μια εταιρεία: ¨για να καθαρίσουν με τον λογαριασμό¨ Στο δρόμο τον έπιασε στην κουβέντα.
-Θέλω από καιρό, ρε Μίλτο, να σε ρωτήσω κάτι.
-Ό, τι θέλετε.
-Γιατί όποτε σε καλώ στο σπίτι, το αποφεύγεις; Και μη μου πεις για τις περίφημες δουλειές σου, γιατί τέτοιες δικαιολογίες τις ξέρω πολύ καλά.
Ο Μίλτος κατάλαβε ότι αυτή τη φορά δεν θα ξέφευγε έτσι εύκολα. Ξεροκατάπιε μια δυο φορές και άρχισε να …ρετάρει σε μια απελπισμένη προσπάθεια να πει κάτι. Νόημα απ’ αυτά που έλεγε δεν έβγαινε. Η τέλεια ασυναρτησία!
Ο Βασίλης κατάλαβε ότι ο άλλος είχε μπλοκάρει για τα καλά και σκέφτηκε να τον ενθαρρύνει με… στρατιωτικό τρόπο.
-Τι πράματα είν’ αυτά ρε! Δε ντρέπεσαι λίγο κοτζάμ άντρας; Εδώ σ’ έχουμε σα παιδί μας, μες το γραφείο. Φοβάσαι να μου μιλήσεις;
Ο Μίλτος κατέβασε το κεφάλι.
-Τι να σας πω κύριε Βασίλη; Είναι πράγματα που δεν λέγονται!
-Μίλα μωρέ και μ’ έσκασες!
-Να ο.. πατέρας μου.. είναι.. δεν μπορεί.. να.. καταλαβαίνετε..
Όχι δεν καταλάβαινε. Ούτε η Πυθία να ήταν δε θα καταλάβαινε! Πάντως ο φουκαράς φαίνονταν πολύ σφιγμένος. Κάτι σοβαρό πρέπει να είχε συμβεί και ντρέπονταν να μιλήσει. Ο Βασίλης γύρισε τ’ αμάξι σ’ ένα ήσυχο στενό, παρκάρισε και του είπε κοιτώντας τον κατάματα.
-Άκου ‘δω, ό,τι κι αν συμβαίνει μπορείς να μου μιλήσεις. Αν είναι μυστικό να ξέρεις ότι θα το πάρω μαζί μου στον τάφο! Εγώ σου έχω μεγάλη εκτίμηση και ό,τι κι αν συμβαίνει με τον πατέρα σου, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει η εντύπωση που έχω για σένα!
Τόνισε τα λόγια του για να δώσει στον άλλο να καταλάβει πόσο σοβαρά μιλούσε.
Ο Μίλτος χαλάρωσε λίγο, ξερόβηξε καμιά δυο φορές κι άρχισε να τσαλακώνει ένα χαρτί που κρατούσε καθώς μιλούσε χαμηλόφωνα, σα να τους κρυφάκουγαν.
-Ξέρετε ο πατέρας μου είχε κάποιες περιπέτειες και δεν θα ήθελα να έλθω στο σπίτι σας και να σας εκθέσω χωρίς να ξέρετε. Με καταλαβαίνετε ε;
-Δηλαδή τι έκανε ρε παιδί μου; Φυλακή είναι;
-Όχι - όχι! Ο πατέρας μου είναι τίμιος άνθρωπος, δεν είναι στη φυλακή. Αλλά να.. μετά την… επανάσταση τον πήγαν στη Γυάρο..
Ταμπλάς! Ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε ν’ ακούσει. Ο πατέρας του Μίλτου αριστερός! Αν είναι δυνατόν! Και πως δεν τους είχαν ¨ενοχλήσει¨ από την ασφάλεια; Συνήθως, η ασφάλεια, έπιανε τους εργοδότες των αριστερών και τους ¨συνιστούσε¨ να διώξουν απ’ τη δουλειά τους αυτό το «μίασμα». Τι έγινε εδώ και δεν τους είπαν τίποτα;
Τον ρώτησε μάλιστα τον Μίλτο μήπως κάνει… λάθος. Ο Μίλτος χαμογέλασε πονηρά.
-Μα δεν δουλεύω για σας! Εγώ εμφανίζομαι σαν εργαζόμενος του κυρίου Πέτρου, κι αυτός μόλις του έκανε συστάσεις η ασφάλεια με… απέλυσε. Δηλαδή μ’ έστειλε σε σας που δεν θα σκέφτονταν να ψάξουν ποτέ!
Ο Βασίλης έμεινε για λίγο σκεφτικός.
«Βρε τους πονηρούς, τι σκαρφίστηκαν! Ας είναι.. δε βαριέσαι, το παλικάρι είναι πρώτης τάξεως. Τον είδα εγώ μεσ’ τη δουλειά κι αυτό μου φτάνει.»
Το ερώτημα όμως ήταν αλλού: Γιατί δεν αποφάσιζε να έρθει στο σπίτι του τι τον φόβιζε; Του το έθεσε ορθά κοφτά.
Πάλι ο Μίλτος κομπιάζοντας του το ‘φερε λοξά – λοξά.
-Ξέρετε κύριε Βασίλη, φαντάζομαι στο σπίτι σας θα έρχονται όλο άνθρωποι της.. κυβέρνησης. Φαντάζεστε τι έχει να γίνει αν με δει κανένας εκεί και με αναγνωρίσει; Το άλλο λεπτό θα πάω να κάνω παρέα.. στον πατέρα μου. Όχι ότι με νοιάζει.. αλλά να.. έχω και τη μάνα μου που θα μείνει μονάχη και δεν θα το αντέξει.
Εκεί ήταν που ο Βασίλης έβαλε τα γέλια.
-Τι θαρρείς ρε Μίλτο, ότι εγώ τους γουστάρω; Την δουλειά μας να κάνουμε, καημένε..
-Ε άμα είναι έτσι κύριε Βασίλη να έρθω μετά χαράς. Να πείτε και στην κυρία Τούλα ότι την ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση.
Όταν γύρισε στο σπίτι και είπε τα καθέκαστα στην Τούλα, τον κοίταξε σοβαρά – σοβαρά, ύστερα το καλοσκέφτηκε κι έσκασε στα γέλια.
-Βρε τον φουκαρά. Ποιος ξέρει τι τρομάρα τραβούσε κάθε φορά που του ‘λεγες να έρθει στο σπίτι μας –και μετά με θριαμβευτικό ύφος-. Αλλά είδες που είχα δίκιο; Μια χαρά είναι το παιδί και ανύπαντρο.
Εκεί ήταν που ο Βασίλης χτύπησε το μέτωπό του.
-Αμάααν! Ξέχασα να τον ρωτήσω.
Η Τούλα γούρλωσε τα μάτια, μην ξέροντας τι να κάνει με δαύτον.
Μετά όμως είπε αποφασιστικά:
-Δεν είναι παντρεμένος! Αν ήταν θα το καταλάβαινα.
Όχι ο Μίλτος δεν ήταν παντρεμένος και καλό παιδί ήταν και πολύς της έπεφτε της Ευτέρπης που θα ‘πρεπε να του ρίχνει και τρία - τέσσερα χρονάκια. Απ’ την άλλη- το συζήτησαν και με το Νίκο- ο Μίλτος ήταν αστέρι στη δουλειά του, είχε σπουδάσει και οικονομικά και θα μπορούσε να τους ανοίξει, νέες προοπτικές στη δουλειά. Ο Βασίλης το καταδιασκέδαζε! Από ‘κει που ο Νικολάκης ήταν σκέτος ρεμπέτης, άρχισε να σκέφτεται το μέλλον και την επέκταση της επιχείρησης. Άρχισε, μάλιστα, να τον πειράζει.
-Είδες τι κάνει ο γάμος Νικολάκη; Ακόμα δεν παντρεύτηκες κι άρχισες να σκέφτεσαι το μέλλον των… παιδιών σου!
Τελικά τους τίμησε δια της παρουσίας του ο Μίλτος και ‘κει που δεν το περίμενε, κατενθουσιάστηκε με την Ευτέρπη. Βρήκε πως έχουν πολλά… κοινά ενδιαφέροντα.
Η αλήθεια είναι πως μετά τα φαγητό είχαν ξεμοναχιαστεί και το ‘ριξαν στο ψου – ψου, προς τέρψιν της Τούλας που με θριαμβευτικό ύφος είπε στον Βασίλη:
-Δεν στα ‘πα; Εμένα να με ακούς! Κοίταξέ τα, τα πουλάκια μου, πως ταίριαξαν!
Βέβαια, ο Βασίλης, σκέφτονταν ότι ο Μίλτος δεν έβγαινε πολύ έξω και έπεσε πάνω στην πρώτη γυναίκα που βρέθηκε μπροστά του, αλλά δεν το είπε στην Τούλα. Δεν άντεξε όμως και την πέταξε την κακία του:
-Πού ξέρεις, ρε Τούλα, το παιδί μπορεί να έχει μεγάλη μυωπία!
Η Τούλα γούρλωσε τα μάτια και του ‘πε μεσ’ απ’ τα δόντια (μην την ακούσουν οι άλλοι)
-Με ‘σένα θα λογαριαστούμε μετά..
Ο Βασίλης κατάλαβε τη γκάφα του και πήγε όπως - όπως να τα μπαλώσει.
-Αμάν, ρε Τούλα, ούτε εν’ αστείο δεν σηκώνεις!
Α! όλα κι όλα, εδώ το δίκιο το είχε η Τούλα. Να της το αναγνωρίσουμε! Ο Μίλτος κατενθουσιασμένος με την Ευτέρπη (καλά – καλά Ντέπη) και ο Βασίλης να σκέφτεται μόνιμα απορημένος:
«Τσ .. τσ .. τσ .. πως μπορεί να την πατήσει ένας άνθρωπος έτσι; Τον έκαψα.. τον φουκαρά!»
Να και οι επισκέψεις, της Ντέπης, στο γραφείο ( γιατί είχε μια δουλειά εκεί κοντά και είπε να περάσει να τους πει μια ¨καλημέρα¨ ) Να κι ο Μίλτος να την κοιτάζει ξελιγωμένος, λες κι έβλεπε την Μάρθα Καραγιάννη. Έπιανε κι η Ντέπη την κουβεντούλα με την Νέλη. Πρώτες φιλενάδες είχαν γίνει. Έτσι για να εξάπτουν την περιέργεια του Βασίλη που δεν μπορούσε να καταλάβει τι διάολο έβρισκαν κι έλεγαν με τις ώρες. Αλλά τον βόλευε γιατί ξεκολλούσε λίγο ο Νίκος, για να κάνουν και καμιά δουλειά.
Τι να σου ‘πω… το γραφείο είχε γεμίσει σορόπι. Ο Βασίλης άρχισε να ζορίζει την Τούλα:
-Άντε.. τελειώνουμε με τις προετοιμασίες; Να γίνει ο γάμος, μπας και μαζευτούν στο σπίτι τους κι αδειάσει το γραφείο απ’ τους… επισκέπτες.
Τελικά, οι προετοιμασίες έφτασαν μέχρι το τέλος του Μαΐου, για να ‘χει να λέει η Τούλα:
-Δεν σας τα ‘λεγα εγώ; Έτσι εύκολα κάνεις ένα γάμο;
Εύκολα τον κάνεις! Πας στον παπά και παντρεύεσαι σαν άνθρωπος! Εκτός κι αν έχεις κουμπάρα την Τούλα, που με το ψώνιο της να μεγαλοπιάνεται, ήθελε (το λιγότερο) να κάνει τους γάμους της πριγκίπισσας Σοφίας. Να ο στολισμός της εκκλησίας, να τα φώτα, (μόνο για να βρει μουμπουνιέρες, έφαγε δέκα μέρες). Μ’ αυτά και με τ’ άλλα πέρασε σχεδόν όλος ο Μάης και κατά το τέλος του μήνα, που κανόνιζαν να κάνουν τον γάμο, άρχισαν πάλι τα όργανα. Την κοπάνησε ένας καπετάνιος του πολεμικού ναυτικού μ’ ένα πλοίο και πήγε στην Ιταλία. Να πάλι οι επιφυλακές! Αναβλήθηκε κι ο γάμος για τον άλλο μήνα, μια και πολλοί απ’ τους καλεσμένους δεν θα μπορούσαν να παρευρίσκονται, προς μεγάλη απογοήτευση της Τούλας που τα ‘βαλε με θεούς και δαίμονες. Ο άμεσος υπεύθυνος, βέβαια, ήταν ο Βασίλης που δεν την άφησε απ’ την πρώτη στιγμή να ρυθμίσει τα πράγματα όπως ήθελε εκείνη.
–Αλλά, βέβαια, ήθελε ο κύριος να κάνει τον βαρύ άντρα τον και.. χτυπούσε το χέρι στο τραπέζι. Άντε τώρα να ξαναγράψεις τις προσκλήσεις και να ξαναμαζέψεις τόσο… εκλεκτό κόσμο.
Γιατί έτσι τα ‘βλεπε η Τούλα! Πάντως οι σταθμοί του εξωτερικού έλεγαν περίεργα πράγματα. Πως ο Παπαδόπουλος έχανε τον έλεγχο και ήταν θέμα χρόνου να πέσει.
Ο Νίκος βέβαια είχε τις αντιρρήσεις του:
-Ποιος θα πέσει ρε Βασίλη; Δεν είδες που τους μάντρωσε όλους αυτούς που συμμετείχαν στο κίνημα του ναυτικού; Χώρια που έκανε και καλές σχέσεις με τους Τούρκους και τους άλλους στρατοκράτες του ΝΑΤΟ και δεν συμμαζεύεται. Μέχρι στρατιωτικά πρωταθλήματα διοργανώνουν, για περαιτέρω.. σύσφιξη των σχέσεων. Το θέμα είναι να τελειώνουμε μ’ αυτές τις ιστορίες γιατί με τις επιφυλακές και τα ρέστα, πάει πίσω η δική μας η δουλειά.
-Ξέρεις.. γι’ αυτό ήθελα να σου μιλήσω. (είπε σοβαρά – σοβαρά ο Βασίλης) Θα ήταν καλύτερα να ρίχναμε το βάρος μας στην αγορά και όχι στα ΚΨΜ. Ο στρατός φαίνεται να μην έχει.. πολύ μέλλον. Προχθές που συζητούσα με το Μίλτο, μου είπε πως έχει έτοιμο ένα σχέδιο με δώρα και προσφορές που εφαρμόζουν οι αμερικάνικες εταιρείες. Κάνεις τον πελάτη ν’ αγοράζει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες, δίνοντάς του κλιμακωτά τις εκπτώσεις και μόλις πιάσει το στόχο που του βάζεις του κάνεις κι ένα δώρο, που σε κάθε επίπεδο στόχου είναι μεγαλύτερο. Είδα κι έπαθα να καταλάβω έτσι που μου τα ‘λεγε ο Μίλτος. Το σημαντικό είναι ότι στο τέλος εμείς θα είμαστε οι μεγάλοι κερδισμένοι!
-Καλά, θα το κάνουμε! Αλλά στάσου πρώτα να κάνουμε το γάμο γιατί μου άρχισε τα παράπονα η Νέλη.
Ο Βασίλης μουρμούρισε μεσ’ απ’ τα δόντια του:
-Έτσι είναι Νικολάκη! Με παράπονα αρχίζουν και μετά σε τρώει η κρεββατομουρμούρα.
-Τι είπες, δεν άκουσα;
-Λέω, να γίνει ο γάμος να ησυχάσετε..
Πράγματι ο γάμος είχε μπει στην τελική του πορεία. Η αυτής μεγαλειότης, Δούκισσα Τούλα, ως τελετάρχης, έδωσε την συγκατάθεσή της να προχωρήσουν στην τελετή θεωρώντας ότι οι προετοιμασίες είχαν λάβει τέλος. Το περίεργο ήταν που είχε ψήσει και τη Βαγγελιώ (καλλιτεχνικόν: Νέλη) που την άκουγε με ευλάβεια λες και μιλούσε ο Πάπας.
Τελικά ο γάμος ορίστηκε για την δεύτερη Κυριακή του Ιουνίου και σε καθώς πρέπει εκκλησία. Λες κι ο Θεός δεν επισκέπτονταν τις άλλες. Του ‘ρχονταν.. μπας κλας.
Αλλά το ‘χε απωθημένο απ’ το δικό της γάμο που τον έκαναν στο Αιγάλεω, προς μεγάλη απογοήτευση της μάνας της.
Η Νέλη εν τω μεταξύ έτρεχε για να ετοιμάσει το σπίτι και ο Νίκος να κανονίσει για το ταξίδι του γάμου. Στο Παρίσι, τρομάρα του, χάθηκαν η Ρόδος και η Κέρκυρα;
Ο Βασίλης είχε πάει την Τούλα στο Λιτόχωρο και είχαν περάσει θαυμάσια. Τι να τρέχεις τώρα στα Παρίσια, να μην ξέρεις να συνεννοηθείς και να βρεθείς σε κάνα εστιατόριο να σε ταΐζουν σαπούνι και να καταντάς ανέκδοτο.
Αυτός όμως εκεί! Παρίσι.
-Όπως θες κύριε Νικολάκη. Αν όμως βρεθείς να τρως καμιά σούπα με βατράχια μην αρχίσεις τα παράπονα!
Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου