ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΑΛΟΓΟ...."Στα πολύ παλιά χρόνια ζούσε στη Περσία ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Σαβούρ και ήταν ο μεγαλύτερος και δυνατότερος βασιλιάς τον καιρό εκείνο ! Είχε αμέτρητες χώρες και πλούτη και ήταν ξακουστός για τον καλό του χαρακτήρα. Η καρδιά του ήταν γεμάτη καλωσύνη και το χέρι του ανοιχτό και φιλόδωρο στους φτωχούς, αυστηρό όμως και χωρίς έλεος για τους κακούς....."
''Το Μαγικό Άλογο''
Περσικό Παραμύθι
Στα πολύ παλιά χρόνια ζούσε στη Περσία ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Σαβούρ και ήταν ο μεγαλύτερος και δυνατότερος βασιλιάς τον καιρό εκείνο ! Είχε αμέτρητες χώρες και πλούτη και ήταν ξακουστός για τον καλό του χαρακτήρα. Η καρδιά του ήταν γεμάτη καλωσύνη και το χέρι του ανοιχτό και φιλόδωρο στους φτωχούς, αυστηρό όμως και χωρίς έλεος για τους κακούς. Είχε και δυό παιδιά, ένα γιο και μιά πολύ όμορφη κόρη.
Κάθε χρόνο ο βασιλιάς Σαβούρ γιόρταζε δυό γιορτές : Την πρωτοχρονιά και την φθινοπωρινή ισημερία. Αυτές τις δύο γιορτές άνοιγε σε όλους το παλάτι του, έκανε δώρα και έδινε χάρη στους καταδικασμένους. Για να μπαίνει ο κόσμος ελεύθερα στο παλάτι, έδιωχνε τους θυρωρούς και τους φύλακες.
Περσικό Παραμύθι
Στα πολύ παλιά χρόνια ζούσε στη Περσία ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Σαβούρ και ήταν ο μεγαλύτερος και δυνατότερος βασιλιάς τον καιρό εκείνο ! Είχε αμέτρητες χώρες και πλούτη και ήταν ξακουστός για τον καλό του χαρακτήρα. Η καρδιά του ήταν γεμάτη καλωσύνη και το χέρι του ανοιχτό και φιλόδωρο στους φτωχούς, αυστηρό όμως και χωρίς έλεος για τους κακούς. Είχε και δυό παιδιά, ένα γιο και μιά πολύ όμορφη κόρη.
Κάθε χρόνο ο βασιλιάς Σαβούρ γιόρταζε δυό γιορτές : Την πρωτοχρονιά και την φθινοπωρινή ισημερία. Αυτές τις δύο γιορτές άνοιγε σε όλους το παλάτι του, έκανε δώρα και έδινε χάρη στους καταδικασμένους. Για να μπαίνει ο κόσμος ελεύθερα στο παλάτι, έδιωχνε τους θυρωρούς και τους φύλακες.
Κάποτε λοιπόν σε μιά απ' αυτές τις γιορτές, παρουσιάστηκε στο βασιλιά ένας Ινδός μάγος και του πρόσφερε ένα ακριβό πράγμα. Ήτανε ένα άλογο από έβενο, πλούσια στολισμένο με χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια. Είχε μιά λαμπρή βασιλική σέλλα και χρυσά χαλινάρια κι αναβολείς. Μόνο η μιλιά του έλειπε.
Ο βασιλιάς θαύμασε το περίτεχνο άλογο και ρώτησε το μάγο σε τί μπορούσε να χρησιμεύσει αυτό το άψυχο πράγμα.
- Κύριέ μου, απάντησε ο μάγος, το άλογο αυτό τρέχει μαζί με τον καβαλλάρη του σε μιά μέρα, όσο θά 'τρεχε ένα άλλο άλογο σ' ένα χρόνο. Αυτό το περίεργο άλογο πετάει, δεν τρέχει.
- Αν είναι αλήθεια αυτό που λες, σου δίνω από τώρα ό, τι κι αν μου ζητήσεις για το άλογό σου.
Αμέσως ο μάγος πήδησε πάνω στο άλογο, σηκώθηκε ψηλά στον αέρα κι αφού έκαμε ένα μεγάλο γύρο, κατέβηκε πάλι στη γη.
Ο βασιλιάς τά 'χασε ολότελα.
- Βλέπω ότι δεν είπες ψέμματα, είπε. Κρατάω λοιπόν κι εγώ το λόγο μου. Ζήτησέ μου ό, τι θέλεις και θα το έχεις αμέσως.
Ο μάγος όμως είχε ακούσει για την όμορφη βασιλοπούλα και είπε :
- Αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να πάρω την κόρη σας για γυναίκα μου.
Ο βασιλιάς δεν περίμενε τέτοιο πράγμα, μα είχε δώσει το λόγο του και έπρεπε να τον κρατήσει. Είπε λοιπόν στο μάγο :
- Η επιθυμία σου θα γίνει.
Και διέταξε να κάνουν τις προετοιμασίες του γάμου.
Η βασιλοπούλα παρακολουθούσε όλα αυτά πίσω από ένα παραπέτασμα. Και είχε δει το μάγο που ήταν ένας γέρος εκατοχρονίτης με μαδημένο κεφάλι και πρόσωπο γεμάτο ζάρες.
Έτρεξε λοιπόν αμέσως στο δωμάτιό της, έπεσε στο κρεββάτι της κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Κατά σύμπτωση την ώρα εκείνη ακριβώς γύριζε κι ο αδελφός της από ταξίδι. Πήγε κοντά της και τη ρώτησε τί έχει.
- Αχ, Άκμαρ αδερφούλη μου, σώσε με, φώναξε το κορίτσι. Ο πατέρας θέλει να με παντρέψει μ' έναν ασχημομούρη μάγο που τού 'δωσε ένα άσπρο άλογο και τον ξεγέλασε. Δεν θέλω να γίνω γυναίκα του. Βοήθα με αδερφούλη !
Ο αδερφός αφού την παρηγόρησε και της έδωσε θάρρος, έτρεξε αμέσως στον πατέρα του.
- Τί συμβαίνει πατέρα ; τον ρώτησε. Η αδερφή μου κοντεύει να σκάσει από τη λύπη της γιατί θέλεις να τη δώσεις σ' έναν ασχημόγερο μάγο που σου πρόσφερε ένα άλογο. Αυτό δεν πρέπει να γίνει.
Ο μάγος που ήταν δίπλα και τον άκουσε, τον κοίταξε άγρια. Κι ο βασιλιάς είπε :
- Έτσι λες γιατί δεν ξέρεις. Αν όμως δεις τί είδος άλογο είναι, θα χάσεις το μυαλό σου.
Και γυρίζοντας κατά το μάγο, πρόσθεσε :
- Φέρε σε παρακαλώ εδώ το άλογο.
Ο μάγος έφερε το άλογο και το βασιλόπουλο μόλις το είδε δεν κρατήθηκε. Πήδησε στη σέλλα του και το κέντησε με τα σπιρούνια. Το άλογο όμως δεν κινήθηκε από τον τόπο του.
- Δείξε του πώς να το βάζει εμπρός, είπε ο βασιλιάς στο μάγο. Τότε θα καταλάβει κι ο ίδιος τί αξίζει αυτό το άλογο.
Ο μάγος που θεωρούσε από τώρα εχθρό του τον Άκμαρ, πλησίασε και τού 'δειξε πώς να γυρίσει ένα στρόφαλο στο δεξί μέρος του αλόγου. Το βασιλόπουλο γύρισε αμέσως το στρόφαλο και το άλογο πήδησε στον αέρα και πετούσε όλο και πιο γρήγορα. Σε λίγο δε φαίνονταν πια.
Ο βασιλιάς άρχισε να ανησυχεί για το γιο του και ρώτησε το μάγο :
- Καλά έφυγε, μα πώς θα οδηγήσει το άλογο να γυρίσει πάλι στη γη ;
- Βασιλιά μου, είπε με κακία ο μάγος, εγώ δε φταίω σ' αυτό. Είναι δικό του λάθος αν δεν ξαναγυρίσει ποτέ πια. Από ακαταδεξιά δε με ρώτησε να του δείξω τί θα κάνει για να γυρίσει πίσω και εγώ τη στιγμή εκείνη ξέχασα να του το πω.
Ο βασιλιάς τότε θύμωσε και διέταξε να ρίξουν στη φυλακή τον κακό μάγο.
Η γιορτή σταμάτησε αμέσως, οι πύλες του παλατιού έκλεισαν και όλη η πόλη έπεσε στο πένθος.
Εν τω μεταξύ, το βασιλόπουλο πετώντας έφτασε με το άλογο κοντά στον ήλιο. Αισθάνονταν μιά τέτοια ζέστη που του έρχονταν να λιποθυμήσει. Όμως δεν ήθελε να χαθεί.
- ''Ένα άλογο που έχει ένα στρόφαλο για ν' ανεβαίνει, πρέπει νά 'χει κι άλλο ένα για να κατεβαίνει'', σκέφτηκε για μιά στιγμή και έψαξε με το χέρι στην αριστερή μεριά του αλόγου. Πραγματικά βρήκε εκεί έναν άλλο στρόφαλο και τον γύρισε αμέσως. Αυτό ήταν η σωτηρία του. Το άλογο άρχισε αμέσως να κατεβαίνει. Σε λίγο φάνηκε πάλι η γη. Δεν πέρασε πολύ ώρα και από κάτω του παρουσιάστηκε ένα ψηλό και ωραίο παλάτι περιτριγυρισμένο από κήπους. Έστριψε προς τα εκεί το μαγικό άλογο και δυό λεπτά αργότερα κατέβαινε στην ταράτσα του παλατιού.
Είχε πια νυχτώσει. Ο Άκμαρ διψούσε πολύ και πεινούσε. Σε μιά άκρη της ταράτσας βρήκε μιά σκάλα που οδηγούσε στο εσωτερικό του παλατιού. Άρχισε να κατεβαίνει. Σε λίγο βρέθηκε σε μιά μεγάλη σάλα στρωμένη με άσπρο μάρμαρο. Απ' την άλλη άκρη έφεγγε ένα φως. Ο Άκμαρ τράβηξε προς τα εκεί και έφτασε σε μιά πόρτα μπροστά στην οποία κοιμόνταν ξαπλωμένος κάτω ένας γίγαντας. Δίπλα του ήταν ένα τραπεζάκι γεμάτο φαγητά και ποτά.
Ο Άκμαρ τράβηξε παραπέρα το τραπεζάκι και στρώθηκε στο φαγοπότι ώσπου χόρτασε καλά. Ύστερα τράβηξε σιγά-σιγά από τη θήκη του και πήρε το σπαθί του γίγαντα. Μπήκε στο δωμάτιο, προχώρησε λίγο και στάθηκε μπροστά σε κάτι μεταξωτά παραπετάσματα. Τα παραμέρισε και πέρασε μέσα.
Στη μέση του δωματίου σε ένα ψηλό, λαμπρό κρεββάτι κοιμόνταν μιά πεντάμορφη βασιλοπούλα και ολόγυρα σε χαμηλότερα κρεββάτια οι καμαριέρες της.
Ο Άκμαρ πλησίασε στο κρεββάτι της βασιλοπούλας και της τράβηξε ελαφρά το μανίκι της νυχτικιάς της.
Η βασιλοπούλα άνοιξε τα μάτια της και σαν είδε τον ξένο, τά 'χασε.
Ο Άκμαρ τη χαιρέτησε με σεβασμό και είπε :
- Αξιολάτρευτη Πριγκίπισσα, είμαι ο γιος του βασιλιά της Περσίας. Μιά απίστευτη περιπέτεια μ' έφερε στην άγνωστη για μένα χώρα σας, μα πιστεύω πως θά 'χετε την καλωσύνη να με συντρέξετε και να με προστατεύσετε.
Και η βασιλοπούλα που εν τω μεταξύ συνήρθε, του είπε :
- Μην ανησυχείτε αγαπητέ μου. Δε βρίσκεστε σε καμιά βάρβαρη χώρα. Στο βασίλειο της Μπεγκάλης η φιλοξενία είναι συνήθεια όπως και στην Περσία.
Ύστερα ξύπνησε τις καμαριέρες της και τις διέταξε να ετοιμάσουν γι' αυτόν ένα δωμάτιο και να τον περιποιηθούν όπως πρέπει.
Ο Άκμαρ κοιμήθηκε ως αργά την άλλη μέρα. Και μόλις σηκώθηκε και ετοιμάστηκε, ήρθε μιά καμαριέρα και τον ειδοποίησε πως η βασιλοπούλα θά 'ρχονταν να τον επισκεφθεί.
Πραγματικά σε λίγο ήρθε το ωραίο κορίτσι. Μετά τους συνηθισμένους χαιρετισμούς οι δυό νέοι κάθισαν και ο Άκμαρ διηγήθηκε στη βασιλοπούλα όλη την ιστορία με το μαγικό άλογο. Εκείνη τον άκουσε με προσοχή και όταν τελείωσε είπε :
- Ω, αν και σας βλέπω μπροστά μου γερό και ζωντανό, εν τούτοις τρέμω ακόμα όσο συλλογίζομαι την απίστευτη πράγματι περιπέτειά σας.
Απ' τα λόγια της αυτά ο Άκμαρ κατάλαβε πως τον έβλεπε με συμπάθεια και χάρηκε πολύ.
Η βασιλοπούλα του είπε ακόμα πως τη λένε Σέμς άλ Ναχάρ που θα πει ''ήλιος της ημέρας'', πως στο παλάτι αυτό παραθέριζε μαζί με την ακολουθία της και πως η πρωτεύουσα που έμεναν οι γονείς της δεν ήταν και πολύ μακριά.
Οι δύο νέοι έμειναν να κουβεντιάζουν ώρες ολόκληρες και ο Ακμάρ τόσο μαγεύτηκε απ' τη χάρη και την ομορφιά της βασιλοπούλας, ώστε στο τέλος της ζήτησε να γίνει γυναίκα του. Η βασιλοπούλα που τον είχε κι αυτή πολύ συμπαθήσει, δέχτηκε με χαρά. Ήταν σίγουροι και οι δυό πως οι γονείς τους δε θά 'λεγαν ''όχι'' και έτσι ήταν ευτυχισμένοι.
Ο Άκμαρ τότε είπε στη βασιλοπούλα πως θά 'πρεπε να πεταχτούν μιά στιγμή με το μαγικό άλογο ως τους γονείς του. Σίγουρα θα τον θεωρούσαν χαμένο και θα κόντευαν να σκάσουν απ' την λύπη τους. Με την ευκαιρία αυτή θα τους ζητούσε και τη συγκατάθεσή τους για το γάμο με τη Σέμς άλ Ναχάρ.
Η βασιλοπούλα δεν έφερε αντίρρηση, του είπε όμως πως πριν θά 'πρεπε να πάνε στον πατέρα της και να ζητήσουν την άδειά του για το ταξίδι.
Έτσι κι έγινε.
Με το μαγικό άλογο έφτασαν στη στιγμή στο παλάτι της Σέμς άλ Ναχάρ όπου οι γονείς της τους δέχτηκαν με χαρά, τους έδωσαν την ευχή τους και την άδεια να ταξιδέψουν στην Περσία.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί οι δυό νέοι ανέβηκαν στο μαγικό άλογο. Εκείνο τινάχτηκε στον αέρα και πετούσε πιο γρήγορα κι απ' τον άνεμο. Η βασιλοπούλα σφιγγόταν επάνω στον Άκμαρ.
- Αχ, έλεγε, όλα μου φαίνονται σαν ένα απίστευτο όνειρο. Ένα όνειρο που το βλέπω όμως με ορθάνοιχτα μάτια...
Ύστερα από τρεις ώρες ταξίδι έφτασαν στην πρωτεύουσα της Περσίας. Ο Άκμαρ έκοψε την ταχύτητα και οδήγησε σιγά-σιγά το μαγικό άλογο σ' ένα βασιλικό κήπο έξω από την πόλη. Κατέβασε τη βασιλοπούλα, την έφερε στο σπιτάκι του κήπου και της είπε :
- Μείνε για λίγο εδώ. Εγώ θα πάω στους γονείς μου και θα τους εξηγήσω όλα τα καθέκαστα. Οι υπουργοί, ο στρατός, και οι άλλοι οι επίσημοι θά 'ρθουν να σε υποδεχτούν όπως πρέπει και να σε χαιρετήσουν. Και έφυγε.
Στο παλάτι ο Άκμαρ βρήκε τον πατέρα, την μητέρα και την αδερφή του, όλους ντυμένους στα μαύρα γιατί πίστευαν πως είχε χαθεί. Σαν τον είδαν, ρίχτηκαν όλοι επάνω του, τον αγκάλιαζαν, τον φιλούσαν και μέσα στα δάκρυά τους τον ρωτούσαν τί του συνέβη. Αυτός τους τα διηγήθηκε όλα κι εκείνοι χάρηκαν πολύ. Η είδηση πως ξαναγύρισε ο Άκμαρ διαδόθηκε αμέσως σ' όλη την πόλη και όλος ο κόσμος χαίρονταν. Χτυπούσαν τύμπανα και μουσικές, πετούσαν τα μαύρα και φορούσαν χρωματιστά και όλοι έτρεχαν να συγχαρούνε το βασιλιά για το γυρισμό του γιου του. Ο βασιλιάς διέταξε εφτά μέρες γιορτές και φαγοπότια, έδωσε χάρη στους καταδικασμένους και άφησε ελεύθερους πολλούς φυλακισμένους. Τώρα όλοι έτρεχαν έξω στον κήπο να υποδεχτούν τη βασιλοπούλα.
Ο μάγος όμως που βγήκε κι αυτός από τη φυλακή μαζί με τους άλλους φυλακισμένους, ορκίστηκε να εκδικηθεί σκληρά τον Άκμαρ. Και μόλις έμαθε τί έγινε έτρεξε πρώτος στο σπιτάκι του κήπου και βρήκε τη βασιλοπούλα. Εκεί δίπλα ήταν και το μαγικό άλογο.
''Τώρα θα μου τα πληρώσεις όλα Άκμαρ'', είπε μέσα του. ''Δε μ' άφησες να πάρω την αδερφή σου μα τώρα θα πάρω την αρραβωνιαστικιά σου''.
Χτύπησε την πόρτα του σπιτιού κι όταν η Σέμς άλ Ναχάρ ρώτησε ποιός είναι, απάντησε :
- Δούλος σας και υπηρέτης σας, βασιλοπούλα μου. Ο αρραβωνιαστικός σας μ' έστειλε να σας οδηγήσω με το μαγικό άλογο στην πόλη. Η βασίλισσα δεν μπορεί νά 'ρθει τόσο μακριά και δε βλέπει την ώρα να σας δει και να σας χαιρετήσει.
Η βασιλοπούλα δε φαντάστηκε πως μπορούσε να την ξεγελάσουν και άνοιξε την πόρτα. Μα όταν είδε το αποκρουστικό πρόσωπο του μάγου, είπε :
- Δεν είχε η κυρία σου κανέναν άλλον καλύτερο να στείλει για να με οδηγήσει κοντά της ;
Και ο μάγος απάντησε :
- Του κυρίου μου οι υπηρέτες είναι ο ένας ομορφότερος από τον άλλον. Έστειλαν όμως εμένα γιατί είμαι ο πιο παλιός και ο πιο πιστός τους.
Η βασιλοπούλα τον πίστεψε και ανέβηκε μαζί του στο μαγικό άλογο. Ο μάγος γύρισε αμέσως το στρόφαλο, το άλογο πήδησε στον αέρα και σε λίγο έπαιρνε κατεύθυνση προς την μακρινή Κίνα.
Την ίδια στιγμή ξεκινούσε από το παλάτι η μεγάλη πομπή για να πάει να υποδεχτεί τη βασιλοπούλα. Μπροστά πήγαινε ο βασιλιάς, η βασίλισσα, ο Άκμαρ και οι υπουργοί. Και πιο πίσω έρχονταν οι υπάλληλοι και ο κόσμος. Τα τύμπανα χτυπούσαν και η μουσική έπαιζε χαρούμενα.
Μόλις έφτασαν στον κήπο ο Άκμαρ έτρεξε πρώτος και άνοιξε την πόρτα του κήπου. Το δωμάτιο όμως ήταν άδειο. Κοίταξε δεξιά-αριστερά μα πουθενά η βασιλοπούλα. Απελπισμένος έτρεξε στον κηπουρό και τον φοβέριζε να του πει τί απόγινε η αρραβωνιαστικιά του. Ο κηπουρός όμως δεν ήξερε τίποτα.
- Δεν ήρθε κανένας σήμερα εδώ στον κήπο ; τον ρώτησε ο Άκμαρ.
- Κανένας εκτός από τον Ινδό μάγο που τον πήρε για μιά στιγμή το μάτι μου, απάντησε ο κηπουρός.
Αμέσως ο Άκμαρ κατάλαβε τί είχε γίνει. Ο θυμός και η λύπη τον κατέπνιγαν. Στάθηκε για λίγο σαν μαρμαρωμένος και ύστερα είπε στον πατέρα και τη μητέρα του :
- Εσείς πηγαίνετε πίσω στην πόλη. Εγώ δε θα ξαναγυρίσω αν δε βρω την Σέμς άλ Ναχάρ.
Οι γονείς προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τον κάνουν ν' αλλάξει γνώμη και να τους ακολουθήσει, μα δεν τα κατάφεραν. Γύρισαν λοιπόν πίσω μόνοι τους και η χαρά που δοκίμασαν ξανάγινε λύπη.
Στο αναμεταξύ ο μάγος είχε φτάσει στην Κίνα και κατέβηκε σε μιά πράσινη κοιλάδα κοντά σε μιά δροσερή πηγή.
Μόλις η βασιλοπούλα πάτησε το πόδι της στο χώμα, ρώτησε το μάγο :
- Πού είναι λοιπόν ο κύριός σου και πού οι γονείς του ;
Κι εκείνος απάντησε :
- Καταραμένοι να είναι όλοι τους. Εγώ είμαι τώρα ο κύριός σου. Αυτό το άλογο είναι δικό μου. Εγώ το έφτιαξα. Βγάλε από το νου σου ότι θα ξαναδείς πια τον Άκμαρ. Μη στενοχωριέσαι όμως. Εγώ είμαι τόσο πλούσιος, που θα έχεις ό, τι μου ζητήσεις. Φορέματα, στολίδια, υπηρέτες και ό, τι άλλο βάλει ο νους σου.
Σαν άκουσε αυτά η Σέμς άλ Ναχάρ άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί...
Κατά τύχη στο μέρος εκείνο είχε βγει για κυνήγι ο βασιλιάς της Κίνας. Και κάποια στιγμή πλησίασε στη βρύση και είδε το πανέμορφο κορίτσι που κάθονταν και έκλαιγε. Ο μάγος κοιμόνταν λίγο παραπέρα. Τον ξύπνησε και τον ρώτησε τίνος είναι το κορίτσι που κλαίει.
- Είναι η γυναίκα μου, απάντησε ο μάγος.
Η βασιλοπούλα όμως πετάχτηκε μονομιάς απάνω και είπε στο βασιλιά :
- Ψέμματα ! Μην τον πιστεύετε κύριε. Είναι ένας κακός μάγος που μ' έκλεψε και μ' έφερε με το ζόρι εδώ πέρα.
Ο βασιλιάς της Κίνας τότε κατάλαβε και διέταξε τους ανθρώπους του :
- Δώστε στο γέρο ένα γερό ξύλο και ρίξτε τον στη φυλακή !
Δυό τρεις απ' την ακολουθία του πήραν το μάγο και ο βασιλιάς παρακάλεσε την Σέμς άλ Ναχάρ να πάει μαζί του στην πόλη. Πριν να ξεκινήσουν τη ρώτησε τί είδους άλογο ήταν αυτό που είχαν μαζί τους και η Σέμς άλ Ναχάρ του απάντησε πως μ' αυτό ο μάγος κάνει διάφορα μαγικά παιγνίδια.
Ο βασιλιάς τότε διέταξε να πάρουν και το άλογο μαζί τους.
Όταν έφτασαν στο παλάτι οδήγησαν τη βασιλοπούλα σ' ένα ωραιότατο διαμέρισμα και την άλλη μέρα ο βασιλιάς της ζήτησε να γίνει γυναίκα του.
Η Σέμς άλ Ναχάρ που δεν το ήθελε αυτό, άρχισε αμέσως να παριστάνει την τρελλή. Κλωτσούσε με τα πόδια της ό, τι έβρισκε, χτυπούσε με τα χέρια ολόγυρά της, ξεφώνιζε δυνατά και πετούσε τα παπούτσια της δεξιά-αριστερά.
Ο βασιλιάς νόμισε πως ήταν πραγματικά άρρωστη και λυπήθηκε πολύ. Έβαλε καμαριέρες να την περιποιούνται και κάλεσε απ' όλα τα μέρη γιατρούς και αστρονόμους μήπως και την γιατρέψουν.
Όλον αυτόν τον καιρό ο Άκμαρ γύριζε από χώρα σε χώρα κι από πόλη σε πόλη και ρωτούσε να βρει την αρραβωνιαστικιά του. Και η τύχη τά 'φερε να φτάσει ακριβώς τις ημέρες εκείνες στην πρωτεύουσα της Κίνας. Κατέβηκε λοιπόν γρήγορα στην αγορά για να μάθει τα νέα του τόπου. Εκεί άκουσε τους ανθρώπους να μιλούν για το βασιλιά τους και για το ωραίο κορίτσι που ήταν άρρωστο και δε μπορούσε με τίποτα να γίνει καλά. Ρωτώντας-ρωτώντας έμαθε σιγά-σιγά όλη την ιστορία με το μάγο, το άλογο και τα λοιπά.
- Είναι τώρα ένας χρόνος με την υπόθεση αυτή, του έλεγαν, και κανένας δε μπόρεσε να κάνει καλά αυτό το κορίτσι.
Ο Άκμαρ βεβαιώθηκε πια πως το κορίτσι δεν ήταν άλλο από την αρραβωνιαστικιά του τη Σέλμς άλ Ναχάρ και καταχάρηκε απ' τα βάθη της καρδιάς του.
Χωρίς να χάσει καθόλου καιρό ντύθηκε σαν αστρονόμος. Φόρεσε ένα φαρδομάνικο φόρεμα και τουρμπάνι στο κεφάλι. Έβαψε τα μαλλιά του και χτένισε τα γένια του. Ύστερα πήρε ένα κουτί με λίγο άμμο μέσα και ένα παλιό βιβλίο από περγαμηνή και τράβηξε κατά το παλάτι.
- Πέστε στο βασιλιά, είπε στο θυρωρό, πως ήρθε ένας σοφός αστρονόμος από την Περσία. Άκουσε για την αρρώστια του κοριτσιού και ζητάει να την γιατρέψει.
Ο θυρωρός άνοιξε γρήγορα την πόρτα και οδήγησε τον Άκμαρ στο βασιλιά.
Μπροστά στο βασιλιά ο Άκμαρ άρχισε να μουρμουρίζει διάφορα ακατανόητα λόγια όπως κάνουν οι πραγματικοί αστρονόμοι και ύστερα χαιρέτησε σκύβοντας βαθιά στη γη.
- Ω, σοφέ άνθρωπε, του είπε ο βασιλιάς, έχω ένα κορίτσι άρρωστο εδώ και ένα χρόνο. Χτυπάει χέρια και πόδια, πετάει ό, τι βρίσκει μπροστά του και ξεφωνίζει αδιάκοπα. Αν το κάνεις καλά, θα σου δώσω ό, τι μου ζητήσεις.
- Ας πάω πρώτα να την εξετάσω, να ιδούμε από τί ακριβώς πάσχει και ύστερα τα λέμε πάλι, είπε ο Άκμαρ.
Ο βασιλιάς διέταξε να οδηγήσουν αμέσως τον ψευτοαστρονόμο στο διαμέρισμα του κοριτσιού.
Ανοίγοντας την πόρτα ο Άκμαρ είδε την αρραβωνιαστικιά του και της είπε :
- Ο Θεός να μας βοηθήσει να τα βγάλουμε πέρα Σέμς άλ Ναχάρ. Θάρρος ! Εγώ είμαι ο Άκμαρ.
Μόλις εκείνη άκουσε την φωνή του, τον γνώρισε αμέσως. Πήδησε επάνω τρελλή απ' τη χαρά της, τον αγκάλιασε και τον ρωτούσε συνέχεια πώς βρέθηκε εκεί πέρα και τί σχέδια είχε.
- Τώρα δεν έχουμε καιρό για πολλές κουβέντες, της είπε αυτός. Κι εγώ ακόμα δεν ξέρω με τί τρόπο θα προσπαθήσω να σε ελευθερώσω. Θα σκεφτώ όμως κάποιο σχέδιο για να τους ξεγελάσω. Εσύ να κάνεις ό, τι θα σου λέω.
Ύστερ' απ' αυτά ο Άκμαρ πήγε στο βασιλιά και του είπε :
- Κύριέ μου, έλα να σου δείξω ένα θαύμα. Ακολούθα με !
Ο βασιλιάς σηκώθηκε αμέσως κι έτρεξαν κι οι δυό στο δωμάτιο της άρρωστης. Μόλις μπήκαν μέσα εκείνη έπεσε κάτω κι άρχισε πάλι να χτυπιέται, να ξεφωνίζει και να αφρίζει απ' το κακό της. Ο Άκμαρ τότε πήγε κοντά της, μουρμούρισε διάφορα ξόρκια, τη φύσηξε στο πρόσωπο και πλησιάζοντας στο αυτί της, είπε με τρόπο :
- Ησύχασε, σήκω επάνω και πήγαινε να φιλήσεις με σεβασμό το χέρι του βασιλιά.
Η Σέμς άλ Ναχάρ ησύχασε αμέσως κι έκαμε σαν να ξύπνησε από βαθύ ύπνο. Ύστερα σηκώθηκε, πλησίασε το βασιλιά, του φίλησε το χέρι και είπε :
- Καλώς ήρθες Μεγαλειότατε. Σ' ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Ο βασιλιάς τά 'χασε από τη χαρά του. Γύρισε στον ψευτοαστρονόμο και του είπε :
- Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις και αμέσως θα γίνει το θέλημά σου.
Ο Άκμαρ όμως του απάντησε :
- Βασιλιά μου έχουμε καιρό ακόμη για τη πληρωμή μου. Η θεραπεία ακόμη δεν ετελείωσε. Φοβούμαι πως η αρρώστια θα ξαναφανεί αν δε λάβουμε τα μέτρα μας. Γι' αυτό πρέπει πρώτα να κάμει ένα καλό λουτρό και ύστερα να την πάμε έξω στον τόπο που την βρήκατε. Εκεί, επί τόπου, θα βρω τί ακριβώς έγινε και πώς έπαθε ό, τι έπαθε.
Ο βασιλιάς έκαμε όπως του είπε ο αστρονόμος.
Έτσι σε λίγο όλοι βρίσκονταν έξω απ' την πόλη κοντά στην πηγή.
Ο Άκμαρ τότε διέταξε να ανάψουν ολόγυρα φωτιές με χόρτα ώστε να σχηματιστεί ένα σύννεφο από καπνό. Ύστερα άρχισε να μουρμουρίζει διάφορα ασυνάρτητα λόγια και μιά να κοιτάζει ψηλά τον ουρανό και μιά να χτυπάει με μιά βέργα τη γη. Αφού έκαμε όλα αυτά τα θεατρικά, ήρθε στο βασιλιά και του είπε :
- Κύριέ μου ανακάλυψα πια την αιτία του κακού.
- Ποιά είναι ; ρώτησε ανυπόμονα ο βασιλιάς.
- Το κακό βρίσκεται στο σώμα ενός ζώου πού 'ναι καμωμένο από λευκό αλάβαστρο. Πρέπει αυτό το ζώο να βρεθεί και νά 'ρθει εδώ να το εξετάσω και να το ξορκίσω όπως πρέπει, αλλιώς το κορίτσι κάθε μήνα θα υποφέρει ταχτικά απ' την αρρώστια του. Ο βασιλιάς θαύμασε τώρα πιο πολύ τον ψευτοαστρονόμο και του είπε :
- Φίλε μου είσαι ένας μεγάλος δάσκαλος και σοφός. Έτσι όπως τα λες είναι. Εγώ με τα μάτια μου είδα το λευκό άλογο από αλάβαστρο κοντά στο μάγο και το κορίτσι όταν τους αντάμωσα εδώ πέρα. Τώρα θα το φέρουν αμέσως.
Και γυρίζοντας στους ανθρώπους του, έδωσε διαταγή να τρέξουν να φέρουν το μαγικό άλογο...
Όταν τό 'φεραν ο Άκμαρ το εξέτασε πρώτα καλά-καλά μήπως κι είχε πάθει καμμιά βλάβη. Ύστερα διέταξε ν' ανάψουν πιο δυνατά τις φωτιές και επάνω τους έριξε μερικά βότανα, ενώ μουρμούρισε διάφορα ακατανόητα λόγια.
Τέλος τους είπε :
- Τώρα θα καθίσω απάνω στο άλογο μαζί με την άρρωστη. Οι καπνοί από τα βότανα που έριξα θα μπουν από το στόμα και τη μύτη του αλόγου και θα διώξουν το κακό από το σώμα του και από την άρρωστη. Όταν θα κατεβούμε ύστερα, το κορίτσι θά 'ναι εντελώς καλά.
Ο βασιλιάς δέχτηκε μ' ενθουσιασμό. Βιαζόταν μάλιστα και φώναζε στους ανθρώπους του :
- Εμπρός, τί κάθεστε ; Δεν ακούσατε τί είπε ο σοφός αστρολόγος ;
Αμέσως εκείνοι άναψαν γερά τις φωτιές ενώ ο Άκμαρ με την Σέμς άλ Ναχάρ κάθισαν κρυφογελώντας στη ράχη του μαγικού αλόγου.
Χωρίς να χάσει καθόλου καιρό ο Άκμαρ γύρισε το στρόφαλο στο δεξί πλευρό του ξύλινου ζώου. Το μαγικό άλογο τινάχτηκε σαν πουλί στον αέρα μαζί με τους δυό νέους.
Τότε ο βασιλιάς σα να κατάλαβε επί τέλους τί γίνονταν, έβαλε τις φωνές :
- Πιάστε τους ! Πιάστε τους !
Μα κανένας δε μπορούσε βέβαια να τους πιάσει.
Και μόνον η φωνή του Άκμαρ ακούστηκε από ψηλά :
- Βασιλιά, όταν θελήσεις στο μέλλον να παντρευτείς, ρώτα πρώτα και το κορίτσι αν σε θέλει !!
Σε λίγο το μαγικό άλογο είχε πια χαθεί στα βάθη του ουρανού. Ένας λαμπρός ήλιος φώτιζε τα γεμάτα ευτυχία πρόσωπα των δυό νέων, ενώ από κάτω τους περνούσαν αδιάκοπα σε υπέροχες εικόνες οι ομορφιές του κόσμου.
Τέλος ο Άκμαρ και η Σέμς άλ Ναχάρ έφτασαν στην πρωτεύουσα της Περσίας. Αυτή τη φορά κατέβηκαν ίσια στο παλάτι. Οι γονείς του μόλις τους είδαν, έκλαιγαν απ' τη χαρά τους. Η ευχάριστη είδηση διαδόθηκε αμέσως σ' όλη την πόλη. Και ξανάρχισαν πάλι οι χαρές και τα τραγούδια χωρίς να διακοπούν αυτή τη φορά.
Ο βασιλιάς της Περσίας έστειλε και κάλεσαν τους γονείς της Σέμς άλ Ναχάρ και αμέσως έγιναν οι γάμοι. Εφτά μέρες και εφτά νύχτες γλεντούσε ο κόσμος. Και αν ρωτάτε για το μαγικό άλογο, τό 'βαλαν μέσα στο δωμάτιο με τους θησαυρούς. Φαίνεται όπως πως απ' τους πολλούς καπνούς που ρούφηξε, κάτι θα έπαθε, γιατί από τότε δεν ξανακούστηκε να πετάξει.
Η βασιλοπούλα του είπε ακόμα πως τη λένε Σέμς άλ Ναχάρ που θα πει ''ήλιος της ημέρας'', πως στο παλάτι αυτό παραθέριζε μαζί με την ακολουθία της και πως η πρωτεύουσα που έμεναν οι γονείς της δεν ήταν και πολύ μακριά.
Οι δύο νέοι έμειναν να κουβεντιάζουν ώρες ολόκληρες και ο Ακμάρ τόσο μαγεύτηκε απ' τη χάρη και την ομορφιά της βασιλοπούλας, ώστε στο τέλος της ζήτησε να γίνει γυναίκα του. Η βασιλοπούλα που τον είχε κι αυτή πολύ συμπαθήσει, δέχτηκε με χαρά. Ήταν σίγουροι και οι δυό πως οι γονείς τους δε θά 'λεγαν ''όχι'' και έτσι ήταν ευτυχισμένοι.
Ο Άκμαρ τότε είπε στη βασιλοπούλα πως θά 'πρεπε να πεταχτούν μιά στιγμή με το μαγικό άλογο ως τους γονείς του. Σίγουρα θα τον θεωρούσαν χαμένο και θα κόντευαν να σκάσουν απ' την λύπη τους. Με την ευκαιρία αυτή θα τους ζητούσε και τη συγκατάθεσή τους για το γάμο με τη Σέμς άλ Ναχάρ.
Η βασιλοπούλα δεν έφερε αντίρρηση, του είπε όμως πως πριν θά 'πρεπε να πάνε στον πατέρα της και να ζητήσουν την άδειά του για το ταξίδι.
Έτσι κι έγινε.
Με το μαγικό άλογο έφτασαν στη στιγμή στο παλάτι της Σέμς άλ Ναχάρ όπου οι γονείς της τους δέχτηκαν με χαρά, τους έδωσαν την ευχή τους και την άδεια να ταξιδέψουν στην Περσία.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί οι δυό νέοι ανέβηκαν στο μαγικό άλογο. Εκείνο τινάχτηκε στον αέρα και πετούσε πιο γρήγορα κι απ' τον άνεμο. Η βασιλοπούλα σφιγγόταν επάνω στον Άκμαρ.
- Αχ, έλεγε, όλα μου φαίνονται σαν ένα απίστευτο όνειρο. Ένα όνειρο που το βλέπω όμως με ορθάνοιχτα μάτια...
Ύστερα από τρεις ώρες ταξίδι έφτασαν στην πρωτεύουσα της Περσίας. Ο Άκμαρ έκοψε την ταχύτητα και οδήγησε σιγά-σιγά το μαγικό άλογο σ' ένα βασιλικό κήπο έξω από την πόλη. Κατέβασε τη βασιλοπούλα, την έφερε στο σπιτάκι του κήπου και της είπε :
- Μείνε για λίγο εδώ. Εγώ θα πάω στους γονείς μου και θα τους εξηγήσω όλα τα καθέκαστα. Οι υπουργοί, ο στρατός, και οι άλλοι οι επίσημοι θά 'ρθουν να σε υποδεχτούν όπως πρέπει και να σε χαιρετήσουν. Και έφυγε.
Στο παλάτι ο Άκμαρ βρήκε τον πατέρα, την μητέρα και την αδερφή του, όλους ντυμένους στα μαύρα γιατί πίστευαν πως είχε χαθεί. Σαν τον είδαν, ρίχτηκαν όλοι επάνω του, τον αγκάλιαζαν, τον φιλούσαν και μέσα στα δάκρυά τους τον ρωτούσαν τί του συνέβη. Αυτός τους τα διηγήθηκε όλα κι εκείνοι χάρηκαν πολύ. Η είδηση πως ξαναγύρισε ο Άκμαρ διαδόθηκε αμέσως σ' όλη την πόλη και όλος ο κόσμος χαίρονταν. Χτυπούσαν τύμπανα και μουσικές, πετούσαν τα μαύρα και φορούσαν χρωματιστά και όλοι έτρεχαν να συγχαρούνε το βασιλιά για το γυρισμό του γιου του. Ο βασιλιάς διέταξε εφτά μέρες γιορτές και φαγοπότια, έδωσε χάρη στους καταδικασμένους και άφησε ελεύθερους πολλούς φυλακισμένους. Τώρα όλοι έτρεχαν έξω στον κήπο να υποδεχτούν τη βασιλοπούλα.
Ο μάγος όμως που βγήκε κι αυτός από τη φυλακή μαζί με τους άλλους φυλακισμένους, ορκίστηκε να εκδικηθεί σκληρά τον Άκμαρ. Και μόλις έμαθε τί έγινε έτρεξε πρώτος στο σπιτάκι του κήπου και βρήκε τη βασιλοπούλα. Εκεί δίπλα ήταν και το μαγικό άλογο.
''Τώρα θα μου τα πληρώσεις όλα Άκμαρ'', είπε μέσα του. ''Δε μ' άφησες να πάρω την αδερφή σου μα τώρα θα πάρω την αρραβωνιαστικιά σου''.
Χτύπησε την πόρτα του σπιτιού κι όταν η Σέμς άλ Ναχάρ ρώτησε ποιός είναι, απάντησε :
- Δούλος σας και υπηρέτης σας, βασιλοπούλα μου. Ο αρραβωνιαστικός σας μ' έστειλε να σας οδηγήσω με το μαγικό άλογο στην πόλη. Η βασίλισσα δεν μπορεί νά 'ρθει τόσο μακριά και δε βλέπει την ώρα να σας δει και να σας χαιρετήσει.
Η βασιλοπούλα δε φαντάστηκε πως μπορούσε να την ξεγελάσουν και άνοιξε την πόρτα. Μα όταν είδε το αποκρουστικό πρόσωπο του μάγου, είπε :
- Δεν είχε η κυρία σου κανέναν άλλον καλύτερο να στείλει για να με οδηγήσει κοντά της ;
Και ο μάγος απάντησε :
- Του κυρίου μου οι υπηρέτες είναι ο ένας ομορφότερος από τον άλλον. Έστειλαν όμως εμένα γιατί είμαι ο πιο παλιός και ο πιο πιστός τους.
Η βασιλοπούλα τον πίστεψε και ανέβηκε μαζί του στο μαγικό άλογο. Ο μάγος γύρισε αμέσως το στρόφαλο, το άλογο πήδησε στον αέρα και σε λίγο έπαιρνε κατεύθυνση προς την μακρινή Κίνα.
Την ίδια στιγμή ξεκινούσε από το παλάτι η μεγάλη πομπή για να πάει να υποδεχτεί τη βασιλοπούλα. Μπροστά πήγαινε ο βασιλιάς, η βασίλισσα, ο Άκμαρ και οι υπουργοί. Και πιο πίσω έρχονταν οι υπάλληλοι και ο κόσμος. Τα τύμπανα χτυπούσαν και η μουσική έπαιζε χαρούμενα.
Μόλις έφτασαν στον κήπο ο Άκμαρ έτρεξε πρώτος και άνοιξε την πόρτα του κήπου. Το δωμάτιο όμως ήταν άδειο. Κοίταξε δεξιά-αριστερά μα πουθενά η βασιλοπούλα. Απελπισμένος έτρεξε στον κηπουρό και τον φοβέριζε να του πει τί απόγινε η αρραβωνιαστικιά του. Ο κηπουρός όμως δεν ήξερε τίποτα.
- Δεν ήρθε κανένας σήμερα εδώ στον κήπο ; τον ρώτησε ο Άκμαρ.
- Κανένας εκτός από τον Ινδό μάγο που τον πήρε για μιά στιγμή το μάτι μου, απάντησε ο κηπουρός.
Αμέσως ο Άκμαρ κατάλαβε τί είχε γίνει. Ο θυμός και η λύπη τον κατέπνιγαν. Στάθηκε για λίγο σαν μαρμαρωμένος και ύστερα είπε στον πατέρα και τη μητέρα του :
- Εσείς πηγαίνετε πίσω στην πόλη. Εγώ δε θα ξαναγυρίσω αν δε βρω την Σέμς άλ Ναχάρ.
Οι γονείς προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τον κάνουν ν' αλλάξει γνώμη και να τους ακολουθήσει, μα δεν τα κατάφεραν. Γύρισαν λοιπόν πίσω μόνοι τους και η χαρά που δοκίμασαν ξανάγινε λύπη.
Στο αναμεταξύ ο μάγος είχε φτάσει στην Κίνα και κατέβηκε σε μιά πράσινη κοιλάδα κοντά σε μιά δροσερή πηγή.
Μόλις η βασιλοπούλα πάτησε το πόδι της στο χώμα, ρώτησε το μάγο :
- Πού είναι λοιπόν ο κύριός σου και πού οι γονείς του ;
Κι εκείνος απάντησε :
- Καταραμένοι να είναι όλοι τους. Εγώ είμαι τώρα ο κύριός σου. Αυτό το άλογο είναι δικό μου. Εγώ το έφτιαξα. Βγάλε από το νου σου ότι θα ξαναδείς πια τον Άκμαρ. Μη στενοχωριέσαι όμως. Εγώ είμαι τόσο πλούσιος, που θα έχεις ό, τι μου ζητήσεις. Φορέματα, στολίδια, υπηρέτες και ό, τι άλλο βάλει ο νους σου.
Σαν άκουσε αυτά η Σέμς άλ Ναχάρ άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί...
Κατά τύχη στο μέρος εκείνο είχε βγει για κυνήγι ο βασιλιάς της Κίνας. Και κάποια στιγμή πλησίασε στη βρύση και είδε το πανέμορφο κορίτσι που κάθονταν και έκλαιγε. Ο μάγος κοιμόνταν λίγο παραπέρα. Τον ξύπνησε και τον ρώτησε τίνος είναι το κορίτσι που κλαίει.
- Είναι η γυναίκα μου, απάντησε ο μάγος.
Η βασιλοπούλα όμως πετάχτηκε μονομιάς απάνω και είπε στο βασιλιά :
- Ψέμματα ! Μην τον πιστεύετε κύριε. Είναι ένας κακός μάγος που μ' έκλεψε και μ' έφερε με το ζόρι εδώ πέρα.
Ο βασιλιάς της Κίνας τότε κατάλαβε και διέταξε τους ανθρώπους του :
- Δώστε στο γέρο ένα γερό ξύλο και ρίξτε τον στη φυλακή !
Δυό τρεις απ' την ακολουθία του πήραν το μάγο και ο βασιλιάς παρακάλεσε την Σέμς άλ Ναχάρ να πάει μαζί του στην πόλη. Πριν να ξεκινήσουν τη ρώτησε τί είδους άλογο ήταν αυτό που είχαν μαζί τους και η Σέμς άλ Ναχάρ του απάντησε πως μ' αυτό ο μάγος κάνει διάφορα μαγικά παιγνίδια.
Ο βασιλιάς τότε διέταξε να πάρουν και το άλογο μαζί τους.
Όταν έφτασαν στο παλάτι οδήγησαν τη βασιλοπούλα σ' ένα ωραιότατο διαμέρισμα και την άλλη μέρα ο βασιλιάς της ζήτησε να γίνει γυναίκα του.
Η Σέμς άλ Ναχάρ που δεν το ήθελε αυτό, άρχισε αμέσως να παριστάνει την τρελλή. Κλωτσούσε με τα πόδια της ό, τι έβρισκε, χτυπούσε με τα χέρια ολόγυρά της, ξεφώνιζε δυνατά και πετούσε τα παπούτσια της δεξιά-αριστερά.
Ο βασιλιάς νόμισε πως ήταν πραγματικά άρρωστη και λυπήθηκε πολύ. Έβαλε καμαριέρες να την περιποιούνται και κάλεσε απ' όλα τα μέρη γιατρούς και αστρονόμους μήπως και την γιατρέψουν.
Όλον αυτόν τον καιρό ο Άκμαρ γύριζε από χώρα σε χώρα κι από πόλη σε πόλη και ρωτούσε να βρει την αρραβωνιαστικιά του. Και η τύχη τά 'φερε να φτάσει ακριβώς τις ημέρες εκείνες στην πρωτεύουσα της Κίνας. Κατέβηκε λοιπόν γρήγορα στην αγορά για να μάθει τα νέα του τόπου. Εκεί άκουσε τους ανθρώπους να μιλούν για το βασιλιά τους και για το ωραίο κορίτσι που ήταν άρρωστο και δε μπορούσε με τίποτα να γίνει καλά. Ρωτώντας-ρωτώντας έμαθε σιγά-σιγά όλη την ιστορία με το μάγο, το άλογο και τα λοιπά.
- Είναι τώρα ένας χρόνος με την υπόθεση αυτή, του έλεγαν, και κανένας δε μπόρεσε να κάνει καλά αυτό το κορίτσι.
Ο Άκμαρ βεβαιώθηκε πια πως το κορίτσι δεν ήταν άλλο από την αρραβωνιαστικιά του τη Σέλμς άλ Ναχάρ και καταχάρηκε απ' τα βάθη της καρδιάς του.
Χωρίς να χάσει καθόλου καιρό ντύθηκε σαν αστρονόμος. Φόρεσε ένα φαρδομάνικο φόρεμα και τουρμπάνι στο κεφάλι. Έβαψε τα μαλλιά του και χτένισε τα γένια του. Ύστερα πήρε ένα κουτί με λίγο άμμο μέσα και ένα παλιό βιβλίο από περγαμηνή και τράβηξε κατά το παλάτι.
- Πέστε στο βασιλιά, είπε στο θυρωρό, πως ήρθε ένας σοφός αστρονόμος από την Περσία. Άκουσε για την αρρώστια του κοριτσιού και ζητάει να την γιατρέψει.
Ο θυρωρός άνοιξε γρήγορα την πόρτα και οδήγησε τον Άκμαρ στο βασιλιά.
Μπροστά στο βασιλιά ο Άκμαρ άρχισε να μουρμουρίζει διάφορα ακατανόητα λόγια όπως κάνουν οι πραγματικοί αστρονόμοι και ύστερα χαιρέτησε σκύβοντας βαθιά στη γη.
- Ω, σοφέ άνθρωπε, του είπε ο βασιλιάς, έχω ένα κορίτσι άρρωστο εδώ και ένα χρόνο. Χτυπάει χέρια και πόδια, πετάει ό, τι βρίσκει μπροστά του και ξεφωνίζει αδιάκοπα. Αν το κάνεις καλά, θα σου δώσω ό, τι μου ζητήσεις.
- Ας πάω πρώτα να την εξετάσω, να ιδούμε από τί ακριβώς πάσχει και ύστερα τα λέμε πάλι, είπε ο Άκμαρ.
Ο βασιλιάς διέταξε να οδηγήσουν αμέσως τον ψευτοαστρονόμο στο διαμέρισμα του κοριτσιού.
Ανοίγοντας την πόρτα ο Άκμαρ είδε την αρραβωνιαστικιά του και της είπε :
- Ο Θεός να μας βοηθήσει να τα βγάλουμε πέρα Σέμς άλ Ναχάρ. Θάρρος ! Εγώ είμαι ο Άκμαρ.
Μόλις εκείνη άκουσε την φωνή του, τον γνώρισε αμέσως. Πήδησε επάνω τρελλή απ' τη χαρά της, τον αγκάλιασε και τον ρωτούσε συνέχεια πώς βρέθηκε εκεί πέρα και τί σχέδια είχε.
- Τώρα δεν έχουμε καιρό για πολλές κουβέντες, της είπε αυτός. Κι εγώ ακόμα δεν ξέρω με τί τρόπο θα προσπαθήσω να σε ελευθερώσω. Θα σκεφτώ όμως κάποιο σχέδιο για να τους ξεγελάσω. Εσύ να κάνεις ό, τι θα σου λέω.
Ύστερ' απ' αυτά ο Άκμαρ πήγε στο βασιλιά και του είπε :
- Κύριέ μου, έλα να σου δείξω ένα θαύμα. Ακολούθα με !
Ο βασιλιάς σηκώθηκε αμέσως κι έτρεξαν κι οι δυό στο δωμάτιο της άρρωστης. Μόλις μπήκαν μέσα εκείνη έπεσε κάτω κι άρχισε πάλι να χτυπιέται, να ξεφωνίζει και να αφρίζει απ' το κακό της. Ο Άκμαρ τότε πήγε κοντά της, μουρμούρισε διάφορα ξόρκια, τη φύσηξε στο πρόσωπο και πλησιάζοντας στο αυτί της, είπε με τρόπο :
- Ησύχασε, σήκω επάνω και πήγαινε να φιλήσεις με σεβασμό το χέρι του βασιλιά.
Η Σέμς άλ Ναχάρ ησύχασε αμέσως κι έκαμε σαν να ξύπνησε από βαθύ ύπνο. Ύστερα σηκώθηκε, πλησίασε το βασιλιά, του φίλησε το χέρι και είπε :
- Καλώς ήρθες Μεγαλειότατε. Σ' ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Ο βασιλιάς τά 'χασε από τη χαρά του. Γύρισε στον ψευτοαστρονόμο και του είπε :
- Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις και αμέσως θα γίνει το θέλημά σου.
Ο Άκμαρ όμως του απάντησε :
- Βασιλιά μου έχουμε καιρό ακόμη για τη πληρωμή μου. Η θεραπεία ακόμη δεν ετελείωσε. Φοβούμαι πως η αρρώστια θα ξαναφανεί αν δε λάβουμε τα μέτρα μας. Γι' αυτό πρέπει πρώτα να κάμει ένα καλό λουτρό και ύστερα να την πάμε έξω στον τόπο που την βρήκατε. Εκεί, επί τόπου, θα βρω τί ακριβώς έγινε και πώς έπαθε ό, τι έπαθε.
Ο βασιλιάς έκαμε όπως του είπε ο αστρονόμος.
Έτσι σε λίγο όλοι βρίσκονταν έξω απ' την πόλη κοντά στην πηγή.
Ο Άκμαρ τότε διέταξε να ανάψουν ολόγυρα φωτιές με χόρτα ώστε να σχηματιστεί ένα σύννεφο από καπνό. Ύστερα άρχισε να μουρμουρίζει διάφορα ασυνάρτητα λόγια και μιά να κοιτάζει ψηλά τον ουρανό και μιά να χτυπάει με μιά βέργα τη γη. Αφού έκαμε όλα αυτά τα θεατρικά, ήρθε στο βασιλιά και του είπε :
- Κύριέ μου ανακάλυψα πια την αιτία του κακού.
- Ποιά είναι ; ρώτησε ανυπόμονα ο βασιλιάς.
- Το κακό βρίσκεται στο σώμα ενός ζώου πού 'ναι καμωμένο από λευκό αλάβαστρο. Πρέπει αυτό το ζώο να βρεθεί και νά 'ρθει εδώ να το εξετάσω και να το ξορκίσω όπως πρέπει, αλλιώς το κορίτσι κάθε μήνα θα υποφέρει ταχτικά απ' την αρρώστια του. Ο βασιλιάς θαύμασε τώρα πιο πολύ τον ψευτοαστρονόμο και του είπε :
- Φίλε μου είσαι ένας μεγάλος δάσκαλος και σοφός. Έτσι όπως τα λες είναι. Εγώ με τα μάτια μου είδα το λευκό άλογο από αλάβαστρο κοντά στο μάγο και το κορίτσι όταν τους αντάμωσα εδώ πέρα. Τώρα θα το φέρουν αμέσως.
Και γυρίζοντας στους ανθρώπους του, έδωσε διαταγή να τρέξουν να φέρουν το μαγικό άλογο...
Όταν τό 'φεραν ο Άκμαρ το εξέτασε πρώτα καλά-καλά μήπως κι είχε πάθει καμμιά βλάβη. Ύστερα διέταξε ν' ανάψουν πιο δυνατά τις φωτιές και επάνω τους έριξε μερικά βότανα, ενώ μουρμούρισε διάφορα ακατανόητα λόγια.
Τέλος τους είπε :
- Τώρα θα καθίσω απάνω στο άλογο μαζί με την άρρωστη. Οι καπνοί από τα βότανα που έριξα θα μπουν από το στόμα και τη μύτη του αλόγου και θα διώξουν το κακό από το σώμα του και από την άρρωστη. Όταν θα κατεβούμε ύστερα, το κορίτσι θά 'ναι εντελώς καλά.
Ο βασιλιάς δέχτηκε μ' ενθουσιασμό. Βιαζόταν μάλιστα και φώναζε στους ανθρώπους του :
- Εμπρός, τί κάθεστε ; Δεν ακούσατε τί είπε ο σοφός αστρολόγος ;
Αμέσως εκείνοι άναψαν γερά τις φωτιές ενώ ο Άκμαρ με την Σέμς άλ Ναχάρ κάθισαν κρυφογελώντας στη ράχη του μαγικού αλόγου.
Χωρίς να χάσει καθόλου καιρό ο Άκμαρ γύρισε το στρόφαλο στο δεξί πλευρό του ξύλινου ζώου. Το μαγικό άλογο τινάχτηκε σαν πουλί στον αέρα μαζί με τους δυό νέους.
Τότε ο βασιλιάς σα να κατάλαβε επί τέλους τί γίνονταν, έβαλε τις φωνές :
- Πιάστε τους ! Πιάστε τους !
Μα κανένας δε μπορούσε βέβαια να τους πιάσει.
Και μόνον η φωνή του Άκμαρ ακούστηκε από ψηλά :
- Βασιλιά, όταν θελήσεις στο μέλλον να παντρευτείς, ρώτα πρώτα και το κορίτσι αν σε θέλει !!
Σε λίγο το μαγικό άλογο είχε πια χαθεί στα βάθη του ουρανού. Ένας λαμπρός ήλιος φώτιζε τα γεμάτα ευτυχία πρόσωπα των δυό νέων, ενώ από κάτω τους περνούσαν αδιάκοπα σε υπέροχες εικόνες οι ομορφιές του κόσμου.
Τέλος ο Άκμαρ και η Σέμς άλ Ναχάρ έφτασαν στην πρωτεύουσα της Περσίας. Αυτή τη φορά κατέβηκαν ίσια στο παλάτι. Οι γονείς του μόλις τους είδαν, έκλαιγαν απ' τη χαρά τους. Η ευχάριστη είδηση διαδόθηκε αμέσως σ' όλη την πόλη. Και ξανάρχισαν πάλι οι χαρές και τα τραγούδια χωρίς να διακοπούν αυτή τη φορά.
Ο βασιλιάς της Περσίας έστειλε και κάλεσαν τους γονείς της Σέμς άλ Ναχάρ και αμέσως έγιναν οι γάμοι. Εφτά μέρες και εφτά νύχτες γλεντούσε ο κόσμος. Και αν ρωτάτε για το μαγικό άλογο, τό 'βαλαν μέσα στο δωμάτιο με τους θησαυρούς. Φαίνεται όπως πως απ' τους πολλούς καπνούς που ρούφηξε, κάτι θα έπαθε, γιατί από τότε δεν ξανακούστηκε να πετάξει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου