Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

11 ΚΑΙ 12 ΚΕΦΑΛΑΙΑ " Ο ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ" ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΤΖΗΚΥΠΡΑΙΟΥ

Ο ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ..."...''Πού στο διάολο με πάνε αυτοί ;'' Τελειώνοντας η σκάλα, έφτασαν σ' ένα στενό διάδρομο με δυό κλειστές πόρτες και χαμηλό φως. Στη μέση του διαδρόμου στέκονταν ένας αστυνομικός με γαλόνια. Έφτασαν κοντά του. - Φέραμε τον Τσιμπλιάκο..."

11]                                                 Βρε καλώς τους !!



Αλλά με το Νίκο και τη Νέλη να τρέχουν ο καθ’ ένας για τα δικά του.  Η Τούλα ν’   ασχολείται με τα της τελετής και την Ντέπη σε ρόλο βοηθού τελετάρχου, είχε αδειάσει το γραφείο από ¨επισκέπτες¨ και μπόρεσαν με τον Μίλτο να στρωθούν και να καταστρώσουν τα σχέδια για την νέα πολιτική της εταιρείας.  Τους είχε πάρει η ώρα και είχαν κάτσει ως αργά για να γράψουν τους κλιμακωτούς καταλόγους. Πάνω που ο Βασίλης ήταν έτοιμος να πει:  Άϊντε πάμε για ύπνο κι αύριο μέρα είναι.   Να σου το τηλέφωνο.  
Παραξενεύτηκε λίγο, αλλά σκέφτηκε πως μάλλον θα πρέπει ν’ ανησύχησε η Τούλα.
-Εμπρός!
Φωνή σιγανή, πολύ βαθειά ή από πολύ μακριά 
-Μπιλ;!!
Ο Βασίλης έμεινε λίγο μετέωρος, μετά φωτίστηκε το πρόσωπό του.
-Κώστα! Εσύ είσαι;
-Ναι.. ξάδερφος Γκας!
-Γεια σου ξάδερφε. Τι έγινε; Τ’ αποφασίσατε πότε θα έρθετε; 
-Ναι, είπαμε με θειά σου, έρθουμε την άλλη βδομάδα. Με αεροπλάνο θα είμαστε Αθήνα, τετάρτη.
-Καλώς να ορίσετε.
¨Καλώς να ορίσουν¨, είναι μια κουβέντα! Με το γάμο όμως μπροστά τι γίνεται; Η Τούλα με δυο υποχρεώσεις να φέρει σε πέρας θα… βραχυκύκλωνε!  Αλλά δεν γίνονταν να πει στους ανθρώπους, ν’ αναβάλλουν το ταξίδι τους, γιατί η Τούλα παρίστανε τον.. τελετάρχη. Με το δίκιο τους θα νόμιζαν ότι είναι ανεπιθύμητοι. 
Όλα κι όλα! Ο Βασίλης θεωρούσε την φιλοξενία ιερό πράγμα και μάλιστα για την θειά του την Ευθυμία, που όπως είπε και η Βάσω, τον πήρε πρώτη στην αγκαλιά της! 
Θα έρθουν! Και θα είναι προσωπικοί του καλεσμένοι. 
Το περίεργο είναι ότι η Τούλα το χάρηκε κι από πάνω. 
-Μπράβο Βασίλη μου!  Πολύ καλά έκανες.  Να σε χαρούν οι συγγενείς σου που έφτασες τόσο ψηλά!
Ο Βασίλης έμεινε αποσβολωμένος να την κοιτάει.  Στο τέλος κούνησε το κεφάλι και της είπε:
-Τι λες, μωρέ… τι λες; Μαντάμ Σουσού!
-Εγώ;  Για σένα το λέω!
-Να μη λες! 
Όχι δεν είπε!  Ήρθε, μάλιστα, στο αεροδρόμιο με μια τεράστια ανθοδέσμη.  Αγκάλιασε συγκινημένη τα ξαδέλφια του Βασίλη και την πήραν τα κλάματα όταν έφτασε η σειρά της θείας Ευθυμίας. 
Αν τους έβλεπε από καμιά μεριά ο Νίκος Ξανθόπουλος, θα ‘σκαγε απ’ τη ζήλια του. 
Μετά τα καλωσορίσματα, ο Γκας, κατά κόσμον Κώστας, είπε να πάνε μέχρι το ξενοδοχείο τους ( στο Κινγκ Τζώρτζ) να ξεκουραστούν λίγο μετά από τόσο ταξίδι.  Είχαν φροντίσει μάλιστα να τους περιμένει και αυτοκίνητο που είχαν νοικιάσει από την Αμερική και να πήγαινε μπροστά ο Βασίλης να τους δείξει τον δρόμο. 
Στο δρόμο της επιστροφής είχαν πάρει μαζί τους την θεία  Ευθυμία και η Τούλα την περνούσε κανονική ανάκριση. 
Ναι τα παιδιά της είχαν προκόψει πολύ! Ο Κώστας με τον άντρα της Ιωάννας (Τζαν) είχαν κάνει βιομηχανία και έκαναν ποτά.  Ναι.. πολύ καλής ποιότητας!  Έκαναν κι εξαγωγές στο Κάναντα και στο Αουστράλια. Πολύ χρήμα! Ο Κώστας έχει στο σπίτι πισίνα είκοσι πέντε μέτρα και το κάρο του έχει μέσα και πολύφωτο. 
Ο Βασίλης δεν κρατήθηκε, είπε ( χωρίς να τον ακούσει η θειά του) :
-Μήπως έχει και λουτροκαμπινέ;  
Τέλος έφτασαν στο ξενοδοχείο τους και.. εξαφανίστηκαν για το επόμενο εικοσιτετράωρο.
Ανάσα για την Τούλα που της δόθηκε ο χρόνος να τελειώσει με τις προετοιμασίες της και στη νύφη να τελειώνει (επιτέλους) με τις πρόβες του νυφικού. 
Κυριακή ήταν όλα έτοιμα με τον Νίκο να έχει χάσει τις βέρες και να ψάχνει μέχρι και μεσ’ τα παπούτσια του για να τις βρει. Τον Βασίλη τον είχε πιάσει το άγχος και δεν βοηθούσε καθόλου. 
-Αμάν ρε Νίκο! Τώρα βρήκες να τις χάσεις; Με το δίκιο τους θα μας χέσουν και τους δυο!
Αλλά κι αυτός… άλλος καλύτερος!  Μ’ όλη την φουρτούνα της ετοιμασίας ξέχασε εντελώς τους φιλοξενούμενους, που το ‘χαν ρίξει στον ύπνο και δεν έλεγαν να ξυπνήσουν.
Ευτυχώς ήταν κι ο Μίλτος, που ανέλαβε να φέρει τους ¨Αμερικάνους¨ στην εκκλησία. 
Στο τέλος (ως συνήθως) όλα πήγαν καλά εκτός από μερικές λεπτομέρειες στην ανθοδέσμη της νύφης. Αλλιώς είχε πει η Τούλα να την κάνουν,  αλλιώς την έκανε το ανθοπωλείο και ορκίζονταν ότι θα πήγαινε την άλλη μέρα να τους βάλει φωτιά και να τους κάψει.  


Η θεία Ευθυμία πάντως, έκατσε μπροστά – μπροστά για να καμαρώσει τον ανιψιό της, κουμπάρο.  Έλειπε πολλά χρόνια απ’ την Ελλάδα και οι εικόνες του γάμου της ξύπνησαν μνήμες που είχαν αποκοιμηθεί μέσα της απ’ όταν ήταν ακόμη κοπελίτσα. Μέχρι  κι ο ήχος της καμπάνας την έκανε να βουρκώνει.  
Αλλά εκεί που άρχισε να κλαίει με λυγμούς, ήταν μόλις ο Βασίλης σταύρωσε τα στέφανα. Η Τζαν πήγε κοντά της και προσπαθούσε (μισά Αγγλικά, μισά Ελληνικά) να την ηρεμήσει.  
-Mommy please η πίεσή σουbe careful θυμάσαι τι είπε ο doctor;   No tense!   
Η θεία Ευθυμία εκεί που έλιωνε από την συγκίνηση, γύρισε εξαγριωμένη στην κόρη της:
-Άκου να σου πω, Γιάννα, εδώ θα μιλάς Ε-λλη-νι-κά!  Χρόνια ολόκληρα σας μάθαινα! Δεν θα με κάνετε τώρα ρεζίλη!  Και άσε με να κλάψω με την ησυχία μου.  Εδώ είναι η πατρίδα μας!  Δεν θα πάθω τίποτα! 
Η έρμη η Τζαν δεν την είχε ξαναδεί έτσι την μάνα της. Ο ερχομός της στην πατρίδα την έκανε να νοιώθει άτρωτη! Τι θα ‘κανε ακόμη; Τους είχαν καλέσει και σε κέντρο για να γλεντήσουν. Αν ξεσάλωνε και ήθελε να χορέψει… αλλοίμονό τους. Η πίεσή της θα έφτανε στο είκοσι πέντε. 
Και ξεσάλωσε η γραία!  Χόρευε ανάμεσα στον Βασίλη και την Βάσω σα να μην πέρασε μια μέρα από τότε που είχε φύγει για την Αμερική.  Γεφύρωσε τον χρόνο και χαίρονταν με την ψυχή της τον γυρισμό στον τόπο της.  Και δώσ’ του να μουσκεύουν μαντήλια ο Γκας και η Τζαν που έβλεπαν την μάνα τους να καταγλεντάει και νόμιζαν ότι έκανε θαύμα η Παναγία και ξανάνιωσε η granny
Όταν τέλειωσε ο χορός και έκατσε η γιαγιά κοντά στην κόρη της, αυτή αμέσως έβγαλε το πιεσόμετρο για να την ¨μετρήσει¨ . 
Το δέκα τρία που είδε την έπεισε ότι η μάνα της τελούσε υπό θεϊκή εποπτεία κι αυτή γίνονταν μάρτυς ενός μεγάλου θαύματος.
Έκανε και την υποχρέωση του χορού ο Βασίλης κι έκατσε να δει κι αυτός, επί τέλους, τα ξαδέλφια του.   Ο Κώστας του έλεγε για τις επιχειρήσεις του και για την προκοπή που έκανε στο Αμέρικα κι ο Βασίλης για τον κύκλο εργασιών τους που όλο μεγάλωνε του ‘δωσε μάλιστα και μια κάρτα της εταιρείας. 
Δηλαδή κοκορεύονταν κι οι δυο τους! 
Στο τέλος ο Κώστας είπε στον ξάδερφό του
-Δεν μου λες Μπιλ.. γιατί δεν κάνεις εισαγωγή ουίσκι; Εδώ ο κόσμος το ζητάει!
-Τι να σου πω ρε ξάδερφε δεν έχουμε κάνει εισαγωγές, τέτοιων προϊόντων, μέχρι τώρα.  
(Μη φανεί ότι το εισαγωγαί – εξαγωγαί ήταν μόνο για φιγούρα) 
-Εύκολο πράμα! Η πρώτη φορά είναι λίγο μπελάς μετά όλα γίνονται μόνα τους.
Ο Βασίλης κρατήθηκε για να μη γελάσει.
-Το λες γιατί εσύ ζεις στην Αμερική. Για κάτσε λίγο εδώ και τα ξαναλέμε.  
Μετά όμως το ξανασκέφτηκε.
«Αν δεν προσπαθήσουμε, πως θα μάθουμε τί μπορούμε και τί όχι;»
Σηκώνεται αμέσως και πάει κοντά στο Νίκο, που έπλεε σε πελάγη ευτυχίας με την Νέλη να κρέμεται διαρκώς απ’ το μπράτσο του. Τον πήρε παράμερα και του είπε την πρόταση του Κώστα.
Ο Νίκος μες την γενική ευφορία (λίγο απ’ τον γάμο, λίγο απ’ το κρασί) δέχτηκε την πρόταση μ’ ενθουσιασμό.
-Βεβαίως!  Να το κάνουμε. Θα βάλουμε τον Μίλτο υπεύθυνο και θα πάμε μια χαρά. Προτείνω μάλιστα να τον κάνουμε διευθυντή εισαγωγών!
Ο Βασίλης κατάλαβε ότι δεν πρέπει να λες σοβαρά πράματα σε πιωμένο άνθρωπο.
-Καλά – καλά θα το.. ξανασυζητήσουμε. 
Τι να ξανασυζητήσουν, που ο Νίκος την άλλη μέρα ήταν ημιλιπόθυμος;  
Είχαν εξαφανιστεί με την νεότευκτη κυρία Παπαδοπούλου και κανείς δεν ήξερε πότε θα εμφανιστούν.  
Πάντως ο Βασίλης δεν εννοούσε ν’ αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη.  Συναντήθηκε με τον Κώστα στο ξενοδοχείο του και τα συζητούσαν στο καφεδάκι. 
-Μη το σκέφτεσαι Μπιλ είναι εύκολα πράματα. Αν θέλεις λέω εγώ πρεσβεία μας και θα κανονίσουν αυτοί όλα τα problems
-Καλά. Όταν γυρίσεις στην Αμερική θα μου στείλεις τα χαρτιά που χρειάζονται και θα δω εγώ από ‘δω ποιες είναι οι διαδικασίες. Άντε τώρα να χαρείτε τις διακοπές σας κι έχουμε χρόνο γι’ αυτά. 
Με το που γύρισε στο γραφείο, ο Βασίλης, έπιασε το Μίλτο.
-Άκου να σου πω είναι ευκαιρία για όλους μας.  Αν ανοίξουμε δουλειές με τους Αμερικάνους θα πνιγούμε στο τάλιρο. Μόνο να ‘χεις το νου σου, αυτό το κομμάτι της δουλειάς θα τ’ αφήσω σε σένα. 
-Ευχαριστώ κύριε Βασίλη για την εμπιστοσύνη και με την ευκαιρία θα ήθελα να σας πω κάποια πράγματα.. Αλλά δεν θα ‘θελα να θεωρήσετε ότι δεν είμαι αντάξιος της εμπιστοσύνης που μου δείχνετε και σεις και η κυρία Τούλα.
-Μίλτο!  Μακριά εισαγωγή μου κάνεις. Μπες κατευθείαν στο θέμα.


-Να, έχουμε εδώ και λίγο καιρό που συναντιόμαστε εγώ και η Ντέπη. Δεν θα ήθελα να το μάθετε από κάπου αλλού και να σχηματίσετε κακή εντύπωση..
Ο Βασίλης τον κοίταξε καλά – καλά μπας και τον δουλεύει.. 
Όχι ο Μίλτος ήταν απολύτως σοβαρός!  
Πήρε το πατρικό.. ύφος και με πλατύ χαμόγελο είπε στον Μίλτο:
-Με την ευχή μου!
Μέσα του, βέβαια, σκέφτονταν: 
«Ρε τον κακομοίρη, τον κατάστρεψα.  Αλλά αυτά γίνονται όταν ο άνθρωπος είναι άβγαλτος.   Α ρε Ευτέρπη που να την περίμενες τέτοια τύχη!»          
Μπορεί ο Μίλτος να ήταν άβγαλτος περί τα ερωτικά, αλλά στη δουλειά ήταν ξουράφι! Άρχισε αμέσως τα τρεχάματα να ετοιμάσει τα της εισαγωγής, για να είναι έτοιμοι όταν γυρίσει ο Κώστας στην Αμερική να ξεκινήσουν την δουλειά. Είχε πάρει, μάλιστα, έναν κατάλογο διάφορων ποτών και ζητούσε για όλα άδειες. Έθεσε, μάλιστα, υπ’ όψιν του Βασίλη τον κατάλογο, που τον κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει τι διάολο σήμαιναν όλα τούτα τ’ αλαμπουρνέζικα που έγραφε ο Μίλτος.
-Κάν’ τα πιο λιανά ρε Μίλτο να καταλαβαίνονται! 
-Να. Αυτό είναι ουίσκι, εκείνο είναι βότκα…
-Όπα – όπα Μίλτο, στοπ! Αυτό δεν είναι που πίνουν οι Ρώσοι;
-Ναι, αλλά τώρα το πίνουν κι οι Αμερικάνοι!
-Μμμ.. καλά λένε, οι μπεκρήδες είναι όλοι μια φάρα. Ρετσίνα δεν πίνει κανένας τους;
-Οι Αμερικάνοι δεν πίνουν. Αλλά, σίγουρα, θα θέλουν οι Έλληνες που είναι εκεί κι έτσι σκεφτόμουν να συνεργαστούμε με τον κύριο Κώστα και να του προτείνουμε να του στέλνουμε εμείς από ‘δω.
-Λες; Και που θα βρούμε τόση ρετσίνα, ρε Μίλτο, να ποτίσουμε όλη την Αμερική;
-….. Θα βρούμε!
-Μπράβο αϊτέ μου, έτσι σε θέλω!
Ο Βασίλης δεν ήταν άνθρωπος του ποτηριού. Λίγο κρασάκι (κι αυτό ανάρια). Το πολύ – πολύ να ¨έσφιγγε¨ και κάνα ουζάκι (έτσι για την όρεξη). Αλλά τώρα που ετοιμάζονταν για εισαγωγέας ποτών αισθάνονταν την υποχρέωση να δοκιμάσει τα υποψήφια «εισαγώγιμα είδη»   (αυτό το τελευταίο το διάβασε σ’ ένα απ’ τα έγγραφα του Μίλτου και πολύ του άρεσε).    Αγόρασε λοιπόν ένα μπουκάλι ουίσκι κι ένα μπουκάλι βότκα και πήγε στο γραφείο για να κάνει τις δοκιμές. Έβαλε τα μπουκάλια πάνω στο τραπέζι και τα χάζευε, μη ξέροντας από ποιο να ξεκινήσει. Το ένα ήταν τελείως άχρωμο σαν ούζο και σκέφτηκε να ξεκινήσει απ’ αυτό. Έριξε λίγο στο καπάκι του μπουκαλιού και το κατέβασε με μιάς  κλείνοντας τα μάτια (λες κι ήταν το κώνειο του Σωκράτη).    
Δεν έκανε γαργάρα με καρφοβελόνες καλύτερα;      Λες και κατέβαζε ακουαφόρτε!    Ξαναγέμισε το καπάκι, αλλ’ αυτή τη φορά το κράτησε στο στόμα για να καταλάβει την γεύση.    Δεν μύριζε άσχημα αλλά το άτιμο κόντεψε να του κάψει το στόμα. 
«Αυτό είναι δηλητήριο», σκέφτηκε.
Το άφησε στην άκρη και άνοιξε τ’ άλλο μπουκάλι.  Αυτή τη φορά όμως δεν την πατούσε με τίποτα. Πριν το βάλει στο στόμα το μύρισε για να δει αν είχε κι αυτό την ίδια γλυκερή μυρουδιά.  
Τέτοια μπόχα δεν την περίμενε με τίποτα!   Παράτησε το μπουκάλι στην άκρη λέγοντας:
-Δε μπορώ να καταλάβω τι βρίσκουν σ’ αυτή την αηδία και την πίνουν!  Αλλά βέβαια αφού το πίνουν οι Αμερικάνοι…  Να δω τι θα κάνουν άμα έρθει καμιά μόδα να τρώνε σκατά στην Αμερική!
Έβαλε τα μπουκάλια σ’ ένα ντουλάπι με τη σκέψη να πάρει και κανένα λικέρ για να ‘χουν ¨μπαρ¨ όπως στις μεγάλες εταιρείες.  Μετά το καλοσκέφτηκε, θυμήθηκε ότι ο Νίκος ήταν επιρρεπής στο ποτό, γύρισε πίσω έβαλε και τα δυο μπουκάλια μέσα στη σακούλα και τα κατέβασε στα σκουπίδια.
Σε δεκαπέντε μέρες τα ξαδέρφια από το Αμέρικα γύρισαν στην Αθήνα, από την Ρόδο που είχαν πάει και ετοίμαζαν μπαγκάζια για πίσω. Είχαν εντυπωσιαστεί απ’ το νησί. Είχαν πάρει, μάλιστα ξεναγό για να τους δείξει όλες τις ομορφιές και να μάθουν, κομματάκι, την ιστορία του τόπου καταγωγής τους για να έχουν να λένε στους Αμερικάνους. Τα όσα έμαθαν τους είχαν πείσει ότι είναι κληρονόμοι του πιο περιούσιου λαού επί γης. Γέμισαν και δυο τσάντες με τουριστικά είδη και ετοιμάστηκαν να καταπλήξουν τις οικογένειές τους που τους περίμεναν στο Νew Jersey. Υποσχέθηκαν να γυρίσουν την επόμενη χρονιά συν γυναιξί και τέκνοις για να κάνουν κρουαζιέρα σ’ όλα τα νησιά.  Ο Κώστας, πάντως, επισκέφτηκε το γραφείο, για να μιλήσουν. Είδε τα βουνά με τους καταλόγους και τα δελτία παραγγελίας πάνω στα τραπέζια και γούρλωσε τα μάτια.
Oh my God!  Τι πάθατε Μπιλ; Robbery; Μπήκαν κλέφτες και τα ‘καναν πάνω – κάτω;
-Όχι ρε Κώστα έτσι δουλεύουμε εδώ..
-Και βρίσκετε άκρη;
-Εμ.. πως...
Το τελευταίο βράδυ η Τούλα ετοίμασε τραπέζι (για να τους περιποιηθεί προσωπικά).  Με δεδομένη την Σμυρναίϊκια καταγωγή της θείας Ευθυμίας, έβαλε τα δυνατά της για να παρουσιάσει ένα τραπέζι που θα τους έμενε αξέχαστο. 
Και το κατάφερε! 
Μέχρι κι ο Βασίλης εντυπωσιάστηκε, που μπροστά σε όλους της είπε:
-Μπράβο ρε Τούλα είσαι μεγάλο αστέρι!
Η Τούλα κατακοκκίνισε και έσκυψε το κεφάλι σα μαθητριούλα. 


Ήταν ένα απ’ τα καλύτερα βράδια του Βασίλη. Με την θεία του, να τον έχει αγκαλιά όλο το βράδυ ένοιωσε σαν να είχε πάνω του το χέρι της μακαρίτισσας της μάνας του, που δεν πρόλαβε να γνωρίσει. Ο Κώστας κι η Γιάννα ήταν ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι και σε λίγη ώρα αισθάνονταν ότι ζούσαν από πάντα μαζί. 
Ούτε που χρειάστηκε να ρωτήσει τον Κώστα, τι θα πιούν. Τον πρόλαβε αυτός λέγοντας:
-Μπιλ ! Ρετσίνα έχεις; 
-Όση θες ξάδερφε, πράμα διαμάντι!  Ήθελα, μάλιστα να σου πω ότι αν θέλεις μπορούμε να κάνουμε και εξαγωγή στην Αμερική.
-Yeswhy not;
-Κώστα! (η θεία Ευθυμία) τι είπαμε;  Ελληνικά!
Ο Κώστας πειθήνια: Εν τάξει μαμά. 
Πάντως η θεία δεν τα ξέφυγε τα Εγγλέζικα. Ήρθε η Λέλα κι έκατσε δίπλα στην Γιάννα και την έπιασε στο ξενόγλωσσο λακριντί. 
Κάνα δυο άγρια βλέμματα του Βασίλη δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. 
Αλλά το άτιμο μιλούσε λες και ήταν Αμερικανάκι!  Ο Βασίλης χαλάλισε τα λεφτά που έδωσε στο φροντιστήριο και ήταν έτοιμος να πάει την άλλη μέρα να τους δώσει συγχαρητήρια. 
Αυτό το βράδυ ήταν ένα απ’ τα καλύτερα της ζωής του. Περισσότερο γιατί έμαθε ένα σωρό πράγματα για την μάνα του, που αισθάνονταν όλη την ώρα έντονη την παρουσία της.  
Δύσκολη ήταν η επόμενη μέρα,  που έπρεπε να τους αποχαιρετήσουν. 
Η θεία Ευθυμία κρατούσε τον Βασίλη στην αγκαλιά της κι έκλαιγε σα μικρό παιδί. Αλλά κι αυτόν τον είχαν πιάσει τα κλάματα κι είχαν γίνει τα μάτια του κατακόκκινα. 
Ευτυχώς που δεν πήραν τα παιδιά μαζί τους στο αεροδρόμιο. 
Όχι γιατί θα ταράζονταν, αλλά θα γίνονταν ρεζίλη απ’ τον Αλέκο που θα κυλιόνταν κάτω απ’ τα γέλια.  









12]                                                Κάτσε κάτω ρε!!



Ο Μίλτος αυτό το καλοκαίρι δούλεψε με την ψυχή του. Κανόνιζε να γίνουν οι εισαγωγές και παράλληλα έτρεχε για να βρίσκει καινούριους πελάτες για τα ¨εισαγόμενα είδη¨. 
Τον Βασίλη τον παραξένευε αυτό το μεγάλο ενδιαφέρον του Μίλτου, αλλά δεν έλεγε και τίποτα.  Τι να πει;  Η δουλειά πήγαινε ρολόϊ και (χωρίς να το καταλαβαίνει ακριβώς) τα κέρδη από την εισαγωγή είχαν φτάσει πάνω κι από εξήντα τα εκατό. Μέχρι να έρθει ο Σεπτέμβρης είχαν πιάσει ένα σωρό πελάτες και στο γραφείο είχαν προσλάβει άλλους τέσσερις υπαλλήλους και σχεδίαζαν να κάνουν καινούρια μεγάλη αποθήκη στο Αιγάλεω, σε οικόπεδο, προικιό της Τούλας. Είχαν κάτσει μάλιστα με τον Μίλτο στο γραφείο και έκαναν το λογαριασμό με μια προσφορά που τους είχε κάνει κάποιος εργολάβος. Ήταν νωρίς το απόγευμα όταν πήρε η Τούλα αναστατωμένη και μπερδεύοντας τα λόγια της του έλεγε (περίπου) ότι πήγε η αστυνομία στο σπίτι και τον ζητούσε. Αναστατώθηκε αλλά προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του.   Μάταια..  ο Μίλτος, μόλις τ’ άκουσε, άρχισε να τρέμει σα το φύλλο και τον παρέσυρε κι αυτόν στον πανικό του. Σε λίγα λεπτά, ξανά τηλέφωνο, αυτή τη φορά ήταν η κουμπάρα, η Νέλη, που με αναφιλητά τους είπε ότι έπιασαν τον Νίκο. 
Ο Βασίλης δεν χρειάστηκε και πολλά για να καταλάβει τι γίνονταν. Η ασφάλεια ή η ΚΥΠ ή κάποιος τέλος πάντων, μυρίστηκε την κομπίνα του ¨ανιψιού¨ του Παπαδόπουλου και τώρα άνοιξε το πηγάδι για να τους καταπιεί. 
Τώρα τι γίνεται;  Να πάει να παρουσιαστεί μόνος του στην ασφάλεια κι ό,τι προκύψει; Να κρυφτεί κάπου; Αλλά που; Ποιος θα δέχονταν να τον έχει στο σπίτι του ή οπουδήποτε αλλού, όταν ξέρει ότι στο κατόπι του είναι τα λαγωνικά της δικτατορίας;
Ποιος θά ‘βαζε το κεφάλι του στο ντορβά; 
Έφυγαν απ’ το γραφείο με τον Μίλτο και πήγαν κι έκατσαν να μιλήσουν σ΄ ένα καφενείο στο Μπουρνάζι, για να είναι άγνωστοι μεταξύ αγνώστων.  Απ’ το δρόμο τηλεφώνησε στην Τούλα τα καθ’ έκαστα με τον Νίκο και της είπε να μην ανησυχεί. 
Κάτι θα σκέφτονταν να κάνουν. 
Τι να κάνουν; Στο καφενείο είχαν κάνα δίωρο αλλά λύση δεν μπορούσαν να βρουν.   Μάλιστα ο Μίλτος τον ρώτησε αν σκέφτονταν να φύγει στο εξωτερικό, με τους άλλους… αντιστασιακούς.
-Όχι ρε Μίλτο.  Σιγά μη φύγω για τη μέση Ανατολή! Κάτι άλλο θα υπάρχει να κάνουμε.
Αλλά όπως και να τό ‘φερναν το πράγμα έπεφταν σε τοίχο. Όσους έβαζαν στο σημάδι στο τέλος τους έπιαναν.  Δεν ξεφεύγεις έτσι εύκολα απ’ την ασφάλεια!  Εδώ είχαν μαζέψει όλους τους αριστερούς, που ήξεραν χίλιους δυο τρόπους να ξεγλιστρούν και θα την γλίτωνε ο Βασίλης;  Ένας άνθρωπος μόνος του με την ασφάλεια στο κατόπι του;    Αστεία λέμε τώρα;      Θα τον βουτούσαν σε λίγες ώρες!
-Λοιπόν. Μίλτο, άκουσέ με προσεκτικά. Εγώ θα πάω μόνος μου στην ασφάλεια και θα δω τι θα γίνει εκεί. Εσύ θα εξαφανιστείς για λίγες μέρες και μετά θα πας και θα ‘χεις υπ’ όψη σου τη δουλειά. Πες στον Πέτρο, για καμιά δυο μέρες, ως που να πας εσύ, να έχει το νου του, και πες στην Τούλα να πάει να βρει κανένα καλό δικηγόρο. 
Ο Μίλτος έφυγε κι αυτός έκατσε μόνος του στο καφενείο με τον καφετζή να τον κοιτάζει αγριεμένος. Είχε νυχτώσει για τα καλά κι άρχισαν να έρχονται οι πελάτες για τη βραδινή χαρτοπαιξία κι αυτός κρατούσε το τραπέζι από νωρίς. 


Ξεκίνησε για να κατέβει στην Αθήνα να πάει στην ασφάλεια. Μετά το καλοσκέφτηκε. 
Τι να πάει μες τη νύχτα; Τότε (στην ΕΣΑ ) ο φαντάρος περίμενε τη νύχτα για να ¨γλεντήσουν με τα κουμμούνια¨. Που ήξερε αυτός αν δεν τον έδιναν στους εσατζήδες να .. περάσουν την ώρα τους!  Άμα ξημερώσει είναι αλλιώς, είναι πολύς ο κόσμος, δεν θα τους είναι τόσο εύκολο να κάνουν ό,τι τους γουστάρει. 
Πέρασε απ’ την άλλη μεριά της Αθήνας, φτάνοντας στην παραλιακή και πήγε σ’ ένα καλό ξενοδοχείο. 
Γερό φιλοδώρημα στον υπάλληλο της εισόδου. 
Εγερτήριο στις πέντε το πρωί.   Να μην τον ενοχλήσει κανείς.!
Έκανε ένα μπάνιο να ηρεμήσει κι έκατσε να βάλει τα πράματα σε μια σειρά. 
Θα πήγαινε την άλλη μέρα στην ασφάλεια και με το πιο αθώο ύφος του κόσμου θα τους ρωτούσε τι τον ήθελαν και γιατί… τον ενοχλούσαν. Αυτό μπορεί να έπιανε καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο γιατί ο Παπαδόπουλος τον τελευταίο καιρό ήθελε να παραστήσει τον δημοκράτη και είχε ανοίξει και την βουλή (ότι τάχα μου λειτουργεί δημοκρατικά η χώρα και παίρνονται αποφάσεις με ψηφοφορία). Τρίχες κατσαρές ας τολμούσε να πει κανένας την γνώμη του ελεύθερα και σού ‘λεγα εγώ τι απίδια βάζει ο σάκος. 
Αλλά όλα τούτα ήταν για τους ¨βαμμένους¨ τους αριστερούς που τους είχαν κάνει κάτι φακέλους ίσα με μια εγκυκλοπαίδεια.   Αυτοί δεν έκαναν και τίποτα ¨ανατρεπτικό¨!   Πονηριά κάνανε και μάλιστα όχι ο ίδιος, ο Νίκος έκανε τον ανιψιό του Παπαδόπουλου!   Αυτός ήταν χοντρά μπλεγμένος. Αμέσως ντράπηκε και μόνο που του πέρασε απ’ το νου, κάτι τέτοιο. Εκμεταλλεύτηκε κι αυτός την κομπίνα του Νίκου, με όποιο τρόπο μπορούσε. Έβγαλε λεφτά με την ψυχή του, κυριολεκτικά άλλαξε η ζωή του. Αν δεν ήταν ο Νίκος και τα ψέματά του πού θα βρίσκονταν τώρα;   Στο καφενείο στο Αιγάλεω να του λέει η Τούλα ότι είναι άχρηστος κι ότι σκοτώνεται για πενταροδεκάρες.   Όχι!   Ο λόγος που έγινε ό, τι έγινε ήταν ο Νίκος και δεν είχε κανένα σκοπό να του φορτώσει το βάρος όλης της κομπίνας.  Μαζί τα κάνανε και μαζί θα το αντιμετωπίζανε.  Ύστερα είχαν γίνει και κουμπάροι.. πώς θ’ αντίκριζε την κουμπάρα και θα της έλεγε ότι πούλησε τον κουμπάρο; Όχι.. ανήθικος δεν ήταν. Άνοιξε το πορτοφόλι κι έβγαλε την επιστολή του Νίκου που ομολογούσε ότι ήταν ο μοναδικός υπεύθυνος. Την διάβασε μια ακόμη φορά και ύστερα την έσκισε.  
«Θα βάλουμε έναν καλό δικηγόρο… θα δούμε τι θα γίνει και με τις γνωριμίες που έχουμε και… βλέπουμε» 
Αποκοιμήθηκε βαθιά.  Η μέρα τον είχε φορτώσει μ’ ένα σωρό σκοτούρες και ο ύπνος έπεσε βαρύς σαν σκοτάδι ή σαν δικτάτορας. 
Σηκώθηκε πολύ πρωί. Κάπνισε δυο τσιγάρα και κατέβηκε. Δεν ήταν σίγουρος αν είχε πάρει τις σωστές αποφάσεις, αλλά ό,τι κι αν σκέφτηκε ήταν αποφασισμένος να τ’ ακολουθήσει. 
Έτσι λένε: Οι πρώτες αποφάσεις είναι κι οι σωστότερες.
Μπήκε στο αμάξι και πήγε στο σπίτι, για να βρει μια Τούλα με τα μάτια πρησμένα απ’ την αϋπνία και το κλάμα. Πάρ’ ότι βιάζονταν, γιατί δεν ήθελε να του ¨φύγει¨ η μέρα έκατσε να της πει δυο λόγια για να την καθησυχάσει. Ύστερα ξυρίστηκε έβαλε μια καλή λοσιόν και φόρεσε ένα καλό πρωινό κουστούμι και μια εντυπωσιακή γραβάτα. 
Η Τούλα όταν τον είδε ντυμένο σα φιγουρίνι απόρησε. 
-Μα καλά εκεί που θα πας, θα κάνεις τον.. γαμπρό;
-Αυτά τους εντυπωσιάζουν. Αν πάω ντυμένος σαν κακομοίρης θα με χώσουν κατ’ ευθείαν στο φρέσκο. Εσύ να έχεις το νου σου να βρεις κάνα καλό δικηγόρο, ρώτα τον Πέτρο, αυτός γνωρίζει πολύ κόσμο.
Πήρε ταξί και πήγε στην ασφάλεια. 
Με αυτοπεποίθηση και χαμόγελο ρώτησε τον φρουρό της εισόδου που είναι το γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας. 
Ο φρουρός βλέποντάς τον έτσι ντυμένο και παρφουμαρισμένο πήρε στάση προσοχής  και τον πληροφόρησε με… σεβασμό.
«Ναι λες και δεν τό ‘ξερα.» Σκέφτηκε και πήρε ν’ ανεβαίνει την σκάλα 
Έφτασε μπροστά στο.. γνωστό γραφείο και χτύπησε θαρρετά την πόρτα. 
-Εμπρός!   Τόνος υπηρεσιακός αλλά όχι άγριος.    Προ πάντων δεν θύμιζε καραβανά.
Ο Βασίλης υπέθεσε ότι θα ήταν ο ίδιος που είχε συναντήσει την προηγούμενη φορά.   Τότε του είχε κάνει καλή εντύπωση.   Είχε δείξει και σεβασμό. 


Άνοιξε την πόρτα για να βρεθεί μπροστά σ’ έναν άγνωστο. Ωστόσο μπήκε μέσα στο γραφείο με μεγάλη άνεση και στάθηκε μπροστά στο γραφείο του αστυνόμου. 
-Καλημέρα σας!  Είπε προτείνοντας το χέρι του για χειραψία. 
Ο αστυνόμος σηκώθηκε δίνοντάς του μια θερμή χειραψία. 
-Έμαθα κύριε αστυνόμε ότι με ζητήσατε και ανησύχησα. Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;  
-Πως ονομάζεστε κύριε;
-Τσιμπλιάκος Βασίλειος 
-Μμμάλιστα… για να δω, κάτι έχω εδώ.. (και μετά από ένα λεπτό)
-Α!  Εσύ είσαι ο Τσιμπλιάκος πουλάκι μου; 
Το ύφος του ήταν γεμάτο ειρωνεία και σαρκασμό. Ο Βασίλης σκέφτηκε ότι αν έκανε τον θιγμένο θα ήταν καλύτερα.   Θα έδειχνε πιο.. αθώος. 
-Σας παρακαλώ κύριε αστυνόμε πως μου μιλάτε έτσι;
-Κάτσε κάτω ρε !!
Ο Βασίλης έκατσε σαν αυτόματο στην καρέκλα. Η έκπληξή του ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να βγάλει λέξη απ’ το στόμα του.  Ξανά του ήρθε η θύμηση του βεληγκέκα. Αυτές οι άγριες κραυγές της βάρβαρης εξουσίας.  Αλλά τώρα δεν ήταν το ίδιο, δεν ήταν ο φουκαράς που του έκανε τον σπουδαίο ο κάθε μπασκίνας. 
Τώρα είχε λεφτά!  
Ήταν πρόεδρος της ¨ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΑΕ¨, εισαγωγέας Αμερικανικών προϊόντων και κάτοχος ενός μεγάλου λογαριασμού στην τράπεζα.   
Να μην πούμε και για το οροφοδιαμέρισμα! 
Τέτοια ξεφτίλα δεν την σήκωνε ο εγωισμός του και έπρεπε αυτός ο μπάτσος να το καταλάβει! 
Ξανασηκώθηκε όρθιος και με στόμφο είπε :
-Σας παρακαλώ κύριε!   Δεν ξέρετε με ποιον μιλάτε.    Θα σας αναφέρω στους προϊσταμένους σας.  Απαιτώ να δω αμέσως στον διοικητή σας.
Ο αστυνόμος τον άρπαξε απ’ τα πέτα και τον κοπάνησε στην καρέκλα. 
-Σκάσε ρε κουμμούνι, που θα μου πεις ότι θες να δεις τον διοικητή. Πρόσεξε καλά μη σε στείλω πακέτο στην ΕΣΑ και σου κάνουν τ’ άντερα κοκορέτσι. 
Ο Βασίλης δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που άκουσε. 
Κουμμούνι;   Από πού κι ως που;   Μήπως τον πήρε για κανέναν άλλον; 
Αν δεν ήταν μέσα στο κτήριο της ασφάλειας θά ‘λεγε ότι του κάνανε φάρσα.
Άρχισε να διαμαρτύρεται, όχι παριστάνοντας τον ¨κάποιον¨ αλλά με γνήσια απορία.
-Μα τι λέτε κύριε αστυνόμε;  Εγώ;!!  Αν είναι δυνατόν! Εγώ ποτέ μου δεν ασχολήθηκα με πολιτικά. Και που πήγαινα να ψηφίσω τό ‘κανα από αγγαρεία. Μήπως με πήρατε για κανέναν άλλον;
-Δε μου λες εσύ δεν είσαι ο συνέταιρος του Νικολάου Παπαδοπούλου;
-Μάλιστα! Αλλά αυτός είναι εθνικόφρων και μάλιστα συγγενής του προέδρου μας!
Έκανε τον ανήξερο τελείως. Αν έβλεπε κανένας το ύφος του θα έλεγε ότι βρίσκεται μπροστά στον πιο έκπληκτο άνθρωπο του κόσμου. Χώρια που έδειχνε και θιγμένος για την… προσβολή που του ‘κανε να τον πει κομμουνιστή και συνέχισε… ακάθεκτος.
-Καταλαβαίνετε τι έχει να γίνει, όχι γιατί με φέρατε εδώ αλλά και μόνο που τολμήσατε να με πείτε κομμουνιστή. Ποιόν;  Εμένα κομμουνιστή!  Που στο σπίτι μου, έχω την φωτογραφία του προέδρου μας, μαζί με τα εικονίσματα.
Ο αστυνόμος έδειχνε μπερδεμένος. Τον κοίταξε με μισό μάτι προσπαθώντας να καταλάβει με τι σόϊ άνθρωπο έχει να κάνει. Στο παρελθόν, πολλές φορές, του είχαν φέρει αριστερούς που έκαναν τους ανίδεους, αλλά στο τέλος τους έκανε να κελαηδούν σαν καναρίνια. 
Αφού τό ‘λεγε κάθε φορά στους εκπαιδευόμενους! 
-Το βλέπετε αυτό εδώ ρε!   (Δείχνοντάς τους την γροθιά του)   Αυτή είναι η καλύτερη ανακριτική μέθοδος. Τους ρίχνεις κάμποσες στο ψωμοσάκουλο κι όταν σταματήσουν να ξερνάνε, αρχίζουν να τραγουδάνε. 
Με τούτον ‘δω, όμως, τα πράγματα έδειχναν διαφορετικά. Απ’ το παρουσιαστικό έδειχνε να είναι άνθρωπος του ¨καλού κόσμου¨ και συνήθως όλοι τούτοι από κάπου κρατιούνται. Δεν ήταν τώρα να μπλέξει με τίποτα ¨ψηλά καπέλα¨!  Αποφάσισε να πάει πιο μαλακά το πράμα. Θα τον έπιανε στην κουβέντα να δει τι ¨καπνό φουμάρει¨ και… βλέπουμε. 
Για να μη δείξει τις αμφιβολίες του πήρε το υπηρεσιακό ύφος και... αγρίεψε.
-Μη μου κάνεις εμένα τον αθώο! Όποιος έχει σχέσεις με κομμουνιστάς είναι και αυτός με το μέρος τους. 
-Ε! και ποιος έχει σχέσεις με κομμουνιστάς;
-Εσύ!

Του ‘ρθε κάτι σαν σκοτοδίνη. Τι έλεγε αυτός; ήταν με τα καλά του;  Δηλαδή με τα σωστά του  τον κατηγορούσε για κομμουνιστή;  Μήπως το θέμα αφορούσε το Μίλτο και τον πατέρα του; Αλλά και πάλι πως είναι δυνατόν να τον κουβαλούν στην ασφάλεια, νά ‘χουν συλλάβει και το Νίκο!   Αυτό δεν ξανάγινε!  Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, κάνουν μια σύσταση στους εργοδότες ν’ απολύσουν τον υπάλληλο που τον θεωρούν ύποπτο ή  συλλαμβάνουν τον φουκαρά που έβαλαν στο μάτι και τελειώνει η υπόθεση. Τώρα αλλάξανε τα πράγματα; Όποιος έχει στη δουλειά του κάποιον που δεν τους γουστάρει συλλαμβάνουν.. τον ίδιο.  Τρελαθήκαμε εντελώς;   
Ως εδώ και μη παρ’ έκει.  Αποφάσισε ν’ αντιδράσει !
-Μα τι λέτε κύριε αστυνόμε;  Εγώ!!  Τον μόνο κομμουνιστή που ξέρω είναι ο Κρούτσεφ.   
 Μη μου πείτε ότι αυτόν έχω φίλο;
-Για τον Νικόλαο Παπαδόπουλο τι έχεις να μας πεις;
-Τι να πω; Τα καλύτερα!  Εθνικόφρων!  Υπόδειγμα της κοινωνίας μας και συγγενής του προέδρου μας του Γεωργίου Παπαδοπούλου! 
Είπε με στόμφο, αποφεύγοντας ν’ αναφέρει τον βαθμό συγγενείας μην πέσει σε καμιά γκάφα.         Ασφαλώς και είχε δίκιο γιατί η επόμενη ερώτηση του αστυνόμου ήταν για το ¨ ποια συγγένεια είχε ο Νίκος με τον πρόεδρο¨
-Θαρρώ ανιψιός του είναι, αλλά δεν τον ρώτησα και με ακρίβεια. Μη φανώ και.. αδιάκριτος.  Αλλά έχω δει φωτογραφίες που δείχνουν τον πρόεδρό μας να τον κρατάει απ’ το χέρι όταν ήταν μικρός και απ’ ό,τι μου έχει πει τον αγαπάει σαν παιδί του!
-Εσύ, σαν συνέταιρός του, επισκέφτηκες ποτέ τον πρόεδρο;
-Όχι βέβαια! Ποιος τολμάει να ενοχλήσει τον πρόεδρο με τόσες ασχολίες που έχει; 
-Μμμάλιστα..  
Ο Βασίλης είχε αμολήσει το μελάνι και περίμενε να δει πόσο είχε θολώσει τα νερά. 
Ο αστυνόμος είχε κάτσει στο γραφείο του συλλογισμένος. Δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει αν αυτός που στέκονταν μπροστά του ήταν απατεώνας ή ήταν και ο ίδιος θύμα απάτης. 
Κρατούσε αφηρημένα ένα μολύβι και μουτζούρωνε το φύλλο συμβάντων ζωγραφίζοντας κυκλάκια στις κενές σειρές. 
-Πάντως, κύριε αστυνόμε, για να ξέρετε (συνέχισε σαν να μη συνέβαινε τίποτα) εγώ είμαι αυτοδημιούργητος. Από ένα καφενείο ξεκίνησα και ό,τι έχω, μέχρι σήμερα, είναι απ’ τον κόπο μου. Μπορώ μάλιστα να σας δώσω έναν κατάλογο αξιωματικών που με έχουν συγχαρεί για τις μεγάλες οικονομίες που έχω κάνει στον Ελληνικό στρατό. Εγώ έφερα ένα σωρό πράγματα στα ΚΨΜ των μονάδων, σε πολύ φτηνές τιμές κι έκανα πιο εύκολη την ζωή των Ελλήνων στρατιωτών.
-Φτάνει… φτάνει ! 
Ο Βασίλης είχε πάρει φόρα κι αν δεν τον σταματούσε ο άλλος θ’ απένειμε στον εαυτό του το παράσημο εξαίρετων πράξεων.  
 Ίσως και να μη χρειάζονταν να πει τόσα.  Έτσι κι αλλιώς φαίνονταν ότι ο άλλος καταλάβαινε ότι είχε να κάνει με ανίδεο. Ο αστυνόμος άρχισε να βηματίζει πάνω – κάτω στο γραφείο προσπαθώντας να καταλήξει κάπου, πριν τον ξαποστείλει. Αλλά και πάλι δεν του πήγαινε καλά ν’ αφήσει το ¨θέμα¨ ολότελα ασκάλιστο. Έπρεπε να βγάλει κάτι από τούτην την υπόθεση. Στο κάτω – κάτω αυτός μπορεί να ήταν ανίδεος αλλά είχε ατράνταχτα στοιχεία για τον άλλο, κι ο άλλος ήταν συνέταιρος με τούτον, άρα και συνένοχοι. 
Τί, θα του ξέφευγαν;  Τους φαίνονταν για κορόϊδο;   
Αλλά δεν έφταιγαν αυτοί… όχι!  Έφταιγε ο εκδημοκρατισμός! Είχαν κλείσει τον Αβέρωφ και τα Γιούρα, έδωσαν  κι αμνηστία σ’ όλους τους κομμουνιστάς, τους προδότες. Κανονικά έπρεπε να τους είχαν εκτελέσει όλους και να ξεμπέρδευαν μια και καλή. Τι μας χρειάζεται η βουλή και οι πολιτικάντηδες; Μόνο προβλήματα δημιουργούσαν όλα τα χρόνια. Διαδηλώσεις, σαματάδες και φθορά της περιουσίας του Δημοσίου. Τί, ξεχνιέται το ξήλωμα των πεζοδρομίων στην Πειραιώς; Και ποιός ήταν πίσω απ’ όλα αυτά; Η ΕΔΑ και οι έξωθεν κομμουνισταί συνεργάτες και καθοδηγητές τους. Μάλιστα πολλά κουμμούνια που έπιαναν, αφού τους σακάτευαν στο ξύλο, ομολογούσαν πως ό,τι έκαναν τους τα είχαν ορμηνέψει κατευθείαν από την Μόσχα οι αρχηγοί τους. Κι ας τολμούσε κανένας να μην ομολογήσει! Τον παρέδιδαν στην ΕΣΑ στο ΕΑΤ και κει να δεις τραγούδι που έκανε ο σπίνος. 
Τους έλεγε ό,τι ήθελαν… τα ‘κανε δεν τα ‘κανε.    Σκουπίδια κουμμούνια! Όλους σαπούνια έπρεπε να τους κάνουν! Και τώρα έμπλεξε πάλι με τούτους εδώ.. Και καλά ο άλλος είναι μεγάλο μούτρο και θα περνούσε από τον πάγκο, αλλά ετούτος; Αυτός έδειχνε να μην ξέρει τι του συμβαίνει. Ίσως να τον είχε, ο άλλος, στο ψιλό γαζί. Έτσι κι αλλιώς από ¨πάνω¨ δεν του είχαν βρει τίποτα. Παλιότερα, μάλιστα, είχαν πει γι’ αυτόν κάποιοι δικοί μας ότι ήταν καλό παιδί και δικός μας άνθρωπος. Δεν είχε μπλεχτεί σε πολιτικά, δεν τον άκουσε ποτέ κανένας να λέει κάτι ¨περίεργο¨… μυστήριο. Ίσως να άξιζε να του δώσει μια ευκαιρία να του πει τι ξέρει και… βλέπουμε.
-Εσύ από πότε ξέρεις τον Νικόλαο Παπαδόπουλο;
-Χρόνια τώρα κύριε αστυνόμε. Τρία χρόνια έχουμε συνέταιροι, είμαστε και κουμπάροι, εγώ τον πάντρεψα… στην εκκλησία!  Αν ήταν κομμουνιστής θα πήγαινε στην εκκλησία; Έτσι δεν μας έλεγαν στο κατηχητικό; Ότι όλοι αυτοί είναι τέκνα του σατανά και δεν μπαίνουν στην εκκλησία γιατί φοβούνται τον Χριστό; Τότε αυτός πως μπήκε; Και μάλιστα με στολισμό της εκκλησίας και όλους τους πολυέλαιους αναμμένους. Ξέρετε τι πλήρωσα για τους πολυέλαιους; Αλλά που να συμφωνήσει με λιγότερα η γυναίκα μου! 
-Δεν μ’ ενδιαφέρουν αυτά!
-Μα πως κύριε αστυνόμε… τα τέκνα του σατανά…  οι πολυέλαιοι.
-Σκάσε ρε, μη σε πάρει ο διάολος και σένα και τους πολυέλαιους.
Ο Βασίλης είχε ξαφνιαστεί απ’ το ξέσπασμα του άλλου, δεν καταλάβαινε τι είχε πει που τον ερέθισε. Αυτός για το κατηχητικό μιλούσε. Μήπως δεν του άρεσε το κατηχητικό;   Και για ποιο λόγο;  Μια χαρά περνούσαν.  Τους έλεγαν ένα σωρό χαζομάρες, αλλά τους πήγαιναν και καμιά εκδρομή, τους έδιναν γάλα και κάτι κονσέρβες με κίτρινο τυρί που όταν τό ‘τρωγες έτριζε στα δόντια σα να ‘χε άμμο μέσα. 


Στο τέλος ο αστυνόμος το πήρε απόφαση, ότι δεν πρόκειται να βγάλει τίποτ’ άλλο από δαύτον κι αποφάσισε να δώσει ένα τέλος.
-Πέρασε έξω και να περιμένεις στο διάδρομο να σε φωνάξουμε.
Ο Βασίλης πέρασε έξω απ’ το γραφείο ανακουφισμένος. Καλά είχε πάει το πράμα.. Δεν έγινε και τίποτα τρομερό. Θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερα.  
Ίσως ν’ άρχιζαν το ξύλο… ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Οι ίδιοι ήταν πάλι στα μεγάλα πόστα. Επειδή έβαλαν κάποιους αποτυχημένους πολιτικούς να παριστάνουν τους χατζατζάρηδες, θαρρούσαν ότι ξεγελούσαν κανέναν; Χούντα ήταν και χούντα είναι!
Άναψε ένα τσιγάρο και τράβηξε δυνατά. Είχε κάνα δίωρο να καπνίσει… και τι δε θα έδινε για έναν καφέ. Αλλά δε βαριέσαι.. υπομονή! Αυτά τα πράματα δεν τελειώνουν έτσι εύκολα. 
Χωρίς να το θέλει του ήρθε στο νου ο νεαρός που είχε συναντήσει σ’ αυτό το ίδιο παγκάκι πριν από κάποια χρόνια. 
«Που να βρίσκεται; Να έχει ξεμπερδέψει ή τον έχουν ¨ξεμπερδέψε騻.  
Τότε του είχε πει κάποια πράγματα που αργότερα τα είχε σκεφτεί  πολλές φορές:
¨Σε πιάνουν όποτε θέλουν. Νομίζεις θέλουν την άδεια;¨
Που πάει να πει… τα ίδια παντελάκη μου τα ίδια παντελή μου. Ο εκδημοκρατισμός τους μάρανε. Ούτε μια στιγμή δεν τον ρώτησε, ο αστυνόμος, αν είναι τίμιοι ή με τι είδους εμπόριο ασχολούνται. Μόνο αν είναι αριστεροί τον ένοιαζε! Αυτό ήταν που τον είχε μπερδέψει περισσότερο σ’ αυτήν την υπόθεση. Ο αστυνόμος δεν τον ρώτησε για τις δουλειές της εταιρείας ή για τα πράγματα που πουλούσαν στο στρατό. Είχε κολλήσει να ρωτάει αν είναι κομμουνιστές. 
«Κύριε ελέησον! Μήπως ο φουκαράς είναι πειραγμένος στο μυαλό; Αν είναι ποτέ δυνατόν! Ο Νίκος, που έχει τόσες σχέσεις με αξιωματικούς σ’ όλο το στράτευμα, να τον υποπτεύεται για αριστερό.»
Κι αυτοί, ρε παιδί μου, μια μανία με τους αριστερούς κάνουν σα να τους σκότωσαν την μάνα και τον πατέρα. Κι αν κάποιος είναι αριστερός τι έγινε, τόσο έγκλημα ήταν; 
Αυτά που τους έλεγαν στο σχολείο και στα κατηχητικά δεν τα πίστεψε ποτέ: Πως τάχα οι κομμουνιστές είναι κατάσκοποι των Ρώσων και τα κονομάνε για να δώσουν την Μακεδονία στους Βούλγαρους.  Παραμύθια για μικρά παιδιά!  
Αφού οι κοπρίτες, Ρώσοι και Αμερικάνοι, είχαν μοιράσει τον κόσμο στα δύο και κάνανε κουμάντο ο καθ’ ένας στο κομμάτι του κατά πως τους γούσταρε.  
Στους ξένους σταθμούς τό ‘λεγαν συνέχεια: Ο Παπαδόπουλος στέκονταν γιατί τό ‘θελαν οι Αμερικάνοι! Ας μην ήταν αυτοί και σού ‘λεγα εγώ αν θά ‘κανε κουμάντο τόσα χρόνια.. Μαύρο φίδι που τον έφαγε κι αυτόν… 
«Τέλος πάντων ας φύγουμε από ‘δω με το καλό και… βλέπουμε.» 
Ναι, να φύγει.. αλλά πότε;  Είχε περάσει το μεσημέρι και τα γραφεία άρχισαν ν’ αδειάζουν.   Ησυχία άρχισε ν’ απλώνεται στο κτήριο.   Νωρίτερα, πολύς κόσμος μπαινόβγαινε για διάφορες δουλειές και αισθάνονταν ότι είχε μια παρέα. Τώρα όμως ήταν σ’ ένα διάδρομο άδειο,  με το ρολόι στον τοίχο να μετράει τις ώρες που περνούσαν άσκοπα.   Πάντως από τσιγάρο δεν έμενε. Είχε προβλέψει και παραγέμισε τις τσέπες του για να μην την πάθει σαν την προηγούμενη φορά. Το μόνο που έμενε ήταν να περιμένει να δει τι θα κάνει η Τούλα. Είχε πάει στον Πέτρο να της βρει κάναν καλό δικηγόρο, η κάθονταν στο σπίτι κι έκλαιγε παράλυτη απ’ το φόβο της; 
Να!  Λες και ήταν μες το νου του. Στην κορφή της σκάλας έκανε την εμφάνισή του ένας τύπος με χοντρά γυαλιά και μια κοιλιά ίσα μ’ ένα μπαούλο. Προχώρησε προς το μέρος του, χαμογελαστός και του έτεινε το χέρι.
-Ο κύριος Τσιμπλιάκος, υποθέτω;
-Μάλιστα... Εσείς ποιος είστε;
-Κομνηνός Ιωάννης. Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.
Ο Βασίλης για κάποιες στιγμές έμεινε αποσβολωμένος. 
«Παρ’ Αρείω Πάγω;  Τι έγινε ρε γαμώτο; Πότε πρόλαβαν να με στείλουν για τον Άρειο Πάγο; Τί.. για εκτέλεση με πάνε;»
-Μα γιατί στον Άρειο Πάγο;  (Ρώτησε με αγωνία) Τόσο άσχημα είναι τα πράγματα; Για τι πράγμα με κατηγορούν;
-Α! Μη δίνετε σημασία, αυτοί είναι τίτλοι δικηγόρων μη σας εντυπωσιάζουν. Ακόμη δεν έμαθα τίποτα. Τώρα θα πάω στον αξιωματικό να δω τι συμβαίνει. Με πήρε τηλέφωνο ο Πέτρος και ήταν αναστατωμένος. Είχε μιλήσει με την σύζυγό σας… και.. ήρθα αμέσως.
«Αμέσως;! Αμέσως το λέει αυτό; Τόσες ώρες είμαι εδώ μέσα.» 
-Αλλά για πες μου τι ακριβώς σε ήθελαν, (πέρασε αμέσως στον ενικό) εννοώ, τι σε ρώτησαν; Για να καταλάβω που πάει, περίπου, το πράγμα.
-Αν κατάλαβα καλά, κάτι συνέβη με το Νίκο, τον συνέταιρό μου και με ρωτούσαν αν είμαι κομμουνιστής και άλλα τέτοια. 
-Ο συνέταιρός σου είναι κομμουνιστής;
-Όχι βέβαια! Αυτός γνωρίζεται με το.. μισό στράτευμα. Άνθρωπος.. της επανάστασης. Κάποιο λάθος θα έγινε και μας τραβάνε αδίκως. 
-Καλά, άσε να πάω εγώ μέσα να δω τι γίνεται και.. βλέπουμε.
Ο Ιωάννης Κομνηνός (τρομάρα του) χτύπησε την πόρτα και μετά το ¨εμπρός¨ χάθηκε στο εσωτερικό της. 
Ο Βασίλης απόμεινε μόνος του στο παγκάκι του διαδρόμου, με παρέα τα τσιγάρα του κι ένα κασελάκι με άμμο για τ’ αποτσίγαρα.  Πάλι καλά…
Θα είχε περάσει κάνα μισάωρο απ’ την ώρα που είχε μπει στο γραφείο ο δικηγόρος και δεν έλεγε να φανεί.  Στη μια ώρα βγήκε μ’ ένα παγωμένο χαμόγελο που έδειχνε ψεύτικο από μακριά. Ο Βασίλης πετάχτηκε όρθιος και τον κοίταξε με προσδοκία. 
-Τι έγινε; Τι είπαν;
-Ναι… άκου να σου πω…  Πόσο καλά γνωρίζεις τον Νικόλαο Παπαδόπουλο;
-Ε… πως. Τον ξέρω! Συνέταιροι είμαστε τόσα χρόνια… να μην τον ξέρω; Είμαστε και κουμπάροι. Εγώ τον πάντρεψα.
-Πιο παλιά… πριν την επανάσταση, τον ήξερες; 
-Όχι! Με τον Νίκο γνωριστήκαμε γύρω στο χίλια εννιακόσια εβδομήντα. 
-Α!
-Τι πάει να πει ¨Α!¨
-Πάει να πει ότι θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να την γλιτώσεις. Πάντως να ξέρεις ότι αυτός ο κύριος Παπαδόπουλος δεν είναι καθόλου αυτό που θέλει να λέει.
Ο Βασίλης αυθόρμητα σκέφτηκε «Εμένα μου λες; Η νυφίτσα!» αλλά το κατάπιε. 
«Είπαμε δεν κάνει να προδώσουμε τον φίλο μας!»
-Το ξέρεις (συνέχισε ακάθεκτος  ο ¨παρ’ Αρείω Πάγω¨) ότι προ της επαναστάσεως ο κύριος αυτός ήταν μέλος σε οργάνωση νεολαίας της ΕΔΑ; 
-Τιι;!!!
Αν τού ‘χαν φέρει το παγκάκι στο κεφάλι, θα είχε ξαφνιαστεί λιγότερο.  Τα μάτια του είχαν γουρλώσει σαν του βατράχου και το σαγόνι του κρέμασε μια πιθαμή. 
Άρχισε να τραυλίζει κάτι ακατανόητα όπως: 
-Μα πως; Αφού τον ξέρει όλος ο στρατός; Ο πρόεδρος… οι συγγενείς. Λάθος κάνουν… τον μπέρδεψαν.  (και ευκρινέστατα)  Κύριε ελέησον!  Τα ύστερα του κόσμου!
Μετά απ’ αυτό το ξέσπασμα ο δικηγόρος φάνηκε ανακουφισμένος. 
-Λοιπόν, πρόσεξέ με καλά τι θα σου πω, αν θέλεις να ξεμπλέξεις!  Εσένα ό,τι κι αν σε ρωτήσουν, θα λες ό,τι είπες και σε μένα. «Τον Νικόλαο Παπαδόπουλο τον γνώρισα μετά το χίλια εννιακόσια εβδομήντα και ήξερα ότι είναι εθνικόφρων μέχρι το κόκαλο» συνεννοηθήκαμε; Τα υπόλοιπα άσ’ τα πάνω μου. 
-Εντάξει.. σύμφωνοι. Με μένα, τώρα τι θα γίνει;
-Θα… τα κανονίσουμε αύριο το πρωί.
-Δηλαδή απόψε θα την βγάλω εδώ μέσα;
-Καλά – καλά. Κάνε λίγο υπομονή και όλα θα πάνε καλά.
Ο Βασίλης αναστέναξε βαθιά.  Ποιος να του τό ‘λεγε ότι θά ‘ρχονταν ώρα που θα τον τραβοπαλούσαν σαν.. εγκληματία.  Μετά τά ‘βαλε με το Νίκο.
-Α ρε σουπιά!  Δε θα σε πιάσω στα χέρια μου;  Θα σ’ αδυνατήσω είκοσι κιλά! 
Ο δικηγόρος τον κοίταξε σοβαρά και χαμηλώνοντας την φωνή του:
-Άκου να σου πω, εσύ είσαι η τελευταία του σκοτούρα.  Αυτός έχει μπλέξει γερά. Τώρα κοίτα να ξεμπλέξεις εσύ κι άσ’ τον αυτόν να δει τι θα κάνει… έτσι όπως τά ‘κανε.
-Ε.. σιγά τι έκανε. Ούτε σκότωσε, ούτε λήστεψε.
-Καλά – καλά, αυτά άσ’ τα σε μένα. Εσύ.. όπως είπαμε, εν τάξει;
-‘ντάξ..
Ο κύριος Κομνηνός αποχώρησε όπως είχε έρθει, με άνεση και ύφος εκατό καρδιναλίων.



Γιώργος Χατζηκυπραίος                   >>>>>>>>>ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Να τι δείχνουν οι πυξίδες στο διάστημα

Να τι δείχνουν οι πυξίδες στο διάστημα   Στη Γη μια πυξίδα είναι ένα άκρως σημαντικό εργαλείο. Αποτελούσαν πάντοτε ένα σταθερό σημείο αναφορ...