Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

ΤΟ ΚΑΡΑΒΟΣΚΥΛΟ του Γ,ΧΑΤΖΗΚΥΠΡΑΙΟΥ

ΤΟ ΚΑΡΑΒΟΣΚΥΛΟ..."Αγαπώ κάποια βήματα που οδηγούν στη νυχτιά, κάποια αμήχανα σχήματα στη ξανθή αμμουδιά. Σχήμα από το χέρι σου πήρε η αμμουδιά λάδι στο νυχτέρι σου κάηκε η καρδιά..."

 


Αγαπώ κάποια βλέμματα
που σε φέρνουν θαρρείς                         ''ΤΟ ΚΑΡΑΒΟΣΚΥΛΟ''
σε θλιμμέν' απογέματα
Κυριακής βροχερής.                                      του Γιώργου Χατζηκυπραίου
Αγαπώ κάθε αμίλητο
κάθε κρύφιο καημό
το κορίτσι τ' αφίλητο
το βαθύ στεναγμό

Θλίψη από το βλέμμα σου
έκλεψε η βροχή
κι άνθισε απ' την έγνοια σου
αγάπη μου η ψυχή.

Αγαπώ κάποια βήματα
που οδηγούν στη νυχτιά,
κάποια αμήχανα σχήματα
στη ξανθή αμμουδιά.
Σχήμα από το χέρι σου
πήρε η αμμουδιά
λάδι στο νυχτέρι σου

κάηκε η καρδιά.
της blogger


      Καραβόσκυλο ο Κυρ-Στέλιος. Πέρασε όλη τη ζωή του στη θάλασσα. Μέχρι και σε πειρατικό είχε δουλέψει, σ' έναν κοντραμπατζή, που πήγαινε όπλα στις αποκλεισμένες χώρες. Σκληρή ζωή και τα χρόνια περνούσαν σαν το κύμα, τ' άτιμα, το ένα μετά το άλλο. Μέχρι που άρχισαν να τρέμουν τα πόδια του κι όταν μποτζάριζε το πλοίο, βρόνταγε στο μπουλμέ σαν φώκια στον πάγο. Πήρε απόφαση να ξεμπαρκάρει, πριν φύγει καμμιά μέρα μαζί με την άγκυρα και καρφωθεί στον πάτο, σαν αχινός στην πέτρα. Να κάτσει στο σπίτι ούτε που του περνούσε απ' το μυαλό. Η κυρά-Λίτσα θα τον έστελνε αδιάβαστο, με την μουρμούρα της. Δεν της το είχε πει ποτέ, αλλά πήρε την απόφαση να γίνει ναυτικός από την γκρίνια της..! Τό 'χε καλύτερο να τον ψήνει η αλμύρα το πετσί, παρά η συμβία του, το ψάρι στα χείλη. ΄
   Έτσι όταν ξεμπαρκάρισε και για να γλυτώσει το φωνητικό πολυβόλο της Λίτσας, έβαλε και κάποια λεφτά που είχε κρατήσει στην άκρη και έστησε ένα μπαράκι κοντά στο κύμα. Είχαν ένα παραθαλάσσιο οικοπεδάκι, προικώο της Λίτσας, έβαλε κι αυτά τα λεφτάκια πού 'χε κρατημένα στην μπάντα και έστησε ένα μπαράκι για δέκα άτομα το πολύ. Μπορούσε να το κάνει και μεγαλύτερο, αλλά ποιός να εξυπηρετήσει περισσότερους ; Ας έρχονταν πρώτα οι δέκα και...βλέπουμε ..! Πού να το περιμένει ο φουκαράς ότι το μπαράκι του θα γίνονταν...στέκι για τα ζευγαράκια..;! 
   Μέσα γεμάτο μόνιμα, ενώ το καλοκαίρι οι καρέκλες έφταναν μέχρι την θάλασσα ! Ούτε τραπέζι δεν ήθελαν τα κακομοιρούλια. Έβαζαν τις καρέκλες τους κοντά-κοντά και ρέμβαζαν το φεγγάρι ανάμεσα σε χάδια και φιλιά. Σιγά-σιγά τους μάθαινε με τα ονόματά τους καθώς ήθελαν να τον έχουν φίλο για να τους εξασφαλίζει τραπέζι τον χειμώνα. Βλέπεις, είναι καλή η ρομαντζάδα, αλλά κι η υγρασία της ακροθαλασσιάς δεν αντέχεται με το κρύο.
   Κάπως έτσι γνώρισε τον Μάρκο και την Βέρα. Τους είχε ξεχωρίσει από τους άλλους. Ήταν το πιο ταιριαστό ζευγάρι. Κούκλα η Βέρα, λεβεντόπαιδο ο Μάρκος, και το σιρόπι έρεε μέχρι το πάτωμα. Όταν, αργά, έφευγε ο Κυρ-Στέλιος, τους άφηνε τις καρέκλες και τους έκλεινε το μάτι, λέγοντας :
Άϊντε, καληνύχτα, παιδιά, και...καλά στέφανα..!
   Τους κερνούσε κι από ένα ποτό (μην τη βγάλουνε ξεροσφύρι.!) κι έφευγε λέγοντας στον Μάρκο :
Αν περάσει κανένας περίεργος, και σε ρωτήσει, τί κάνετε εδώ, να του πεις ότι είσαι ο..αγορανομικός υπεύθυνος κι ό,τι κατάλαβε...κατάλαβε..!
   Και περνούσαν οι καλοκαιρινές μέρες με την ζάχαρη να έχει κάνει την ακροθαλασσιά σιρόπι..! Ο Κυρ-Στέλιος είχε ονομάσει τον Μάρκο υπεύθυνο προ του..νόμου και μάλιστα όταν του μιλούσε έπαιρνε το επίσημο ύφος, ξεγελώντας όλους τους θαμώνες που νόμιζαν ότι σοβάρεψε την επιχείρηση το καραβόσκυλο και έβαλε αγορανομικό υπεύθυνο στα...τέσσερα επί πέντε τετραγωνικά τρύπα..!
   Θα ήταν κατά τα μέσα του Σεπτέμβρη που τους έχασε και τους δυό. Άντε επιτέλους, θα παντρεύτηκαν, σκέφτηκε, μπας και γλυτώσει κι η θάλασσα και το σιρόπι. Πετιμέζι κόντευε να γίνει ο Σαρωνικός. Δε βαρυέσαι...Σε λίγα χρόνια θα μου έρχονται τα παιδιά τους. Μόνο να με βρουν εδώ, μην τα κοιτάω από το...Σχιστό..!
   Και κει κατά τα τέλη του Οκτώβρη, νωρίς το βράδυ, νά 'την η Βέρα μόνη της...Τα πανέμορφα ματάκια της ήταν δακρυσμένα...
Καλησπέρα Κυρ-Στέλιο, είπε με μαγκωμένη φωνή...Θα κάτσω λίγο να σκεφτώ και θα φύγω...
   Κομμάτια έγινε η καρδιά του Στελάρα, που κατάλαβε αμέσως τί είχε συμβεί. Βγήκε έξω από την μπάρα και της πρόσφερε κάθισμα παίρνοντας θέση δίπλα της.
Τί έγινε, βρε κοπελιά ; Τί συνέβη ; Εσείς ήσασταν τόσο ταιριαστοί...Είπα ότι μέχρι τώρα θα είχατε παντρευτεί. Μάλιστα ετοίμαζα και θέσεις για τα παιδιά σας...
- Ε, νά, είπε μαγκωμένα η Βέρα, ξέρεις πώς γίνονται αυτά...Τον πίεσαν οι δικοί του. Τα γνωστά...
- Αμάν, μωρέ Μάρκο, βόγκηξε ο Κυρ-Στέλιος, εσύ τέτοιος λεβέντης, τό 'βαλες κάτω ;!...

   Ύστερα άρχισε να λέει κάτι μπούρδες, που συνηθίζεται σ' αυτές τις περιπτώσεις, για να παρηγορήσει την Βέρα. Τί τα θες, τά 'κανε χειρότερα. Η φουκαριάρα άρχισε να κλαίει με λυγμούς, Το περιβάλλον της θύμιζε τον Μάρκο της και νόμιζε ότι θα πέσει το ταβάνι να την πλακώσει. Έφυγε και από τότε πέρασε πολύς καιρός. Θά 'ταν και..δυό χρόνια..
    Κατακαλόκαιρο, με την αμμουδιά να έχει πάρει φωτιά. Ο Κυρ-Στέλιος είχε κλείσει την πόρτα και είχε βάλει το κλιματιστικό μπας και γλυτώσει την θερμοπληξία. Το είχε εγκαταστήσει πρόσφατα. Όχι πως ήταν ανάγκη. Έτσι στα ψέμματα, είχε πει στην κυρά-Λίτσα ότι ήθελε να επεκτείνει την δουλειά και το απόγεμα μόνο και μόνο, για να την κοπανάει από το σπίτι. Είχε ξαπλώσει στην πολυθρόνα και έπινε το απογεματινό του καφεδάκι, χαζεύοντας απ' το τζάμι τις ζουμπουρλούδικες που τσαλαβουτούσαν στα νερά. Ε..., τόσα χρόνια στα καράβια, αποκτάς συνήθειες που δεν κόβονται έτσι εύκολα ! Πάνω πού ΄ταν έτοιμος να φουντώσει ένα τσιγάρο με...ύποπτο περιεχόμενο (είπαμε, κάποιες συνήθειες δεν κόβονται..!), ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν...η Βέρα με τον Μάρκο αγκαλιά...!!
    - Κυρ-Στέλιο, είπαμε ότι θα σε καλέσουμε απ' τους πρώτους στο γάμο μας..!!
    Ο Στελάρας, βαρύς, γυρίζει, και λέει :
Αντε, ρε Μάρκο..!! Είπα κι εγώ ότι ξεμείναμε από...αγορανομικό υπεύθυνο...!!

                                                         *****  *****  *****

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μίλτος Σαχτούρης – Ὀρυχεῖο

  Μίλτος Σαχτούρης – Ὀρυχεῖο Σοῦ γράφω γεμάτη τρόμο μέσα ἀπὸ μιὰ στοὰ νυχτερινὴ φωτισμένη ἀπὸ μίαν ἐλάχιστη λάμπα σὰ δαχτυλίθρα ἕνα βαγόνι π...