Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ του ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΤΖΗΚΥΠΡΑΙΟΥ



Γιώργος Χατζηκυπραίος

Κοινόχρηστο δημόσια  -  6:16 μ.μ.

Για κάποιους φίλους που θα μ' ενδιέφερε να του ρίξουν μια ματιά...

Νύχτα στο δάσος

Κάποιες φορές τ’ αστέρια είναι τόσο φωτεινά, που θαρρείς πως θ’ απλώσεις το χέρι να τα πιάσεις. Φορές πάλι τα σύννεφα σου κάνουν παιχνίδια με τα τρεχαλητά τους που νομίζεις ότι ο ουρανός ολόκληρος τρέχει να φύγει, και συ να μην τον βλέπεις πια.



Μιας και τούτη η νύχτα ήταν φωτεινή είπα να μείνω μόνος με τους παλιούς γνώριμους σχηματισμούς στον ουρανό Να μη γυρίσω ξανά το κεφάλι κατά τη γης. Δεν είναι να βλέπεις το κάθε τι καινούριο γύρω σου. Δεν είναι καν ν’ ακούς το παράπονο των ανθρώπων, γιατί σε παίρνει μαζί του και χάνεις την απόλαυση της αιωνιότητας.
Απομακρυσμένος από τους οικισμούς των ανθρώπων, με μόνο φως το φεγγάρι που ολόγιομο, έσκαγε το χαμόγελό του απ’ το διπλανό βουναλάκι, ταίριαξα με τις πνοές των πλασμάτων της νύχτας και το αθόρυβο πέταγμα της κουκουβάγιας. Τώρα πια δεν ακούω τα γέλια απ’ τα χοντροκομμένα αστεία, ούτε και τις καθημερινές γκρίνιες. Τώρα είμαι φίλος της πυγολαμπίδας κι αδερφός του κουναβιού.



Με ψαχτό βήμα στην φυλλοσκέπαστη γης και βλέμμα κατά τις σκιές, βαδίζω ανάμεσα στα κλαδιά του πουρναριού και τις βελόνες του κέδρου. Μόνο τ’ ασπράδι του ματιού δείχνει πως είμαι ένας παρείσακτος, αταίριαστος στην φύση των νυχτόβιων πλασμάτων. Μόνο ο χτύπος της καρδιάς μπορεί να προδώσει πως είμαι άνθρωπος κι όχι λύκος, αλεπού, αρκούδα. Κι ο νους, που προστάζει κάθε λίγο να μένω ακίνητος για να παίρνω τις οσμές της νύχτας και ν’ ακούω τ’ ακροπατήματα των πλασμάτων του δάσους, καθώς μια περπατούν και μια σέρνονται, προσταγμένα κι αυτά απ’ την φύση τους και την προσπάθεια της επιβίωσης.
Κάπου ένα θρόισμα στα φύλλα και πιο κει ένα αηδόνι κάνουν την διαπάλη των ζώων να μοιάζει με ρομαντικό σκηνικό.
Κρατώντας το βήμα στα γνωστά μονοπάτια, γιατί ανάπηρος εγώ από τις ικανότητες των νυχτόβιων πλασμάτων, βάδιζα τον μεροπερπάτητο τυφλοσούρτη τρέμοντας μην πέσω σε άγνωστο λάκκο ή σουβλερή πέτρα μιας και το μονοπάτι είχε παγίδες στο διάβα του και μικρούς γκρεμούς. Στενά περάσματα από νεροφαγιές ή κομμούς επάνω στον σχιστόλιθο, που στη μια μεριά του είχε υποχωρήσει φτιάχνοντας πέτρινες αγκαλιές. Το βήμα μ’ έφερε πάνω από μια απ’ αυτές τις εσοχές, που το φεγγάρι φώτιζε την βάση της τόσο καλά που η ασθενική μου όραση κατάφερε να δει μια λύκαινα που τάιζε τα μικρά της. Δυο λυκόπουλα ξεκομμένα απ΄ την μητρική θηλή που το στόμα τους ζητούσε κρέας, κατά πως η φύση τους το όριζε.
Σίγουρος, εγώ ο θρασύς κοιτούσα από ψηλά την οικογένεια παρά τις απειλές της μάνας που μου ΄δειχνε τα δόντια της προειδοποιώντας με να φύγω μακριά και πως τα παιδιά της τα φυλάει με την ζωή της.



Όμως εγώ, με το ανθρώπινο θράσος μου, στάθηκα να δω το γεύμα που έκαναν τα λυκόπουλα.
Φτωχικό. Κάποια ελάχιστα ποντίκια που κατάφερε να βρει σεργιανίζοντας όλο το δάσος.
Αυτή θα έμενε νηστική. Δεν έφτανε το φαΐ για όλους.
Κατέβασα το κεφάλι και έπαψα να ενοχλώ με το θράσος μου.
Δεν ήταν μια λύκαινα.
Ήταν μια φτωχή μάνα που, νηστική, τάιζε τα παιδιά της.
Γ. Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Βόλος: Έκαιγαν κάδους στο κέντρο της πόλης - Δεκάδες κλήσεις στην Πυροσβεστική

  Βόλος: Έκαιγαν κάδους στο κέντρο της πόλης - Δεκάδες κλήσεις στην Πυροσβεστική Αναστάτωση στο κέντρο της πόλης τα ξημερώματα Αναστάτωση ε...