Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Ο ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ..ΚΕΦΆΛΑΙΑ 5-6-7- και 8



5]     Ένα γαλακτομπούρεκο..!

                                               

Ο μπάρμπα-Κώτσος είχε γίνει ένα ράκος. Του ‘πεσε όλη η ευθύνη του μαγαζιού και στο τέλος της βδομάδας δε μπορούσε να πάρει τα πόδια του. 
Πρωί- πρωί, κυριακάτικα πήγε στην Τούλα κι άρχισε τη μουρμούρα.
-Ο προκομμένος σου θα με πεθάνει.  Πώς να τα βγάλω πέρα;  Μη θαρρεί πως είμαι κάνα προσκοπάκι;  Αυτή η δουλειά θέλει ποδάρια. 
-Λίγο ακόμη καλέ μπαμπά. Έχει βάλει στα σκαριά μια μεγάλη δουλειά. Να φύγουμε πια απ’ αυτή τη μιζέρια.
-Καλάαα..  Εμένα δεν μ’ αρέσουν τα σούρ’ τα φέρ’τα, με τον χοντρούλη που έμπλεξε. Μου φαίνεται για γερός απατεώνας. Θα τον μπλέξει τον δικό σου και θα τον ψάχνουμε στην ψειρού!
-Εσύ κοίτα να μας βοηθήσεις, τώρα που έχουμε ανάγκη και μη σε νοιάζει! Να δεις ότι όλα θα πάνε καλά.  Εγώ είδα ότι ο κύριος Νίκος είναι ένας κύριος πρώτης τάξεως!
-Κολοκύθια τούμπανα!  Αληταριό είναι!! Να τώρα που θα ξυπνήσει ο άντρας σου τον ρωτάμε..
Ο Βασίλης άργησε να σηκωθεί. Ήταν περασμένες έντεκα και τον ξύπνησε η φασαρία που έκανε η Τούλα στην κουζίνα ετοιμάζοντας φαγητό.
-Κα..μέρα,( είπε μασώντας την)
Σωριάστηκε στην καρέκλα και άφησε το βλέμμα του απλανές.  Σήμερα που έκατσε λίγο παρά πάνω στο κρεβάτι του βγήκε όλη η κούραση. 
-Πω-πω πτώμα είμαι! 
-Βαλ’ τε μια ρέγουλα, χριστιανέ μου, θα λιώσεις στα πόδια σου έτσι που πας.
-Λίγο ακόμα, ρε Τούλα, και μετά να δεις που τα πράγματα θα κυλάνε μόνα τους.
-Ξέρεις.. εδώ ο μπαμπάς, λέει ότι δεν τον εμπιστεύεται τον Νίκο.. του φαίνεται για απατεώνας. Εσύ είδες κάτι τέτοιο;
-Αν είδα λέει!  Κουμάσι πρώτης είναι ο τύπος.. αλλά.. δε βαριέσαι. Μόνο έτσι πιάνεσαι με χρήμα. Άμα περιμένεις απ’ το μεροκάματο.. μια ζωή κακομοίρης θα μένεις. 
-Κι αν σε μπλέξει πουθενά; Αλίμονό σου φουκαρά μου! Θα σε σκοτώσω πριν προλάβουν να σε χώσουν στο φρέσκο!
-Μη φοβάσαι Τούλαα.. θαρρείς ότι έτσι εύκολα θα με φέρει τούμπα; Την υπογραφή μου δεν τη βάζω πουθενά. Μια φορά που χρειάστηκε να υπογράψω, για να μπω σε μια μονάδα, έκανα τέτοια μουτζούρα στο χαρτί που κόντεψε να τρυπήσει.  Αν ποτέ καταφέρουν να διαβάσουν τι λέει η υπογραφή θα δουν ότι μέσα σ’ όλες τις μουτζούρες έχω γράψει «φάτε σκατά» με μπόλικες καλλιγραφίες.
Του μπάρμπα-Κώτσου του άρεσε το κόλπο του Βασίλη και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. 
-Μπράβο ρε γαμπρέ! Τώρα σε παραδέχομαι. Αφού έχεις το νου σου, τράβα μπροστά και μη φοβάσαι. 
Και τράβηξε μπροστά ο Βασίλης!  Το πλεόνασμα, από τα παραπανίσια είδη ήταν τεράστιο (όπως το λογάριαζε ο Νίκος) 


Τα επέστρεψαν στις προμηθεύτριες εταιρείες με πιστωτικό στ’ όνομα του Νίκου. 
Τα επόμενα είδη που αγόρασαν, για να καλύψουν τις παραγγελίες που δεν είχαν εκτελεστεί, ήταν ήδη πληρωμένα από τις επιστροφές κι αυτοί παρίσταναν τους μεταπωλητές. Συγκέντρωσαν τα πράγματα σε τέσσερις αποθήκες κι άρχισαν την κουβέντα με τους ¨τρανούς¨ για περισσότερα είδη στις μονάδες.  
Οι καραβανάδες δεν καταλάβαιναν τίποτα. Θεωρούσαν ότι θα καλομάθαιναν οι φαντάροι και θα χάνονταν το ¨στρατιωτικόν πνεύμα¨. 
Ο ταξίαρχος που τους είχε βοηθήσει στην αρχή, ¨έλαβε αιφνίδιον μετάθεσιν ¨ και το κέρατο που είχε πάρει τη θέση του, ούτε που τους δέχονταν στο γραφείο του.
Κάπως έπρεπε να κινηθούν.  Αν άφηναν να κυλίσουν, έτσι τα πράγματα μπορεί να βρίσκονταν κανένας άλλος ¨ανιψιός¨ και να τους έπαιρνε τη μπουκιά απ’ το στόμα. 
Συναντηθήκαν στο σπίτι του Βασίλη για να συζητήσουν το θέμα. Αλλά μετά την ¨αποχώρηση¨ του ταξίαρχου, δεν έβλεπαν φως από πουθενά.
Τη λύση τους την έδωσε η Τούλα 
-Ο ξάδελφός σου ο Παύλος!  Αυτός έγινε μέγας και πολύς, γιατί δεν πάτε να του κάνετε μια επίσκεψη.
-Σώπα ρε Τούλα.. σιγά μη κρεμαστούμε απ’ τον Παύλο.  Αυτόν τον τάραζε στη φάπα όλη η γειτονιά και ξαφνικά, έγινε μέγας;.. Σιγά τα μεγαλεία.. 
-Άσε την γυναίκα να μιλήσει, πετάχτηκε ο Νίκος, γιατί βιάζεσαι; Για πες μας κυρία Τούλα τι έχεις στο νου σου;
-Κύριε Νίκο μου.. είναι ψηλομύτης! Έχει ξάδελφο στο ΓΕΣ και κάνει σα να μην τον ξέρει!  Γι’ αυτό χρειάζονται τα σόγια.. στην ανάγκη. Αλλά μη βλέπεις όταν ήταν μικροί τον τάραζε, τον Παυλάκη, στο ξύλο και τώρα, που να πάρει τα μούτρα του..
Βρήκε τρόπο να τον ρουμπώσει η Τούλα. Του θύμισε τα κατορθώματά του! Όταν ήταν πιτσιρίκια του άργαζε το τομάρι του Παύλου. Έτσι και τολμούσε ο φουκαράς να φέρει καμιά αντίρρηση έπεφτε ξύλο με συνοδεία την μαντολινάτα του Αλέπωρου.  Στον.. ταλαίπωρο. 
-A!  Όλα κι όλα.  Βασίλη μου, έχει απόλυτο δίκιο. Να την ακούς την γυναίκα σου. Όπως είδες μας έβαλε και στους δυο τα γυαλιά! 
Η Τούλα, πια, κατακολακεύτηκε!  Όχι, που της έκανε μια ζωή τον έξυπνο..
(Δεν ξέρεις εσύ.) (Αυτές είναι δουλειές για κωλοπετσωμένους) Μόνιμα μοτίβα του κυρίου Βασιλάκη!  Να τώρα, που παραδέχεται και κάποιος την εξυπνάδα της. 
-Καλά – καλά.. μη φωνάζετε. Θα του κλείσω ένα ραντεβού να τον συναντήσουμε. Αλλά σας το λέω να το ξέρετε.. είναι μανιαμούνιας, δεν πρόκειται να κουνήσει το δαχτυλάκι του. Αυτός φοβάται και τη σκιά του, (και μουρμουρίζοντας) άσε που θα φάει ξύλο κι απ’ τη γυναίκα του.. αλλά τέλος πάντων. (και αποφασιστικά) 
-Τούλα φτιάξε ένα ταψί γαλακτομπούρεκο.. με μπόλικο σιρόπι
Ο Βασίλης τον πήρε τηλέφωνο στο γραφείο του στο ΓΕΣ.  Αφού πέρασε από δυο - τρεις τηλεφωνητές και τον πέρασαν από κανονική ανάκριση, του ‘δωσαν τον Παύλο.
-Ομιλείτε παρακαλώ! 
Να ‘την πάλι η φωνή του γαλονά!   Πως τα καταφέρνουν ρε παιδί μου;    Λες να τους κάνουν ειδικά μαθήματα;  
( Να έτσι θα μιλάτε, για να νομίζουν οι άλλοι ότι είστε κάποιοι..) 
Τρίχες είναι!  Η φάπα που ‘χει μαζέψει, μια ζωή, ο Παυλάκης δε λέγεται.  
Πρώτος και καλύτερος ο πατέρας του!  Ένα γομάρι διακόσια κιλά που τον ένοιαζε μόνο το τομάρι του. Με το παραμικρό τον τάραζε στο ξύλο! 
Ο καλύτερος φίλος του Παύλου ήταν ένας νοικάρης που είχαν. Αυτουνού και της μάνας του, που σε πρώτη ευκαιρία κατέβαινε στο σπίτι του και κάθονταν με τις ώρες! 
Δώσ’ του λοιπόν δωράκια και σοκολατίτσες στον Παύλο για να τον έχει με το μέρος του.
Ο Παύλος έκανε την πάπια κι όλα πήγαιναν πρίμα, μέχρι που πήρε χαμπάρι ο πατέρας του τι γίνονταν κάτω απ’ τη μύτη του.
Περίμενε να πάει η γυναίκα του κάτω και μετά έκανε ντου αγριεμένος.
Έπεσε μ’ όλα τα διακόσια κιλά του πάνω στην πόρτα και την διέλυσε!
Την θεία Λίτσα δεν την έπιασε, γιατί την κοπάνησε από το παραθυράκι της αυλής και πήγε στο πλυσταριό, τάχα πως ξεχωρίζει τ’ ασπρόρουχα. 
Ο Παύλος δεν ήξερε τίποτα για το φόνο..
Ήταν η εκδίκησή του για το ξύλο που του ‘ριχνε μια ζωή ο πατέρας του.
Τι να κάνει, το έρμο το βόδι, ζήτησε συγγνώμη, έφτιαξε και την πόρτα!
Και κερατωμένος και ζημιωμένος.

Αλλά είχε καταλάβει ότι το βλαστάρι του τον πούλησε και του ‘κανε τη ζωή μαύρη. 
Σε πρώτη ευκαιρία του ‘ριξε το ξύλο της ζωής του.
Άντε τώρα να τη γλίτωνε απ’  τα χαμίνια της γειτονιάς.
Ξύλο μεσ’ το σπίτι, ξύλο και στο δρόμο.   Ο έρμος είχε χαζέψει..
Τι να κάνεις κουβέντα με δαύτονε; 
-Γεια σου Παυλή! Τι γίνεσαι ρε ψυχή;  Χρόνια έχουμε να τα πούμε..
-Βρε καλώς τον Βασίλη.  Πως και με θυμήθηκες;  
Η φωνή του ακούστηκε αρκετά παραξενεμένη. Σίγουρα θα σκέφτονταν: 
(Τι διάολο θέλει τούτος από μένα;)
Ο Βασίλης δεν του άφησε πολύ χρόνο να σκεφτεί, γιατί ήταν σίγουρος ότι θ’ άρχιζε τα μα και μου. ( Η κότα!)
-Άκου Παύλο είναι ανάγκη να σε δω και να μιλήσουμε. Απ’ το τηλέφωνο δε μπορώ να σου εξηγήσω τι συμβαίνει ακριβώς.. Ας πούμε ότι πρόκειται για οικογενειακό θέμα.
-Καλά ρε Βασίλη.. πότε θες;
-Σήμερα!  Τ’ απόγευμα μπορείς;
-Μα.. σήμερα; Έχω και κάποιες δουλειές που με περιμένουν..
-Σήμερα!  Άκου που σου λέω..  έχει φτιάξει η Τούλα ένα γαλακτομπούρεκο... Θες να πάει χαμένο;
Του ‘ριξε το ύπουλο βόλι κατάστηθα. Η ψωνάρα η γυναίκα του, τον είχε συνέχεια στη νηστεία.  Σαρακοστή του είχε κάνει τη ζωή κι αυτός ήταν ένας λιχούδης πρώτης.  Αλλά   η γυναίκα του ισχυρίζονταν ότι είχε την τάση του πατέρα του να παχαίνει.  
«Με τη ζωηράδα που είχε η θεία Λίτσα, είναι πολύ αμφίβολο αν απ’ τον πραγματικό του πατέρα είχε την τάση να παχαίνει. Αλλά όταν έχεις παντρευτεί ένα βούρλο, αυτά παθαίνεις!  
Χίλιες φορές η Τουλίτσα μου! Αν είναι και λίγο γκρινιάρα… δεν πειράζει τ’ αποζημιώνει όλα η μαγειρική της.»
Γύρισε στο σπίτι κι έριξε ένα σκαστό φιλί στην Τούλα, που άρχισε τις ντροπές.
-Έλα τώρα… μπροστά στα παιδιά.
Τ’ απόγευμα είχαν στηθεί και τον περίμεναν. 
Ο Νίκος είχε έλθει από νωρίς για να συζητήσουν πως θα φέρουν το πράγμα στον Παύλο.
-Τι να σου πω Βασίλη μου εγώ φοβάμαι.  Έτσι που μου τα ‘πες, δεν βλέπω να τον πείθουμε να συνεργαστεί. Έπειτα δεν ξέρουμε αν είναι σε τέτοιο τομέα που να μπορεί να κάνει κάτι για μας.
-Αυτό θα το μάθουμε.  Το σημαντικότερο πράγμα εδώ είναι να τον καταφέρουμε να μας πει ποιος έχει, βαρύ λόγο σ’ αυτή την ιστορία και να πάμε να τον πιάσουμε. 
Έτσι κι αλλιώς έχουμε πάρει απόφαση ότι θα ρίξουμε και κάνα ταλιράκι.. 
Ξέρεις τώρα.. χωρίς λάδι, δεν περπατάει η μηχανή. 
Αν τώρα, μας υποδείξει ο Παύλος ποιος είναι ο αρμόδιος σε τούτα τα πράγματα. Έχουμε κάνει τη μισή δουλειά.
Ο Παύλος έφτασε νωρίς-νωρίς, φορώντας τη στολή, χαμογελαστός μ’ ένα κουτί γλυκά.
Έγιναν κι οι συστάσεις.  Ο Νίκος είχε φορέσει το πλατύ χαμόγελο και κατέβασε σεμνά το κεφάλι όταν ο Βασίλης πληροφορούσε τον Παύλο για την συγγένειά του με τον ¨πρόεδρο¨
Άρχισε και τις τσιριμόνιες.. 
-Τιμή μου κύριε ταγματάρχα!
Η Τούλα, του ‘κανε του κόσμου τις χαρές.   
Συμπαθούσε ιδιαίτερα όποιον εκτιμούσε τη μαγειρική της κι ο Παύλος όποτε βρίσκονταν όλοι μαζί, τιμούσε τα πιάτα της Τούλας, με πάθος. Μούγκριζε από ηδονή και μαύρη πείνα, που τον είχε καταδικάσει η ζωή του με το βούρλο. 


Να λοιπόν τα ουζάκια, με κάτι πιατέλες σαν κατάστρωμα αεροπλανοφόρου γεμάτες με του κόσμου τα μεζεδάκια, κι ανάμεσα δυο μεγάλα πιάτα με ψητό κατσαρόλας στολισμένο με πατάτες φούρνου. 
Ο Παύλος έκανε κάθετη εφόρμηση μουγκρίζοντας, κατά την προσφιλή του συνήθεια. 
Το γαλακτομπούρεκο του το πρόσφερε σε μεγάλο πιάτο (ένα κομμάτι πιο μεγάλο κι απ’ το κεφάλι του)
-Να το ‘φχαριστιθείς Παύλο μου!   Ξέρω, είσαι άνθρωπος που προσέχεις.  Αλλά μια στο τόσο βρε αδερφέ δεν έγινε και τίποτα.. 
Ο Παυλής σαβούρωσε γερά κι έπεσε ημιλιπόθυμος, στον καναπέ..(για το καφεδάκι) 
Εκεί του την έπεσαν ο Βασίλης κι ο Νίκος.
-Σημαντική δουλειά Παύλο μου. Κουραστική δεν λέω.. αλλά προσφέρουμε τα μέγιστα στον στρατό μας!  Και μη νομίζεις ότι βγάζουμε τα εκατομμύρια.. Ούτε καν το μεροκάματο!   Αν δεν είχα το μαγαζί, θα είχαμε πεινάσει.   Καλά να είναι ο μπάρμπα-Κώτσος που βοηθάει.
Αλλά πρέπει και ‘μείς κάποτε να βγάλουμε κάτι απ’ τον κόπο μας, έτσι δεν είναι; 
-Ναι σύμφωνοι, αλλά δεν καταλαβαίνω εγώ σε τι μπορώ να εξυπηρετήσω; 
-Μπορείς ρε Παύλο.. μπορείς!  Εσύ θα ξέρεις ποιος είναι που ρυθμίζει αυτά τα πράγματα. Να μη χρειάζεται να μιλάμε με τον κάθε άσχετο.. να μας κάνει και τον καμπόσο! 
-Μα καλά δεν θα μπορούσε ο πρόεδρος, να πει μια κουβέντα.. 
Ο Νίκος που όλη αυτή την ώρα άκουγε, με ύφος θύματος, πετάχτηκε με τα μάτια γουρλωμένα.
-Αν είναι δυνατόν! Δεν τον ξέρετε καλά τον θείο!  Είναι κέρβερος σε κάτι τέτοια θέματα. Δεν θα τολμούσα να του πω το παραμικρό. 
 Δεν λέω.. θέλει να με δει να προκόβω, αλλά ο ίδιος δεν θα έκανε τίποτα που να θεωρηθεί πως μεροληπτεί υπέρ μου. Ξέρετε από πάντα μ’ αγαπούσε πολύ! Με είχε σχεδόν σα δικό του παιδί. Να δείτε εδώ!  (του ‘χωσε κάτω απ’ τη μύτη τις φωτογραφίες) 
Ο Παύλος κοίταξε τις φωτογραφίες με θολωμένο μάτι και φάνηκε εντυπωσιασμένος. 
-Αφού είναι έτσι… πολύ καλά, θα δω τι μπορώ να κάνω.  Έτσι κι αλλιώς όλα τα διαχειριστικά θέματα περνάνε απ’ το γραφείο μου..
-Μπράβο Παύλο μου (πετάχτηκε η Τούλα)  Εγώ το ‘ξερα πως είσαι μεγάλη καρδιά!      Να δεις κι εγώ τι θα σου ετοιμάσω!  Ροζ μπηφ σκορδάτο με μακαρόνια και ένα μπακλαβά με φιστίκι Αιγίνης, να γλείφεις τα δάχτυλά σου. 
Αφού γλίτωσε τη λιποθυμία ο Παύλος έφυγε παραπατώντας, με τη ζώνη λυμένη για να χωρέσει η κοιλιά του.
Τον ξεπροβόδησαν, με την Τούλα να του στρώνει το σακάκι της στολής στις πλάτες. 
-Κομψότατος μου είσαι Παυλάκη μου!  Θα γίνεις ο πιο στιλάτος στρατηγός μας! 
Κορδώθηκε κι ο Παύλος καθώς φαντάζονταν τον εαυτό του με τα σιρίτια του στρατηγού.
Γυρνώντας μέσα στο σαλόνι η Τούλα δεν κρατήθηκε.
-Τον λυπάται η ψυχή μου τον φουκαρά.  Άμε γύρευε τι έχει να τραβήξει στο σπίτι απ’ την τρελάρα. Ξινό θα του βγει το φαΐ..
Ο Βασίλης κι ο Νίκος κοιτάχτηκαν και μετά λύθηκαν κι οι δυο στα γέλια.









 6 ]                                            Ο μπροστάρης    

    

Ο Παύλος έδρασε ακαριαία!   Κάτι ο ανιψιός του Παπαδόπουλου, κάτι η υπόσχεση της Τούλας για ροζ μπηφ, έφεραν γρήγορα αποτελέσματα. Σε δυο μέρες τους ζήτησε να τον επισκεφτούν στο γραφείο του.
Ο Βασίλης έτρεξε να προλάβει τα νέα στον Νίκο. Πήγε στο σπίτι του μια και ήταν κοντά. Μπαίνοντας μέσα άρχισε να μιλάει σα να τον είχαν πιάσει απ’ το λαιμό.
-Πάμε γρήγορα!  Μας έχει νέα ο Παύλος.
-Να ξέρεις, Βασίλη.. έχω κάποια βιαστική δουλειά. Δεν πας μόνος σου και θα μου πεις μετά τα καθ’ έκαστα.
Του Βασιλάκη του κόπηκε η φόρα. Κάτι δεν του άρεσε εδώ. Σαν πολύ δισταχτικό τον είδε τον Νίκο κι άρχισαν να του μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά. 
-Κάτσε ρε Νίκο, εδώ είδαμε και πάθαμε να πείσουμε τον Παύλο να μαζέψει πληροφορίες. Τώρα που έρχεται το φαΐ στο πιάτο κάνεις πίσω;
-Άκου να σου πω Βασίλη, γιατί θα πρέπει να τα ξέρεις όλα, μη γίνει καμιά γκάφα στην πορεία.  Με τον πρόεδρο, όπως ξέρεις, έχουμε μια συγγένεια.. 
-Το είπαμε αυτό.
-Ναι αλλά δεν είπαμε ποια ακριβώς συγγένεια.
-Νίκο πες τα μου όλα. Μη στα βγάζω με το τσιγκέλι!
-Να η συγγένειά μας δεν είναι τόσο κοντινή.. 
-Δηλαδή; (Βρυχήθηκε ο Βασίλης) μίλα.. μη με σκας!
-Δηλαδή.. δεν υπάρχει καμία συγγένεια.
Ο Βασίλης δεν είπε τίποτα.  Είχε κεραυνοβοληθεί.  Προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε ακούσει πριν από δυο δευτερόλεπτα και δεν μπορούσε. Δηλαδή όλο το πάτωμα που τους κρατούσε ήταν ψεύτικο! Αυτός ο απατεώνας είχε στήσει παγίδα και στον ίδιο.  Για μια ακόμη φορά την έπαθε σαν αγράμματος, από δαύτονε.
Ναι.. αλλά οι φωτογραφίες;  Από κάπου πρέπει να τον ξέρει τον Παπαδόπουλο και μάλιστα να τον ξέρει καλά.     Θα του ‘κανε τόσες χαρούλες άμα δεν τον ήξερε; 
Να.. και ‘δω που τα λέμε δεν του επέστρεψε τα τέσσερα κατοστάρικα. Τουλάχιστον να μάζευε αυτά.. έτσι για να μικρύνει τη ζημιά. 
-Από κάπου όμως τον ξέρεις τον Παπαδόπουλο, δεν μπορεί, εδώ μικρό σε κρατάει απ’  το χέρι. Για να μην πούμε στην άλλη φωτογραφία τα χαδάκια που σου κάνει!
-Το θέμα είναι σε ποιόν τα κάνει! 


-Σε ποιόν; Τι εννοείς ¨σε ποιόν¨ εσύ δεν είσαι στη φωτογραφία;
-Στην πραγματική.. όχι! Τη φωτογραφία την έφτιαξε ένας φίλος φωτογράφος κι έβαλε εμένα στη θέση του πραγματικού πιτσιρίκου που του τσιμπάει το μάγουλο ο Παπαδόπουλος.
Μάλιστα ζήτησε και τετρακόσιες δραχμές για τη δουλειά. Είναι αυτά που μου δάνεισες..
Δεύτερη φορά κόπηκε η φωνή του Βασίλη. 
«Ρε το κάθαρμα μ’ έβαλε να πληρώσω αυτόν που τον βοήθησε να μ’ εξαπατήσει» 
Αυτό πήγαινε πολύ!            Ο τύπος ήταν ασυγχώρητος! 
«Θα του σπάσω το κεφάλι… κι ας πάω φυλακή!  Θα πω σ’ όλο τον κόσμο τι κουμάσι είναι.    Θα τον διαπομπεύσω..  θα τον καθήσω ανάποδα στο γάιδαρο.   Ο λεκές, ο κουράδας, σαπιοκοιλιά, γουρούνι, καθίκι άπλυτο.»
Έβγαζε καπνούς απ’ την φούρια του κι έσφιγγε τα δόντια χωρίς να πει λέξη. 
Τι να πει;     Ήταν κι αυτός χωμένος στην κομπίνα ως το λαιμό. 
Αν έβγαζε λέξη θα του ‘κανε παρέα στο κελί….
Ύστερα είχε επενδύσει τόσα όνειρα… να ξεφύγει απ’ την κακομοιριά του καφενέ αλλά και κάτι ακόμη εξ ίσου σημαντικό:  Τόση δουλειά που έκανε μέχρι τώρα θα πήγαινε χαμένη; !  
Όχι τίποτ’ άλλο λυπόνταν και την έρμη την Τούλα που έβλεπε, επί τέλους, τα όνειρά της να γίνονται  πραγματικότητα.   Να πηγαινοέρχεται στα σαλόνια με τους λιμοκοντόρους και να την ταράζουν στις ρεβεράντζες.   Σύζυγος επιχειρηματία!. 
Κι αυτός, με σκούρα κουστουμιά και ‘κείνο το ρημαδιασμένο το δαχτυλίδι που είχε δει σε μια βιτρίνα, με πέτρα την Αθηνά, σπουδαίο κομμάτι.    Το φοράς και νοιώθεις άλλος άνθρωπος.   Βάζεις κι ένα μαντηλάκι στο τσεπάκι του σακακιού…  Ωραία πράματα! 
Τώρα πάνε. Ξανά πίσω στο καφενείο και στα μούτρα της Τούλας. Χώρια που θα τον πρήζει, μια ζωή: 
«Κορόϊδο πιάστηκες Βασίλη!   Σε δούλεψε ο χοντρός και συ καθόσουν σα βλάκας και τον άκουγες.»
Την ξελιγωμάρα της μπροστά στις ρεβεράντζες του Νικολάκη ούτε που θα την θυμάται. Ούτε και τα σχέδια να φύγουν απ’ το Αιγάλεω.. 
(Δεν θα μας πηγαίνει, βρε παιδί μου, αυτή η γειτονιά. Επιχειρηματίας τώρα εσύ.. στο Αιγάλεω!  Γίνεται;  Α- πα- πα.. ένα σπίτι στο Ψυχικό είναι ό,τι πρέπει!)
«Άντε μην πω τίποτα για το Ψυχικό και τη μάνα σου μαζί (νεκρή γυναίκα) αλλά αυτή φταίει, που αντί για γάλα σε τάϊζε ψώνιο..»
Το κακό είναι ότι μια ζωή, το συσσωρευμένο ψώνιο της, ξεσπούσε στο κεφάλι του. 
Έτσι για να του κάνει κήρυγμα μέχρι κι ο Μάκης, ο κουμπάρος του:
“Έπρεπε να ‘χεις σκίσει τη γάτα απ’ την αρχή”
«Ποια γάτα, ρε άχρηστε, που όταν σ’ αρχίσει στο ψαλτήρι η Φιλιώ (η γυναίκα του) λουφάζεις σαν κότα! Μη θυμηθώ, τώρα, που έκανες τρεις μέρες να πατήσεις στο σπίτι»
Ο φουκαράς ο Μάκης είχε ξεχάσει την επέτειο του γάμου τους. 
Η Φιλιώ είχε αγριέψει πιο πολύ κι απ’ τον Αλί Πασά! 
Του ‘κανε τη ζωή μαύρη. Δυο νύχτες έκανε να κλείσει μάτι κι όπως δούλευε σε μηχανουργείο, κινδύνευε να τον μαζέψει κάνα μηχάνημα. 
Στο τέλος δεν άντεξε, ζήτησε απ’ τ’ αφεντικό του να τον αφήσει να κοιμάται στο πατάρι του μηχανουργείου. Ο ανθρωπάκος δέχτηκε κι ο Μάκης κούρνιαζε σαν ποντίκι πάνω στο σωρό με το στουπί και την έβγαζε με σάντουιτς από μια διπλανή καντίνα. Στο τέλος τον πλάκωσε μια άγρια δυσκοιλιότητα και βρέθηκε να βογκάει απ’ τον κοιλόπονο  στον ¨Ερυθρό Σταυρό¨.  Τον τάραξαν τον ερίφη, στα κλύσματα. Αλλά του βγήκε σε καλό.
Έμαθε η Φιλιώ πως είναι στο νοσοκομείο κι έτρεξε κλαμμένη και μετανοούσα να τον παρασταθεί στην περιπέτειά του.  
Έτσι κινδύνευε να την πάθει τώρα κι ο ίδιος. Με την ικανότητα που είχε η Τούλα στην κρεβατομουρμούρα δεν τον έσωζε όχι Ερυθρός Σταυρός.  Ούτε ο ίδιος ο Μακαρέζος!
-Μίλα.. πες κάτι Βασίλη.  
Ο Νίκος είχε ανησυχήσει με την βουβαμάρα του. Ίσως να φοβήθηκε και λίγο με το ύφος που είχε ο άλλος.
-Τι να πω, ρε Νίκο;  Έτσι όπως μου τα λες πρέπει να εξαφανιστούμε από προσώπου γης!
-Γιατί, παρακαλώ;
-Τι πάει πει ¨γιατί¨;   Αν μυριστούν την κομπίνα.. πάμε χαμένοι.  Θα πάμε να κάνουμε παρέα στους.. άλλους στις φυλακές Αβέρωφ!  Και καλά εγώ, θα την γλιτώσω για κακομοίρης. Εσένα όμως θα σε περάσουν στη μηχανή του κιμά, όταν μάθουν ότι παρίστανες τον συγγενή του Παπαδόπουλου.
Αυτό το τελευταίο το είπε χαιρέκακα, έτσι.. για να σφιχτεί λίγο κι ο τόφαλος. 
-Άκου να σου πω.. δεν είναι ανάγκη να γίνει τίποτ’  απ’  όλα αυτά. Όλοι ξέρουν ότι εγώ είμαι ανιψιός του Παπαδόπουλου. Ως τώρα δούλεψε πάρα πολύ καλά.. γιατί να μη δουλέψει από ‘δω και πέρα;
-Ρε δε λες ότι ήμασταν τυχεροί και δεν βρεθήκαμε στην ψειρού! 
-Όχι.. όχι μην το βλέπεις έτσι το πράγμα θα πάει ρολόι αν συνεχίσουμε να κάνουμε το παιχνίδι μας.
-Δηλαδή;
-Να.. εσύ θα φαίνεσαι μπροστά, σαν.. ειδικός του χώρου και ‘γω θα είμαι ο σεμνός συγγενής του προέδρου που θέλει ο θείος του να πάει μπροστά και σίγουρα θα βλέπει με καλό μάτι όποιον τον βοηθάει. Αλλά στην παρούσα φάση δεν πρέπει να φαίνομαι μπροστά. Θα είμαι ο σεμνός και ντροπαλός που επιμένει όλα να είναι.. τίμια και καθαρά!
-Μ’ άλλα λόγια Νικολάκη.. θα πάω μόνος μου φυλακή; Ότι έστησα μόνος μου την κομπίνα, έτσι;
-Όχι.. ποτέ! Θα σου γράψω μια επιστολή που θα παραδέχομαι ότι εγώ σε παρέσυρα.
Αλλά δεν είναι κρίμα τόσος κόπος να πάει χαμένος;
Πράγματι, είχαν ψοφήσει στη δουλειά. Έβγαλαν.... αρκετά... πολλά.. να μην έχουν και παράπονο. Προ πάντων έτσι όπως το είχαν στήσει μπορούσαν να πνιγούν στο χρήμα. Ύστερα, τι σημαίνει επιχειρηματίας;:   Κομπιναδόρος και καταφερτζής! 


Ίσως σε άλλα μέρη του κόσμου να σημαίνει άλλα πράγματα, αλλά στην Ελλάδα μόνο το κουμάσι καταφέρνει να βγάλει χρήμα. Με το σταυρό στο χέρι δεν γίνεται τίποτε. 
Ορίστε λοιπόν ευκαιρία να μάθει από τούτον τα μεγάλα κόλπα. Θα γίνονταν αυτό που ήθελε κι η Τούλα: επιχειρηματίας κι αυτό που χρειάζονταν: απατεώνας. 
Πρώτος θα ήταν ή τελευταίος;  
-Αλλά ένα σου λέω: αν δεν γράψεις αυτή την επιστολή να την έχω στην τσέπη μου, εγώ γυρνάω στο καφενείο και χάρισμά σου οι μπίζνες και τα.. κάγκελα! 
Ψέματα έλεγε!  Τον καφενέ τον είχε κλείσει γιατί ο μπάρμπα-Κώτσος δεν το ‘βγαζε πέρα με τίποτα. Πέρασε και μια περιπέτεια με την πίεσή του και ο γιατρός τους έβαλε πάγο που τον είχαν ζορίσει τόσο πολύ γέρον άνθρωπο..   Άρχισε να τον καταριέται κι η Τούλα 
¨Θα μου τον πεθάνεις τον μπαμπά μου… τέρας.¨
Τι να ‘κανε;  Με βαριά καρδιά βάρεσε λουκέτο στον καφενέ, αφού πρώτα κέρασε καφεδάκι τους φίλους της γειτονιάς και χάρισε στη γειτόνισσα δυο κουτιά με λουκούμια και κάτι βάζα με γλυκό του κουταλιού. ¨Έτσι, για να τον θυμάται με γλύκα¨ 
Αλλά τότε δεν ήξερε ακόμη για τις.. μανούβρες του κυρίου Νικολάκη
Τώρα που ήξερε;  Τα πράγματα θα έπαιρναν τελείως άλλη τροπή!  Θ’ άφηνε παρά πίσω το Νίκο να παριστάνει τον.. αόρατο ανιψιό και θα ‘μπαινε αυτός μπροστά.  Είχε μάθει και τα κόλπα..
Με τον Παύλο συναντήθηκε μόνος του. Τον κέρασε καφεδάκι στο γραφείο του και ρωτούσε πλαγίως πότε σκόπευε η Τούλα να βάλει μπροστά εκείνο το ροζ μπηφ που του ‘ταξε.  Ο Βασίλης το ‘πιασε. 
-Παύλο μου, δεν ξέρεις τι μαστόρισσα είναι σ’ αυτό το φαΐ ! κι όπως σ’ αγαπάει, σαν αδερφό της σ’ έχει, θα βάλει τα δυνατά της! Τέτοιο πράμα δεν έχεις ξαναδοκιμάσει..
Ο Παυλής έσφιξε τα χείλια, μη του φύγουν τα σάλια, μιας κι η μυρουδιά του φαγητού του ήρθε στη μύτη κι ας ήταν σ’ ένα γραφείο γεμάτο φακέλους και σκόνη.
Ο Βασίλης του ‘ριξε και μια ύπουλη μπηχτή:
-Πάρε και τη Ρένα (την γυναίκα του) ρε Παυλάκη!
-Α- πα – πα, με τίποτα! Θα μου μετράει τις μπουκιές και στο τέλος.. θα με πνίξει. 
-Άσ’ το σε μένα Παύλο. Θα της πούμε ότι σε θέλω για σοβαρό οικογενειακό θέμα.. που αφορά το σόι μας. Ξέρω η Ρένα δε θέλει ν’ ανακατώνεται σ’ αυτά. Θα έρθεις εσύ και θα σε περιμένει το ροζ μπηφ αχνιστό-αχνιστό!
Έτσι είναι… ο καθ’  ένας είναι ένοχος για κάτι κι ο Παύλος ήταν ένοχος εγκληματικής.. λαιμαργίας. Είχε και την κομπλεξικιά που τον είχε ταράξει στην πείνα. Απ’ την άλλη του ‘πεσε από δίπλα κι ο διάολος με τη μορφή του Βασίλη! Τι να κάνει ο έρμος υπέκυψε με.. μεγάλη του χαρά. Βρέθηκε και η δικαιολογία των.. σοβαρών οικογενειακών υποθέσεων. Για το σκόρδο είχε συνταγή ο Νικολάκης (απ’ τον.. Γάλλο σεφ) και το δίχτυ απλώθηκε για ν’ αποκαλυφθούν τα μυστήρια της τροφοδοσίας των μονάδων.  
Τελικά το πιο εύκολο πράγμα ήταν να προσεγγιστεί ο υπεύθυνος τροφοδοσίας. Ήταν ένας αντισυνταγματάρχης του Σ Ε Μ  (σκέτος μπακάλης) με μια μικρή προμήθεια δέχτηκε όλα τα προϊόντα που του πρότειναν. Μάλιστα έδωσε κι μια Ευρωπαϊκή νότα. 
(Να εκσυγχρονιστεί κι ο στρατός, βρε παιδί μου, όχι μόνο τσιγάρα και κορδόνια..)
Να λοιπόν οι σοκολατογκοφρέττες, να οι καραμελίτσες, να οι τσίχλες και τ’ αναψυκτικά. Γέμισαν τα ΚΨΜ των μονάδων με Ευρωπαϊκό ύφος και.. κέρδος για την Τσιμπλιάκος - Παπαδόπουλος  ΟΕ.  Χώρια που είχαν εξασφαλίσει και πολύ χαμηλές τιμές, αφού είχαν φύγει όλα τα ενδιάμεσα χέρια! Μόνο το τριάντα τοις εκατό το δικό τους, έμενε και το πέντε τοις εκατό του κυρίου αντισυνταγματάρχη, που τον είχαν καλύτερα κι από συνέταιρο. Απορούσαν και οι δυο τους, τι δουλειά είχε τούτος στο στρατό. Ξεφτέρι στις μπίζνες!  Ό,τι δεν σκέφτονταν οι ίδιοι τους προλάβαινε αυτός, κανονικός συνέταιρος.


Λευτέρη μου, ο Νίκος.   Λευτεράκη, ο Βασίλης.  Πρώτοι φίλοι!    Του ‘δωσαν και συγχαρητήρια οι ανώτεροι που εξασφάλισε τόσα είδη για τον στρατό σε τόσο χαμηλές τιμές!  Η δουλειά είχε μπει σε σειρά και όλα πήγαιναν πρίμα. Να μην το λες ούτε του παπά!   Χώρια που άρχισαν και τα μεγαλεία.   Να οι προσκλήσεις απ’ τις εταιρείες.  Να τα δωράκια, για να τα ‘χουν καλά μαζί τους.  Να οι προσφορές (προς όφελος του προσφιλούς ημών στρατού). 
Το χρήμα έπεφτε από μόνο του στο ταμείο της εταιρείας, που  απέκτησε και γραφεία
( στην οδό Καποδιστρίου παρακαλώ) με τρία δωμάτια και τρία τηλέφωνα, σε περίπτωση που αποκτούσαν γραμματέα.       Έβαλαν και ταμπέλα στην είσοδο της πολυκατοικίας:                                    
                                      Τσιμπλιάκος – Παπαδόπουλος ΟΕ
                                           Εμπόριο -  αντιπροσωπείες
Μεγαλεία η εταιρεία, μεγάλωνε ο κύκλος εργασιών, ανέβαινε ο τζίρος, βάθαιναν και τα θυλάκια των εταίρων. Τα έσοδα άρχισαν να έχουν αρκετά μηδενικά από πίσω και χρειάστηκαν έναν αετονύχη λογιστή για τα βιβλία τους. Αυτός άρχισε να τους βάζει στα χοντρά παιχνίδια. 
-Πρέπει να κάνετε αλλαγές, δεν είναι δυνατόν να εμφανίζονται όλ’ αυτά τα λεφτά σαν κέρδη!    Να κάνετε μια ΑΕ για να δηλώνετε και ζημίες και αποσβέσεις. 
Ο Βασίλης καταμπερδεύτηκε. Δεν καταλάβαινε τ’ αλαμπουρνέζικα του λογιστή και πειράχτηκε λίγο.
-Δηλαδή, για να καταλάβω, αν κάνουμε  ΑΕ  θα έχουμε ζημιές και θα καούμε κι όλας; Και πως θα βγει κέρδος απ’ τη ζημιά και τη φωτιά; 
Όταν ο λογιστής του εξήγησε τι εννοούσε και πως στήνονται αυτές οι δουλειές το πρόσωπο του Βασίλη φωτίστηκε.
Α! πες μου τα ντε! Δηλαδή.. και απατεώνες και νόμιμοι.  Αμ τα ‘λεγα εγώ.. είναι δυνατό να βγάζουν τόσα λεφτά όλοι αυτοί, με τις τρανές εταιρείες, χωρίς να κλέβουν;
Ο λογιστής είδε ότι το μυαλό του Βασίλη είχε πάρει λάθος δρόμο. 
-Όχι δεν κλέβουν αυτή είναι η νομοθεσία για τις μεγάλες εταιρείες. Περίμενε πρώτα να σου εξηγήσω και ύστερα θα βγάλεις τα συμπεράσματά σου.
Εκείνο το πρωί ο Βασίλης έκανε κανονικό φροντιστήριο έμαθε απ’ όλα: Τι για εντάλματα πληρωμών, τι για τις προσωπικές αγορές που μπορεί να τις εμφανίζει ως περιουσία της ΑΕ. Στο τέλος δεν μπορούσε να σηκωθεί απ’ τη ζαλάδα.  Έκατσε για κάνα δυο λεπτά σκεφτικός κοιτάζοντας τ’ απλωμένα χαρτιά πάνω στο γραφείο. 
Ύστερα είπε, με αποφασιστική φωνή:
-Όπως στο είπα, Πετρή, και απατεώνες και νόμιμοι!










 7]                                           Τρομερές αλήθειες



Κούρντισαν, λοιπόν, την ΑΕ κι άρχισαν να τη στολίζουν μ’ όλα τα προσωπικά τους έξοδα. Η Τούλα είχε πάρει μυρουδιά τι συνέβαινε και βρήκε λιβάδι να βοσκήσει τη μεγαλομανία της.
-Τι σόι επιχειρηματίας είσαι δεν μπορώ να καταλάβω. Να μην έχεις ένα αυτοκίνητο! Είναι πράγματα τώρα αυτά; Μας καλούν σε μια δεξίωση και ψάχνουμε ταξί για να πάμε; Άσε που όταν φεύγουμε αργά, αναστατώνονται οι άνθρωποι να μας βρουν ταξί!  
Αλλά ξέρω εγώ, κατά βάθος τι συμβαίνει!   Είσαι σπαγκοραμμένος!   Τι κι αν έφυγες απ’ το καφενείο;  Μια ζωή καφετζής θα είσαι!  (και βάζοντας μπροστά τα υπερόπλα)   Καλά μου τα ‘λεγε εμένα η μαμά !  
¨Τι τον θες τον καφετζή παιδάκι μου; θα περάσεις μια ζωή στερημένη¨
Να τώρα που όλα μου ‘ρθαν στο κεφάλι μου.   Τάχα βγάζει λεφτά ο κύριος..  
Ε και;   Που είναι αυτά τα λεφτά; ή τα μαζεύεις για να κάνεις το σούπερ καφενείο; Άιντε κακομοίρη μου.. εσύ δεν πρόκειται ν’  αλλάξεις ποτέ!
Το ταλέντο της Τούλας στη γκρίνια ήταν μοναδικό. Τα πολλά χρόνια εξάσκησης την είχαν κάνει αστέρα πρώτου μεγέθους.  Είχε μια γκάμα ηχοχρωμάτων που μπορούσαν να σπάσουν τα νεύρα και σε έμπειρο ψυχίατρο. Μπροστά σ’ αυτήν την οργανωμένη επίθεση, ο Βασίλης ήταν εντελώς απροστάτευτος. Έκανε έναν ελιγμό για να γλιτώσει με την υπόσχεση ενός μεταχειρισμένου, που απλά επιδείνωσε τα πράγματα
-Άχρηστε.., τσιφούτη (και κλαίγοντας γοερά) θα με πεθάνεις με την κακομοιριά σου.
-Αμάν! Σταμάτα! Μόνο να ζητάς ξέρεις, ποιος θα τ’ οδηγάει το ρημάδι; Ή στο τέλος θα μου ζητάς κι οδηγό; 
Εκεί που φαίνονταν ότι κέρδιζε τη μάχη, η Τούλα βρήκε απρόσμενο σύμμαχο στο πρόσωπο του Νίκου.
-Καλά σου λέει βρε Βασίλη! Αλλιώς σε βλέπει ο άλλος όταν έχεις ένα αυτοκίνητο κι αλλιώς όταν.. καθυστερείς με την συγκοινωνία. Προτείνω μάλιστα να πάρουμε κι οι δυο και να τα βάλουμε στην εταιρεία. Δεν άκουσες τι είπε ο Πέτρος (ο λογιστής τους) έξοδα χρειαζόμαστε… δαπάνες! Να μια χοντρή δαπάνη. Θα ‘χουμε τ’ αμάξια μας και η εταιρεία τις δαπάνες της
«Ναι ρε καβουροδαγκάνα (σκέφτηκε) εσύ ξέρεις να οδηγάς και θα το πάρεις διάφορο. Με ρωτάς εμένα τι έχω να τραβήξω;»  
Μπροστά, όμως σε τέτοια επιχειρήματα και την Τούλα να τον περιμένει στη στροφή για να του κάνει τη νύχτα κόλαση είπε το ¨ναι¨.
Αφού άλλαξε τρεις δασκάλους οδήγησης, (μια γιατί του ενός δεν ταίριαζαν οι ώρες, μια γιατί του άλλου του τράκαρε τ’ αμάξι), τελικά βρέθηκε ένας φουκαράς να τον αναλάβει. Με χίλια ζόρια κατάφερε να ξεχωρίσει τα πόδια του και να πατάει το σωστό πετάλι. Για να πηγαίνει στα ίσια το ρημάδι.. ούτε λόγος. Για ζερβά θα μπάταρε για δεξιά, λες και τον τραβούσαν τα χαντάκια σα μαγνήτες.      Για την μαύρη Μερσεντές με τα δερμάτινα καθίσματα, που είχε μεράκι μια ζωή, ούτε λόγος να γίνεται. Αυτός δεν ήταν άνθρωπος γι’ αμάξι της προκοπής.   Μάλλον… πολιορκητικό κριό χρειάζονταν. Τελικά βρέθηκε μια μέση λύση και βολεύτηκε η δουλειά μ’ ένα εγγλέζικο αμάξι με χοντρές λαμαρίνες. 
Μέχρι κι η Τούλα το κατάλαβε
-Τουλάχιστον ας έχουμε την ασφάλειά μας κι ας λείπουν τα πολλά μεγαλεία.
Την είχε πάει μια βόλτα με το αμάξι του δασκάλου και κατεβαίνοντας τη Συγγρού κόντεψαν να βρεθούν κολλημένοι στην καρότσα ενός φορτηγού. 
Η Τούλα άλλαξε δέκα χρώματα απ’ την τρομάρα της και τα ουρλιαχτά του δασκάλου 
που φώναζε απελπισμένος: 
-Φρένο.. φρένο..,  τραβώντας το χειρόφρενο σα μανιακός. 
Μετά από εξήντα οχτώ μαθήματα και τρεις φορές εξετάσεις κατάφερε να πάρει το δίπλωμα. 
Για ν’ ανακουφιστεί κι αυτός ο φουκαράς ο δάσκαλος που σιχτίριζε την τύχη του με το ¨ταλέντο¨ που του ‘στειλε.
Αλλά.. πώς να το κάνουμε!  Το αμάξι του ‘δωσε νέα προοπτική στη δουλειά. Έμπαινε με άλλον αέρα στα γραφεία των υπευθύνων.     Άσε πια τα γραφεία των υπασπιστών, που χαιρετούσε τους μονιμάδες με τα μικρά τους τα ονόματα.  Στους αξιωματικούς έδινε αμέσως την κάρτα του (φροντίζοντας να φαίνεται το δαχτυλίδι με την πέτρα από σκαλιστό ρουμπίνι) εντυπωσιάζοντάς τους. 
Εκεί που τα βρήκε μπαστούνια ήταν στην διοίκηση της ΕΣΑ. 
Διοικητής ήταν ένα κέρατο και μισό που δεν τον εντυπωσίασε κανένα απ’ τα γνωστά κόλπα.
Ούτε κάρτα, ούτε δαχτυλίδι, ούτε η επίχρυση πένα. 
Με το που έκανε να μπει στο γραφείο του τον περίμενε μια άγρια ψυχρολουσία.
-Να περιμένετε έξω κύριε. … Μέχρι να σας φωνάξω!  Ορίστε περάστε έξω!
Πήδηξε.. σχεδόν έξω απ’ το γραφείο, έντρομος.  Αυτόματα του ήρθε στη σκέψη το άγριο βλέμμα του βεληγκέκα. 
Εδώ δεν ήταν μια κοινή στρατιωτική μονάδα! Ήταν κάτι άλλο.. Κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό που ήξερε για το στρατό.
Την ώρα που έβγαινε από το γραφείο, με την άκρη του ματιού του πρόλαβε να δει έναν με πολιτικά που στέκονταν ανάμεσα σε δυο εσατζήδες. Τα μάτια του ήταν πρησμένα και το πρόσωπό του γεμάτο αίματα. Δεν πρόλαβε να δει πολλά πράγματα. Αλλά αυτό το λίγο τον κατατάραξε. 
Βγήκε βιαστικά στο διάδρομο και κατέβηκε τα σκαλιά σχεδόν τρέχοντας. Έφτασε στο ισόγειο και διέκρινε στο βάθος το ΚΨΜ τους. Ένοιωσε στα  νερά του. Έβγαλε απ’ το νου του τις κακές σκέψεις και πήγε να κάνει, από κοντά μια.. έρευνα αγοράς. 
Καψιμιτζής ήταν ένας ευγενικός δεκανέας που του ‘πιασε την κουβέντα για να δει τι άλλα πράγματα θα μπορούσαν να χρειάζονται τα ΚΨΜ των μονάδων.
Ο φαντάρος του μιλούσε με ευγένεια και προθυμία, δείχνοντας να συνεργάζεται απόλυτα μαζί του, μέχρι που ο Βασίλης έβγαλε το σημειωματάριό του κι έγραφε με προσοχή τις παρατηρήσεις του καψιμιτζή.


Ξαφνικά ακουστήκαν από κάπου μεσ’  το κτίριο ποδοβολητά, ουρλιαχτά και γδούποι που τους ακολουθούσαν έντονα βογκητά.
Ο Βασίλης ανταριάστηκε. Κοίταξε με έντρομο ύφος τον φαντάρο.
-Τι έγινε;   
Ο φαντάρος εξακολουθούσε να τον κοιτάει ατάραχος και χαμογελαστός.
-Α.. δε τρέχει τίποτα.. κουμμούνια θα κουβάλησαν πάλι και τους κάνουν.. τελετή υποδοχής.
Καθώς μιλούσε το πρόσωπό του φωτίστηκε και με το τέλος της φράσης του ξέσπασε σε γέλια. 
-Το βράδυ θα ‘χουμε γλέντι!   Θα τους ξεσκίσουμε τους πουσταράδες!
Ο Βασίλης έκανε ότι δεν κατάλαβε ή πως ήταν πολύ απασχολημένος με τις σημειώσεις του.  
Μουρμούρισε ένα ‘φχαριστώ κι έφυγε με κείνο το συναίσθημα που είχε το βράδυ που τον είχαν στην ασφάλεια. Μια γεύση στυφή και μεταλλική στο στόμα και την καρδιά του να χτυπάει τόσο δυνατά που θαρρούσε πως ακούγονταν κι έξω απ’ το στήθος του.
Μπήκε στο σπίτι και κλείδωσε πίσω του την πόρτα. Ήταν χλομός με τα χαρακτηριστικά του τραβηγμένα.   Η Τούλα ούτε που πρόλαβε να τον ρωτήσει τι έγινε.   Πέταξε το πανωφόρι του σε μια καρέκλα κι άρχισε να παραμιλάει:
-Είναι τέρατα, είναι τρελοί, είναι κτήνη. 
Του ‘ρθαν ξανά στη μνήμη τα λόγια εκείνου του νεαρού που είχε γνωρίσει στην ασφάλεια.   (φωνές, ουρλιαχτά…ξύλο)     Είχε δίκιο λοιπόν, ήξερε φαίνεται πολύ περισσότερα απ’ ό,τι είχε φανεί στην αρχή. Άρα γίνονται όλα αυτά που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα. Ναι αλλά στις άλλες μονάδες που είχε περάσει δεν είχε δει τίποτα περίεργο. Ο συνηθισμένος… στρατός με τα χαζά του και τις καραβανάδικες χοντράδες. Τις περισσότερες φορές ήταν να πιάνεις την κοιλιά σου απ’ τα γέλια. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν ένα μίγμα από Ελληνική λεβεντιά και ραγιάδικη συμπεριφορά. 
Κοτολέοντες!  (έτσι τους έλεγε ο Νίκος) 
Εκεί (στην ΕΣΑ) όμως ήταν εντελώς διαφορετικά. Σου ‘δινε την αίσθηση πως είναι κάτι άλλο. Ένας διαφορετικός κόσμος με αλλιώτικους ανθρώπους. Σαν τους λυκάνθρωπους στο σινεμά, που τη μια στιγμή φαίνονται ήρεμοι άνθρωποι και την άλλη μεταμορφώνονται σε τέρατα. Το θέμα είναι, τι γίνεται τώρα; Πώς να ξαναπάει εκεί μέσα; 
«Να πάει ο Νίκος!  Μέχρι σήμερα την έχει περάσει κοτσάνι. Παριστάνει τον αριστοκράτη συγγενή του Παπαδόπουλου και αράζει στο γραφείο.»
Είχε φέρει και μια δευτεροξαδέλφη ή τριτοανιψιά (δεν είχε καταλάβει καλά) και την είχε εγκαταστήσει σαν γραμματέα. Ενώ λοιπόν ο Βασίλης έτρεχε από γραφείο σε γραφείο αυτός την περνούσε κοτσάνι με την αγράμματη, γραμματέα που δεν ήξερε να πιάσει το μολύβι. 
«Φαίνεται θα πιάνει καλά άλλα πράματα.»
Πήγε στο γραφείο αργά, κατά τις δέκα, κι έκανε θόρυβο μπαίνοντας για να ειδοποιηθούν ¨όσοι¨ ήταν μέσα για τον ερχομό του.
«Μη πέσουμε σε τίποτα ¨αυστηρώς ακατάλληλον¨»
Του Νίκου του το έθεσε κάθετα.
-Άκου να σου πω! Εγώ.. εκεί δεν ξαναπάω! Αν θες να βάλουν οι μονάδες της ΕΣΑ, τα επί πλέον προϊόντα να πας μόνος σου. 
Ο Νίκος έμεινε με το στόμα ανοιχτό.         
Τον κοιτούσε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια με κομμένη την λαλιά. 
Όταν κατάφερε να ξαναβρεί την φωνή του, ρώτησε ξεψυχισμένα:
-Π.. π.. πήγες στην ΕΣΑ;
-Ναι, γιατί;  Αυτοί δεν είναι στρατός;
Εκεί ήταν που ο Νίκος συνήλθε κι αντέδρασε με ένταση.
-Μα είσαι με τα καλά σου;  Θες να βρεθούμε κρεμασμένοι ανάποδα; Δεν έχεις ακούσει τίποτα εσύ;   Εδώ όλος ο κόσμος ξέρει τι συμβαίνει εκεί μέσα και συ πήγες σα να μην τρέχει τίποτα;  (Και παίρνοντας μια βαθειά ανάσα) Ρε κακομοίρη θα σε κάνουν κομμάτια και θα σε πετάξουν στα σκυλιά και θα την πληρώσω και ‘γω μαζί με σένα! 
Του ΄ρθαν στο νου όλες εκείνες οι στιγμές που έζησε την προηγούμενη μέρα και κατάλαβε σε ποιόν κίνδυνο έβαλε τον εαυτό του.
«Το παράκανα και ‘γω…  παραπήρα θάρρος.»


Προσπάθησε να θυμηθεί το πρόσωπο εκείνου του αξιωματικού που τον.. γαύγισε, αλλά του ήταν αδύνατο.  Μόνο το βλέμμα..!  Όχι τα μάτια, δεν θυμόνταν τα μάτια.  Το βλέμμα! 
Σα να σε κοίταζε λύκος ή όρνιο..  
Ναι.., αλλά  έπρεπε ν’ αυξηθούν οι πωλήσεις γιατί, δυο εταιρείες τους είχαν τάξει πρόσθετη προμήθεια.  Δεν είναι τώρα να χάνεις τόσα λεφτά..
Ο Νίκος όμως είχε καλύτερη ιδέα.
-Ο Λευτέρης !!  Αυτός θα μας δώσει λύση!
Ο Βασίλης χτύπησε το μέτωπό του
-Ναι, μωρέ, δίκιο έχεις. Αυτός θα μπορέσει να μπει με τον αέρα του αξιωματικού ή λες να φοβάται κι αυτός; Ύστερα, τι θα πάει να τους πει; Ότι είναι πλασιέ από μπισκότα; Δεν γίνονται αυτά τα πράματα. 
-Μη βιάζεσαι. Πάμε να το συζητήσουμε και βλέπουμε τι θα πει κι αυτός. 
Ούτε και με τον άτυπο συνέταιρο έγινε τίποτα. 
Ο Λευτέρης στο άκουσμα του ονόματος ΕΣΑ άλλαξε δέκα χρώματα, αλλά για να μην το δείξει το ‘ριξε στο.. ασυμβίβαστο.
-Εεε.. μα είναι δυνατόν;  Αντισυνταγματάρχης εγώ.. να κάνω τον πλασιέ για τσίχλες και σοκολάτες; 
Μωρέ και τον πλασιέ και το φωτομοντέλο θα έκανε για τον παρά.  Αλλά ήξερε καλύτερα απ’ όλους τους τι σήμαινε.. βερίκοκο της ΕΣΑ.









8)                                                    ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΑΕ



-Δηλαδή.. τι λέμε, ρε Νίκο, θα χάσουμε τις προμήθειες;
-Ε.. τι να γίνει;  Αν δεν γίνεται αλλιώς;
Ο Βασίλης δεν ήθελε ούτε να το βάλει με το νου του. 
Με τις εξυπνάδες της Τούλας, είχαν ξανοιχτεί σ’ ένα σωρό έξοδα. 
Να το αμάξι, να τα συνολάκια της Τούλας και τα ρούχα για τα παιδιά. Μόνο παπούτσια είχαν από πέντε ζευγάρια το καθ’ ένα τους. Ούτε σαρανταποδαρούσες να ήταν. 
Τις διαμαρτυρίες του Βασίλη δεν τις άκουγε κανένας.
-Αμάν ρε Τούλα! Εμένα μου έπαιρναν παπούτσια κάθε δεύτερο Πάσχα και το χειμώνα για να μην κρυώνουν τα πόδια, βάζαμε χαρτονένιους πάτους.  Τα κακομαθαίνεις τα παιδιά!
Που να τον ακούσει η Τούλα, είχε καβαλήσει τη μεγαλομανία της και κάλπαζε στους δικούς της κόσμους. Βλέπεις είχαν αλλάξει πολλά πράγματα στη ζωή τους μέσα σε λίγο χρόνο και έτρεχε να προλάβει όλα όσα της έλειπαν. 
Ο μπάρμπα-Κώτσος που θεωρούσε το Αιγάλεω το κέντρο του κόσμου, τους είχε αφήσει χρόνους. Είχε πεθάνει με τη χαρά πως βοήθησε τα παιδιά του όσο καλύτερα μπορούσε και με την πίκρα ότι δεν κατάφερε να δει το γιό του, τον Μάρκο, μέχρι τα στερνά του. Βέβαια ο Μάρκος τους έγραφε συχνά και μάθαιναν όλα τα νέα του.  Είχε παντρευτεί στην Γερμανία με μια καλή κοπέλα κι είχε και δυο παιδιά. Είχε στείλει και φωτογραφίες απ’ την οικογένειά του.  Χαριτωμένη η γυναίκα του και κουκλιά τα παιδιά του. 
Ο μπάρμπα- Κώτσος, είχε την φωτογραφία στο κομοδίνο του και κάθε φορά που την κοιτούσε βούρκωναν τα μάτια του. Ζήταγε λοιπόν, απ’ την Τούλα να κάτσει να της υπαγορέψει το γράμμα που ‘στελνε στα εγγόνια του.  Κάθε φορά  που κάθονταν η Τούλα να γράψει, μάλωνε με τον γέροντα. Έβρισκε πως αυτά που γράφει ήταν πολύ… μπανάλ.
Ο Βασίλης κουνούσε το κεφάλι.
-Εμ, αυτά είναι τ’ αποτελέσματα, πεθερέ!   Αφού δεν της άργασες το τομάρι όταν ήταν μικρή, τώρα άκου την να σου κάνει μάθημα.
Όταν πέθανε ο μπάρμπα- Κώτσος, ο Βασίλης τον έκλαψε πολύ. 
Γιατί έφαγε τα νιάτα του πολεμώντας.   Γιατί πέρασε μια σκληρή ζωή προσπαθώντας να ζήσει την οικογένειά του, για χίλια δυο ¨γιατί¨. Μα περισσότερο γιατί ¨έφυγε¨ με το μαράζι πως δεν κατάφερε να δει το γιο του και την οικογένειά του. 
Την Τούλα τίποτα πια δεν την έδενε με το Αιγάλεω. Έπρεπε –λέει- να γίνουν άνθρωποι του καλού κόσμου….
Είχαν μετακομίσει στη Νέα Σμύρνη, σε διαμέρισμα καινούριας πολυκατοικίας,.. με ασανσέρ.  Όλος ο όροφος ένα διαμέρισμα… άρχοντες!
Η Τούλα βέβαια δεν ήταν ευχαριστημένη. Αυτή ήθελε να πάρουν σπίτι στο Ψυχικό, που ήταν και τ’ όνειρό της. Ο Βασίλης όμως για Ψυχικό δεν ήθελε ν’ ακούσει ούτε κουβέντα. 
Είχαν πάει σούρουπο και δαγκώθηκε η ψυχή του απ’ την ερημιά!
Θαρρούσε πως όλα τα σπίτια ήταν τίγκα στα φαντάσματα και τον γυρόφερναν για να του πάρουν την ψυχή. Μέχρι που να φύγουν, έχασε δυο φορές το δρόμο. Άσε που τον έπιασε κατούρημα και κόντεψε να μουσκέψει το παντελόνι του, γιατί δεν εννοούσε να κατέβει απ’ τ’ αμάξι να κατουρήσει σε καμιά γωνιά.  
Έτσι βολεύτηκαν με τη Νέα Σμύρνη κοντά στο γήπεδο του Πανιωνίου. 
Ν’ ακούει κι αυτός τις ζητωκραυγές την Κυριακή και να ‘ρχεται η ψυχή του στα ίσα της.
Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, όμως τα έξοδα έτρεχαν και δεν ήταν δυνατόν να χάσουν τόσα λεφτά που τους είχαν τάξει, αν αύξαναν τις πωλήσεις τους, που πάει να πει ότι ο Βασίλης δεν άκουγε ούτε κουβέντα, να κάνουν πίσω. 
Πάνω στο ζόρι του, άστραψε ο νους του
-Ν’ απλωθούμε!  Γιατί να πουλάμε μόνο στο στρατό; Το λέει κανένας νόμος;
Ο Νίκος βέβαια είχε τις αντιρρήσεις του.
-Τι λες ρε Βασίλη; Με το στρατό έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Δουλεύουμε χωρίς κεφάλαιο, χωρίς αποθήκες, χωρίς δίκτυο διανομής. 
Είχε δίκιο!  Για την ώρα τα είχαν καταφέρει μια χαρά. Τα μόνα έξοδα που είχε η ΑΕ ήταν το γραφείο και η κουκλάρα τριτοανιψιά του Νικολάκη.   Όλα τ’ άλλα τα είχε αναλάβει το.. ΣΕΜ και ο Λευτεράκης. 
-Και δε μου λες, Νικολάκη;   Αν… λέω αν!
-Τι εννοείς αν;
-Αν.. ας πούμε.. έρθει τούμπα η κατάσταση και μας αποχαιρετήσει ο… θείος Γιώργος, τι κάνουμε; 
-Μη λες τέτοια πράματα ρε Βασίλη. Είδες πολλούς δικτάτορες να πέφτουν;   Εδώ ο Φράνκο στην Ισπανία κοντεύει την εικοσιπενταετία. Ακόμα ο δικός μας δεν έκλεισε καλά – καλά την πενταετία.  Μέχρι που να κάνει τη.. θητεία του Φράνκο.. έχουμε καιρό.   
-Να κοίτα να σου πω… χθες άκουγα που μιλούσαν για ένα σταθμό του εξωτερικού που έλεγε ότι θα πέσουν και κάτι τέτοια.
-Μπα γίνονται δημόσια τέτοιες συζητήσεις;


Ο Βασίλης ζεματίστηκε. Θα έπρεπε να παραδεχτεί ότι άκουγε εκπομπές ξένων σταθμών, που μιλούσαν για την κατάσταση στην Ελλάδα και στόλιζαν την δικτατορία μ’ ένα σωρό κοσμητικά επίθετα.    Άσε που τον Παπαδόπουλο τον παρουσίαζαν σα τέρας της Αποκάλυψης. Αλλά μπροστά στο Νίκο δεν ήταν να ομολογεί τέτοια πράματα. Θα τον πήγαινε μόνος του και θα τον παρέδιδε στο.. λύκο της ΕΣΑ, έτσι σκαρφίστηκε κάτι από.. σπόντα για να το φέρει πιο μαλακά.
-Όχι – όχι. Μ’ ένα κουμπάρο μου τα λέγαμε… κι αυτός από ενδιαφέρον.  Ήθελε να μας βοηθήσει για να μάθουμε τι λέγεται και να παίρνουμε τα μέτρα μας.
-Άσε ρε Βασίλη.. κι εγώ ακούω ξένους σταθμούς. Αλλά δε βλέπεις τι γίνεται; φτάσαμε στο’72 και έχουν στρογγυλοκαθίσει απ’ το ’67.  Από τότε μέχρι σήμερα λένε ότι όπου να ‘ναι πέφτουν. Είδες εσύ να γίνεται κάτι τέτοιο;
Δεν είχε δει!  Αλλά δεν είχε και κανένα συμβόλαιο.. Ένα δημοψήφισμα που είχε γίνει, δεν έλεγε και πολλά πράματα..  Άσε που όλοι έλεγαν ότι τ’ αποτελέσματα ήταν μαγειρεμένα.. Ύστερα ήταν κι ένα σωρό φήμες για οργανώσεις στο εξωτερικό, που έκαναν σαματά σ’ όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες για να πιέσουν τις κυβερνήσεις τους να μη βοηθούν τον Παπαδόπουλο.  Αυτός βέβαια τους είχε γραμμένους στα παλιά του τα παπούτσια. 
Αφού τον ήθελαν οι Αμερικάνοι!   Δεν τον κουνούσε ούτε ο θεός ο ίδιος. 
Όσο τον ήθελαν… Αν δεν τους έκανε πια τι γινότανε; 
Η μόνη λύση ήταν ν’ απλωθούν και στην αγορά.  Αυτό θα τους εξασφάλιζε σε κάθε περίπτωση.  Όσο για τις εταιρείες που τους προμήθευαν, τους είχαν μη στάξει και μη βρέξει. Ουρά κάνανε κάθε μέρα οι διάφοροι αντιπρόσωποι για να τους συναντήσουν. 
Αν  μάθαιναν ότι σκοπεύουν να επεκταθούν στην αγορά, θα τους.. έγλειφαν τις σόλες.
Έπιασε το Νίκο στο ψηστήρι για να συναινέσει στο ξάνοιγμα.
Τι για αεροπορικά ταξίδια του έλεγε, τι για Ρολς- Ρόυς, τι για καζίνα με γυμνόστηθα μπαλέτα. Ούτε κι ο ίδιος μπορούσε να φανταστεί που στο διάολο σκαρφίζονταν όλες αυτές τις αηδίες.  Αλλά τα κατάφερε!  Από δω τον είχε, από κει τον τράβαγε, στο τέλος τον έφερε τούμπα. 
Ο Νίκος μόνο όρο που έβαλε ήταν να εξασφαλιστεί η γραμματέας.
Ο Βασίλης δέχτηκε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Του πρότεινε μάλιστα να της πάρουν και..  μια βοηθό για να μη κουράζεται το καημένο το κορίτσι, με τόσο φόρτο δουλειάς που την είχε πλακώσει. ( Ο Νίκος ήταν… αρκετά παχουλός) 
Οι επόμενοι έξι μήνες ήταν για τον Βασίλη ένας Γολγοθάς. 
Να συνεννοηθούν με τις εταιρείες και ν’ αρχίσουν επαφές με την αγορά για να μαθαίνουν σιγά – σιγά ποια νέα είδη θα χρειαστούν. 
Το δυσκολότερο ήταν να πλησιάσουν την μελλοντική πελατεία. Όλοι τους είχαν κι από κάποιον προμηθευτή και δεν ήθελαν να ξεβολευτούν. Ο Βασίλης όμως σ’ αυτά είχε γίνει αετός.  Είχε βάλει σ’ εφαρμογή ό,τι μάθαινε από τις μεγάλες προμηθευτικές εταιρείες.
Να τα ταξίματα για δωράκια, να η πρόσθετες εκπτώσεις, ανάλογα με το ύψος της παραγγελίας, κι ένα σωρό άλλα κόλπα.  Μόνο για τους τιμοκαταλόγους είχε μια ολόκληρη βαλίτσα στο πόρτ μπαγκάζ.
Στο τέλος είχε φτιάξει ολόκληρο πελατολόγιο, πριν καν ακόμη ξεκινήσουν.
Αλλά το ξάνοιγμα δικαίωσε τον Βασίλη!   Τριπλασίασαν τις ποσότητες και δέχονταν προτάσεις για επέκταση στην επαρχία.  
Άλλαξαν και το όνομα της εταιρείας:
                                       
                                     
                                    ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΑΕ  
                        Αντιπροσωπείες – Εμπόριο - Διανομές 
                                   Εισαγωγές – Εξαγωγές

    Αυτό το τελευταίο ήταν ιδέα του Πέτρου, του λογιστή τους, που τους έβαζε σ’ όλα τα μεγάλα κόλπα. 
-Γιατί να μην το κάνετε;  Δηλώστε το κι αν σας χρειαστεί, κάνετε χρήση.  Αν δεν χρειαστεί, δεν έγινε και τίποτα… δε ζητάει να φάει!
Να τους λοιπόν να καμαρώνονται για εισαγωγείς – εξαγωγείς. Μέχρι και τις κάρτες τους άλλαξαν, βάζοντας πρώτα πάνω – πάνω το ¨εισαγωγές – εξαγωγές¨  κι ας μην είχαν εισάγει ούτε κουτσό γαϊδούρι.
Βέβαια ο Πέτρος, κάθε τόσο τους έβαζε ιδέες.
-Ακούστε με και δε θα χάσετε!  Η εισαγωγή έχει πολύ χρήμα. Απλά χρειάζεται κεφάλαιο. Εσείς έχετε μαζέψει του κόσμου το χρήμα! 
Τι να του ‘λεγαν κι οι δυο τους; Ότι ο ένας ξόδευε για να ικανοποιεί το ψώνιο της γυναίκας του κι ο άλλος είχε ταράξει τα κοσμηματοπωλεία της Βουκουρεστίου για να στολίζει την τριτοανιψιά; 
Κι αυτή, ρε παιδί μου, σκέτη πρόκληση! Ό,τι διάολο είχε, έπρεπε να το φοράει απάνω της; Κυκλοφορούσε σαν το εικόνισμα της Παναγιάς της Τήνου (βοήθειά μας)  Μόνο τα σκουλαρίκια που φορούσε είχαν επάνω κάτι μπριλάντια σα φουντούκια!
Να εδώ το ΄χε, κάθε φορά που την έβλεπε, να πει στο Νίκο:
¨Δεν της αγοράζεις μια φορητή θυρίδα να της βάλεις το κεφάλι μέσα;¨
Καμιά φορά όμως, εκεί που δεν το περιμένεις συμβαίνουν κάτι περίεργα πράγματα.  
Ήταν ένα απόγευμα, που έκατσε ως αργά στο γραφείο για να γράψει παραγγελίες.
Τον πήρε η Τούλα στο τηλέφωνο και του ‘λεγε με μιαν ανάσα:
-Στο ραδιόφωνο… άνοιξε το ραδιόφωνο.. λένε τ’ όνομά σου.
-Τι λες ρε Τούλα;  Που να το βρω εδώ το ραδιόφωνο;
Το θέμα είναι που άκουσε η Τούλα το ραδιόφωνο. Βλέπεις είχαν πάρει τηλεόραση στο σπίτι και ραδιόφωνο δεν άκουγαν παρά μόνο όταν ήταν στο αμάξι. Κάτι τραντζιστοράκια που είχε πάρει στα παιδιά ούτε που να τα φτύσουν. Τζάμπα, πεταμένα λεφτά. 
-Με πήρε τηλέφωνο η ξαδέλφη σου η Βάσω κι άκουσε που σε ζητάνε!

Εκεί ήταν που του ‘ρθε λιποθυμία. Φαίνεται πως τους πήραν χαμπάρι για την απάτη του Νίκου και τους έκαναν βούκινο σ’ όλον τον κόσμο. Τώρα δεν έμενε, παρά να μπουκάρει μέσα ο βεληγκέκας με τα πρωτοπαλίκαρά του και να τον μαζέψουν σηκωτό για το κελί. Και ποιο κελί;  Αν τον πήγαιναν πρώτα απ’ το¨ κολέγιο¨ των λυκανθρώπων; Αλίμονό του τι τον καρτερούσε τον μαύρο!  Θα τον καταντούσαν σαν και ‘κείνον τον φουκαρά που του ‘χαν κάνει τη μούρη, κιμά. Αλλά γιατί αυτόν;   Πρώτον έπρεπε ν’ αρπάξουν τον Νίκο αυτός έκανε την απάτη!    Έπειτα  είχε και την επιστολή που έλεγε ότι ο Βασίλης ήταν αθώος.  Βρε μπέρδεμα!!
Η φωνή της Τούλας, απ’ την άλλη μεριά τον.. έβγαλε απ’ τη φυλακή. 
-Μου είπε ότι σ’ αναζητούν απ’ τον Ερυθρό Σταυρό.
Ο Βασίλης συνήλθε και προσπάθησε να κρατήσει σταθερή τη φωνή του, μην καταλάβει η Τούλα ότι χρειάζονταν κατεπειγόντως καθαρό σώβρακο.
 -Γιατί… χάθηκα; 
-Δεν ξέρω.. πάρ’ την να μάθεις.
Η αλήθεια είναι ότι η Τούλα δεν γούσταρε καθόλου την Βάσω.  Ήταν, λέει, πολύ.. ψηλομύτα. 
Πράγματι η Βάσω ήταν αρχόντισσα!  Κρατούσε όλο εκείνο το κοσμοπολίτικο ύφος των ανθρώπων που είχαν έλθει απ’ την Σμύρνη.  Το κακό είναι πως διέθετε και την ανάλογη κοφτερή γλώσσα.  Χαμογελαστή και μελιστάλακτη… όλο τρόπους.  Μέχρι που να της έμπαινε κανένας στο ρουθούνι. Τότε άλλαζε μέσα στο ίδιο δευτερόλεπτο. Το λούσιμο που δέχονταν ο ενοχλητικός τον έστελνε στα.. τάρταρα.  Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν είχαν κοντινές σχέσεις. Κάθε φορά που αντάμωναν η Τούλα βουβαίνονταν, μη τυχόν και πει κάτι που ερεθίσει την Βάσω (Ποιος; η Τούλα!). Όμως ο Βασίλης ήθελε να έχουν σχέσεις. Ήταν απ’ τα λίγα πρόσωπα που τον συνέδεαν με το σόι της μάνας του. Είχε πεθάνει όταν ήταν πολύ μικρός και δεν την θυμόταν σχεδόν καθόλου. Κάτι πολύ αμυδρές αναμνήσεις.. μόνο. Αυτός ήταν  κι ο λόγος που έμεινε μοναχοπαίδι.  Πάντως ο πατέρας την αγαπούσε πολύ.     Μετά τον θάνατό της, του είχαν κάνει ένα σωρό προτάσεις, να ξαναφτιάξει τη ζωή του.   Αυτός όμως δεν άκουγε κουβέντα.  Με την Βάσω είχαν αραιώσει οι επαφές τους και με τον φόρτο της δουλειάς που τον είχε πλακώσει, είχαν να βρεθούν κάτι χρόνια. Τώρα τον αναζητούν.. και το ξέρει η Βάσω.  Δεν το καθυστέρησε καθόλου. Μόλις έκλεισε με την Τούλα την πήρε.
-Έλα ρε Βασούλα. Τι γίνεσαι ρε ψυχή σ’ αποθύμησα!
-Πάλι καλά που σε ζητάνε απ’ τον Ερυθρό Σταυρό κι αξιώθηκες να σηκώσεις τηλέφωνο.. γάιδαρε.  (Αυτά ήταν τα.. χαϊδευτικά της Βασούλας)
-Ναι αλήθεια! Με πήρε η Τούλα και κάτι μου ‘λεγε, δεν κατάλαβα καλά.
-Η θεία μας η Ευθυμία, απ’ την Αμερική. 
-Η θεία η Ευθυμία!  Ζει το θηρίο! 
Η θεία η Ευθυμία ήταν η μικρότερη αδελφή της μάνας του. Πρώτος ήταν ο πατέρας της Βάσως μετά ήταν η μητέρα του και πολύ αργότερα είχε γεννηθεί η θεία η Ευθυμία. Αλλά κι αυτή έφυγε για την Αμερική όταν ήταν πολύ μικρός. Ίσα – ίσα που την θυμόταν. 
-Ζει.. και μάλιστα σε αναζητεί μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Φαίνεται ότι τώρα στα γεράματά της θέλει να ξανακάνει επαφές με την οικογένεια.
-Και γιατί εμένα απ’ όλους τους άλλους;
-Ε που να θυμάσαι εσύ.. ήσουν πολύ μικρός. Αυτή σε είχε πάρει πρώτη στην αγκαλιά της όταν γεννήθηκες και μετά με τα προβλήματα που είχε η μάνα σου, αυτή σε κρατούσε σα δικό της παιδί. 
Πρώτη φορά τ’ άκουγε όλα τούτα.  Ξαφνικά τον είχε καταλάβει μια νοσταλγία για την θεία την Ευθυμία κι ας μη θυμόταν τίποτα απ’  αυτήν.
-Ναι αλλά πως θα επικοινωνήσω μαζί της;
-Λοιπόν γράφε: n-o-r-t
-Όπα.. όπα.. όπα..( την έκοψε), για τον Τάσκα με πέρασες;  Άσε, θα πω στον Αλέκο να σε πάρει τηλέφωνο να του δώσεις την διεύθυνση. Κατά τ’ άλλα είσαι καλά;
-Άει να χαθείς.. γάιδαρε. ( Όλο γλύκα, η άτιμη)
Ο Αλέκος είχε κάνει και τ’ Αγγλικά του και ήξερε να σκαλίσει τ’ αλαμπουρνέζικα που έλεγε η Βάσω.  Όταν γύρισε στο σπίτι είχε έτοιμη την διεύθυνση και μάλιστα γραμμένη σε   αεροπορικό φάκελο… να πάει γρήγορα. Το θέμα όμως ήταν αλλού!  Τι να γράψει;!
Έκατσε, με κάμποσα επιστολόχαρτα της εταιρείας (για να κάνουμε καλή εντύπωση στους Αμερικάνους) και κοίταζε μια το χαρτί και μια το κενό.  Ξεκίνησε μερικές φορές, αλλά αυτά που έγραφε του φάνηκαν αηδίες και έσκιζε τα χαρτιά το ένα μετά τ’ άλλο. 
Τι να γράφεις τώρα σαχλαμάρες:
¨Σεβαστή μου θεία. Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω δια την πολύτιμον υγείαν σας.¨ 
«Τρίχες!    Αφού η Βάσω είπε ότι με κρατούσε σα μάνα!   Εγώ θα της γράψω τέτοια κουραφέξαλα;» 
Και δώσ’ του, να σκίζει το ένα χαρτί μετά το άλλο.
Μετά από μιάμιση ώρα και δυο καφέδες, είχαν τελειώσει όλα τα επιστολόχαρτα και είχαν επιστρατευτεί κάτι παλιά τετράδια της Λέλας κι αν συνέχιζε έτσι θα τέλειωνε όλη την γραφική ύλη που υπήρχε στο σπίτι.  Μέχρι που η Τούλα του ‘δωσε τη λύση:
-Γράψε ‘κει, πέντε απλά πράγματα κι άσε τις φιοριτούρες.  Στη θεία σου γράφεις, όχι στον πάπα. 
-Μωρέ δίκιο έχεις. Αλλά μετά να το δώσεις στη Λέλα να το δει. Μη μας ξεφύγει κάνα ορθογραφικό!
Η Λέλα όταν είδε το κείμενο, που ο πατέρας της χρειάστηκε δυόμιση ώρες για να γράψει, έσκασε στα γέλια.


«Θεία μου. Όταν έμαθα ότι με ζητήσατε, πέταξα απ’ τη χαρά μου. Έμαθα πόσο πολύ αγαπημένες ήσασταν εσύ και η μάνα μου. Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από εκείνη ή από εσένα. Αλλά έμαθα πως με αγαπούσες σαν δικό σου παιδί και δάκρυσα απ’ την συγκίνηση. Θα ήθελα, θεία, να σας προσκαλέσω όλη την οικογένειά, στην Ελλάδα.  Σας γράφω την διεύθυνσή μας και το τηλέφωνό μας.»
Η Τούλα όμως όταν το διάβασε βούρκωσε.
-Καλά έκανες και τους κάλεσες. 
Λίγες μέρες αργότερα, κοντά στα μεσάνυχτα, χτύπησε το τηλέφωνο.
Η Τούλα το σήκωσε με απορημένο βλέμμα.
-Εμπρός;
Τα επόμενα δευτερόλεπτα το πρόσωπο της Τούλας άλλαζε διαρκώς εκφράσεις. Μέχρι που ν’ αρχίσει να ουρλιάζει στο τηλέφωνο, για να την ακούσουν απ’ την άλλη μεριά.
-Γεια σου  ξάδερφε. Ναι – ναι καλά είμαστε.  Εδώ – εδώ είναι.
Ο Βασίλης άρπαξε το τηλέφωνο απ’ το χέρι της Τούλας, για ν’ ακούσει μια φωνή από την άλλη άκρη της γης να του μιλάει με φθαρμένη προφορά. 
-Μπιλ γειά σου. Εδώ ξάδερφος Γκας, της θείας σου Ευθυμίας. 
-Γεια σου ρε ξάδερφε. Δεν σε ξέρω, αλλά δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι που σ’ ακούω. Τι κάνει η θειά μου;
-Καλά είναι Μπιλ!    Απ’ την ώρα που πήρε το γράμμα σου δεν μπορούμε να την κρατήσουμε. Θέλει οπωσδήποτε να έλθει Ελλάδα. Είπα εγώ και αδελφή μου Τζάν να φέρουμε την μάνα μας το καλοκαίρι.  
-Να την φέρετε, να φέρετε και τις οικογένειές σας να γνωριστούμε. Θα πω και στη Βάσω.    Θα πετάξει απ’ τη χαρά της όταν το μάθει.
-Ok… καλοκαίρι then.
Η συνομιλία τους ήταν σύντομη αλλά τον είχε ξανάψει. Άρχισε να κάνει σχέδια πως θα τους υποδεχτεί. Που θα τους πάει. Τι να τους δείξει. 
-Ρε κοίτα κάτι πράματα!  Έχουμε δικούς μας ανθρώπους στην άλλη άκρη του κόσμου

Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι.......


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Βόλος: Μπούκαραν σε ξένο κτήμα και μάζεψαν τις ελιές – Τις έπιασε επ’ αυτοφώρω ο ιδιοκτήτης

  Βόλος: Μπούκαραν σε ξένο κτήμα και μάζεψαν τις ελιές – Τις έπιασε επ’ αυτοφώρω ο ιδιοκτήτης Οι δυο κατηγορούμενες δεν έπεισαν την έδρα ότ...