Ντίνος Χριστιανόπουλος, Κακόφημη συνοικία
Σταύρος Ξαρχάκος & Αλέκος Γαλανός, Κόκκινα φανάρια
(με την Πόλυ Πάνου στο τραγούδι και τον Γιώργο Ζαμπέτα στο μπουζούκι)
(με την Πόλυ Πάνου στο τραγούδι και τον Γιώργο Ζαμπέτα στο μπουζούκι)
Κακόφημη συνοικία
[Από την ενότητα Νεκρή πιάτσα]
Κάθε λίγο και λιγάκι βγαίνει στο μπαλκόνι της και τινάζει, όλο τινάζει, πότε ένα σελτεδάκι, πότε μια μικρή κουρελού, πότε ένα τραπεζομάντιλο. Της είπαν ότι κάτω από το σπίτι τους συχνάζουν πρόστυχες και ανώμαλοι, κι από τότε την τρώει η περιέργεια. Και δώσ’ του και τινάζει, ρίχνοντας κι από καμιά ματιά. Μα, τι παράξενο, ποτέ της δεν κατάφερε ν’ αντιληφθεί τίποτε. Πολλά φορτηγά σταματούν για λίγο, οι φορτηγατζήδες ελέγχουν τα λάστιχα, παίρνουν νερό από τη βρύση και τα λένε λιγάκι μεταξύ τους. Συχνά περνούν ζευγαράκια, μεθυσμένοι, νεαροί με τα μοτοποδήλατα. Μερικοί τύποι κοντοστέκονται και μετά χάνονται στο βάθος της αλάνας, σε κάποιο ημιυπαίθριο μηχανουργείο∙ εκεί, λένε, είναι τα Σόδομα και τα Γόμορρα – μα δε φαίνεται τίποτε, ούτε καβγάδες ακούγονται, ούτε προστυχόλογα. Ή μήπως όλα αυτά γίνονται μετά τα μεσάνυχτα, και γι’ αυτό δεν παίρνει χαμπάρι; Πάντως, κάτι συμβαίνει, κάτι πολύ σοβαρό. Η επάνω οικογένεια έφυγε, γιατί είχαν, λέει, παιδιά και δε μπορούσαν να ζουν σε τέτοιο περιβάλλον. Ο απόστρατος του τρίτου πατώματος φωνάζει κάθε λίγο το 100. Ο ιερεύς που μένει στο ρετιρέ έγραψε στις εφημερίδες διά τον βούρκον της ακολασίας και καλεί τους αρμοδίους να λάβουν τα ενδεδειγμένα μέτρα. Ο δήμος, βέβαια, έβαλε κάτι φανάρια, μα κι αυτά όλο σβήνουν. Κι αυτή, δος του και βγαίνει κάθε λίγο στο μπαλκόνι, τα χέρια της πιαστήκανε απ’ το πολύ να τινάζει, ούτε ένα μόριο σκόνης δεν έμεινε πια στις κουρελούδες της – μα η κακόφημη συνοικία εξακολουθεί να κρατάει κρυφά τα μυστικά της.
Από τα Πεζά ποιήματα (1986) που αποτελούνται από τις ποιητικές συλλογές Νεκρή Πιάτσα και Η πιο βαθιά πληγή του Ντίνου Χριστιανόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου