Ανάγνωσμα άκρως αλληγορικό, για πολύ ήσυχες ώρες
Η ΝΙΚΗΤΡΙΑ
Η ΝΙΚΗΤΡΙΑ
Δυο τρεις διαβάτες είχαν μείνει στον δρόμο κι αυτοί βιάζονταν να φτάσουν στον προορισμό τους.
Η νύχτα ήταν αβάσταχτη, χωρίς απάγκιο. Έκατσε σ’ ένα παγκάκι νοιώθοντας μια κούραση που δεν είχε να κάνει με τον κόπο της ημέρας. Αυτός δεν λογαριάζονταν, τον είχε συνηθίσει. Απλά δεν άντεχε να γυρίσει στις σκέψεις του. Κι όμως αυτές κάποτε ήταν το πιο σίγουρο καταφύγιό του. Τώρα το είχαν πατήσει κι αυτό. Δεν έμενε τίποτ’ άλλο από την άσκοπη βόλτα στο νοτισμένο, απ’ την απογευματινή βροχή παρκάκι.
Ίσιωσε τα πόδια του μπροστά και βάλθηκε να κοιτάζει τις μύτες των παπουτσιών του. Όχι ότι παρουσίαζαν κάποιο συνταρακτικό θέαμα, αλλά ήταν το πιο γαλήνιο και συνάμα ακίνητο πράγμα που είχε πρόσφορο. Δυο παπούτσια που αρνούνταν να κάνουν έστω κι ένα βήμα ή μια κίνηση. Δυο παπούτσια που δεν ήξερε πια αν ήταν δικά του ή στέκονταν μόνα τους στην άκρη του τακουνιού από μια υπερβατική δύναμη, που του επέβαλε την προσήλωσή του στο παγκάκι.
Εκείνη ήρθε κι έκατσε δίπλα του χωρίς να τον κοιτάζει. Σταύρωσε τα χέρια της και χαμήλωσε τα μάτια στη γη. Δεν κοιτάχτηκαν. Ο καθ’ ένας ήξερε την παρουσία του άλλου χωρίς κανείς απ’ τους δυο, να χρειάζεται να γυρίσει το κεφάλι. Για κάποια λεπτά η σιωπή συνεχίστηκε βαριά και αδιατάρραχτη.
Ύστερα ακούστηκε η φωνή της. Σιγανή, σαν σε εξομολόγηση ή σαν παραμιλητό.
-Σας είδα από το δωμάτιό μου. Έχετε λίγο καιρό που έρχεστε, το σούρουπο και κάθεστε σ’ αυτό το παγκάκι. Πάντοτε έτσι ακίνητος για πολλή ώρα.
Γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος. Δεν περίμενε ν’ ακούσει καμιά φωνή απ’ αυτήν. Ίσως να νόμιζε ότι ήταν ένα ακόμα πλάσμα της φαντασίας του απ΄ αυτά που του ‘φερναν οι αναμνήσεις.
Ίσως και να ήταν πράγματι μια οπτασία. Δεν θα ήταν πρώτη φορά άλλωστε. Συχνά το μυαλό του έπαιζε τα δικά του παιχνίδια. Του ‘φερνε μνήμες από παλιές συναντήσεις και πρόσωπα που ήθελε να βρίσκονταν κοντά του. Τούτο όμως ήταν αδύνατον. Βλέπεις, πολλές φορές, η ζωή γίνεται όχημα απομάκρυνσης από κάθε χαρά και κάθε αληθινή επιθυμία.
Έτσι κατακτούμε την σοβαρότητα. Πουλώντας τον εαυτό μας στο κοιμητήριο της καθημερινότητας.
Δίπλα ακριβώς από την ταφόπλακα των ονείρων μας.
Έτσι ζούμε με την παρόρμηση των αναμνήσεών μας και την οσμή της νοητής εκταφής των γλυκών στιγμών, που τις θάψαμε όσο πιο βαθιά γίνεται.
Κι αυτές για να μας εκδικηθούν βρυκολακιάζουν και μας επιτιμούν για το θάρρος που θα έπρεπε να έχουμε και δεν είχαμε. Για την ζωή που ωφείλαμε στον εαυτό μας και δεν του την δώσαμε.
Πολλές φορές νόμιζε ότι αυτές οι αναμνήσεις τον τριγύριζαν με μανία σαν αέρινα φαντάσματα ζητώντας να του πάρουν και την τελευταία ελπίδα να γυρίσει στο σπίτι. Εκεί ήταν επικίνδυνα, θα τον έβρισκαν μόνο του και θα του στερούσαν και την τελευταία ελπίδα γαλήνης.
Υπέμενε την παρουσία μια οπτασίας, αλλά στο παρκάκι. Κάτω απ’ το φως και τα βήματα των περαστικών, που τα χρησιμοποιούσε σαν φυλαχτά.
Αν και ήταν φορές που ένοιωθε πως κάποιο απ’ αυτά τα φαντάσματα, γινόταν πιεστικό και προσπαθούσε να τον σύρει στην πιο βαθιά άβυσσο των αναμνήσεων. Τότε πετάγονταν όρθιος και περπατούσε βιαστικά στον πεζόδρομο του πάρκου, για να ΄ρθει και να ξανακαθίσει στην ίδια θέση. Στην ίδια στάση. Δίπλα απ΄ την ταφόπλακα που λάτρευε και μισούσε. Τότε ένοιωθε ότι είχε ξεφύγει από την τρέλα που τον καραδοκούσε.
Ωστόσο κανένα απ’ αυτά τα φαντάσματα δεν του είχε μιλήσει ποτέ. Οι διάλογοι έρχονταν από παλιά, σαν μακρινά καμπανίσματα που παίρνει και φέρνει ο αέρας. Αλλά ποτέ κανένα δεν είχε τωρινή φωνή, έτσι ήταν σίγουρος ότι δεν κατάφεραν ακόμη να τον τρελάνουν. Τώρα άκουσε την σημερινή φωνή από μιας οπτασίας, πράγμα του τον σιγούρεψε ότι η τρέλα του είχε επιδεινωθεί.
Το βλέμμα που της έριξε τον καθησύχασε για την κατάσταση του νου του. Ήταν εκεί με σάρκα και οστά και μάλιστα με φωνή!
Μια φωνή που παρ’ ότι ήταν σιγανή είχε ξεπεράσει όλα του τα φυλαχτά. Είχε διώξει όλα τα φαντάσματα κι έμενε εκεί σκυμμένη μπροστά, νικήτρια του πεδίου της δικής του μάχης.
-Μα… είναι ωραία βραδιά και είπα να..
Αμέσως κατάλαβε την γκάφα του. Αλλά τώρα δεν μπορούσε να το πάρει πίσω.
Αυτή τον κεραυνοβόλησε:
-Και χθες ήταν; Και τον χειμώνα με το χιόνι; Δεν θέλετε να μου πείτε. Δεν πειράζει! Αλλά απαντήστε μου σε μια απορία: Γιατί σ΄ αυτό, ειδικά, το παγκάκι;
-Με προστατεύει το φως. Δεν ξέρω αν προσέξατε, αλλά γύρω μου αιωρούνται πολλές αναμνήσεις.
Πήρε το χέρι του ανάμεσα στα δικά της και τον κοίταξε έντονα στα μάτια.
Αυτό το κράτημα είχε την δική του δύναμη και τον δικό του χρόνο. Ίσως αν προσπαθούσε αργότερα να το ανακαλέσει στην μνήμη του να νόμιζε ότι τον έσφιγγε μια μέγγενη για ώρες ολόκληρες.
-Ησυχάστε. Τώρα θα φύγουν. Αλλά προσπαθήστε να ζήσετε κάτι σήμερα. Μόνο η πραγματικότητα μπορεί να διώξει τα φαντάσματα.
-Θέλετε να μου δείξετε μια πραγματικότητα;
-Όσες θέλετε. Αλλά μακριά απ’ αυτό το φως. Δεν βλέπετε ότι αυτό σας φέρνει τις παραισθήσεις. Ελάτε να ζήσουμε σήμερα ό,τι δεν καταφέραμε να ζήσουμε στο παρελθόν. Υπάρχει ακόμα χρόνος.
Γ. Χ
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου