Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΚΑΡΑΒΟΣΚΥΛΟ..ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΤΖΗΚΥΠΡΑΙΟΥ

Το καραβόσκυλο
Καραβόσκυλο ο κυρ- Στέλιος. Πέρασε όλη την ζωή του στη θάλασσα. Μέχρι και σε πειρατικό είχε δουλέψει, σ΄ έναν κοντραμπατζή που πήγαινε όπλα στις αποκλεισμένες χώρες. Σκληρή ζωή και τα χρόνια περνούσαν σαν το κύμα, τ’ άτιμα, το ένα μετά το άλλο. Μέχρι που άρχισαν να τρέμουν τα πόδια του κι όταν μποτζάριζε το πλοίο, βρόνταγε στο μπουλμέ σαν φώκια στον πάγο. Πήρε απόφαση να ξεμπαρκάρει, πριν φύγει καμιά μέρα μαζί με την άγκυρα και καρφωθεί στον πάτο, σαν αχινός στην πέτρα. Να κάτσει στο σπίτι ούτε που του περνούσε απ’ το νου. Η κυρά – Λίτσα θα τον έστελνε αδιάβαστο, με την μουρμούρα της. Δεν της το είχε πει ποτέ, αλλά δεν ήταν μόνο η φτώχεια που τον έσπρωξε στη θάλασσα. Ήταν κι η γκρίνια της που τον βοήθησε να πάρει την μεγάλη απόφαση. Το ΄χε καλύτερο να του ψήνει η αλμύρα το πετσί, παρά η συμβία του, το ψάρι στα χείλη. Έτσι όταν ξεμπαρκάρισε και για να γλυτώσει το φωνητικό πολυβόλο της Λίτσας, αποφάσισε να κάνει ένα μπαράκι κοντά στο κύμα. Είχαν ένα παραθαλάσσιο οικοπεδάκι, προικώο της Λίτσας, έβαλε και κάποια λεφτά που είχε κρατήσει στην άκρη και έστησε ένα μπαράκι για δέκα άτομα το πολύ. Μπορούσε να το κάνει και μεγαλύτερο αλλά ποιος να εξυπηρετήσει περισσότερους. Ας έρχονταν πρώτα οι δέκα και.. βλέπουμε. Που να το περιμένει ο φουκαράς ότι το μπαράκι του θα γίνονταν στέκι για τα ζευγαράκια; Μέσα γεμάτο μόνιμα, ενώ το καλοκαίρι οι καρέκλες έφταναν μέχρι την θάλασσα. Ούτε τραπέζι δεν ήθελαν τα κακομοιρούλια. Έπαιρναν το ποτό στο χέρι έβαζαν και τις καρέκλες τους κοντά – κοντά και ρέμβαζαν το φεγγάρι ανάμεσα σε φιλιά και χάδια. Σιγά – σιγά τους μάθαινε με τα ονόματά τους καθώς ήθελαν να τον έχουν φίλο για τα τους εξασφαλίζει τραπέζι τον χειμώνα. Βλέπεις, είναι καλή η ρομαντζάδα αλλά και η υγρασία της ακροθαλασσιάς, δεν αντέχεται με το κρύο. 
Κάπως έτσι γνώρισε τον Μάρκο και την Βέρα. Τους είχε ξεχωρίσει από τους άλλους. Ήταν το πιο ταιριαστό ζευγάρι. Κούκλα η Βέρα, λεβεντόπαιδο ο Μάρκος και το σιρόπι έρεε μέχρι το πάτωμα. Όταν, αργά, έφευγε ο κυρ- Στέλιος τους άφηνε τις καρέκλες και τους έκλεινε το μάτι λέγοντας:
-Άντε καληνύχτα, παιδιά και καλά στέφανα. 
Τους κερνούσε κι από ένα ποτό (μην την βγάλουν ξεροσφύρι) και έφευγε λέγοντας στον Μάρκο:
-Αν περάσει κανένας περίεργος και σας ρωτήσει, τι κάνετε εδώ; Να του πεις ότι είσαι ο αγορανομικός υπεύθυνος και ό,τι κατάλαβε… κατάλαβε. 
Και περνούσαν οι καλοκαιρινές ημέρες με την ζάχαρη να έχει κάνει την ακροθαλασσιά σιρόπι. Ο κυρ- Στέλιος είχε ονομάσει τον Μάρκο υπεύθυνο προ του.. νόμου και μάλιστα όταν του μιλούσε έπαιρνε το επίσημο ύφος, ξεγελώντας τους άλλους θαμώνες που νόμιζαν ότι σοβάρεψε την επιχείρηση το καραβόσκυλο και έβαλε αγορανομικό υπεύθυνο στην… τέσσερα επί πέντε τετραγωνικά, τρύπα. 
Θα ήταν κατά τα μέσα του Σεπτέμβρη που τους έχασε και τους δυο. 
¨Άντε επιτέλους θα παντρεύτηκαν, σκέφτηκε, μπας και γλυτώσει η θάλασσα από το σορόπι. Πετιμέζι κόντευε να γίνει ο Σαρωνικός. Δε βαριέσαι. Σε λίγα χρόνια θα μου έρχονται τα παιδιά τους. Μόνο να με βρουν εδώ, μην τα κοιτάω από το… Σχιστό.¨ 
Και ‘κει κατά τα τέλη του Οκτώβρη, νωρίς το βράδυ, να την η Βέρα μόνη της. Τα πανέμορφα ματάκια της ήταν δακρυσμένα. 
-Καλησπέρα κυρ – Στέλιο, είπε με μπουκωμένη φωνή. Θα κάτσω λίγο να σκεφτώ και θα φύγω. 
Κομμάτια έγινε η καρδιά του Στελάρα, που κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Βγήκε έξω από την μπάρα και της πρόσφερε κάθισμα, παίρνοντας θέση δίπλα της. 
-Τι έγινε, βρε κοπελιά; Τι συνέβει, εσείς ήσασταν τόσο ταιριαστοί. Είπα ότι μέχρι τώρα θα έπρεπε να είχατε παντρευτεί. Μάλιστα ετοίμαζα θέσεις για τα παιδιά σας. 
-Ε να, είπε μαγκωμένη η Βέρα, ξέρεις πως γίνονται αυτά… Τον πίεσαν οι δικοί του. Τα… γνωστά.
Αμάν, μωρέ Μάρκο, βόγκηξε ο κυρ Στέλιος, εσύ τέτοιος λεβέντης, το ‘βαλες κάτω;
Ύστερα άρχισε να λέει κάτι μπούρδες, που συνηθίζονται σ΄ αυτές τις περιπτώσεις, για να παρηγορήσει την Βέρα. Τι τα θες, τα ‘κανε χειρότερα. Η φουκαριάρα άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Το περιβάλλον της θύμιζε τον Μάρκο της και νόμιζε ότι θα πέσει το ταβάνι να την πλακώσει. Έφυγε και από τότε πέρασε πολύς καιρός. Θα ήταν και δυο χρόνια.. Κατακαλόκαιρο, με την αμμουδιά να έχει πάρει φωτιά. Ο κυρ – Στέλιος είχε κλείσει την πόρτα και είχε βάλει το κλιματιστικό μπας και γλυτώσει την θερμοπληξία. Το είχε εγκαταστήσει πρόσφατα. Όχι πως ήταν ανάγκη. Έτσι στα ψέματα, είχε πει στην κυρά – Λίτσα ότι ήθελε να επεκτείνει την δουλειά και το απόγευμα. Μόνο και μόνο για να την κοπανάει απ’ το σπίτι. Είχε ξαπλώσει στην πολυθρόνα και έπινε το απογευματινό του καφεδάκι, χαζεύοντας απ’ το τζάμι, τις ζουμπουρλούδικες που τσαλαβουτούσαν στα ρηχά. Ε… τόσα χρόνια στα καράβια, αποκτάς συνήθειες που δεν κόβονται έτσι εύκολα… Πάνω που είχε φουντώσει ένα τσιγάρο με… ύποπτο περιεχόμενο (εεε… είπαμε, κάποιες συνήθειες δεν κόβονται!) ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν η Βέρα με τον Μάρκο αγκαλιά. 
Κυρ Στέλιο είπαμε ότι θα σε καλέσουμε από τους πρώτους στο γάμο μας. 
Ό Στελάρας βαρύς, γυρίζει και λέει: 
-Άντε ρε Μάρκο! Είπα και ‘γω ότι ξεμείναμε από αγορανομικό υπεύθυνο.. 
Γ. Χ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα μέρη που η θάλασσα σε «καταπίνει»! Αυτές είναι οι μεγαλύτερες ρουφήχτρες στον κόσμo

  Τα μέρη που η θάλασσα σε «καταπίνει»! Αυτές είναι οι μεγαλύτερες ρουφήχτρες στον κόσμo Οι μεγαλύτερες ρουφήχτρες που απαντώνται κυρίως στα...