Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2022

Εγγραφή στον Προσωπικό Ιατρό μέσω φαρμακείων από 08-09-2022

 Εγγραφή στον Προσωπικό Ιατρό μέσω φαρμακείων από 08-09-2022

Επισημάνσεις για τη διαδικασία εγραφής των πολιτών στον Προσωπικό Ιατρό μέσω των Ιδιωτικών  Φαρμακείων από 08 Σεπτεμβρίου 2022

Με έγγραφό του προς τους Φαρμακευτικούς Συλλόγους ο Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος επισημαίνει διάφορα θέματα για τη διαδικασία εγγραφής των πολιτών στον Προσωπικό Ιατρό μέσω των Ιδιωτικών  Φαρμακείων

ΣχετικάΟδηγίες για την εγγραφή των πολιτών σε Προσωπικό Ιατρό

Το έγγραφο με αριθμό πρωτοκόλλου 3687/06.09.2022 έχει ως εξής:

Θέμα: «Επισημάνσεις για τη διαδικασία εγγραφής των πολιτών στον Προσωπικό Ιατρό μέσω των Ιδιωτικών  Φαρμακείων»

  1. Η αυτόματη διασύνδεσή μας θα αρχίσει από την Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2022 (όπως ενημερωθήκαμε από την ΗΔΙΚΑ δεν είναι γνωστή η ακριβής ώρα. Για το άνοιγμα της εφαρμογής θα ενημερωθείτε με νέο μήνυμα).

Η αποστολή των οδηγιών διασύνδεσης και επεξήγησης της λειτουργίας της πλατφόρμας εγγραφών στον οικογενειακό ιατρό εστάλησαν μόλις χθες στον ΠΦΣ από την ΗΔΙΚΑ. Έγινε παρουσίαση της εφαρμογής, ζητήθηκαν αλλαγές που έγιναν αποδεκτές  και υλοποιήθηκαν σήμερα. Μετά από επεξεργασία διαφανειών και κειμένων σας  αποστέλλονται.

  1. Έχουμε ζητήσει και έχουμε λάβει τη δέσμευση ότι εντός δεκαπέντε ημερών θα υπάρχει η δυνατότητα εμφάνισης για το φαρμακοποιό, ολόκληρου του καταλόγου των εγγραφών τις οποίες θα έχει πραγματοποιήσει.
  2. Η διασύνδεση πραγματοποιείται από την πύλη της ΗΔΙΚΑ e-prescription όπως και έγινε και στην επιλογή της πλατφόρμας του «Εθνικού μητρώου ασθενών με covid-19». Ο φαρμακοποιός εισέρχεται στο Σύστημα Ηλεκτρονικής Συνταγογράφησης ως διαπιστευμένος χρήστης, με τους προσωπικούς του κωδικούς ηλεκτρονικής συνταγογράφησης.
  3. Τα ταυτοποιητικά στοιχεία του πολίτη αντλούνται αυτόματα από το Μητρώο του ΑΜΚΑ, με δυνατότητα διόρθωσης των στοιχείων αυτών αλλά δίχως να υπάρχει υποχρέωση για αλλαγή και επικαιροποίηση των αναγραφόμενων στοιχείων. Τυχόν αλλαγές στα στοιχεία και όλες τυχόν οι τροποποιήσεις δεν έχουν μόνιμο χαρακτήρα αφού θεωρούνται από το σύστημα προσωρινές και δεν μεταβάλουν τα στοιχεία του μητρώου του ΑΜΚΑ.
  4. Για την αναζήτηση των Ιατρών οι οποίοι είναι διαθέσιμοι προς επιλογή, χρησιμοποιούνται από το σύστημα τα ήδη καταχωρημένα στοιχεία του πολίτη. Ο φαρμακοποιός δύναται να μεταβάλει τα στοιχεία των επιλέξιμων πεδίων (Περιφερειακή Ενότητα, Νομός, Δήμος ή Πόλη) για να ξεκινήσει νέα αναζήτηση με τα ανανεωμένα κριτήρια καθώς και να τροποποιήσει τις επιλογές του σε συγκεκριμένο πεδίο (π.χ. από μία πόλη σε άλλη πόλη ή από Νομό σε Νομό). Είναι εφικτή η δυνατότητα επιλογής Ιατρού από όλη την Ελλάδα με κατάλληλη επιλογή των πεδίων.
  5. Η αλλαγή από οικογενειακό σε προσωπικό ιατρό είναι αυτόματη από το σύστημα αλλά επιδέχεται αλλαγής από τη νέα λίστα διαθεσίμων προσωπικών ιατρών όπως προκύπτει από αναζήτηση. Η αλλαγή αυτή θεωρείται ως μοναδική εγγραφή ανά ΑΜΚΑ, θα προσμετράται και θα αποζημιώνεται.
  6. Για την εγγραφή στον προσωπικό ιατρό δεν αποτελεί προϋπόθεση η εγγραφή στην άυλη συνταγογράφηση. Οι εγγεγραμμένοι στην άυλη θα πάρουν άυλα τους κωδικούς διασύνδεσης με τον φάκελο υγείας στο τέλος της εγγραφής στον προσωπικό ιατρό.
  7. Για τα ΑΜΚΑ των ανασφάλιστων πολιτών θα είναι διαθέσιμοι προς επιλογή μόνο οι γιατροί δημόσιων δομών.
  8. Τα ανήλικα μέλη τα οποία δεν έχουν συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας τους δεν μπορούν ακόμη να εγγραφούν σε προσωπικό ιατρό.
  9. Η πληρωμή είναι άπαξ ανά ΑΜΚΑ σε όλες τις περιπτώσεις, με αποζημίωση η οποία έχει οριστεί με την ΚΥΑ σε 3 ευρώ προ ΦΠΑ 24%
  10. Η πληρωμή μας θα γίνεται για κάθε μήνα με τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών το οποίο θα εκδίδεται στις αρχές κάθε επόμενου μήνα, για αναρτημένες πράξεις οι οποίες θα αντλούνται από την ΗΔΙΚΑ για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα όπως ακριβώς γίνονταν και για τα εμβόλια και τα self-test.
  11. O φαρμακοποιός επιλέγει προσωπικό ιατρό με βάση την επιθυμία του πολίτη, και ολοκληρώνει την εγγραφή του σε αυτόν.
  12. Με την ολοκλήρωση της εγγραφής ο πολίτης λαμβάνει ενημερωτικό SMS ή / και email για την ολοκλήρωση της εγγραφής του στο συγκεκριμένο προσωπικό ιατρό καθώς και τους προσωπικούς κωδικούς του για την ηλεκτρονική πρόσβαση στον Ατομικό Ηλεκτρονικό Φάκελο Υγείας. Όσοι δεν έχουν κινητό θα τα λαμβάνουν αποκλειστικά με εκτυπώσιμη μορφή

Κυνηγοί “κεφαλών” για υπερ-όπλα: 1 εκατομμύριο ρούβλια σε όποιον παραδώσει το ρομπότ μάχης THEMIS!

 Κυνηγοί “κεφαλών” για υπερ-όπλα: 

1 εκατομμύριο ρούβλια σε όποιον παραδώσει το ρομπότ μάχης THEMIS!

ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΡΧΑΡΗΣ

Το Κέντρο Ανάλυσης Στρατηγικών και Τεχνολογιών, ανακοίνωσε ότι θα πληρώσει ένα εκατομμύριο ρούβλια σε όποιον μπορεί να αποκτήσει την εσθονική ρομποτική πλατφόρμα THEMIS στην Ουκρανία και να τη μεταφέρει στο ρωσικό Υπουργείο Άμυνας

Σύμφωνα με τις πληροφορίες του  gazeta.ru, οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ουκρανίας θα πρέπει να λάβουν ιχνηλάτες μη επανδρωμένες επίγειες πλατφόρμες THEMIS, που αναπτύχθηκαν και κατασκευάστηκαν από την εσθονική εταιρεία Milrem Robotics. 

Την ίδια στιγμή, η πρώτη παρουσία μιας τέτοιας ρομποτικής πλατφόρμας παραδόθηκε ήδη στην Ουκρανία τον Αύγουστο του 2022.

«Σχεδιάζεται η χρήση του THEMIS, κυρίως για την απομάκρυνση τραυματιών από την πρώτη γραμμή και για την παράδοση πυρομαχικών. Το έργο για την απόκτηση ρομποτικών συγκροτημάτων THEMIS για την Ουκρανία, ονομάστηκε Zhuravel, με εμπνευστή τον πρώην Πρόεδρο της Ουκρανίας Πέτρο Ποροσένκο , μαζί με την ουκρανική εθελοντική ιατρική μονάδα Hospitallers», ανέφερε το κέντρο.

Μέχρι σήμερα, ρομπότ έχουν ήδη αποκτηθεί από 11 χώρες, επτά από τις οποίες είναι μέλη του ΝΑΤΟ : Εσθονία, Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, Νορβηγία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ηνωμένες Πολιτείες. Οι μη επανδρωμένες πλατφόρμες, έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι στιγμής «κυρίως για πειραματικούς σκοπούς». Το κέντρο πιστεύει ότι, αν και τα συγκροτήματα THEMIS χρησιμοποιήθηκαν στη στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Μάλι, ωστόσο, «προφανώς, η πρώτη προσπάθεια για πλήρη χρήση της πλατφόρμας σε επιχειρήσεις μάχης θα γίνει στην Ουκρανία».

«Λόγω του γεγονότος, ότι αυτή η συσκευή έχει αναμφισβήτητο τεχνικό ενδιαφέρον, το Κέντρο Ανάλυσης Στρατηγικών και Τεχνολογιών ανακοινώνει μια ανταμοιβή 1 εκατομμυρίου ρουβλίων, σε οποιονδήποτε στρατιωτικό ή αξιωματικό  ή σε μια ομάδα, καταφέρουν να παραδώσουν την πλατφόρμα THEMIS στην Ουκρανία σε λίγο-πολύ άθικτη κατάσταση και  το παράσχουν στη διάθεση του Υπουργείου Άμυνας της Ρωσίας », αναφέρει το κανάλι CAST Telegram.

Σύμφωνα με το RIA Novosti, με αναφορά στα λόγια του διευθυντή του κέντρου Ruslan Pukhov, το βραβείο ανακοινώθηκε για διάφορους λόγους. Συγκεκριμένα, «πρόκειται για ένα αφιέρωμα στη μνήμη του ιδρυτή του CASTKonstantin Makienko , ο οποίος πέθανε τον Μάιο του 2021».

Σύμφωνα με τον διευθυντή του CAST, η μελέτη του THEMIS θα είναι χρήσιμη και για την ανάπτυξη ρωσικών χερσαίων ρομποτικών συστημάτων.

«Από όλα τα δείγματα στρατιωτικού εξοπλισμού που παρέχονται στην Ουκρανία, πολύ λίγα συστήματα μπορούν να ονομαστούν πραγματικά σύγχρονα, καινοτόμα. Αυτή η πλατφόρμα είναι πραγματικά νέα, αυτό είναι κάτι στο οποίο πρέπει να προσέξεις, αυτή είναι μια πραγματική καινοτομία, αυτό είναι το μέλλον του πολέμου», είπε.

Ρομπότ σε τρεις διαμορφώσεις

Στην ιστοσελίδα της εσθονικής εταιρείας Milrem Robotics, διευκρινίζεται ότι το συγκρότημα έχει μήκος 2,4 μ. και ύψος 1,15 μ. Η THEMIS μπορεί να έχει μέγιστη ταχύτητα έως και 25 χιλιόμετρα την ώρα και να μεταφέρει φορτίο βάρους έως 1,2 τόνους Η εταιρεία το παράγει σε τρία κιτ.

Σύμφωνα με την εταιρεία, είναι ξεκάθαρο ότι μπορεί να σκαρφαλώσει με ευκολία σε βουνό, να διασχίσει ένα  ποτάμι και να μην κολλήσει στην άμμο και το χιόνι. Μπορεί ακόμη και να κόψει εύκολα μικρά δέντρα στο πέρασμά του και να τραβήξει πίσω του ένα βαρύ φορτηγό.

«Το THEMIS είναι ένα μη επανδρωμένο όχημα εδάφους πολλαπλών χρήσεων, σχεδιασμένο να μειώνει τον αριθμό των στρατευμάτων στο πεδίο της μάχης. Η ανοιχτή αρχιτεκτονική του THEMIS επιτρέπει τη γρήγορη διαμόρφωση του σε λειτουργία μεταφοράς οπλισμού, απόρριψη πυρομαχικών ή υποστήριξη για επιχειρήσεις αναγνώρισης, σύμφωνα με τη φύση της αποστολής», αναφέρει η περιγραφή του ρομπότ.

Η εταιρεία αναφέρει ότι η χρήση του THEMIS στη διαμόρφωση Cargo, συντελεί στη μείωση του γνωστικού φορτίου των στρατιωτών και παροχή μέσων μεταφοράς και χρήσης πρόσθετου εξοπλισμού και δύναμης πυρός. Όλα αυτά, επιτρέπουν στον στρατό να εστιάζει στην τρέχουσα αποστολή, καθώς το ρομπότ μεταφέρει όλα όσα φοράει συνήθως ένας στρατιώτης.

Με τη σειρά της, η πλατφόρμα THEMIS στη διαμόρφωση Cargo CASEVAC, μπορεί να διασφαλίσει την ταχεία εκκένωση των θυμάτων έκτακτης ανάγκης από τον τόπο του τραυματισμού, σε ιατρικές εγκαταστάσεις υψηλότερου επιπέδου.

«Αυτό μειώνει την ανάγκη για ανθρώπινο δυναμικό που χρησιμοποιείται συνήθως για την εκκένωση των τραυματιών. Το όχημα, επιτρέπει τη χρήση των περισσότερων φορείων του ΝΑΤΟ, που χρησιμοποιούνται στις ένοπλες δυνάμεις», σημείωσε η εταιρεία.

Το ρομπότ, είναι εξοπλισμένο με κάμερες που του επιτρέπουν να ελέγχει επικίνδυνες περιοχές, χωρίς να εκθέτει τον στρατό σε κίνδυνο.

https://www.pentapostagma.gr/

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

Ήταν ο Αρχάνθρωπος των Πετραλώνων ο Πρώτος Έλληνας; | Αρχαία Ελλάδα | Al...



Σεπτέμβριος 1960. Σε σπήλαιο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής ένας χωριανός βρήκε τυχαία ένα ανθρώπινο κρανίο. Το κρανίο αυτό έμελλε να γίνει το μήλο της έριδος που θα πυροδοτούσε μία πολύχρονη και σφοδρή διαμάχη μεταξύ του κράτους, των ερευνητών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του ανθρωπολόγου Άρη Πουλιανού. Καλώς ήρθατε στο κανάλι Alpha Ωmega. Σε αυτό το βίντεο θα σας μιλήσουμε για τον αρχάνθρωπο των Πετραλώνων.

►Πηγές (Bibliography) ✔Κουφός Γ. Τσουκαλά Ε. «Πετράλωνα, ένα σπήλαιο, μια προϊστορία», Θεσσαλονίκη 2007. ✔Poulianos A.N., Petralona. A Middle Pleistocene Cave in Greece, Archaeology 24 (1971). ✔Darlas Α., The earliest occupation of Europe: the Balkans.

ΔΙΑΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ | EINSTEIN ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΔΙΑΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ | EINSTEIN ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ


Περιγράφω με όσο το δυνατόν απλούστερο τρόπο την πιο σημαντική έννοια της νεότερης Φυσικής, την Ειδική θεωρία της Σχετικότητας. Μην σε φοβίσουν τα μαθηματικά, δες το νόημα των αποτελεσμάτων!

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2022

Νέος συναγερμός στο ΝΑΤΟ με το γνωστό ρωσικό πυρηνοκίνητο υποβρύχιο στη Μεσόγειο-Που στοχεύει;

 Νέος συναγερμός στο ΝΑΤΟ με το γνωστό ρωσικό πυρηνοκίνητο υποβρύχιο στη Μεσόγειο-Που στοχεύει;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΤΣΑΚΟΣ

Οι Ρώσοι σε στοχοποίηση των βάσεων του ΝΑΤΟ στην Ιταλία;

Πριν λίγο, το ιταλικό Γενικό Επιτελείο Άμυνας σε έκτακτη ανακοίνωση επιβεβαίωσε την παρουσία ρωσικού πυρηνοκίνητου υποβρυχίου στα ανοιχτά της Σικελίας, ενώ για το θέμα έχει δοθεί συναγερμός στις βάσεις του ΝΑΤΟ στην Ιταλία αλλά και αλλού, πιθανότατα και στην Σούδα.

«Οι κινήσεις των ρωσικών υποβρυχίων και μονάδων επιφανείας στη Μεσόγειο είναι γνωστές. Συγκεκριμένα, το εν λόγω ρωσικό υποβρύχιο πραγματοποιεί διέλευση σε διεθνή ύδατα», αναφέρει το ιταλικό γενικό επιτελείο.

Πρώτο είχε αποκαλύψει το  ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ, πριν κάποιο διάστημα την είσοδο του ρωσικού υποβρυχίου στην Α.Μεσόγειο, ενώ είναι γνωστό ότι πρόσφατα, οι  Ρώσοι επιχείρησαν να κλείσουν τα Στενά του Οτράντο, με πολεμικά πλοία τύπου καταδρομικών και υποβρύχια που έχουν την βάση τους στην Ταρτούς της Συρίας.

Το γεγονός κινητοποίησε τον ιταλικό στόλο που είναι πάλι σε  επιφυλακή, ενώ το USS George H. W. Bush με την ομάδα μάχης του ευρίσκεται στην Μεσόγειο.

Η πορεία και η ανησυχίες του ΝΑΤΟ για τα ρωσικά σχέδια στην Μεσόγειο

Το πυρηνοκίνητο υποβρύχιο της Ρωσίας εντοπίστηκε στα ανοικτά των ακτών της Ιταλίας, και ειδικοί του ΝΑΤΟ προσπαθούν να καταλάβουν τι συμβαίνει, και ποιες είναι οι προθέσεις των Ρώσων.

Το υποβρύχιο ανακαλύφθηκε πρόσφατα στη Μεσόγειο Θάλασσα κοντά στη χερσόνησο των Απεννίνων.

Η εφημερίδα Bild και διάφορες πηγές αναφέρουν ότι το ρωσικό υποβρύχιο, το οποίο είναι εφοδιασμένο πιθανότατα με πυραύλους Κρουζ αλλά και βαλλιστικούς πυραύλους, μπορεί να αντικαταστήσει το αντιτορπιλικό «Marshal Ustinov».

Σύμφωνα με το γερμανικό δημοσίευμα, είναι πιθανό ότι η Μόσχα με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να δείξει τις προθέσεις της έναντι του ΝΑΤΟ στα ανοικτά των ακτών της Ιταλίας.

Παρόλα αυτά, όλοι οι ειδικοί και αναλυτές του ΝΑΤΟ παρακολουθούν στενά το ρωσικό πυρηνοκίνητο υποβρύχιο συνεχώς.

Οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες της συμμαχίας δεν μπορούν ακόμη να καταλάβουν, όχι μόνο τον σκοπό του ρωσικού υποβρυχίου σε αυτήν την θαλάσσια περιοχή, αλλά αναζητούν  να προσδιορίσουν και τον τύπο του, για να μάθουν τον ακριβή εξοπλισμό του.

Ο Ιταλός Ναύαρχος Giuseppe Cavo Dragone, Αρχηγός του επιτελείου Άμυνας είχε δηλώσει πρόσφατα:
«Η στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας στη Ανατολική Μεσόγειο θα αυξηθεί το επόμενο διάστημα δραστικά και αυτό θα επιφέρει πιθανή κρίση στην περιοχή.

Κρατάμε ως ιταλικό πολεμικό ναυτικό, υπό έλεγχο τα ρωσικά πολεμικά πλοία και υποβρύχια στην Αδριατική. Είναι απαραίτητο οι Ιταλοί πολίτες να ξέρουν ότι οι ρωσικές μονάδες επιφανείας δεν έχουν χαθεί ούτε μια στιγμή από τα μάτια μας”.

Πολλοί θεωρούν με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, ότι  τα μέλη του ΝΑΤΟ,  Ελλάδα και Ιταλία, οι οποίες  διαθέτουν βάσεις του ΝΑΤΟ, να έχουν μπει πιθανότατα στο στόχαστρο της Μόσχας.

Ορισμένοι αναλυτές στην Ουάσιγκτον συμφωνούν, ότι «το βασικό σκεπτικό για την επιστροφή της Ρωσίας στην περιοχή ήταν η προοπτική μιας στρατιωτικής σύγκρουσης στο ευρωπαϊκό θέατρο και οι ανησυχίες για την ευπάθεια της νότιας πλευράς της σε μια σύγκρουση με το ΝΑΤΟ», έγραφε σε έκθεση του  το Carnegie Endowment for International Peace.

«Το Κρεμλίνο μπορεί να φιλοδοξεί να κυριαρχήσει στη Μεσόγειο μια μέρα, αλλά προς το παρόν ο στόχος του είναι να αρνηθεί αυτή την επιλογή στο ΝΑΤΟ», σημείωνε  το ίδιο.

Όσο αφορά την χώρα μας, η Σούδα ήταν πάντα στόχος της “ρωσικής Αρκούδας”, ενώ μετά την σχετικά πρόσφατη αμυντική συμφωνία με τις ΗΠΑ, προστέθηκε και η Αλεξανδρούπολη, που ελέγχει τα Στενά του Βοσπόρου που τόσο “καίνε” την Μόσχα.

Τα προβλήματα της Μόσχας σε σχέση με την Ελλάδα, αφορούν κυρίως την επέκταση των αμερικανικών βάσεων, αφού με αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ θα ελέγχουν στρατιωτικά το Αιγαίο (θάλασσα που συνδέει την Α.Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο), καθώς και τα Στενά του Βοσπόρου, και αυτό όπως έχουν δηλώσει Ρώσοι αξιωματούχοι, δεν το επιθυμούν σε καμία περίπτωση.

Επίσης, έργα όπως την σιδηροδρομική Εγνατία, οι αποθήκες υγροποιημένου αερίου, μαζί με την μεταφορά  εμπορευμάτων από την Αλεξανδρούπολη Στην Βαλτική παρακάμπτοντας τον Εύξεινο Πόντο και την Ρωσία, αλλάζουν τα πάντα στην ΝΑ Ευρώπη, καθιστώντας την Ελλάδα ( σε συνδυασμό με τα σχέδια των αγωγών) ως την πιο κομβική χώρα στην ΕΕ .

 https://www.pentapostagma.gr/

Κάτι ΥΠΟΠΤΟ Συμβαίνει Στον ΚΟΣΜΟ : Τοση ΕΞΕΛΙΞΗ Και ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ Τόση ΠΕΙΝΑ (Επικαιρότητα)



Η ΠΥΡΚΑΓΙΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ( ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ "ΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΦΡΑΓΚΟΥ" ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ ΠΟΛΙΤΗ )

 Η ΠΥΡΚΑΓΙΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ 

( ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ "ΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΦΡΑΓΚΟΥ" ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ ΠΟΛΙΤΗ )


Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"


Συνεχίζω και τούτη την Κυριακή με λογοτεχνήματα σχετικά με τη Σμύρνη και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Κοσμάς Πολίτης, κατά κόσμον Πάρις Ταβελούδης (1888-1974), αφού είχε δώσει σημαντικό και πρωτοποριακό λογοτεχνικό έργο ήδη από τη δεκαετία του 30, όπως και πολύ αξιόλογο μεταφραστικό έργο στη συνέχεια (έχουμε δημοσιεύσει δείγμα δικής του μετάφρασης στον Δρόμο με τις φάμπρικες του Στάινμπεκ), μας χάρισε σε προχωρημένη πια ηλικία, το 1962, το μυθιστόρημα «Στου Χατζηφράγκου», ένα αριστούργημα με αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία στη χαμένη πια Σμύρνη πριν από την Καταστροφή. Εύγλωττος είναι άλλωστε ο υπότιτλος, Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας.

Αξίζει να διαβάσετε αλλά και να ξαναδιαβάσετε το μυθιστόρημα αυτό του Πολίτη (απορώ που δεν έχει γίνει ταινία). Στη μέση του, υπάρχει ένα κεφάλαιο είκοσι σελίδων με τον τίτλο Πάροδος, όπως στις αρχαίες τραγωδίες, που δεν ακολουθεί την πλοκή αλλά είναι ο μονόλογος ενός γέρου Σμυρνιού πρόσφυγα, περιβολάρη, του Γιακουμή, ο οποίος ύστερα από τις έντονες παρακλήσεις του συγγραφέα, του αφηγείται τις αναμνήσεις του από τη χαμένη πριν από σαράντα χρόνια πολιτεία. (Ο Γιακουμής εμφανίζεται στο μυθιστόρημα και πρωτύτερα, ως έφηβος).

Ένα σχετικά μικρό απόσπασμα από την Πάροδο δημοσιέψαμε πέρυσι, εκεί που ο αφηγητής περιγράφει τα τσερκένια, τους χαρταετούς της Σμύρνης -τώρα θα βάλω το υπόλοιπο, από το σημείο όπου αρχίζει η αφηγηση για την καταστροφή ως το τέλος του κεφαλαίου.

Μια σύμπτωση περίεργη είναι ότι και σε τούτη την αφήγηση, όπως και στα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου, που είδαμε την περασμένη Κυριακή, ο αφηγητής μέσα στον χαμό πηγαίνει να ξυριστεί σ’ ένα μπαρμπέρικο. Και τα δυο βιβλία άλλωστε κυκλοφόρησαν την ίδια εποχή. (Το μυθιστόρημα του Πολίτη δημοσιεύτηκε πρώτα στον Ταχυδρόμο σε συνέχειες, το 1962, κι έπειτα το 1963 σε βιβλίο). 

Στο τέλος εξηγώ μερικές λέξεις. Η έκδοση που έχω στα χέρια μου (εκδόσεις Α. Καραβία, 1963) δεν έχει γλωσσάρι, αλλά η εκδοση της Εστίας, σε επιμέλεια του Πίτερ Μάκριτζ, σίγουρα θα έχει. Όμως δεν την έχω, οπότε όσες εξηγήσεις δώσω είναι δικές μου -και ίσως λαθεύουν κάπου.

Λοιπόν, αν θυμάμαι καλά, ήτανε η τρίτη καν η τέ­ταρτη μέρα πού είχε μπει ο τούρκικος στρατός. Η πολι­τεία λούφαζε. Είχανε γίνει κάμποσα παρατράγουδα στο αναμεταξύ, σκοτωμοί, ξεπαρθενέματα και πλιάτσικο, πολλοί χάσανε τη ζωή τους, πολλοί θα τη χάνανε ακόμα, πλιά­τσικο, τσέτες, κακάριζε το πολυβόλο, πόλεμος ήτανε, έχθρητα και άχτι —κι οι δικοί μας είχανε κάψει τούρκικα χωριά στην υποχώρηση, πόλεμος ήτανε, ο άνθρωπος γίνεται ανήμερο θερίο. Γινήκανε κι άλλοι σκοτωμοί, κι εδώ και στους ντερέδες της ’Ανατολής, χαθήκανε χιλιάδες δικοί μας, δεκαριές, κατοσταριές χιλιάδες, και πλάκωσε μεγάλη ορφάνια. Βλέπεις, ο Τούρκος μάς λογάριαζε προδότες, εί­χαμε σηκώσει τ’ άρματα ενάντια στην πατρίδα —ενάντια στην Τουρκία, δηλαδή. Μιλάω δίχως πάθος, σα να μην υπάρχει πια οργή και αμάχη στο ντουνιά… και τώρα, τρίτη καν τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρα­τός, η πολιτεία λούφαζε μες στο κακό της όνειρο, μέσα στη θλίψη και την απαντοχή. Μα οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Λες κι είχε γίνει κάποια ρέγουλα. Πού και πού μια τουφεκιά. Φαινότανε απείραχτη κι αθώα, υστερ’ από το μεγάλο πατιρντί. Δεν την έκανες κάζο. Δε μπορούσε να ’τανε για σένα. Και πέρα, πολύ μακριά, ένα πνιχτό μπουμπουνητό, κάτι σα μπασαβιόλα —α[ν] με καταλαβαίνεις. Οι δικοί μας είχανε πιάσει μετερίζι στον Τσεσμέ, και με τα κανόνια κρατάγανε μα­κριά το τούρκικο ασκέρι, ώσπου να μπαρκάρει στα βαπόρια ο στρατός.

Εκείνο το πρωί, λοιπόν, πρωτοβγήκε ξανά και μια δί­κιά μας εφημερίδα. Πρώτη και τελευταία φορά. Έγραφε πως μας πλανέψανε οι Έλληνοι, πως οι Τούρκοι είναι κα­λοί άνθρωποι, πως πρέπει ν’ ανανήψομε, τη θυμάμαι αυτή τη λέξη αν και δεν ξέρω τί θα πει —άκου, άκου! αυτές πού τρία χρόνια μάς πιπιλίζανε το μυαλό για λευτεριά και δόξα, για περιούσιο λαό, για Πόλη και Άγια Σοφιά, και στέλ­νανε τον Τούρκο στην Κόκκινη Μηλιά — να καταγίνομε στα ειρηνικά μας έργα, γράφανε, κάτω από την προστασία και τη δικαιοσύνη τής τούρκικιας πατρίδας —άκου, άκου! τα διάβαζε ο κοσμάκης, ανοίγανε παράθυρα, χαμογελού­σανε γυναίκες —φαρμακωμένα, βέβαια, μα ωστόσο χαμογε­λούσανε— ξεπορτίζανε παιδιά. Κάποια ονείρατα είχανε χα­θεί, μα ονείρατα είν’ εύκολο να ξαναφτιάξεις. Κι ακόμα τότε ξαναφτιάχναμε δειλά δειλά, μπορεί και δίχως να το μολογάμε στον εαυτό μας. Δεν πέθανε ο βασιλιάς Αλέξαντρος, λέω της γυναίκας μου κάποια στιγμή. Μα η Κατερίνα κούνησε μονάχα το κεφάλι της. Πάω μια βόλτα, της λέω σέ λιγάκι, φοβάσαι να μείνεις μονάχη ; Να πας μου λέει. Γυναίκα με κουράγιο.

Θ’ αναδρομίσω πιο παλιά, για να καταλάβεις τί γυ­ναίκα ήταν η Κατερίνα. Ώσαμε το ’14, οι Γραικοί εμείς ήμασταν τσελεμπήδες. Περνούσαμε όμορφα κι ευτυχισμένα. Μα στο ’14, οι Νεότουρκοι —γιασασίν ανταλέτ, γιασασίν χουριέτ [Ζήτω η δικαιοσύνη, ζήτω η λευτεριά]— παραδώσανε την Τουρκιά στα χέρια του Γερμα­νού, κι ο Γερμανός απαίτησε να διωχτούνε οι Ρωμιοί απ’ τα παράλια της Μικρασίας. Κάνανε καλά τη δουλειά τους, φανατίσανε και τον τούρκικο πληθυσμό και τότε αρχινήσανε οι πρώτοι διωγμοί. Και σαν κηρύχτηκε ο πόλεμος, και μπήκε υστέρα και η Τουρκία στο χορό, τις Ρωμιοί στρατεύ­σιμοι μάς βάλανε στα αμελέ ταμπούρια —σα να λέμε, τάγμα­τα αγγαρειάς— να σπάμε πέτρες και να φτιάχνομε δρόμους. Πολλοί, πλήθος δικοί μας, αφήσανε στις ερημιές τα κόκαλά τους, αρρώστιες, πείνα, εξάντληση. Βόγγαγε η γης. Εγώ, άφησα μονάχα δυο δάχτυλα του αριστερού χεριού μου —μιαν άλλη Ιστορία, που δεν είναι του παρόντος, Ωστόσο, σε τούτα τα λειψά δυο δάχτυλα χρωστάω πως δε με πήρανε στον ελληνικό στρατό, σαν κάναν επιστράτεψη στα μέρη μας, ύστερ’ από την απόβαση. Όμως, και με δυο δάχτυλα λιγότερα, με θέλησε για άντρα της η Κατερίνα. Ήταν γυναίκα με κουράγιο, σου λέω.

Ξεπόρτισα, λοιπόν, εκείνο το πρωί. Στα σοκάκια, πού και πού, ένας διαβάτης τοίχο τοίχο. Μερικά μαγαζιά ήτανε ανοιχτά, όχι πολλά, μπορεί ένα στα τρία. Μα οι φούρ­νοι βγάζανε ψωμί. Μια φράγκισσα πελάτισσά μου —καλή της ώρα, της πούλαγα φυντάνια για το πρεβολάκι της— μου φώναξε απ’ το μπαλκόνι: Γιακουμή, γύρισε στο σπίτι σου, το καλό που σου θέλω, δεν είναι ώρα για παλικαριές.

Μαντάμ, της λέω στα χωρατά, πάω να ξουριστώ. Πεθαμέ­νος κι αξούριστος ολούρμου; Κι αλήθεια, είχα τεσσάρω μερώ γένια. Βγήκα στο Κιαι. Πήχτρα ο κόσμος, κι άλλοι, χι­λιάδες, πάνω σε μαούνες, αραδιασμένες πλάι στο μουράγιο. Προσφυγιά που είχε κατέβει ποδαρόδρομο από το εσωτερικό για να γλυτώσει. Ούλα τα τρένα τα ‘χε πιάσει ο ελληνικός στρατός. Σκοτώνανε κοσμάκη για να φύγουνε. Ζωή και θά­νατος ήταν αυτός.

Είχανε, που λές, κατέβει προσφυγιά στην πολιτεία για να γλυτώσουν τη ζωή τους. Βλέπεις, πιστεύανε πως ο ελληνικός στρατός θα κράταγε την πολιτεία, όπως βεβαιώ­νανε μπαμπέσικα, μέρες πρωτύτερα, από την Αρμοστεία. Κι απέ, σου λέει, θάλασσα ήτανε, λιμάνι, σίγουρα η ελληνικιά κυβέρνηση θα ’χει στείλει βαπόρια να παραλάβουν τον κοσμάκη. Ναι, είχανε στείλει δυο τρία βαπόρια, που παραλάβανε μονάχα τις δικοί τους, από την Αρμοστεία κι από την Εθνική Τράπεζα. Είχε ανοίξει κατάστημα η Εθνική Τράπεζα στην πολιτεία μας, και τώρα ήπρεπε να σώσει τα λεφτά, την κάσα της. Μπρος στα λεφτά τ’ είναι η ζωή του ανθρώπου; Μη φύγετε, μας λέγανε, θα ξανάρθομε, ζήτω η Ελλάς!

Λοιπόν, ούλος αυτός ο κόσμος στοιβαγμένος στο μουράγιο και πάνω σέ μαούνες. Άντροι, γέροι, γριές και γυναικό­παιδα, που είχανε παρατήσει τα καλά τους και ξεμείνανε στο δρόμο, και τώρα εκεί μεροβραδιάζονταν, εκεί πλαγιά­ζανε, άλλος μ’ ένα χράμι πού ’φερε μαζί του, άλλος μ’ ένα πάπλωμα η με μια μπατανία. Χείλια τρεμοσαλεύανε από το παραμιλητό. Μάτια γουρλωμένα, που αγναντεύανε τη Δευτέρα Παρουσία, τη συντέλεια τού κόσμου… Μέρα, χαρά θεού. Τέλη Αυγούστου. Αρχές Σεπτέμβρη με το καινούριο. Μερικοί δικοί μας κάνανε επιχείρηση. Στήσανε φουβούδες, ψήνανε νταριά, ακόμα και σουβλάκια ή φασουλάδα, και πουλά­γανε φαΐ. (Το αθάνατο δαιμόνιο της Φυλής, σημείωσε αυτός που άκουγε το Γιακουμή). Ωστόσο οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Και δυο τρεις μπαρμπέρηδες είχανε στήσει από μια καρέγλα και ξουρίζανε. Το ’δα με τα μάτια μου. Όπως θες εξήγησέ το. Αυτοί που ξουρίζονταν ίσως να ’χανε την ίδια ιδέα με τα μένα: πεθαμένος και αξούριστος, ολούρμου ;

Στη θάλασσα, κάμποσα τουμπανιασμένα κορμιά πλέκανε στον αφρό. Δεν παραξενευόσουνα, θάνατος ήτανε η τρεχού­μενη ζωή. Ωστόσο το μεγάλο κακό φαινότανε να ’χε κατα­λαγιάσει. Πάνω στην ώρα, περάσανε καμιά διακοσαριά καβαλαρέοι, τούρκικο ασκέρι, κι ο μπίνμπασης που πάγαινε μπροστά, έχοντας πλάι του το μπαϊρακτάρη με την τούρκικια παντιέρα, φώναζε στον κοσμάκη: κόρκμα, κόρκμα, μη φοβόσαστε ! Τα πράματα φαίνονταν πιο ήσυχα. Ασυμμά­ζευτα παιδάκια ξεφεύγανε από την αγκαλιά της μάνας τους και γυροφέρνανε ανάμεσα στην προσφυγιά. Όξω, στ’ ανοι­χτά, ήτανε φουνταρισμένα τέσσερα πέντε ξένα βασιλικά. Για προστασία, λέγανε… Τώρα, μη γελάσεις γι’ αυτό που θα σου πω: απ’ ούλοι αυτοί, εκεί μπροστά μου, που περιμέ­νανε τη σωτηρία τους απ’ τα βασιλικά, άλλοι σκοτωθήκανε κι άλλοι πνιγήκανε. Την ίδια βραδιά. και όσοι περισσέ­ψανε, τις κουβαλήσανε στην ξενιτιά. Εδώ.

Ήστριψα μέσα, για το Φασουλά. με τρώγανε τα γένια μου. Ένα μπαρμπερικο ήτανε ανοιχτό και μπήκα. Όσο με ξούριζε ο μπαρμπέρης, μου κουβέντιαζε μουρμουριστά. Στην Αρμενιά, μου λέει, δεν άπόμεινε ρουθούνι. Οι Αρμενέοι ταμπουρωθήκανε στην εκκλησία τους, τον Άϊ Στέφανο, από κει αντισταθήκανε και από κει χτυπούσανε. Μα τούς ξεπα­στρέψανε. Τούς είχανε άχτι. Βλέπεις, είχανε φτιάξει κομι­τάτο, -πηγαίνανε κι αυτοί για τη Μεγάλη τους Ιδέα, για τη Μεγάλη Αρμενία. Είχανε πάει και εθελοντές στον ελληνικό στρατό. Μου λέει ακόμα, λέγανε, πως κάποιος, σα­ράφης στο Σκοτεινό Μπεζεστένι, για να γλυτώσει, σκαρφά­λωσε στα πριμάτσα ενού εγγλέζικου κάργκο, μες στό λιμάνι, σύρθηκε ανηφορίζοντας πάνω στο παλαμάρι κι άδραξε με τα δυο χέρια του την κουπαστή του βαποριού για να τη δρασκελίσει. Μα ένας Εγγλέζος ναύτης τού κοπάνησε τα δάχτυλα μ’ ένα σίδερο, ο άνθρωπος λασκάρισε, ήχασε την ισορροπία του, ήπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Κάμποσοι, μου λέει ο μπαρμπέρης, είχανε καταφέρει να μπούνε σέ πλεούμενα, βάρκες, καΐκια. Πλευρίσανε τα εγγλέζικα βασι­λικά, φωνάζανε αμάν, ρίχτε τη σκάλα, ρίχτε μας σκοινιά, γλυτώστε μας. Τους αποδιώχνανε. Και όσοι δοκιμάζανε ν’ αρπαχτούν από την κρεμασμένη ανεμόσκαλα, οι Εγγλέζοι την τινάζανε και τους πετάγανε στη θάλασσα. Βλέπεις, κρατάγανε ουδετερότητα. Έτσι την κρατάγανε. Λένε πως οι Φραντσέζοι, σέ τούτη την περίσταση, φερθήκανε πιο ανθρωπινά… και στο Σεβδίκιοϊ, μου λέει, αντισταθήκανε οι Σεβδικιολοί με το τουφέκι στο χέρι, και γίνηκε μεγάλος χαλασμός. Και καθώς μου σφούγγιζε τίς σαπουνάδες απ’ το μούτρο, σκύβει και μου λέει στ’ αφτί, μαθεύτητε πως πετσοκόψανε το δεσπότη στο Κονάκι. Πήγε ν’ απολογηθεί στον πασά, κι εκείνος τον παράδωσε στον τούρκικο λαό να τον δικάσει. Όσο κι αν φέρθηκε ασυλλόγιστα ο Χρυσόστομος, μού λέει ο μπαρμπέρης, τα χρόνια της κατοχής —αν και, να πεις, αν φερνότανε με νου και γνώση, θα τον βγάζανε προ­δότη— όσο κι αν φέρθηκε άμυαλα, ωστόσο δεν παράτησε το ποίμνιό του, δεν ήφυγε μαζί με τις άλλοι, που το σκάσανε κρυφά, ενώ βεβαιώνανε πως θα κρατάγανε την πολιτεία και πως δεν είχαμε κανένα κίνδυνο. Το σκάσανε κρυφά. Είναι οι μεγάλοι φταίχτες κι αυτοί, κι εκείνοι που τους στείλανε. Μα, να πεις, ξένοι ήρθανε στον τόπο, σαν ξένοι φερθήκανε, ξένοι φύγανε, οχτροί… Να, μου λέει ακόμα, το ξέρω από πελάτη μου, γιατί απαγορέψανε να το γράψουν οι εφημερίδες: τότε που κηρύξανε απεργία οι υπάλληλοι μιας Τράπεζας, και στείλανε μιαν επιτροπή στην Αρμοστεία να εκθέσουνε το δίκιο τους, τον πρώτο που ’κανε να μιλήσει τον μπάτσισε ο Στεργιάδης κι ήδιωξε την επιτροπή. Πριν από τον πόλεμο και τη μεγάλη αμάχη, ο Τούρκος μάς σεβότανε. Αυτοί, δεν τον πονέσανε τον τόπο. Δεν πονέσανε τις ανθρώποι του τόπου. Και, να σου πω, κατά τη γνώμη μου, όσο το συλλογιέμαι, μου λέει ο μπαρμπέρης, πατρίδα δεν είναι μια ιδέα στον αέρα, δεν είναι οι περασμένες δόξες κι οι τά­φοι και τα ρημαγμένα μάρμαρα. Πατρίδα είναι το χώμα, ο τόπος, τα χωράφια κι οι θάλασσες και τα βουνά. Πατρίδα είναι οι σημερινοί άνθρωποι, κι αγάπη της πατρίδας είναι να θες την ευτυχία τους. Το λέω γιατί είμαι καλός Έλλη­νας… Αυτά και άλλα μου ’λεγε ο μπαρμπέρης, κι εγώ κούναγα το κεφάλι μου, μη ξέροντας τί ν’ αποκριθώ. Μ’ ένα μπαρμπέρη δεν τα βγάζεις εύκολα πέρα στο λακριντί. Ανά­θεμα την ώρα, είπε στο τέλος ο μπαρμπέρης.

Γύρισα στο σπίτι μου με δυο χάσικα ψωμιά κάτω από τις αμασχάλες. Στο δρόμο με σταματάει ένας ζαπτιές: ντουρ! Είχα κι άλλους ανταμώσει, πολίτσιες και ζαπτιέ­δες, μα δε μ’ ενοχλήσανε. Τεσκερέ, μου λέει αυτός, τα χαρτιά σου. Δεν ξέρω πως μου ’ρθε και του λέω : μπεν κατολίκ. Μ’ άφησε να περάσω. Ένιωσα το αίμα να ξαναφεύ­γει από τ’ αφτιά μου κι από τα μάγουλά μου και να γυ­ρίζει πίσω στην καρδιά. Λίγο έλειψε να του φωνάξω: βρε, είμαι Ρωμιός, Έλληνας, σκότωσέ με!… Λόγια, βέβαια, λό­για τούτης της ώρας. Μα εκείνη τη στιγμή, ο ήλιος μ’ έδει­χνε με τ’ αμάλαχτο δάχτυλό του, κι εγώ δεν έβρισκα πού να κρυφτώ απ’ τη ντροπή μου. Μου ’ρθε στο νου, τότε που ο Άγιος Πέτρος απαρνήστηκε τον Ιησού Χριστό. Λίγο το χεις;

Στο σπίτι, βρήκα την Κατερίνα μου να βράζει χόρτα που τα ’χε μαζέψει από το μπαξέ. Το πρόσωπό της γαληνεμένο, σοβαρό, σαν το διπλό καλοστρωμένο νυφιάτικο κρεβάτι μας, εκεί, σέ μια γωνιά. Είτανε πρωτοβαρεμένη, πέντε μηνώ. Τίποτα δε με ρώτησε, μόνο ξάφριζε το τσουκάλι.

– Όξω ησυχία, της λέω.

Γύρισε και με κοίταξε.

—  Με γειά, μου λέει χαμογελαστά.

—  Τί πράμα ;

— Να, που ξουρίστηκες.

Χάδεψα το πηγούνι μου, κόμπιαζα μια στιγμή, και υ­στέρα λέω:

— Σκοτώσανε το δεσπότη.

— Θεός σχωρέσ’ τονε, μου λέει, έτσι απλά —μα σαν έπιασε να κόβει το ψωμί, το χέρι της τρεμούλιαζε απ’ τον αγκώνα.

Γλυκό ψωμί, αφράτο. Γλυκό σαν το παραστέκεται η κούραση απ’ τη δουλειά. Μα σήμερα το πίκραινε μια λύ­πηση —να, όπως πικρίζει τώρα το μαύρο ψωμί, το πιτουρένιο, που ωστόσο καμιά κούραση δεν καταφέρνει να το γλυκάνει, μονάχα το πικραίνει ακόμα πιότερο. Λένε πως είναι πιο υγιεινό από τη ροδοκόκκινη φραντζόλα που τρώει τ’ αφεντικό μου. Μπορεί. Για τούτο ταΐζουνε με πίτουρο τα ζωντανά.

Σαν αποφάγαμε, θα ’τανε περασμένες δυο η ώρα. Η γυ­ναίκα μου πλάγιασε. Είπε πως σα θα σηκωνότανε τ’ απόγεμα, θα ’πλενε τα πιάτα και ύστερα θα καρίκωνε τα τσου­ράπια μου. Θέλησα να ξεστρώσω το τραπέζι, για να τη βοηθήσω, μια κι ήτανε βαρεμένη, μα η Κατερίνα μού λέει, άσε το, έλα πλάγιασε κοντά μου και κράτα μου το χέρι. Την πήρε ο ύπνος. Της κράταγα το χέρι, και κάθε τόσο την ένιωθα ν’ αναριγάει. Βαρεμένη, πέντε μηνώ. Είπα, μπορεί να κλω­τσάει στην κοιλιά της το μωρό, για τούτο αναριγάει. Δεν ήτανε και τόσο φουσκωμένη. Κοιτότανε ξυπόλητη, με το μεσοφόρι και μ’ ένα ξέστηθο μπουστάκι. Ορεχτικιά. Για να ξεγελαστώ από τον πειρασμό, κοίταγα το ταβάνι κι έκανα σχέδια για το μέλλον. Για το γιο που θα μου ’δινε.

Μα κάτι με ξελόγιαζε κι από τα δυο, μου πιλάτευε το νου. Τέλος κατάλαβα πως ήταν η έγνοια για κείνους τους ερημοσπίτηδες στο Κιαι. Κάτι έπρεπε να γίνει. Βέβαια, σε τέτοιες ώρες, ο άνθρωπος γίνεται εγωιστής. Ωστόσο, κι άθε­λά σου, σέ τρώει μέσα σου ο τσαγανιός. Να πήγαινα μαζί με άλλοι γειτόνοι, να περιμαζεύαμε ο καθένας από μια φαμίλια. Ύστερα, έχει ο Θεός… Σηκώθηκα, φόρεσα τα πα­πούτσια μου… Ούλα, εκείνης της μέρας, τα ’χω στο νου μου ζωντανά. Μόνο από τη νύχτα κι έπειτα δεν είμαι σίγουρος για τίποτα. Μα πάλι λέω όχι, τα ’δα με τα μάτια μου, όσο κι αν μου ντουμάνιαζε το νου μου ο καπνός.

Όξω, ησυχία. Ψυχή στο δρόμο και στ’ Αλάνι. Όσο κι αν κάνεις κουράγιο το πρωί, με το γέρμα της μέρας κάτι γέρνει μέσα σου. Μονάχα δυο πιτσιρικάκια, με ξύλινα σπα­θιά, σηκώνανε τη σκόνη με το βήμα τους. Παίζανε στρατιώ­τες και φωνοκοπούσανε : ά – στρούτ, μπάλα – στρούτ. Μα βγήκε η μάνα τους και τα συμμάζεψε… Λοιπόν, από σπίτι σε σπίτι κι από πρεβόλι σε πρεβόλι, μαζευτήκαμε πέντ’ έξι στο σπίτι του πλαϊνού μου. Ένας φράχτης από κλαδιά χώ­ριζε τα πρεβόλια μας. Κουβεντιάσαμε για το ζήτημα, μας έβγαλε και τσίπουρο με κοπανιστές ελιές —αυτό, προπάν­των για τον Επαμεινώντα, που ήτανε πατσαβούρα το ηθικό του. Κουβεντιάσαμε κι αποφασίσαμε πως είχε γείρει πια η μέρα, δε μας έπαιρνε η ώρα, θα τα ξανακουβεντιάζαμε το άλλο πρωινό. Έμεινα τελευταίος, για να πούμε ακόμα δυο λογάκια με το γείτονα, άνθρωπο γνωστικό και μυαλωμένο. Βγαίνοντας, είδα τη γυναίκα του να μαζεύει τα ρούχα της μπουγάδας από το σκοινί. Στάζανε, ακόμα ογρά. Πέφτουνε καπνιές, μου λέει, δεν ξέρω από πού, και μου τα λερώνουνε, θα τα ξαναπλώσω το πρωί…. Πέφτανε καπνιές. Σουρούπωνε. Τέλη Αυγούστου, κονταίνουνε οι μέρες. Νωρίς, μα κουτσοφάγαμε το βραδινό μας με την Κατερίνα, τι να κάναμε, και ύστερα, τι άλλο να κάναμε, πλαγιάσαμε, ανυποψίαστοι. Το στόμα μου ήτανε φαρμάκι απ’ τα τσιγάρα.

Άλλες μέρες, τέτοια ώρα, καθόμασταν όξω, στο πρε­βόλι, ερχότανε κανένας γείτονας, καμιά γειτόνισσα, η Κατερίνα κάτι έπλεκε για το μωρό μας, ένα καλτσάκι, ένα ζι­πουνάκι, γαλάζια ούλα, γιατί θα ’τανε αγόρι. Μπροστά μας, πιο χαμηλά, τ’ Αλάνι. Εμείς οι πρεβολαρέοι κάναμε χω­ριστά παρέα— μπορεί και να λογαριάζαμε τον εαυτό μας πιο σπουδαίο, γιατί δουλεύαμε τη γης. Από αλλοτεχνίτες, μο­νάχα τούς ψαράδες είχαμε σε υπόληψη. Κι αυτοί οργώνουνε τη θάλασσα. Και, δεν ξέρω, οι θαλασσινοί κάτι έχουνε στα μάτια τους, κάτι το αλαργινό, θαρρείς, που σε βάνει σε μεγάλη συλλογή… Καθόμασταν, δεν πολυκουβεντιάζαμε στις βραδινές μας παρεούλες -οι γυναίκες, ναι, μα εμείς οι άντροι αφουγκραζόμασταν το χώμα που μουρμούριζε κα­θώς ανάδινε τη ζεστασιά της μέρας. Οι πρεβολαρέοι, είναι λιγομίλητο σινάφι. Μην κοιτάζεις, τώρα, εγώ.

Καμιά φορά, το βραδάκι, παίρναμε οι δυο μας, η γυ­ναίκα μου κι εγώ, το βαποράκι της συγκοινωνίας, από τη βαπορόσκαλα του λιμανιού, και βγαίναμε στην τελευταία σκάλα, στο Κοκάργιαλι. Για να ξέρεις, Κοκάργιαλι θα πει ο μυρωμένος γιαλός. Καθόμασταν σ’ ένα καφενεδάκι που βούταγε τα πόδια του στη θάλασσα. Κι αλήθεια, ο γιαλός, εδώ, με τη βραδινή φυρονεριά, μοσκοβολούσε αχινιό και χάβαρο. Ανοίγανε τα πνεμόνια σου. Μπαρμπούνι μεζεδάκι. Καρσί μας το μπουγάζι, γαλατερό αυτή την ώρα της μπουνάτσας, και σαν έπαιρνε να σκοτεινιάσει, βγαίνανε οι ψαρο­πούλες και ζώνανε τη θάλασσα με πυροφάνια, αραδιασμένες από το Τσιφλίκι του Άϊ Γιωργιού, κάτω από τα Δυο Αδέρφια, ώσαμε την άλλη κόστα, πέρ’ από του Παπά τη Σκάλα. Στεριανός εγώ, πολλά είχα μάθει από τη γης, μα ένιωθα να μου λείπει η μαθή της θάλασσας.

Μα εκείνη τη μέρα, τι να κάναμε, πλαγιάσαμε νωρίς. Μόλις που βράδιαζε. Κουβέντιασα με την Κατερίνα για τούτο και για κείνο, πως αργήσανε τα πρωτοβρόχια, πως τόσες και τόσες γούλες από λάχανα και κουνουπίδια πηγαί­νανε χαμένες, και πως θα ’τανε καλά ν’ αγοράζαμε μια γου­ρούνα. Θα τη θρέφαμε τζάμπα, θα τη βάζαμε και με τον αρσενικό του Επαμεινώντα, και σε δυο – τρία χρόνια, που­λώντας τα γουρουνόπουλα, θα χτίζαμε ακόμα μια καμαρού­λα, για το γιο μας, που θα ’χε μεγαλώσει ώσαμε τότε. Κου­βέντες σπιτικές, του καλού καιρού. Ύστερα κόμπιασα, και της είπα πως ήκλαιγε ο Επαμεινώντας για τη συφορά του Έθνους. Φαίνεται πως λύγισε κι εμένα η φωνή μου, γιατί η Κατερίνα μού χάδεψε το χέρι. Το παιδί μας, μου λέει. Ναι, ο γιος μας, είπα κι εγώ, καταλαβαίνοντας πού πήγαινε ο νους της. Της μίλησα και για τη μπουγάδα της Ασήμως και για τις καπνιές. Πρωτύτερα, μου λέει, που βγήκα για να πετάξω τα φρόκαλα στον τενεκέ, είδα ένα σύννεφο, το χρώμα του σαν το μπακίρι, προς τη μεριά του Μπασμαχανέ. Ιδέα σου, της λέω —μ’ όλο που είχα δει κι εγώ το σύννεφο. Δε φοβήθηκα, μου αποκρίθηκε. Μονάχα, το παιδί μας.

Μας πήρε ο ύπνος.

Κάτι μας ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Η κάψα; Οι φω­νές; Σκυλιά ουρλιάζανε. Η φωτιά ήτανε μακριά. Καρατάρισα με το μάτι πως θα ’χε φτάσει από το Μπασμαχανέ στον Άϊ Δημήτρη, αφού είχε πάρει σβάρνα ολάκερη την Αρμε­νιά. Μας χώριζε πάνω από ένα μίλι ακόμα. Ένα σύννεφο μπακιρί σκέπαζε το μισό ουρανό. Μπροστά μου, τ’ Αλάνι λες και φωτιζότανε από ένα πλούσιο ηλιοβασίλεμα, πορτοκαλί. Ανθρώποι βγαίνανε από τα σπίτια, κοιτάζανε ψηλά, μαζώνονταν εδώ κι εκεί, φωνάζανε, χειρονομούσαν, ξαναμπαίνανε στα σπίτια τους και πάλι ξαναβγαίνανε, φωνάζανε, κοιτά­ζανε ψηλά. Είχε σηκωθεί σορόκος, όχι δυνατός, όσο χρεια­ζότανε για να το γλεντά η φωτιά. Δε βιαζότανε, σίγουρη για τον εαυτό της, ξέροντας πως ατή της ήτανε ο νόμος κι οι προφήτες. Σεργιάνιζε στις σκεπές, χωνότανε στα σπίτια, ξεπεταγότανε απ’ τα παράθυρα. Ο καπνός ανέβαινε κόκκι­νος, καρουλιαστός, απλωνότανε ύστερα σε μπακιρένια σύν­νεφα. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Τα πουλιά, ξεγελασμένα από τη λάμψη, από το φως, είχανε ξυπνήσει και τσιβίζανε μέσα στις φυλλωσιές. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Όμορ­φος μπαξές, ποτιστικός. Τώρα ποτίζω τούτες τις δυο γλάστρες.

Φωνάζανε από τ’ Αλάνι. Δεν καταλάβαινα τι λέγανε. Το καμίνι που ερχότανε κατά δω, άδραχνε τα λόγια, τα ξάτμιζε, τα ’κανε αχνό. Μπήκα στο σπίτι. Η Κατερίνα με κοίταξε στα μάτια. Μη νοιάζεσαι, της λέω, κι εδώ να ’ρθει η φωτιά, θα τη σταματήσει τ’ Αλάνι. Το ξυπνητήρι έδειχνε κοντά έντεκα η ώρα. Θα ’χαμε κοιμηθεί καμιά – δυο ώρες.

Σιγά σιγά, πήρε τ’ αφτί μου ένα βουητό, σα να κύλαγε άγριο ποτάμι, ξεχειλούσε κατά δω, ζύγωνε ολοένα. Και ξα­φνικά, μπουκάρανε απ’ τα σοκάκια κοπάδι ανθρώποι, σκυ­φτοί, αλαφιασμένοι, μ’ ένα μπόγο στον ώμο, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, μ’ ένα τέντζερε στα χέρια ή μ’ ένα μύλο του καφέ, πράματα ασυλλόγιστα, τρελά, μουγγοί, ούτε γυναί­κες στριγγλίζανε ούτε γέροι να βογγάνε ούτε μωρά να κλαψιαρίζουνε —μονάχα σούρσιμο στο χώμα και ποδοβολητό. Μουγγοί, σκυφτοί, μ’ αγριεμένα μούτρα, τραβάγανε μπρο­στά.

Φόρεσα ένα παντελόνι πάνω από τη νυχτικιά μου και κατέβηκα στ’ Αλάνι. Πέσαμε πλάι τους.

— Βρε παιδιά, πού πάτε ;

Δείξανε μπροστά.

— Σταθείτε, βρε παιδιά, δεν έχει φόβο εδώ, μπείτε στα σπίτια μας, είναι δικά σας. Μπείτε να ξαποστάσετε.

Δεν αποκρίνονταν, μόνο τραβάγανε μπροστά. Βγαίνανε απ’ την κόλαση, πορτοκαλιοί και κόκκινοι απ’ τη μεριά που χτύπαγε η φωτιά. Οι άντροι, τελοσπάντων, είναι άντροι. Παραβλέπεις. Μα οι γυναίκες ήτανε φριχτές, ξεμαλ­λιασμένες και μες στη μουτζαλιά. Μια κράταγε ένα κόσκινο, μιαν άλλη φόραγε στο κεφάλι της ένα καπέλο με φτερά και ήτανε ξυπόλητη, και μια είχε φορτωθεί στον ώμο της ολάκερο φορτσέρι, κοπελίτσα, θα ’τανε τα προικιά της. Άλλοι σηκώνανε στη ράχη τους παππούδες και γιαγιάδες. Δυο, εί­χανε πλέξει τα χέρια τους καρεγλάκι και κουβαλάγαν £να γέρο πετσί και κόκαλο, με το πηγούνι του ακουμπιστά στο στήθος. Ένας παπάς οδήγαγε μπροστά ένα δεύτερο κο­πάδι.

—Αμάν, πού πάτε, βρε παιδιά;

Αμάν αμάν! η φωτιά τούς είχε κάψει τη μιλιά, τους στέγνωσε το σάλιο. Κι ο ρόχος της φωτιάς ούρλιαζε τώρα, γέμιζε τον αέρα. Μπρος από τον παπά, ένα παιδάκι, ανίδεο, κύλαγε το τσέρκι του, ευτυχισμένο.

‘Ένα γρήγορο ποδοβολητό ακούστηκε σε κάποιο καλντε­ρίμι. Οι Τούρκοι! στριγγλίξανε οι γυναίκες του μαχαλά, και δυο αλόγατα χυμήξανε στ’ Αλάνι, έρημα και ξεσέλωτα, σταθήκανε απότομα, χλιμιντρήσανε ψηλά τον ουρανό, και ύστερα χυθήκανε μπροστά, χαθήκανε μες στους μπαξέδες.

Βρήκα την Κατερίνα καθιστή σε μια καρέγλα. Βαρεμέ­νη πέντε μηνώ. Το μούτρο της ήταν τσαλακωμένο. Δεν αισθάνεσαι καλά; Τίποτα, μου λέει, ένα πονάκι. Φαίνεται πως κλωτσάει το μωρό. Δε θέλησε να ξαναπλαγιάσει…. Λέ­νε για τον οξαποδώ, πως ύστερ’ από τα μεσάνυχτα βιάζεται να τελέψει τη δουλειά του, πριν να λαλήσει κόκορας την αυ­γή. Το ίδιο βιαζότανε τώρα η φωτιά, διχάλωνε, τριχάλωνε, έζωνε την Άγια Φωτεινή, τον Άϊ Γιώργη, μια τρίτη γλώσ­σα έγλειφε κιόλα το μαχαλά της ‘Άγιας Αικατερίνης. Έδινε χέρι κι ο σορόκος στη φωτιά, κι αυτή σαλτάριζε, ήβλεπες ένα σπίτι να φουντώνει πολύ πιο εδώ, στα Τράσα η στο Κερατοχώρι, μοναχικό, και ύστερα, σε μια στιγμή, ν’ αρπάζει ολάκερο σοκάκι. Ο ρόχος σκέπαζε κάθε άλλο σαματά, χίλιοι ανέμοι ουρλιάζανε, χοχλακιστός, καρουλιαστός…. Βγήκε η Κατερίνα και ήρθε πλάι μου. Πώς αισθά­νεσαι; Τίποτα, ένα πονάκι λίγο πιο κάτω από τον αφαλό…. Άκου, μου λέει σε λίγο, στήσε αφτί, σημαίνει μια καμπά­να. Είναι η πυρωμένη ανάσα της φωτιάς, εξήγησα της Κα­τερίνας, αυτή κουνάει τις καμπάνες και σημαίνουνε.

Δεν ξέρω τι κάνανε οι γειτόνοι, μας χωρίζανε οι μπα­ξέδες, τα δέντρα, οι έγνοιες. Μας τσουρούφλιζε η κάψα της φωτιάς… Όχι, μουρμούρισε κάποια στιγμή πλάι μου η Κατερίνα, δεν είναι από την ανάσα της φωτιάς που σήμανε η καμπάνα. Πάλι σημαίνει, άκου…. Το ’πε σα να ’τανε ονειροπαρμένη, κι αυτό δε μ’ άρεσε. Μονάχα μια καμπάνα, πάλι μου λέει, σημαίνει. Άκου…. Ξάφνου, σωριαστήκανε πέρα ένας τρούλος εκκλησιάς κι ένα καμπαναριό, έτσι, σαν ψεύτικα, τίποτα δεν ακούστηκε μέσα στο ρόχο της φωτιάς, μονάχα η καμπάνα σήμαινε, και τότε, κοίτα, Γιακουμή, μου λέει —ένα ράσο τινάχτηκε ψηλά κι ανέμιζε απλωτό, κούφιο, μαύρο πάνω στο μπακιρί ουρανό, το ράσο του δε­σπότη, μου λέει, και πλάι στο ράσο κορωνίζει μια καμπάνα σαν ήλιος ασπροπυρωμένη και αστραφτερή…. και ούλο ανέβαινε και σήμαινε λυπητερά η καμπάνα, ψηλά, ολοένα πιο ψηλά πλάι στο ράσο —ούτε φεγγάρι ούτε άστρα είχε ο ου­ρανός— ώσπου χαθήκανε από τα μάτια μας κι από τ’ αφτιά μας κι απόμεινε μονάχα ο ρόχος και το καμίνι της φωτιάς, και τα πουλιά ξεσηκωθήκανε και φρουφρουρίσανε αλάργα, και το κίτρινο γατί μας πήδηξε από την αγκαλιά της Κα­τερίνας και κυνηγούσε τ’ άπιαστα πουλιά.

Η Κατερίνα κάθισε στο κατώφλι. Πονάς; Δεν είναι τίποτα, κλωτσάει το μωρό. Άλλα κοπάδια ροβολούσανε στ’ Αλάνι, βαμμένα κόκκινο πορτοκαλί, πότε γυρίζανε στο κί­τρινο πότε στο βυσσινί, από τα σπίτια ολόγυρα στ’ Αλάνι· βγάζανε μόμπιλα και τα στοιβάζανε καταμεσής, σωροί σω­ροί, ανθρώποι χειρονομούσανε κι ανοιγοκλείνανε το στόμα τους μα δεν έβγαινε μιλιά, ούλα πνιμένα μέσα στο ρόχο της φω­τιάς —και να, καθώς κοιτάζαμε, μια φλόγα ξεπήδησε από μια σκεπή, μιαν άλλη κείθε, μιαν άλλη δώθε, άρπαξε μια βελέντζα εδώ, ένα στρώμα εκεί, μια μπατανία, ένα κοφίνι, αφανοί του Άϊ Γιάννη, κανένας δεν τούς πήδαγε, ύστερα λαμπάδιασε το πεύκο του μπαξέ μας, πετάγονταν οι κουκουνάρες ίδιες φλογισμένα τόπια —μην τρέχεις, είπε η Κατερί­να, το παιδί— τη σήκωσα στα χέρια βαρεμένη πέντε μηνώ, σταμάτησα εκατό δρασκελιές πιο πέρα, στο χωραφάκι με το θερισμένο καλαμπόκι, την απόθεσα χάμω στην άλλη άκρη, πλαγιαστή, δε βαστάω πιά, μου λέει, σφιγγότανε τρεμουλιαστά, με το μανίκι της νυχτικιάς μου σφούγγιζα τον ιδρώ­τα πάνω στο κούτελό της, βογγούσε, μούγγριζε, τρίζανε τα δόντια της, πονάω, πονάω κάτω από τον αφαλό, εκεί απόβαλε το γιο μας, ήτανε γιος, το ’δα στη φλόγα του σπιτιού, κι η σίχλια γης ρούφηξε ούλο της το αίμα… Παιδούλα, ονει­ρευότανε την ευτυχία η Κατερίνα.

 

Γλωσσάρι

ντερέδες: ξεροπόταμοι, χούνες.

ολούρμου; : γίνεται; Μπαίνει στο τέλος της πρότασης, εννοώντας ότι δεν γίνεται κάτι, ότι είναι αφύσικο. Φυσικά τουρκικό.

μπατανία: η κουβέρτα

νταρί: το καλαμπόκι

πλέκανε: έπλεαν

βασιλικά: τα πολεμικά πλοία των μεγάλων δυνάμεων

μπίνμπασης: αξιωματικός περίπου αντίστοιχος με τον ταγματάρχη· κατά λέξη, χιλίαρχος (bin = 1000)

βαρεμένη: έγκυος

σίχλια: χλιαρή (ίσως σύχλια, από συν+χλιος).

Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Βόλος: Ο γιος έκλεβε και οι γονείς κρατούσαν τσίλιες

  Βόλος: Ο γιος έκλεβε και οι γονείς κρατούσαν τσίλιες Δημοσιεύθηκε  20/05/2024 08:59 Στη φυλακή 22χρονος Στη φυλακή οδηγήθηκε ένας 22χρονο...