Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

Ομορφιά μέσα μας – Beauty insite

 Ομορφιά μέσα μας – Beauty insite

Everything that happens,
everything that I have done,
everything that anybody else
have ever done
is part of a harmonious design,
that there is no error at all.

*******************

Οτιδήποτε συμβαίνει,
οτιδήποτε έχω κάνει,
οτιδήποτε οποιοσδήποτε
έχει κάνει ποτέ
είναι μέρος ενός αρμονικού σχεδίου,
όπου δεν υπάρχει κανένα λάθος.

.

.

This is the real secret of life
– to be completely engaged
with what you are doing
in the here and now.
And instead of calling it work,
realize it is play.

*********************

Αυτό είναι το αληθινό μυστικό της ζωής
– να είσαι πλήρως δεσμευμένος με ότι κάνεις
στο εδώ και τώρα.
Και αντί να το αποκαλούμε δουλειά,
να συνειδητοποιήσουμε πως είναι παιχνίδι.

.

.

Much of the secret of life
consists in knowing
how to laugh
and also how to breath.

Alan Watts

********************

Μεγάλο μέρος του μυστικού της ζωής
βασίζεται στο να ξέρεις
πώς να γελάς
και επίσης πώς να αναπνέεις.

Άλαν Γουότς (1915 – 1973)

Ο Άλαν Γουίλσον Γουότς ήταν Άγγλος συγγραφέας, ομιλητής
και αυτοαποκαλούμενος «φιλοσοφικός διασκεδαστής»,
γνωστός για την ερμηνεία και τη διάδοση των ιαπωνικών, κινεζικών
και ινδικών παραδόσεων της βουδιστικής, ταοϊστικής
και ινδουιστικής φιλοσοφίας στο δυτικό κοινό.

https://ainafetst.wordpress.com/

Στη Σμύρνη στην Καταστροφή (απόσπασμα από τα ματωμένα χώματα)

 Στη Σμύρνη στην Καταστροφή (απόσπασμα από τα ματωμένα χώματα)


Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου  "Οιι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"Σ

Καθώς συμπληρώνονται αυτές τις μέρες τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, παρουσιάζω σήμερα ένα απόσπασμα από το πολύ γνωστό μυθιστόρημα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου.

Πρόκειται για το 16ο κεφάλαιο, στο οποίο ο αφηγητής, ο Μανώλης Αξιώτης, μικρασιάτης που είχε πάει εθελοντής στον ελληνικό στρατό, επιστρέφει κακήν κακώς μόνος του στη Σμύρνη μετά το σπάσιμο του μετώπου και τον πανικό που ακολούθησε.

Το μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου είναι πολυδιαβασμένο, μάλιστα πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια (επί υπουργίας Μαριέτας Γιαννάκου) είχε διανεμηθεί και στα σχολεία. Έχω διαβάσει ότι ο κεντρικός ήρωας είναι υπαρκτό πρόσωπο ή τέλος πάντων ότι η συγγραφέας βασίστηκε στις αναμνήσεις και τις διηγήσεις ενός υπαρκτού προσώπου -αλλά ομολογώ πως δεν ξέρω σε βάθος αυτή την ιστορία, όποιος ξέρει μας διαφωτίζει στα σχόλια.

Παραθέτω το κείμενο και στο τέλος εξηγώ κάποια λεξιλογικά (και έχω και μια απορία, που σας την υποβάλλω). Η  έκδοση που έχω εγώ δεν έχει γλωσσάρι, πράγμα που ασφαλώς χρειάζεται στις μέρες μας, που κάποιες λέξεις έχουν αρχίσει να ξεχνιούνται ή έχουν ξεχαστεί -βλέπω όμως οτι σε νεότερες εκδόσεις υπάρχει γλωσσάρι.

Μόλις πάτησα το ποδάρι μου στη Σμύρ­νη, στάθηκα να πάρω ανάσα. Σταυροκοπήθηκα, μ’ έπιασε μια ξαφνική χαρά. Πάντα εδώ στη Σμύρνη έβρισκε σιγουριά κι αποκούμπι η ρωμιοσύνη. Οι Τούρκοι τη λέγανε «Γκιαούρ Ισμίρ» κι ήτανε πραγματικά η Άπιστη γι’ αυτούς· για μας όμως ήτα­νε η χαρούμενη και φιλόξενη πρωτεύουσα τού ελλη­νισμού. Μοσχοβολούσε γιασεμί και λαχταρούσε για λευτεριά. Μόνο να σεργιανάς στο Και, στα μπουλβάρια, στους βερχανέδες, να νταραβερίζεσαι στα μπεζεστένια, να πίνεις ρακί στο Κόρσο, να βλέπεις παντού κέφι, χαρά, σου μαλάκωνε η καρδιά, γέμιζε φως, πό­θους, θάρρητα. Να ζήσω, έλεγες, να ζήσω, να δουλέ­ψω απεξαρχής, να φτιάσω τούτο και τ’ άλλο, να χαρώ, ν’ αγαπήσω, να χτίσω.

Τώρα τί ’τανε αυτό π’ αντίκριζα; Μια νεκρή πολι­τεία. Τα μαγαζιά και τα κέντρα κλειδωμένα με διπλό λουκέτο. Τα σπίτια βουβά, σαν ακατοίκητα. Γέλιο δεν άκουγες, παιδί δεν έβλεπες να παίζει στο δρόμο. Καραβάνια θλιβερά σερνόντανε στα σοκάκια σαν μια σειρά κάμπιες. Κορμιά κυρτωμένα, πρόσωπα χολιασμένα, χαλκοπράσινα, χείλη ξερά, ασπρισμένα. Ήτανε οι πρόσφυγες που φτάνανε απ’ το εσωτερικό. Σέρνανε μαζί τους μπόγους, τσομπλέκια, μπαούλα, κονίσματα, φορεία μ’ άρρωστους, κατσίκες, κότες, σκύλους. Οι εκκλησιές, οι στρατώνες, τα σκολειά, οι αποθήκες, οι φάμπρικες, όλα γέμισαν πρόσφυγες· βε­λόνι να ’ριχνες δε θα ’πεφτε.

Γύριζα σαν χαμένος ανάμεσα σ’ αυτό τον κόσμο κι έψαχνα να βρω τούς δικούς μου. Ο Γιάκαβος, ένας κουμπάρος μας, μου ’πε πώς τους είχε ανταμώσει και μάλιστα η μάνα μου χόλιαζε, λέει, για μένα και για τον αδερφό μου το Σταμάτη. Καταλάβαινα πώς έπρεπε να βιαστώ ν’ ανταμώσω τη φαμελιά, να δούμε πώς θα τα ξεκεφαλιώσουμε, μα τα ποδάρια μου δε με ση­κώνανε, ήμουνα πεθαμένος, δεν είχα πια μέσα μου παρά μια πεθυμιά, να γείρω κάπου να κοιμηθώ για μήνες.

Στο Παραλλέλι κοντοστάθηκα στον καθρέπτη ενός μπαρμπέρη κι είδα τα χάλια μου. Το χιτώνιό μου ήτανε ξεσχισμένο, όλο αίματα. Το δίκοχό μου ξεχα­σμένο στο πίσω μέρος τού κεφαλιού. Τα γένια μου άγρια.

Το κουρείο ήταν ανοιχτό. Δεν πάω, σκέφτηκα, να λουστώ, να κουρευτώ, ν’ αλλάξω το σουλούπι μου; Έτσι που είμαι, κι η μάνα μου η ίδια θα τρομάξει σα μ’ αντικρίσει. Το μάτι μου έπεσε, με το πρώτο, στη γυριστή πολυθρόνα που θα δεχότανε το αποκαμωμένο κορμί μου.

Ο μπαρμπέρης, ένα λιγνό συμπαθητικό γεροντάκι, σάλταρε στην πόρτα, μόλις μ’ είδε να κοντοστέκουμαι, μ’ άρπαξε απ’ το μπράτσο και μ’ έσυρε σαν υπνωτισμένο στην πολυθρόνα.

–     Έλα, μου ’πε, λες και γνωριζόμασταν από χρό­νια. Κάτσε να σου συγυρίσω τη φάτσα. Πώς κατάντησες σέ τέτοιο χάλι; Εσένα όχι άνθρωπος, μα και Χάρος να σε δει θα σκιαχτεί.

Γέλασε μόνος με το χωρατό του κι υστέρα έπιασε να βρίζει τούς Τούρκους.

–     Σεϊτάνηδες, ντεληφισέκηδες! Σάς ηπέρασε από την άδεια σας κούτρα, πως θα φάτε τον ελληνικό στρατό! Χαερσίζηδες, μπαμπέσηδες…

Δεν τον πολυάκουγα. Με το πρώτο άγγιγμα στην πολυθρόνα, ξεκουρντίστηκα ολόκληρος· χαλάρωσε το κορμί μου σαν να βυθιζόμουνα σέ μαλακωσιά. Όμως ο μπαρμπέρης ήτανε αποφασισμένος να μη μ’ αφήκει να κοιμηθώ. Μου κουνούσε απότομα το κεφάλι πά­νω, κάτω, ζερβά, δεξά, πέταγε όσο πιο τραγουδιστές μπορούσε τίς ψαλιδιές του, μ’ έφερνε γύρα κι όλο με σκουντούσε:

–     Μην αποκοιμηθείς, παλικαρόπουλο, γιατί με τη νύστα οπού ’χεις έλόγου σου, δε θα ξυπνήσεις μήτε στη δεύτερη παρουσία…

Όσο λαχταρούσα εγώ τον ύπνο, άλλο τόσο λαχτα­ρούσε αυτός την κουβέντα. Όταν είδε άνέλπιστα ν’ αράζει πελάτης στο μαγαζάκι του τον έπιασε χαρά. Η μοναξιά κείνες τίς ώρες τού ’φερνε τρέλα.

–     Φαίνεσαι αποκαμωμένος, φουκαρά μου, έκανε. ‘Έρχεσαι απ’ τίς πρώτες γραμμές;

Ήθελα να του πω πως δεν υπάρχουνε πια ούτε πρώτες γραμμές, ούτε δεύτερες μα η γλώσσα μου είχε μουδιάσει· το μόνο που κατάφερα ν’ αρθρώσω ήτανε ένα «ν…ναι» που έμοιαζε με βέλασμα.

–     Εψές, έλαψε κι ηκούρεψα δυο τρεις φαντάρους, οπού ’χαν τα δικά σου χάλια. Μ’ αυτοί ’τανε θεόλωλοι, δεν ηξέρανε τι τους ηγινούντανε. Φτάσανε να μου πούνε πως ο ελληνικός στρατός δε θα κρατηθεί ούτε μια βδομάδα πια στη Μικρασία. Ακούς;

Άκουγα άκρες μέσες και καταλάβαινα τι ’θελε να πει το γεροντάκι, μα δεν μπορούσα να στυλώσω μάτι να τον κοιτάξω. Τα ματοτσίνουρά μου γίνανε σιδερι­κά. Η κεφαλή μου βούιζε, ήμουνα και δεν ήμουνα ξύπνιος. Ο μπαρμπέρης, πονηρός, όταν είδε πώς μα­ζί μου δεν μπορούσε να στρώσει κουβέντα, άρπαξε μια κανάτα νερό κρύο κι αρχίνησε να με λούζει, να με ταρακουνάει μόνο μπάτσους που δε μου ’δωκε. Μισάνοιξα τα μάτια μου, έτοιμος να τόνε διαβολοστείλω, μ’ αντίκρισα το βλέμμα του, το γεμάτο ικε­σία.

–     Φαίνεσαι ξυπνητός και κουραγιόζος, μου ’πε. Δε μοιάζεις σύ από κείνους που ησερσεμιάσανε και λένε πώς η μικρασιατική εκστρατεία πάει κατά διαόλου. Αυτοί ούλοι είναι κατουρημένοι, πράχτορες τού Κεμάλ. Άκουσε που σου λέω. Βρε, εδώ ο Τρικούπης επήρε την αρχιστρατηγία και ηπέρασε στην αντεπίθε­ση! Το ξέρεις αυτό;

Είχα τη διάθεση να του πω όλη την αλήθεια, να τόνε τρελάνω, μα το πάθος που έβαζε στα λόγια του μου θύμισε τον παλιό εαυτό μου και μέρεψα. Κείνος συνέχισε το χαβά του!

–    Αν δεν το ξέρεις, μάθε το από μένανε. Στον Τσεσμέ, φίλε, δεν μαντζέβεται ο στρατός για να πιάσει τσι θάλασσες και να λακήσει. Όγεσκε! Την άμυ­να των παραλίων μας οργανώνει. Όπου να ’ναι θ’ ακούσεις να βγαίνουνε τα παραρτήματα και τότες θα μαθευτούνε τα νέα. Η Αγγλία, σου λέει, είναι παρά το πλευρόν μας, δε θα μας απαρατήοει – στο πείσμα κείνης τση σκρόφας, τση Γαλλίας!

Σαν μύγες τα ’νιωθα τα λόγια του να στριφογυρνάνε και να πιλατεύουνε το μισοϋπνωτισμένο μου μυα­λό. Στα υστερνά έχασα πιά την υπομονή μου κι άνοι­ξα κι εγώ το στόμα μου.

–     Για ποιον Τρικούπη μιλάς, μπάρμπα; Τώρα κι άλλη μια! ο Τρικούπης πιάστηκε αιχμάλωτος με το στρατό του. Οι τρανοί τσ’ Αθήνας μας παρατήσανε σύξυλους κι ένας Θεός ξέρει τι θ’ απογίνουμε. Όσο για τσ’ Εγγλέζους, μη γελιέσαι. Ούτ’ αυτοί ούτε οι Γάλλοι ούτε οι Αμερικάνοι ούτε διάολος στη φύτρα τους, κανείς, μωρέ, κανείς πια δε σκοτίζεται για τα μας. Αυτοί μας ανοίξανε τον τάφο, πάρ’ το χαμπάρι.

Τού γέρου το σαγόνι αρχίνησε να τρέμει· χτυπολογούσαν οι ξένες μασέλες του, έγινε κίτρινος σαν θειά­φι. Τα μάτια του μίκρυναν, σκλήρυναν, αλληθώρισαν. Τα χέρια του που κρατούσαν ξουράφι, είπα πώς θα μου ’κοβαν το λαιμό.

–     Τι λες, μωρέ θεοπάλαβε! βρουχήθηκε. Ποιος σε γέμισε με τέτοια άτιμα ψέματα; Ο Τρικούπης θα ορ­γανώσει την άμυνα από το Νυμφαίο ίσαμε το Σίπυλο. Έτσι μονάχα θα προστατευτεί η Σμύρνη. Κι αν, όπως λες, αιχμαλωτίστηκε ο Τρικούπης, δε χάθηκε ο κόσμος. Ψωμιά στο μοναστήρι. Έχει αξιωματικούς κι αξιωματικούς μια βολά ο ελληνικός στρατός! Δε θα ’ναι ο Τρικούπης, θα ’ναι ο Γονατάς, ο Πλαστήρας. Τούς ξέρω ούλους εγώ προσωπικά.

Τον έβλεπα να παλεύει απελπισμένα να περιφρουρήσει την αισιοδοξία του, την ίδια την καρδιά του. Κάτι ήξερα από τέτοιους αγώνες. Είπα μέσα μου: Ρε Μανώλη, γιατί το πιλατεύεις το γεροντάκι; Τί θα βγει αν αργήσει λίγο να μάθει την αλήθεια; Άσ’ τον το φουκαρά.

–    Στο κάτω κάτω είναι κι η Μικρασιατική Άμυνα, είπα. Πού τήνε βάζεις τη Μικρασιατική Άμυνα!

–    Ε, τώρα μιλάς σαν άντρας, άσκολσουν! Γειά στο στόμα σου. Η Άμυνα, ναίσκε, αυτή θα ξαναφέρει ενθουσιασμό, θα καλέσει πανστρατιά και θα πάμε ούλοι, γέροι, νιοι, παιδιά, γυναίκες. Τί θα πει! για τα σπίτια μας και για τη λευτεριά μας, όλα θα τα δώκουμε. Ήρθε η μεγάλη στιγμή του χρέους…

Ήθελα να του πω: «Ήρθε, μωρέ γέρο, ήρθε η στιγ­μή του χρέους, μα οι άτιμοι την αφήκανε και χάθηκε. Μάς βουλιάξανε χίλιω λογιώ προδοσίες, συμφέροντα των μεγάλων, στραβοτιμονιές των δικώνε μας, κακές αρχές και κακά αποτελειώματα…» ’Ήθελα πολλά να του πω. Θυμήθηκα το Δροσάκη· ολόκληρος είχε χω­θεί μέσα στο πετσί μου. Μα συγκρατήθηκα. Το γε­ροντάκι είχε πιά βυθιστεί στο δικόνε του κόσμο.

–    Έχω πίστη μέσα μου, έκανε και χτυπούσε με πά­θος το στήθος του. Πιστεύω Θεό εγώ! Δεν μπορεί να τούρκεψε ο Μεγαλοδύναμος. Δε γίνεται. Με καταλα­βαίνεις; Εμένα σήμερις το πρωί, η κυρά, μ’ έκανε άγιονε να μην τ’ ανοίξω το μαγαζί. «Πού θα πας, Τά­σο μου, κλαψούριζε. Δε ματζέβεις τη φαμελιά να βρεις κι εσύ κανένα καΐκι να φύγουμε για τα νησιά, μόνε θα ’ρτούνε οι τσέτες να μας χαλάσουνε! Εγώ μια βολά τσι χαζίρεψα τσι μπόγοι· θα πάρω τα παι­διά να φύγουμε.» «Άντε, καψογυναίκα, άντε και τα γέμισες κι ατή σου. Άντε και να δούμε πού στο διά­τανο θα μας βγάλει τούτος ο τρόμος. Δεν ανάφτεις, λέω, τη φουφού να στήσεις κάνα μπλουγούρι και μην ακούς τσι ζεβζεκές του ενού και τ’ αλλουνού. Όσο για το μαγαζάκι, θα τ’ ανοίξω, γυναίκα, πάρ’ το απόφαση, θα τ’ ανοίξω! Τι στο καλό, αξούριστος κι ακούρευτος θα μείνει ο κόσμος;» Τι λες και συ, φα­ντάρε, καλά δεν της μίλησα; Σέ τέτοιες ώρες χρειάζε­ται το κουράγιο. Ο πανικός, ασ’ τονε τον πανικό, αυτός σκοτώνει πριν σέ βρει το κακό. Εγώ θα τόνε σπάσω τον πανικό, θα τόνε ξεφτίσω στη γειτονιά μου. Θα συλλοϊστεί ο μπακάλης: «Για ν’ ανοίξει το μπαρμπέρικο ο κυρ Τάσος, πα να πει πως μπορώ ν’ ανοίξω κι εγώ το μαγαζί». Θ’ αναθαρρέψει κι ο έμπορας, κι ο καφετζής, κι ο σπετσιέρης. Έτσι δεν είναι;

Φαίνεται πως τόνε κοίταζα παράξενα, γιατί στα­μάτησε ξαφνιασμένος. Μα ευτύς ξανάρχισε από φόβο μήπως του πω πάλι τίς δικές μου πικρές κουβέντες.

–     Τι με κοιτάς έτσι, έκανε. Εμένανε που με βλέ­πεις, ας μοιάζω κακομοιριασμένος, τη ζωή τήνε γόντιρα, την έφαγα με το κουτάλι κι είμαι στα υστερνά μου. Μα η λευτεριά που μας ήρχε στη Μικρασία είναι παιδούλα· μόλις πήρε να βαδίζει· ούτε τέσσερα κεράκια δεν αξιωθήκαμε να τση βάλουμε. Αυτή δεν μπορεί, δεν πρέπει ν’ αποθάνει· δε θ’ αντέξουμε να τήνε θάψουμε. Κάλλιο να μπούμε πριν όλοι στο μαύρο χώ­μα…

Του κυρ Τάσου τα μάτια βουρκώσανε. Μ’ είχε αφήσει με το μισό μάγουλο ξουρισμένο κι αποξεχάστηκε να λέει και να μην έχει τελειωμό. Το λιπόσαρ­κο κορμί του, με τα στραβοκάνικα ποδάρια, συγκλο­νιζότανε από νευρικά πηδήματα.

–     Γι’ αυτήνανε τη λευτεριά τα ’δωκα ούλα, ό,τι εί­χα και δεν είχα. Ωχ! Πώς το θυμούμαι, μωρέ μάτια μου, κείνο το ευλοημένο πρωινό του Μαγιού, οπού πλεύρισε το υπερωκεάνιο «Πατρίς» κι ηξεμπάρκαρε τσ’ ευζώνοι και πίσω, που λες, να στέκουνε τα πολε­μικά μας με τη γαλανόλευκη! Ωχού, Χριστέ και Κύ­ριε, ποιος με κράτειε μένανε τότες! Ήτρεξα στο σπί­τι, άνοιξα βιαστικά το κλειδωτό σερτάρι που φύλαγα τη σερμαγιά, άρπαξα τα κοτσάνια τού σπιτιού μου και τα μετρητά που κονόμησα γρόσι γρόσι από τα ρε­γάλα· εξήντα χρόνων δούλεψη! Είχα γυναίκα νοικο­κυρά που ήξερε τη ρέγουλα, κι ας είχα δυο κόρες και τέσσερα αγόρια. Και τα παίρνω που λες ούλα, όπως βαστούσανε και βρισκότανε κι ηπήγα ίσια στον Έλ­ληνα διοικητή. «Να, του ’πα, τούτα τα δίνω για το στρατό μας, το λευτερωτή! Τους τα στέλνει πες τους, ο μπαρμπέρης ο Τάσος ο Κασαμπαλής…» Ο μέραρ­χος, καλή του ώρα, με χτύπησε στην πλάτη, με φχαρίστησε, μα δεν τα δέχτηκε. Με πέρασε, ως φαίνεται, για βλαμμένον. Εγώ, όμως, επέμενα, ήφαγα τα λυσσιακά μου, ίσαμε που στο τέλος τα πήρε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο κι ηπιάσανε τόπο.

Η γυναίκα μου, μόλις πήρε χαμπάρι, πήγε ν’ αποθάνει. Ησερσέμιασες, άντρα μου; Τι ’ταν αυτή η κουτουράδα που ’κανες; Καλά δεν ησκέφτηκες τα εδικά μας γερατειά, αμέ τα κορίτσια σου; Τίποτις δεν ησκέφτηκες;” “Όλα τα σκέφτηκα, γυναίκα, όλα τα ’βαλα στη ζυγαριά. Εσένανε, εμένανε, τα παιδιά μας, τ’ αγγονάκια μας, το χρυσάφι ούλης τής γης. Μα η μπαλάντζα ηβάρυνε απ’ τη μεριά τσ’ ελευτερίας…”

Παλεύαμε κι οι δυο να καταπιούμε το δάκρυ μας. Πάνω στην ώρα, μπούκαρε λαχανιασμένος ο έγγονας του μπαρμπα-Τάσου.

–     Παππούλη, φώναξε το παιδί κι η φωνή του έτρε­με. Ο στόλος φεύγει!

–     Ποιος στόλος, μωρέ ζεβζέκη;

–     Ο ελληνικός, παππού!

–     Ο ελληνικός;

–     Ο ελληνικός!

–     Ε, να, τότες, κερατούκλη! Να! Να!

Τού άστραψε στη μούρη τρεις σφαλιάρες. Ο μι­κρός κοκκίνισε, βούρκωσε, μα δεν έκλαψε. Δικαιώνοντας την οργή τού παππούλη του, είπε με πάθος:

–     Παππού, δε σε ψεματίζω, φεύγει, σου λέω, φεύ­γει, φεύγει!

Και ξέσπασε σε κλάμα.

Άρπαξε ο γέρος τ’ αγγόνι του από το χέρι και τραβολογώντας το απότομα βγήκε στο δρόμο. Έμεινα να τον κοιτάζω. Το λιανό κορμί του με τα στραβοκάνικα αρθριτικά ποδάρια σκαμπανέβαινε σαν φελούκα σέ φουρτούνα. Ράγισε η καρδιά μου, λες και κείνη τη στιγμή μόνο αυτό το γεροντάκι ήτανε δυστυχισμένο και χαμένο.

Έπιασα το ξυράφι και προσπάθησα ν’ αποτελειώ­σω το ξύρισμα. Αν φεύγει στ’ αλήθεια ο στόλος, πάει να πει πως όπου να ’ναι… όπου να ’ναι θα μπουκάρουνε οι Τούρκοι. Αν… Τί γυρεύει το αν; Αφού το ξέρω πως όλα τελειώσανε, αφού ξέρω το πώς και τι, γιατί κάθουμαι λοιπόν; Τι περιμένω; Τι ελπίζω; Μ’ ακούς ή δε μ’ ακούς, φαντάρε Αξιώτη, εθελοντή τού ελληνικού στρατού, μαχητή τού Αφιόν Καραχισάρ. Τελειώσανε πια όλα, όλα!

Πήρα τρεχάλα το δρόμο, βγήκα στην προκυμαία. Κείνη τη στιγμή τα πολεμικά σήκωναν άγκυρα. Από τα φουγάρα τους έβγαινε πυκνός, μαύρος καπνός. Οι άνθρωποι στο Και μαρμαρώσανε. Δεν ανασαίνανε, δε μιλούσανε, δε ζούσανε. Μοιάζανε σαν τίς πέτρινες πλάκες στα μεζαρλίκια, η μια πίσω απ’ την άλλη… μα τι λέω; Μόνο όποιος έθαψε το σπλάχνο του κι άκουσε το τρίξιμο του φέρετρου την ώρα που το κα­τεβάζουνε στον τάφο, μόνε αυτός μπορεί να νιώσει τι ’ταν για μας κείνη η στιγμή.

Ύστερα έγινε κάτι τόσο άτιμο, που μας έφερε στα συγκαλά μας. Ένα γαλλικό πολεμικό, το «Βαλντέκ Ρουσό», άρχισε ν’ ανακρούει τον εθνικό μας ύμνο! Οι «σύμμαχοι» «χαιρετούσαν» την ελληνικήν ναυαρ­χίδα που έφευγε, όπως το απαιτούσανε οι κανονισμοί και το πρωτόκολλο!

Τούτο το πόμπεμα μας αγρίεψε. Τα νεκρωμένα από τον πόνο απολιθώματα αναδεύτηκαν και σαν ένας ορμητικός χείμαρρος κίνησαν ομπρός.

–    Όλοι στου Στεργιάδη!

–    Να λογοδοτήσει!

–    Να μάς εξηγήσει, γιατί δε μάς αφήκε να φύγου­με, μόνε μας ηγύρευε πασαπόρτια και σφραγίδες!

–    Όπλα! Θέλουμε όπλα για άμυνα!

Μια φωνή ακούστηκε από το βάθος κι ύστερα κι άλλες πολλές.

–    Έφυγε ο Στεργιάδης!

–    Έφυγε, πάει στον αγύριστο!

–    Τον γλιτώσανε οι Εγγλέζοι! Τον φυγαδέψανε!

Σταθήκαμε να καταλάβουμε τούτο το νέο μαντάτο.

Κι ύστερα ξέσπασε άσκοπη, η ομαδική οργή. Τρέχα­με δεξά ζερβά, λες και κυνηγούσαμε το φευγάτο όνει­ρό μας, χειρονομούσαμε, τυφλώναμε.

–    Π’ αναθεματισμένοι, που να μην ησώνατε να ’ρχετε!

–    Γιατί; Γιατί δε μας ημπαρκάρανε κι εμάς;

–    Τι θα γενούμε;

–     Ηφοβηθήκανε μπα και πάμε στην Αθήνα και καθαρίσουμε την πατρίδα από την κοπριά τση προδοσιάς!

Σαν πλάκωσε η νύχτα, ερήμωσε η προκυμαία. Όλοι χώθηκαν κάτω από μια στέγη και περιμένανε τη συνέχεια. Έμεινε μόνο ο τρόμος να σουλατσάρει στα σκοτεινά σοκάκια, σαν παζβάντης που προμηνούσε το πιο άγριο ξημέρωμα, που γνώρισε ποτέ η ρωμιοσύνη…

Γλωσσάρι

Και: Η προκυμαία της Σμύρνης (γαλλ. quai)

βερχανέδες: οι στοές

μπεζεστένια: οι σκεπαστές αγορές

ντεληφυσέκης: βρίσκω κάπου, «που κάνει ασωτείες και τρέλες»· προς έλεγχο

χαερσίζηδες: ανεπρόκοποι

έλαψε: δεν ξέρω τι σημαίνει, ούτε ποιο ρήμα είναι· καμιά ιδέα;

σερσεμιάσανε: χάζεψαν· σερσέμης ο χαζός, ο ανόητος

ψωμιά στο μοναστήρι: παροιμία, κατά το «το μοναστήρι να’ν καλά και καλογέρους βρίσκει»

χαζίρεψα: ετοίμασα

ζεβζεκιές: ανοησίες, επιπολαιότητες

γόντιρα τη ζωή: την απόλαυσα

μεζαρλίκια: τα νεκροταφεία (ιδίως τα μουσουλμανικά)

παζβάντης, πασβάντης: είδος αστικού νυχτοφύλακα, που περιπολούσε τη νύχτα χτυπώντας τη μαγκούρα του στο καλντερίμι· ανάγγελνε και την ώρα· αλλού, ο κλητήρας.


Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου  "Οιι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"

Γιάννης Ζουγανέλης - Δικαστήριο (Απίστευτα)

Γιάννης Ζουγανέλης - Δικαστήριο (Απίστευτα)


Απόσπασμα από την εκπομπή "Απίστευτα κι όμως ελληνικά"


Κώστας Ταχτσής, Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν

 Κώστας Ταχτσής, Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν


Αν πεθάνω
δεν θα ξανάρθει ο ταχυδρόμος
δεν θα μου στείλεις πια βιβλία
ή την καρδιά σου σʼ ένα φάκελο
δεν θα σε δω να φεύγεις
ή να ΄ρχεσαι
δεν θα καθίσω πια ποτέ στο μπαρ
και συ στο πλάι μου
ή απέναντι κατάμονος
να με κοιτάς

αν πω πως πέθανα;
θα κολλήσω στο στήθος σου
ένα νεκρώσιμο με τʼ όνομά μου
στους δρόμους θα γυρνάς μʼ ένα νεκρό

Τασία – έναν καφέ παρακαλώ

αν ξάφνου μʼ αντικρίσουν ζωντανό
θα ε κ π λ α γ ο ύ ν

η ώρα είναι μία παρά τέταρτο
ο τραυματισμός των ωρών

Τασία – παρακαλώ έναν καφέ

Θʼ ανάψω τη ζωή μου
και θα κάψω τα βιβλία
τι όμορφα που καίγεται η φράση σʼ α γ α π ώ
αναδιπλώνεται στον εαυτό της
σαν να βάζει στο πρόσωπο το χέρι της
από ντροπή

λίγο νερό παρακαλώ
και πλένε το ποτήρι μου καλύτερα
κυρά μου

εγώ έριξα προχθές νερό
κι έσβησα τα όνειρά μου

ο καφές σας κύριε

η στάθμη της αγάπης σου
κατέρχεται
διψάω
λίγο νεράκι κύριοι
λίγο νερό καλοί μου κύριοι

και είναι λ έ ε ι ποιητής

μα πού είναι οι φωνές των παιδιών;
αιτούμεθα ποίηση στα σκοτεινά

η ποίηση φίλε πέθανε

η καλοσύνη σου –
η καλοσύνη σου είναι Κύριε
μια καμινάδα
στους δρόμους βλέπω να περνούν
ζητιάνοι μʼ εξαπτέρυγα ονείρων
μια προσευχή
μια προσευχή
για να βρεθεί ένα ποίημα

η ποίηση φίλε π έ θ α ν ε

μα δεν γνωρίζεστε;
ο κύριος είναι ποιητής
ναι είναι παχύς
πολύ παχύς
και παίζει στον Ιππόδρομο

η ώρα είναι μία
ο θάνατος των ωρών

βρέχει
πότε θα πάψει πια να βρέχει;
αφʼ ότου έφυγες
δεν έπαψε να βρέχει
ήσουν περίεργος να μάθεις
τι υπάρχει πίσω από το θάνατο
θ ά ν α τ ο ς
τι άλλο θέλεις να υπάρχει;

ΠΡΟΣΟΧΗ! ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΖΩΗ!

σου ΄λεγα μείνε
θα βρω καρφιά να σε σταυρώσω
λόγχες να σε τρυπήσω
σʼ ένα καλάμι θα ΄δενα
σφουγγάρι την καρδιά μου

για να σε φτάσω τώρα πρέπει
να πάω κοντά στη θάλασσα
γράφω λοιπόν κι εγώ χαρτιά
ομοιώματα διαβατηρίων
κι απέ τα ρίχνω στο νερό
δεν θέλω να τα δούνε άνθρωποι
που δεν γνωρίζουνε να σκαρφαλώνουν
στον καπνό των καραβιών

οι άνθρωποι οι άνθρωποι
παίρνουν τα γράμματά μας και μʼ αυτά
ανάβουνε φωτιά το χειμώνα

πότε θα πάψει πια να βρέχει;
φθινόπωρο
τα φύλλα των δέντρων
πάθανε πάλι ελονοσία
την άνοιξη θα πάρω DDT

φύγε
ο τρόπος που μιλάς –
δεν ξέρει
πως ο δικός μου τρόπος είναι
Σιωπητήριο

ο τρόπος που χτενίζεσαι
ο τρόπος που γελάς –
δεν ξέρει
τίποτα δεν ξέρει

φοβού τους ποιητάς
και ποίησιν φέροντας

μου επιτρέπετε να σας συστήσω;
τι ποιήματα συνθέτετε;
ποιήματα
λυρικά; σατυρικά;
π ο ι ή μ α τ α

ο κύριος είναι κίναιδος

αιδοίον χωρίς κίονα
κύων χωρίς αιδώ

Άνθρωπος

ποτέ δεν θα ξεχάσω τον Αλέξαντρο
στο στήθος του καθότανε
ένας αητός
ήτανε δύσκολη εποχή
στους δρόμους
γύριζαν ωχροί εσταυρωμένοι
κι οι μανάδες μας
δεν χρειαζόντουσαν άλλα ορφανά
μια καληνύχτα
γινόταν εύκολα αντίο

στο στήθος του
στο στήθος του καθότανε ο αητός

ο κύριος είναι κίναιδος

ά ν θ ρ ω π ο ς

χαίρετε χαίρετε
να με ξεχνάτε
υπήρξα άφρων δεν τʼ αρνιέμαι

μα σεις φίλε ξεχάσατε να βάλετε
λάδι στο λύχνο σας
ιδού ο Νυμφίος έρχεται
προσπέρασε
για πάντα

η ποίηση φίλε π έ θ α ν ε

και πότε η κηδεία;
η κηδεία των ωρών

μα η ζωή αντέχει ακόμα
σε κάμποσες ανησυχίες
σε αρκετές μετάνοιες
και στο θάνατο
δεν θα μιλήσω πια ποτέ
δεν θα μιλήσω
ο θάνατος
ο θάνατος
θα τον εκμηδενίσω

αντίο σας

φεύγε δίχως να κοιτάζεις πίσω
βαρέθηκα
η ποίηση της ποίησης την ποίηση
τη ζωή σας
α υ τ ή τι την κάνατε;
δεν θέλω πια άλλο καφέ
όταν μιλάω στο θάνατο
του δίνω τʼ όνομά σας
ο θεός να μας φυλάει απʼ την αισθητικοποίηση
της ατομικής βόμβας
εγώ πηγαίνω τώρα στη ζωή
στον Ιλισσό
να πιω τις σκέψεις μου πιο καθαρές

δεν έχεις πια καμιά ελπίδα

δεν έχω πια ελπίδα
δεν έχω πια καμιά ελπίδα
άλλη απʼ την αδελφή μου την Ελπίδα
δεν έχω άλλο σώμα
απʼ το σώμα που θα κάνω
με το καλώδιο
δεν έχω άλλο θάνατο απʼ τη ζωή
είμʼ ολοστρόγγυλος
σαν τέλειος κύκλος
θʼ αρχίσω να τσουλάω
είμαι μια ρόδα για παιδιά
διότι κύριε
η ζωή κυλάει πάνω σε ρόδες

κάτω απʼ τις ρόδες είνʼ ο θάνατος
πάψε
δεν θέλω να σʼ ακούω
θα σʼ αγαπήσω
δεν θέλω να σε βλέπω πια
θα βάλω τις παλάμες μου στʼ αυτιά
να μη σε βλέπω
και θα ζήσω

έρχομαι έρχομαι ζωή
ζωή τον θάνατο πατήσας

μάθετε να περιφρονείτε
ό,τι αγαπάτε
ο ήλιος ο ήλιος η ζωή
έρχομαι φίλε έρχομαι
είμαι δικός σου εσαεί

τι ωραία που γίνηκαν οι ναύτες ξάφνου
τι ωραίο το πρωινό της Κυριακής
κι η σκιά των δέντρων
που κι η αβεβαιότης των καιρών μας
χάνει κάτι
απʼ το απαίσιο κύρος της
κι όλα μας φαίνονται
ντυμένα ήλιο

μα ενώ κοιτάζω αφηρημένος κι ευτυχής
νομίζοντας πως τίποτα
δεν θʼ αγαπήσω πια
αυτός
διαπερνάει το λεπτό τοίχο του κορμιού
και πάει και σφηνώνεται σαν σφαίρα
στην καρδιά!

Εξορκισμοί στη Θεσσαλονίκη: Η αντίδραση του επικεφαλής της αίρεσης: «Πανηγυρίζω που με αξίωσε ο Θεός να συλληφθώ»

Εξορκισμοί στη Θεσσαλονίκη: Η αντίδραση του επικεφαλής της αίρεσης: «Πανηγυρίζω που με αξίωσε ο Θεός να συλληφθώ»

«Εκκλησία των Εθνών»
«Εκκλησία των Εθνών»

Σήμερα οδηγούνται ενώπιον εισαγγελέα οι δύο συλληφθέντες, μέλη της θρησκευτικής οργάνωσης «Εκκλησία των Εθνών» για τους εξορκισμούς που πραγματοποιήθηκαν στην Θεσσαλονίκη και μάλιστα στο κέντρο της πόλης, στην οδό Αριστοτέλους. Την ίδια ώρα η αίρεση εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία όπως τονίζει αποδέχεται με χαρά τη σύλληψη των δύο ανδρών. «Χαίρομαι και πανηγυρίζω που με αξίωσε ο Θεός να συλληφθώ και να οδηγηθώ στα κρατητήρια της Αστυνομίας για χάρη του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού», αναφέρει ο επικεφαλής της θρησκευτικής οργάνωσης στην εν λόγω ανακοίνωση.

Οι συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν το μεσημέρι του Σαββάτου όταν αστυνομικοί του Α.Τ. Θέρμης μετέβησαν σε πρώην κέντρο διασκέδασης στην περιοχή του αεροδρομίου «Μακεδονία» στην ανατολική πλευρά της πόλης, καθώς εκεί λειτουργούσε χωρίς άδεια ο υποτιθέμενος χώρος λατρείας. Οι δύο άνδρες συνελήφθησαν για παράβαση του νόμου «Περί Θρησκευτικής Ελευθερίας». Την Κυριακή αναμένεται να οδηγηθούν ενώπιον του Εισαγγελέα.
Μέσα στον χώρο εντοπίστηκαν 25 πιστοί. Οι αστυνομικοί πέρασαν χειροπέδες σε 24χρονο -δεξί χέρι του επικεφαλής της αίρεσης, ο οποίος δήλωσε προσωρινά υπεύθυνος της εγκατάστασης. Λίγη αργότερα ο επικεφαλής της «Εκκλησίας των Εθνών» παρουσιάστηκε αυτοβούλως στο Α.Τ. Θέρμης και συνελήφθη επίσης.

Η ανακοίνωση της αίρεσης

Οι εξελίξεις των τελευταίων ωρών είναι ραγδαίες, καθώς η Ελληνική Κυβέρνηση διέταξε τη σύλληψη του πατέρα Χαράλαμπου, γνωστού στο εξωτερικό και ως Wiseman Harry. Η σύλληψη έλαβε χώρα μερικές ώρες νωρίτερα σήμερα, Σάββατο 27/08/2022 περί τις 15:00 μ.μ.

Η αιτία της σύλληψης του είναι ότι το όνομα του Ιησού Χριστού κηρύχθηκε με δύναμη που σώζει, θεραπεύει και ελευθερώνει, και αυτό έκανε τον διάβολο και τους πράκτορές του να αρχίσουν να ωρύονται σε όλα τα εθνικά κανάλια της Ελλάδος και σε όλες τις εφημερίδες.

Οι πρωτοφανείς εξορκισμοί που έλαβαν χώρα σε τρεις διαδοχικές εκδηλώσεις στην πλατεία Αριστοτέλους στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και οι μαρτυρίες Θείων θεραπειών από ανθρώπους από κάθε γωνία της Ελλάδος και ολοκλήρου του κόσμου, σε κοινή θέα όλων, στο όνομα του Ιησού Χριστού, εξόργισαν τους Ιερείς άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και δογμάτων, ψυχιάτρους, δημοσιογράφους και πολιτικούς.

Επί πολλές συνεχόμενες ημέρες, τα θαυμάσια έργα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού έπαιζαν και παίζουν ασταμάτητα σε όλα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Μόνο που αντί να δοξάζουν τον Θεό για τα μεγαλεία και τα θαυμάσιά Του, περιγελούν το Θείο έργο Του και μειώνουν τη Θεία ενέργειά Του να θεραπεύει ασθένειες, να ελευθερώνει τους δαιμονισμένους και να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων προς το καλύτερο. Το ίδιο που έκαναν και σε άλλες εποχές όλοι αυτοί που εναντιώνονταν στο Θείο έργο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στο έργο των Αγίων Αποστόλων, των Πατέρων της Εκκλησίας και των φωτισμένων απλών ιερέων.

Οι αφορμές για τη σύλληψη του Πατέρα Χαράλαμπου και ενός εκ των στενών συνεργατών του, κ. Δημητρίου Παναπακίδη, ήταν ότι λειτουργούσε υπό τη διαχείριση και ευθύνη του Ευκτήριο Χώρο Προσευχής χωρίς την προβλεπόμενη άδεια από την αρμόδια αρχή. Η πραγματικότητα όμως περί αυτού του θέματος είναι ότι εδώ και πολύ καιρό ο Ιερός Ναός της Εκκλησίας δεν λειτουργούσε λόγω κατασκευαστικών έργων. Για αυτό, όπως θα είδατε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της Εκκλησίας μας, οι συναθροίσεις γινόντουσαν εδώ και μήνες στο βουνό της προσευχής και έπειτα εκδηλώσεις έλαβαν χώρα στην πλατεία Αριστοτέλους στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Το μήνυμα του πατέρα Χαράλαμπου προς όλους τους πιστούς της Χριστιανοσύνης όλων των δογμάτων είναι το εξής:

«Δεν υπάρχει δούλος μεγαλύτερος από τον Κύριο του! Αν εμένα έθεσαν υπό διωγμό, θα θέσουν υπό διωγμό και εσάς» (Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο 15:20). Χαίρομαι και πανηγυρίζω που με αξίωσε ο Θεός να συλληφθώ και να οδηγηθώ στα κρατητήρια της Αστυνομίας για χάρη του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού!

Προσεύχομαι για όλους εσάς που ταλαντεύεστε στην πίστη σας να αγρυπνείτε και να προσεύχεστε για να μην πέσετε σε πειρασμό διότι ζούμε σε χαλεπούς καιρούς, καθώς ο κόσμος αγάπησε περισσότερο το σκοτάδι παρά το φως του Θεού. Σας ευχαριστώ όλους για τις προσευχές σας και τη στήριξή σας σε αυτές τις δύσκολες ώρες.

Και να θυμάστε πάντα ότι το καλό δεν είναι αρκετό, αλλά το καλύτερο έρχεται!

Ο Θεός μαζί μας!

https://www.ethnos.gr/

Ελαιόλαδο: Ποια είναι τα οφέλη του για την υγεία μας;

 

Ελαιόλαδο: Ποια είναι τα οφέλη του για την υγεία μας;

Ποια είναι τα οφέλη του ελαιόλαδου για την υγεία μας;

Μπορεί να το χρησιμοποιείτε στο μαγείρεμα, αλλά πόσα γνωρίζετε για τα οφέλη του ελαιόλαδου στην υγεία; Ας ξεκινήσουμε με τα βασικά: το ελαιόλαδο εξάγεται από ελιές που φυτρώνουν σε δέντρα κυρίως στην περιοχή της Μεσογείου.

Ως εκ τούτου, το ελαιόλαδο αποτελεί την κύρια πηγή λίπους στο πλαίσιο της μεσογειακής διατροφής. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η διατροφή έχει συνδεθεί με τις γαλάζιες ζώνες – περιοχές του κόσμου όπου οι πληθυσμοί έχουν το μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής. Ενώ υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες της διατροφής που εμπλέκονται, τα στοιχεία δείχνουν ότι το ελαιόλαδο έχει βασικό ρόλο.

Το ελαιόλαδο είναι πλούσιο σε αντιοξειδωτικά, μονοακόρεστα – ή υγιεινά – λιπαρά και είναι αντιφλεγμονώδες. Ως αποτέλεσμα, έχει συνδεθεί με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης διαφόρων παθήσεων υγείας.

Πιο συγκεκριμένα:

  • Καρκίνος – το κύριο μονοακόρεστο λίπος στο ελαιόλαδο, που ονομάζεται ελαϊκό οξύ, μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο του καρκίνου του μαστού, αν και απαιτούνται περισσότερες μελέτες. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι οι φαινόλες στο ελαιόλαδο μπορεί να συμβάλλουν στην πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου
  • Ασθένειες που σχετίζονται με το έντερο – η ίδια μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό συμβαίνει επειδή οι φαινόλες μπορούν να υποστηρίξουν ένα υγιές έντερο και να ενισχύσουν την εντερική ανοσία. Αυτό μπορεί να είναι χρήσιμο για άτομα με παθήσεις όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS)
  • Καρδιαγγειακές παθήσεις και εγκεφαλικά επεισόδια – μια ανασκόπηση 32 μελετών διαπίστωσε ότι τα μονοακόρεστα λιπαρά του ελαιόλαδου συνδέονται με μειωμένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου και καρδιακής νόσου
  • Ρευματοειδής αρθρίτιδα – μια μελέτη δείχνει ότι τα αντιοξειδωτικά στο ελαιόλαδο μπορεί να βελτιώσουν τη φλεγμονή, όπως οι πρησμένες αρθρώσεις, και να μειώσουν το οξειδωτικό στρες – κυτταρική βλάβη που προκαλείται από ασταθή άτομα – σε άτομα με ρευματοειδή αρθρίτιδα

Κάνει καλό η κατανάλωση ελαιόλαδου;

Πρόσφατα, πολλές διασημότητες και influencers έχουν ορκιστεί στις καθημερινές λήψεις ελαιόλαδου, προωθώντας την κατανάλωση ελαιόλαδου ως το καλύτερο μυστικό υγείας και ομορφιάς. Ωστόσο η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων ελαιόλαδου έχει τους δικούς της κινδύνους και μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας ή να είναι επικίνδυνη.

Το ελαιόλαδο έχει πολλά οφέλη για την υγεία, αλλά η κατανάλωσή του δεν είναι απαραίτητη. Ανά κουταλιά της σούπας, το ελαιόλαδο έχει 110 θερμίδες και έτσι η κατανάλωσή του μπορεί να προκαλέσει υπερβολική πρόσληψη θερμίδων, η οποία θα οδηγήσει σε αύξηση του σωματικού βάρους.

Πολλοί ειδικοί συμφωνούν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που ακολουθούν μια κανονική, ισορροπημένη διατροφή λαμβάνουν ήδη αρκετό λάδι μέσω του υγιεινού μαγειρέματος και της προετοιμασίας των γευμάτων. Η υπερβολική ποσότητα λίπους – ανεξάρτητα από το αν είναι υγιεινό ή ανθυγιεινό – μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του σωματικού βάρους και σε συναφή προβλήματα υγείας, όπως ο διαβήτης τύπου 2 και η υψηλή χοληστερόλη.

Το λίπος γενικά, ανεξάρτητα από την πηγή του, μπορεί να ενεργοποιήσει το γαστροκολικό αντανακλαστικό προκαλώντας πιο χαλαρά κόπρανα ειδικά σε όσους πάσχουν από IBS.

Είναι το ελαιόλαδο πόσιμο;

Ενώ το ελαιόλαδο έχει οφέλη για την υγεία του εντέρου, τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η καθημερινή κατανάλωσή του μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του φουσκώματος είναι καθαρά ανεπίσημα. Αυτό μπορεί να λειτουργεί για κάποιους, αλλά κάθε άτομο έχει διαφορετικούς παράγοντες που επηρεάζουν την πέψη, συμπεριλαμβανομένων των δυσανεξιών στα τρόφιμα, των ορμονικών αλλαγών και του στρες.

Το ελαιόλαδο είναι γεμάτο αντιοξειδωτικά, συμπεριλαμβανομένης της βιταμίνης Ε, η οποία μπορεί να επιβραδύνει τη φθορά των κυττάρων του δέρματος και να ενεργοποιήσει την παραγωγή κολλαγόνου, γεγονός που συμβάλλει στο να φαίνεται το δέρμα νεότερο. Είναι επίσης αντιβακτηριακό, το οποίο μπορεί να βελτιώσει κοινές δερματικές παθήσεις όπως το έκζεμα και η ακμή. Ωστόσο, η κριτική επιτροπή δεν έχει αποφασίσει αν η κατανάλωση ελαιόλαδου μπορεί να κάνει πραγματική και ορατή διαφορά.

Έτσι, οι ειδικοί δεν συμβουλεύουν γενικά να πίνετε αυτή την τροφή . Αντ’ αυτού, μια μεσογειακή διατροφή είναι ένας δοκιμασμένος τρόπος για να αποκομίσετε τα οφέλη του ελαιόλαδου χωρίς να κάνετε τη διατροφή σας υπερβολικά πλούσια σε λιπαρά. Στην πραγματικότητα, η κατανάλωση ελαιόλαδου με μέτρο στο πλαίσιο μιας μεσογειακής διατροφής μπορεί να αντιμετωπίσει ακόμη και την παχυσαρκία.

Να θυμηθείτε, η ποιότητα προηγείται της ποσότητας: το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο είναι υψηλής ποιότητας επειδή υφίσταται λιγότερη επεξεργασία από άλλες μορφές, πράγμα που σημαίνει ότι διατηρεί περισσότερα από τα αντιοξειδωτικά και άλλες ενώσεις από τις ελιές.

Ποια είναι η ιδανική πρόσληψη ελαιόλαδου ημερησίως;

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) και την Ένωση Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), δύο κουταλιές της σούπας έξτρα παρθένο ελαιόλαδο την ημέρα είναι αρκετές για να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων υγείας, όπως η φλεγμονή, και να προάγουν την υγεία της καρδιάς.

Αν σκεφτείτε την ποσότητα που χρησιμοποιείτε για το τηγάνισμα και το ψήσιμο φαγητών ή στις σαλάτες, το να προτιμήσετε αυτό το λάδι στην προετοιμασία του φαγητού είναι ένας εύκολος τρόπος για να αποκομίσετε τα οφέλη του ελαιόλαδου. Ακόμα καλύτερα, αντικαταστήστε τα ανθυγιεινά κορεσμένα λιπαρά, όπως το βούτυρο, με ελαιόλαδο, για να φροντίσετε πραγματικά την καρδιά σας και να διατηρήσετε ένα υγιές βάρος.

Το συμπέρασμα; Ναι, το ελαιόλαδο μπορεί να υποστηρίξει την υγεία σας σε μεγάλο βαθμό σε μικρές ποσότητες, αλλά δεν υπάρχει λόγος να το πίνετε!

+ 6 πηγές

 ©2019 WikiHealth All Rights Reserved
https://wikihealth.gr/

Το χωριό της Μαγνησίας με την σπηλιά των μύθων

  Το χωριό της Μαγνησίας με την σπηλιά των μύθων Δημοσιεύθηκε  26/04/2024 21:15 Τροποποιήθηκε  21:47 Η σπηλιά της Θέτιδας και του Πηλέα στο ...