Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

ΚΑΡΧΑΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΑΝΕ ΣΤΟ ΒΥΘΟ--Longtail Carpet Sharks | SHARK ACADEMY



Στις ρηχές θάλασσες της Ινδονησίας, υπάρχει ένα είδος μικρού καρχαρία που περπατάει στο βυθό της θάλασσας. Στην πραγματικότητα χρησιμοποιεί τα πτερύγιά του, σαν πόδια για να μετακινείται στο βυθό....
Ένα όμορφο video, με δυνατότητα εμφάνισης ελληνικών υποτίτλων, μας ταξιδεύει στα λημέρια του καρχαρία που περπατάει....

                      ΔΙΚΟ   ΣΑΣ....!!!!!!!!!!!

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ--ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ-Ρωμιοσύνη / ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ-ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ

Δημοσιεύτηκε: 17 του Νοέμβρη του 2013 από vequinox σε βιβλία , Καναδά , Ελλάδα , Ελληνική καναδική συγγραφείς , Έλληνες συγγραφείς , Λογοτεχνία , φωτογραφίες , Ποίηση , Πολιτική , Αστέρι του Λένιν Νικητής , Μετάφραση
Ετικέτες:  ,  ,  ,  ,  ,  ,  ,  ,  ,  ,  , ,  ,  ,  ,  ,  , 
1
Ritsos_front μεγάλες
εγώ
Αυτά τα δέντρα δεν λαμβάνουν άνεση σε λιγότερο ουρανό
οι βράχοι αυτοί δεν λαμβάνουν την άνεση κάτω από τους ξένους »
βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δεν λαμβάνουν την άνεση, αλλά μόνο
στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δεν λαμβάνουν την άνεση, εκτός από τη δικαιοσύνη.
Αυτό το τοπίο είναι ανελέητο, όπως η σιωπή,
αγκαλιάζει φλογερό βράχια της σφιχτά στην αγκαλιά της
το αγκαλιάζει σφιχτά στον ήλιο ορφανό ελιές του
και αμπέλια,
που σφίγγει τα δόντια του. Δεν υπάρχει νερό. Μόνο το φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως και η σκιά του τοίχου περίφραξης
είναι κατασκευασμένο από χάλυβα.
Δέντρα, τα ποτάμια και τις φωνές στραφούν σε μάρμαρο
σε ασβέστη του ήλιου.
Οι σκοντάφτει ρίζα πάνω στο μάρμαρο. Το σκονισμένο
βούρλο
το μουλάρι και ο βράχος Όλοι λαχανιάζω Δεν υπάρχει
καθόλου νερό.
Έχουν όλα ήταν διψασμένος. Για χρόνια. Όλοι
μασάτε μια μπουκιά ουρανό πάνω από την πικρία τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινο για έλλειψη ύπνου,
μια βαθιά ρυτίδα είναι σφηνωμένη ανάμεσα τους
      φρύδια
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δύο βουνά
. στο ηλιοβασίλεμα
τα χέρια τους κολλημένα πάνω τουφέκια τους,
τουφέκια τους είναι προεκτάσεις των χεριών τους,
τα χέρια τους επεκτάσεις της ψυχής τους -
έχουν οργή στα χείλη τους
και τη θλίψη βαθιά μέσα στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια λακκούβα του αλατιού.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
Αυτά τά δέντρα δέ βολεύονται μέ λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δέ βολεύονται κάτου απ 'τά ξένα
      βήματα,
αυτά τά πρόσωπα δέ βολεύονται παρά μόνο στόν
     ήλιο,
αυτές οι καρδιές δέ βολεύονται παρά μόνο στό δίκιο.
Ετούτο τό τοπίο είναι σκληρό σάν τή σιωπή,
σφίγγει στόν κόρφο του τά πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στό φώς τίς ορφανές ελιές του καί τ 'α-
      μπέλια του,
σφίγγει τά δόντια. Δέν υπάρχει νερό. Μονάχα φώς.
Ο δρόμος χάνεται στό φώς κι ο ίσκιος τής μά-
     ντρας είναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τά δέντρα, τά ποτάμια κι οι φωνές
      μές στόν ασβέστη τού ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στό μάρμαρο. Τά σκονισμένα
      σκοίνα.
Τό μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δέν υπάρχει
      νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μιά μπου-
     κιά ουρανό πάνου απ 'τήν πίκρα τους.
Τά μάτια τους είναι κόκκινα απ 'τήν αγρύπνια,
μιά βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στά φρύδια
    τους
σάν ένα κυπαρίσι ανάμεσα σέ δυό βουνά τό λιό-
      γερμα.
Τό χέρι τους είναι κολλημένο στό ντουφέκι,
τό ντουφέκι είναι συνέχεια τού χεριού τους,
τό χέρι τους είναι συνέχεια τής ψυχής τους-
έχουν στά χείλη τους απάνου τό θυμό
κ 'έχουνε τόν καημό βαθιά-βαθιά στά μάτια τους
σάν ένα αστέρι σέ μιά γούβα αλάτι.
Γιάννης Ρίτσος-Ρωμιοσύνη / μεταφράστηκε από Μανώλης Αλυγιζάκης
Γιάννης Ρίτσος-Ρωμιοσύνη / Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη

Η ΗΦΑΙΣΤΕΙΑΚΉ ΤΈΦΡΑ--Ashes to Ashes | National Geographic



Όταν ένα ηφαίστειο εκρήγνυται, εκτός από τη λάβα που εκτινάσσεται και κυλά στις πλαγιές του κρατήρα, είναι και μια μεγάλη μαύρη στήλη που ανεβαίνει προς τα πάνω....
Αυτή είναι η ηφαιστειακή τέφρα...
Όση δε πέσει στη γη, πλακώνοντας τα πάντα με ένα θανάσιμο πέπλο, ταξιδεύει στην ατμόσφαιρα αποτελώντας θανάσιμο  κίνδυνο για τα αεροπλάνα μπουκώνοντας κυριολεκτικά τους κινητήρες.
Ένα σύντομο περιγραφικό video του National Geographic, με δυνατότητα εμφάνισης ελληνικών υποτίτλων, μας εξηγεί τι ακριβώς είναι η ηφαιστειακή τέφρα, και ποίες οι ζημιές που προκαλεί......

ΟΙ ΠΙΟ ΗΛΙΘΙΟΙ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ



Όταν η μέρα ξεκινά με γέλιο, όλα πάνε καλά...
Το γέλιο είναι το πιό σπουδαίο πράγμα στη ζωή μας...
Πάντα είναι η αφετηρία για κάθε καλό που μας συμβαίνει....
Γελάτε,,,Το γέλιο μακραίνει και ομορφαίνει τη ζωή....

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΕΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣ


      ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΕΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣ





Εδώ και αρκετό καιρό (τα τελευταία τουλάχιστον 5 χρόνια) έχει υπάρξει μια λεπτομερέστατη καταγραφή των όσων συμβαίνουν στην Ελλάδα.


 Μια καταγραφή που προσεγγίζει θεωρητικά τόσο τα γεγονότα όσο και μια σειρά θεωρητικών προτάσεων για λύσεις στο υπάρχον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο (ενώ ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται δια γυμνού οφθαλμού η ανεπάρκεια, η ανικανότητα αλλά και η επικινδυνότητα σοβαρού πολιτικού χειρισμού επί των εθνικών θεμάτων) που έχει δημιουργήσει είτε η πολιτική ανεπάρκεια των εμπλεκομένων πολιτικών προσώπων, είτε οι επιβληθείσες λύσεις από την τρόικα των δανειστών.

Σε κάθε περίπτωση, θεωρούνται καλές ή επαρκείς οι αναλύσεις που σήμερα κατατίθενται ως προς το επίπεδο της ηγεμονεύουσας τάξης στη διανόηση, στην πολιτική, στην οικονομία. Αλλά τα πράγματα σε επίπεδο λαού είναι πολύ πιο απλά και πολύ πιο οδυνηρά. 
 Σε αυτό το επίπεδο το Κράτος σκότωνε το Έθνος και αυτό κάνει και σήμερα, πλέον σε υπερθετικό και τελειωτικό βαθμό. 
 Το σκότωνε απαλείφοντας από την Παιδεία κάθε εθνική συνείδηση και κάθε εθνική έξαρση. 
 Το σκότωνε αλλοιώνοντας την ορθή γραφή, σύνταξη και εκφορά της ελληνικής γλώσσας. 

 Το σκότωνε μεταβάλλοντας τον Έλληνα σε ζήτουλα "βύσματος" για μια θεσούλα στο δημόσιο ή για οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα. 

 Το σκότωνε επιβάλλοντας φόρους που ο Έλληνας γνώριζε ότι αυτό το μεγάλο κομμάτι του μόχθου του θα το καταχραστούν οι επιτήδειοι στις κατάλληλες καρέκλες, έτσι ένιωθε ότι θα ήταν καλύτερο να το "κρύβει". 

 Το σκότωνε παγιώνοντας έτσι έναν “κανόνα” ανοχής, ίσως και συνενοχής, αρχίζοντας από τις ρεμούλες των υψηλά ισταμένων ως τα "προαπαιτούμενα μπαξίσια" του τελευταίου δημόσιου υπαλληλίσκου. 

 Το σκότωνε κλείνοντας ακμαίες παραγωγικές μονάδες, που οι ιδιοκτήτες του τις φαλίρισαν και την "κοπάνησαν" με κάποια δις δραχμές στην τσέπη τους. 

 Το σκότωνε ξεπουλώντας σε ιδιώτες και αργότερα σε "ξένους" ιδιώτες τα κοινά περιουσιακά στοιχεία που ο ίδιος με την εργατικότητά του είχε χτίσει, ΟΤΕ και τόσα άλλα. 
Και ο κατάλογος των φονικών ενεργειών του Κράτους προς το Έθνος (δηλαδή τον συλλογικό Έλληνα που έχει επίγνωση της ταυτότητάς του), δεν έχει τελειωμό. 

Έτσι ο Έλληνας αποξενώθηκε εντελώς από το Κράτος και "πάγωσε" μέσα του και το Έθνος, εφ' όσον ασυνείδητα μέσα του ταυτίζει αυτά τα δύο, όπως θα έπρεπε να είναι. Όμως, το Κράτος, που θα έπρεπε να είναι ο εκφραστής του Έθνους, είχε γίνει ο φονιάς του. Και εξακολουθεί να γίνεται ο φονιάς του, μέχρις τελικής πτώσεως, που είναι ραγδαία επιταχυνόμενη.

Υπό αυτές τις συνθήκες, τις επιβαλλόμενες στον Έλληνα από το "Νεοελληνικό Κράτος", μερικοί διανοούμενοι θεώρησαν ευτυχέστερη στιγμή για το Ελληνισμό εκείνη κατά την οποία δεν ήταν συγκεντρωμένος σε ένα Κράτος. Και αυτό είναι πράγματι έτσι, αλλά βέβαια ισχύει για τα τότε ιστορικο-πολιτικά δεδομένα. 
Σήμερα ισχύει ότι αν δεν έρθει το Κράτος στα χέρια των πολιτών που έχουν παραμείνει Έλληνες, δηλαδή αν δεν εγκαταστήσουμε άμεσα μια έστω και πρωτόλεια μορφή αληθινής δημοκρατίας, αύριο δεν υπάρχει για το Ελληνικό Έθνος. 

Θα το έχουν αφανίσει όχι οι Τούρκοι και λοιποί που σήμερα διεκδικούν τα προθανάτια ιμάτιά του (όσο ο Έλληνας παρέμενε Έλληνας ποτέ δε φοβήθηκε να αντιμετωπίσει εχθρούς της πατρίδας του και όταν είχε σωστή ηγεσία πάντα τους κατανικούσε) αλλά οι ίδιοι οι πεμτοφαλαγγίτες, εξουσιολάτρες και ξεπουλημένοι πολιτικοί που απολυταρχούν πάνω στον αφαιμαγμένο από κάθε άποψη, πνευματική και υλική, Έλληνα, με μαχαίρι σφαγμού του το Κράτος, που εξ' ολοκλήρου (ο Ολοκληρωτισμός στο απόγειό του) το κατέχουν. Και όχι απλώς το κατέχουν, αλλά το παραδίδουν, πάλι εξ' ολοκλήρου, σε ξένη κατοχή! Μήπως είναι ώρα να κάνουμε κάτι;

Υ.Γ. Δύο πολύ καλλιεργημένοι γονείς, φαρμακοποιοί και οι δύο, με σοβαρά πολιτικά ενδιαφέροντα και προβληματισμούς, έχοντας γιο που εργάζεται στο εξωτερικό μου είπαν: “ Λέμε στο γιο μας να παραμείνει εκεί. Αν γίνει πόλεμος, να έρθει εδώ να σκοτωθεί για ποιόν; για τους προδότες που μας κυβερνάνε και μας έχουν διαλύσει;” Ακόμα και τέτοιου επιπέδου άνθρωποι, έχουν ταυτίσει μέσα τους το Κράτος με το Έθνος!

Ανώνυμη αναγνώστρια

Η ΚΑΤΣΙΚΟΥ της ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΚΑΛΑΝΤΖΗ

Η ΚΑΤΣΙΚΟΥ..."Κυρά Μαλλιά ήταν τ' όνομά της, μα αν δεν την έλεγες Κατσικού, δεν την έβρισκες στο χωριό. Γιατί είχε τις πιο πολλές κατσίκες απ' όλους τους χωριανούς της και μ' αυτές περνούσε τις περισσότερές της ώρες από το χάραμα, που τις πήγαινε για βοσκή, ως το βράδυ, που τις γυρνούσε στην καλύβα τους..."



Αφιερωμένο
στο Πατέρα
και στη Μάνα μας...                    ''Η  Κ α τ σ ι κ ο ύ''

     Κυρά Μαλλιά ήταν τ' όνομά της, μα αν δεν την έλεγες Κατσικού, δεν την έβρισκες στο χωριό. Γιατί είχε τις πιο πολλές κατσίκες απ' όλους τους χωριανούς της και μ' αυτές περνούσε τις περισσότερές της ώρες από το χάραμα, που τις πήγαινε στη βοσκή, ως το βράδυ, που τις γυρνούσε στην καλύβα τους.
   Τούτη η καλύβα ήταν μιά συνέχεια στο φτωχικό της Κυρά Μαλλιάς, κι έτσι την νύχτα δε χώριζε τίποτα τη Κατσικού από τα ζωντανά της. Άκουγε την ανάσα τους,άκουγαν την ανάσα της και σαν τύχαινε νά 'χει κανένα βραχνά στον ύπνο της, οι γίδες τό 'νιωθαν και βάζαν όλες μαζί τις φωνές και την ξυπνούσαν ! Σηκωνόταν τότε εκείνη επάνω και τις χάϊδευε μιά-μιά και τους μιλούσε τρυφερά. Κι αυτές, σα να το καταλάβαιναν όλα τούτα τα χάδια της κυράς τους, τη γλείφανε ήρεμα, άλλη στα χέρια, άλλη στα πόδια...
 - Τί σου είναι αλήθεια τούτα τα ζωντανά ! σκεφτόταν τότε. Ένα χάδι τους χαρίζεις και σου γλείφουνε χέρια και πόδια..Πώς να μην τ' αγαπάς ;
    Κάθε πρωί νά σου την λοιπόν η Κατσικού στο πόδι. Έσερνε μαζί της ένα σωρό σκοινιά, σαν τη σαρανταποδαρούσα κι οι κατσίκες της τριγύρω, τρελλές για βοσκή΄, την τραβούσανε να τις πάει μιά ώρα πιο γρήγορα στο βοσκοτόπι τους.
- Ήσυχα. βρε παιδιά...ήσυχα λέω...Έ, συ Λουλούδω, μη βιάζεσαι ! Έ, η Ρούσα, θα με ρίξεις χάμω..Έ, η Φλώρα, πάψε πια τις τρέλλες..!
    Μα οι κατσίκες τραβούσαν, πηδούσαν, ώσπου πήγαινε κι έδενε την κάθε μία στο βοσκοτόπι της. Τάκα-τούκου, τάκα-τούκου, χτυπούσε η Κατσικού δυνατά το ξυλοπάλουκο, και σαν τέλειωνε, αποχαιρετούσε το ζωντανό μ' ένα χάδι στο λαιμό.
- Άϊντε, καλό βόσκημα, Λουλούδω μου.
    Η Λουλούδω με τα σκουλαρίκια, κουνούσε πάνω-κάτω παιγνιδιάρικατο κεφάλι της, σαν νά 'θελε να πει ''στο καλό, και μην ξεχάσεις να ξανάρθεις να με ξεδέσεις !''
   Πήγαινε τώρα η κυρά-Μαλλιά στην καστανόχρωμη τη Ρούσα. Τάκα-τούκα, τάκα-τούκα, κάρφωνε κι εδώ. Σήκωνε τότε το ζωντανό το λαιμό του να δεχτεί το χάδι της.
- Άϊντε, καλό βόσκημα κι εσύ Ρούσα μου και καλήν αντάμωση.
    Το γίδι δεν είχε χέρι για να δώσει, σήκωνε όμως χαριτωμένα το δεξί του μπροστινό πόδι και το κουνούσε στον αγέρα, λες και πάσκιζε ν' αγγίξει το χέρι της αφεντικίνας του.
- Καλά, καλά, να λείπουν οι χαιρετούρες, μάλωνε εκείνη, και πήγαινε πιο πέρα να δέσει τη κάτασπρη τη Φλώρα.
   Η Φλώρα κοντοστέκονταν σαν άνθρωπος πλάϊ και την παρακολουθούσε, που κάρφωνε το ξυλοπάλουκο στη γη.
- Μη στενοχωριέσαι, Φλώρα μου, και γρήγορα θα ξανάρθω να σε ξεδέσω.  Βλέπεις μας κυνηγάνε οι δουλειές, το παλάτι μας περιμένει, το τσουκάλι στη φωτιά διψά, κι αν δε το ποτίσω, δε θα με χορτάσει. Άϊντε, καλό βόσκημα, κόρη μου...
    Το ζωντανό δεχόταν το χάδι της κυράς του και με τ' ακρόγλωσσό του έγλειφε τα χέρια του ανθρώπου, που κόπιαζαν τόσο για ένα κατσίκι. Μα δεν έγλειφε η Φλώρα, φιλούσε..γιατί τα ζωντανά και τα μωρουδέλια μη μπορώντας να φιλήσουνε, γλείφουν.
   Έφευγε λοιπόν κι από δω η κυρά-Μαλλιά και πήγαινε στ' άλλα γίδια. Τά 'δενε ξέχωρα κι αυτά και κινούσε για το φτωχικό της. Τότε όλες μαζί οι κατσίκες βαρούσανε συνεγερμό.
- Μπέ, μπέ, μπέ...
   Κι όλο το χωριό εκείνη την ώρα είχε να το λέει :
- Οι κατσίκες της κυρά-Μαλλιάς την αποχαιρετούν..!
    Η καημένη η γυναίκα, στο σπίτι που γυρνούσε, όλο μπελάδες έβρισκε. Μόλις έμπαινε στην αυλή, το κοτέτσι σηκωνόταν στο πόδι, όλες μαζί οι κότες φτεροκοπούσαν ανήσυχες, κακάριζαν, τσιμπιόντουσαν, ποιά να πάρει την πρώτη θέση στη πορτούλα μπρός.
- Ήσυχα βρε, ήσυχα, μην κάνετε έτσι, και καμιά σας δε θα μείνει νηστικιά..!
   Έτοιμο τό 'χε αποβραδίς το φαγητό τους, έμπαινε λοιπόν στο σπίτι και ξανάβγαινε με τον τενεκέ γιομάτο πίτουρα και καλαμπόκι.
- Νά κοκό, η λαθουριά, νά πλί-πλί η σκουφωτή, νά κί-κί η χιονάτη...νά η βαβάλα, νά η γυμνοπόδα, νά κι η μαλλοπόδα...
    Όλες τις φώναζε με τ' όνομά τους, κι όλες τις κανάκευε κι από ένα χάδι. και κείνες κοντοκάθιζαν - ήρεμες καθώς ήτανε - να νιώσουν το χάδι στη ράχη τους. Οι πουλάδες πάλι πηδούσαν στην πλάτη και στα χέρια της, και μερικά τρελλά κοκόρια ανέβαιναν στο κεφάλι της και την τσιμπούσαν καλόβολα δώθε-κείθε. Εκείνη όμως τη δουλειά της, άλλαζε το νερό της ποτίστρας, πήγαινε στις φωλιές, μάζευε τ' αυγά και με τη ποδιά γιομάτη, έμπαινε στο σπιτικό της. Έριχνε νερό στο τσουκάλι, δυνάμωνε τη φωτιά και γρήγορα-γρήγορα πήγαινε στο μπακάλη. Σε λίγην ώρα γυρνούσε με τα ψώνια της. Έδινε πράμα, έπαιρνε πράμα, για κείνη και τα ζωντανά της...
    Κι ο ήλιος, στο μεταξύ, τη δουλειά του κι αυτός. Ανηφορούσε αδιάφορος, βοσκούσε μεσουρανίς, μα η κυρά-Μαλλιά πού να σταθεί να ξαποστάσει ! Έριχνε πάλι λίγο νερό στο τσουκάλι, δοκίμαζε το φαγητό, τ' ανακάτευε λίγο και γυρνούσε ξανά στις κόρες της...
- Μπέ, μπέ, μπέ...βαρούσαν πάλι όλες μαζί συναγερμό, μόλις ξεπρόβαλλε εκείνη από το φρύδι του μονοπατιού, και το χωριό όλο, τόχε να το λέει πάλι :
- Μωρέ παιδιά, η Κατσικού ξεδένει τις κατσίκες της τώρα !
   Κι όταν τις ξέδενε κι έφευγε, ο κόσμος χαλούσε πάλι απ' τις κατσικοφωνές. Και το χωριό έλεγε :
- Την αποχαιρετούν πάλι..!
    Αυτή λοιπόν ήταν η ζωή τούτης της χήρας με τις τετράποδες θυγατέρες της. Από τότε που πέθανε ο μακαρίτης και την άφησε μόνη κι έρημη, πώς αλλιώς νά 'κανε η δύστυχη για να ζήσει και να ξεγελάσει και τη μοναξιά της ;!Πήρε το πρώτο της κατσίκι, τη Λουλούδω. Σ' ένα χρόνο η Λουλούδω γέννησε τη Ρούσα και δυό αρσενικά, και τ' αρσενικά τά 'λλαξε η κυρά-Μαλλιά και πήρε τη Φλώρα τη λευκή. Την άλλη χρονιά οι κατσίκες γέννησαν πάλι, τ' αρσενικά τά 'δινε και τα θηλυκά τα κρατούσε κι έτσι η φαμίλια πλήθαινε. Κι η λάτρα, όλο και γινόταν και περισσότερη, κι η κυρά-Μαλλιά γκρίνιαζε πως δε θα κρατήσει πια άλλο κατσίκι. Μα δε βαρυέσαι. Μόλις γεννούσαν οι προκομένες της και τά 'πιανε η καλή σου σα μωρουδέλια πάλι ένα-ένα στην αγκαλιά, άλλαζε πάλι γνώμη. Και τα κρατούσε κι αυτά..Κι η Κατσικού δεν πρόφταινε - από την πολλή δουλειά - ούτε να χτενιστεί ούτε να συγυριστεί σαν άνθρωπος κι αυτή. Και πες η πικρή χηρεία, πες η τυφλή αφοσίωση στα ζωντανά της, ήρθε και στράγγιξε η καημένη, και τα ρούχα της κρεμόντουσαν πια σαν πένθιμες σημαίες...
    Κάθε βράδυ που μάζευε τις θυγατέρες της και γιόμιζε ο κόρφος της παλούκια και σκοινιά, έμοιαζε με μασκαράτα, σαν γαϊτανάκι. Και καθώς οι κατσίκες πιλαλούσαν χαρούμενες τριγύρω της, η πλαγιά αντιλαλούσε από το ποδοβολητό και τις φωνές. Και το χωριό την είχε κάνει την κυρά-Μαλλιά ρολόϊ του :
- Άϊντε, παιδιά, και νυχτώνει..!
   Η Κατσικού γυρνά λοιπόν με τη φαμίλια της στο φτωχικό της. Σα φάντασμα χάνεται μέσα στο ηλιοβασίλεμα κι ο άνεμος τη δέρνει. Βιάζεται, βλέπεις, να τη σπρώξει μιάν ώρα αρχύτερα, ώσπου να την ρουφήξει η νύχτα. Κι όταν οι χωριανοί πλαγιάζουν, η Κατσικού ξαγρυπνά και βάζει το γάλα στη φωτιά. Άλλο θα το πήξει γιαούρτι, άλλο θα το  φτιάξει βούτυρο κι άλλο τυρί. Κι όταν οι κοκόροι λαλούνε μεσάνυχτα πια, η Κατσικού γέρνει στη γωνιά της. Ακουμπά στό 'να χέρι και σκέφτεται, σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που δε μπορούνε πια να ταξιδέψουν αληθινά κι αρμενίζουν φανταστικά :
- Μωρέ τί σου είναι η ζωή ; Πώς ήμουνα μία φορά κι έναν καιρό, που λενε και τα παραμύθια ! Πώς άλλαξα ! Πώς έγινα ! Και τί θα γινόμουνα αν δεν είχα τούτα τα ζωντανά ;!
   Κι έτσι σιγά-σιγά την παίρνει ο ύπνος. Όμως τώρα τελευταία, έχει γίνει πολύ ανήσυχη. Στήνει τ' αυτί, αφουγκράζεται το σφύριγμα του αγέρα, το γαύγισμα των σκυλιών, το τρίξιμο της μαντρόπορτας. Κάθε νύχτα. Το νου της πιο πολύ τον έχει στο κοτέτσι, όχι πως φοβάται τις αλεπούδες. Τους ανθρώπους φοβάται. Γιατί μέρα με τη μέρα, χάνεται κι ένα πουλερικό. Ξέρει εκείνη. Κάποιος της ανοίγει το κοτέτσι, μα πώς τη ξεγελάει όμως ; Ε, σίγουρα θα γίνεται τούτη την ώρα. Ναι, με βρήκανε μόνη κι απροστάτευτη, σκέφτεται, και με κλέβουν. Έτσι που πάμε, δε θα μείνει τίποτα. Μα όχι ! Δε θ' αφήσω εγώ να πάει χαμένο το έχει μου, η μαγκούρα θα με σώσει. Όμως πρέπει να δω πρώτα, πρέπει να παραφυλάξω, όλη νύχτα, και σβήνει το λυχνάρι της. Και σφίγγεται μές στο σκοτάδι, κι η ώρα περνά...
    Όπου νά ! Έτριξε παραπονεμένα η πόρτα της αυλής. Άνοιξε κι έκλεισε ξανά...
   Βάζει η Κατσικού το μάτι σε μιά χαραμάδα και βλέπει. Ένας σκυφτός άνθρωπος, νάτος, ζυγώνει τρικλίζοντας το κοτέτσι, δεν είναι μεθυσμένος, γέρος είναι, κοιτάζει γύρω του κι είναι σίγουρος πως δεν τον βλέπει κανείς. Ανοίγει τα χέρια του και κοιτάζει τον ουρανό. Σκύβει πάλι, ψαχουλεύει την πόρτα του κοτετσιού, την ανοίγει..Μπαίνει μέσα, κι ως τώρα η Κατσικού μόνο τις πλάτες του βλέπει. Σε λίγο, που ο γέρος θα γυρίσει με το κοτόπουλο στο χέρι, θα τον δει και στο πρόσωπο. Νάτος πάλι, έστριψε και σκύβει, σφίγγει στα χέρια του το λαιμό του ζωντανού, τόπνιξε για να μη φωνάξει και τον προδώσει. Τώρα ο σκυφτός περνά, το φως από τ' άστρα μαχαιρώνει το πρόσωπό του και φαίνεται σα να κλαίει. Ω, Θεέ μου ! Τον γνώρισε η κυρά-Μαλλιά ! Είναι ο γέρο-Παυλής ! Ναι, ναι ! Αυτός είναι..Μα πώς ;! Γίνεται ποτέ νά 'ναι κλέφτης ο γερο-Παυλής, αυτός ο κατάκαλος γεροντάκος, ο άγιος άνθρωπος ;! Όχι, όχι. Δεν θά ΄ναι αυτός, σκέφτεται πάλι η κυρά-Μαλλιά. Η νύχτα θα με γέλασε, άλλος θά ΄ναι, να ξαναδώ. Να σιγουρέψω το μυαλό μου. Μπα, σε καλό μου..τώρα ο..κλέφτης φεύγει.
    Θες από διαφέντεμα του δίκιου της, θες από περιέργεια, ρίχνει απάνω της ένα ρούχο και τον παίρνει στο κατόπι. Εκείνος βέβαια δε τη μυρίστηκε. Προχωρά και ξοπίσω του κι η Κατσικού, και με κάθε προφύλαξη. Στρίβει δεξιά εκείνος, δεξιά κι εκείνη. Γυρνά στην αριστερή γωνιά ο γέρος, στην αριστερή γωνιά κι η Κατσικού, ξέμακρη όμως, κι η ματιά, ματιά. Μπαίνει ο γέρος σ' ένα χαμόσπιτο, ναι, είναι το φτωχικό του γέρο-Παυλή. Τώρα πια η Κατσικού είναι σίγουρη. δεν τη γέλασε η νύχτα. Κάθεται σε μιά γωνιά και σκέφτεται :
- Γιατί, γιατί ; Δε το χωράει το μυαλό μου, ένας γέρος άνθρωπος κλέφτης ; Την τρώει η περιέργεια.
- Θα πάω να δω, λέει.
   Πλησιάζει, πολλές σκισμάδες κι εδώ στη πόρτα, κολλά το μάτι της σε μιά χαραμάδα και βλέπει μέσα. Θεέ μου ! Τί είναι τούτο ;! Τα εγγονάκια του...τα καημένα, μόλις άκουσαν το βήμα του γέρου, ξύπνησαν όλα μαζί κι άρχισαν τα κλάματα.
- Πεινάω..πεινάω...
- Σωπάστε πια, σωπάστε, φωνάζει ο γέρος. Νά, θα φάτε κι απόψε...
- Ψωμί, ψωμί, ξεφωνίζουν πάλι τα παιδάκια...
- Δεν έχει ψωμί, νά τώρα θ' ανάψω τη φωτιά, κάντε λίγη υπομονή παιδιά...
- Θέλω τη μάνα μου, φωνάζει τώρα το πιο μικρό...
- Η μάνα πέθανε, το αποπαίρνει το πιο μεγάλο..
- Πάει να βρει τον πατέρα, απόσωσε το μεσαίο..
- Θέλω και τη μάνα μου, και τον πατέρα μου ! Τους θέλω και τους δυό, τους θέλω ! τσιρίζει τώρα το μικρό...
- Περίμενε, παιδί μου, του λέει, τρέμοντας ο γέρος..
- Βαρέθηκα πια να περιμένω, παραπονιέται με λυγμούς το παιδί..
  Κι ο γέρος ρίχνει πάλι το κεφάλι στο στήθος, μα ούτε και να κλάψει μπορεί.
- Πεινάμε, πεινάμε...ψωμί, ψωμί παππού...
   Λίγο ακόμα νά 'βλεπε από τη χαραμάδα η κυρά-Μαλλιά και θά 'πεφτε λιγόθυμη στη γη.
- Μωρέ τ' είναι τούτο πια ;, ψιθύρισε μιά στιγμή, μισοζαλισμένη από τη μικρή κόλαση πού 'βλεπε.
- Τί κάθομαι και χαζεύω ;, απόσωσε μετά και τό 'βαλε στα πόδια σα να την κυνηγούσαν.
    Νύχτα καθώς ήταν, σκουντουφλούσε στις πέτρες, και πάλι ορμούσε στο μονοπάτι. Με τη ψυχή στα δόντια έφτασε στην αυλή της. Κλώτσησε την πόρτα και βρέθηκε στο άψε-σβήσε στο φτωχικό της, άδραξε το καρβέλι από το ντουλάπι, το πήρε παραμάσχαλα και τό 'βαλε πάλι στα πόδια.
   Έτρεχε και σκεφτόταν : ''Τούτος ο γέρος είναι ο μόνος προστάτης των παιδιών, που μέσα σ' ένα χρόνο ορφάνεψαν κι από πατέρα κι από μάνα. Πώς να τα ζήσει τώρα, πού 'ναι ο μισός στον τάφο ; Πούλησε ό,τι είχε, όλα τά 'φαγαν, και νά που αναγκάζεται να κλέψει, για να μην του πεθάνουν τα παιδιά των παιδιών του.'' Σαν υπνωτισμένη, βρέθηκε μπροστά στη σαπιόπορτα του γέρο-Παυλή. Τότε μόνο κατάλαβε πώς έφτασε κι έσκυψε στη χαραμάδα, έριξε πάλι το βλέμμα μέσα. Τα παιδιά κλαψούριζαν ακόμα κι ο γέρος, σκυμμένος στη γωνία, φυσούσε τη φωτιά. Φυσούσε ή έκλαιγε ;
Ενας λυγμός της ήρθε στα χείλη και χωρίς να σκεφτεί άλλο, άφησε το καρβέλι στης πόρτας το πεζούλι, τη χτύπησε δυνατά και τό 'βαλε στα πόδια, μην προλάβουν και τη δουν.
    Την άλλη μέρα το πρωί, μόλις ξεμύτισε με το τσούρμο της η κυρά-Μαλλιά από την αυλή της, βλέπει γυναικόκοσμο έξω στο δρόμο.
- Ο καημένος ο γέρος ! έλεγε μιά γειτόνισσα.
- Και τώρα τί θα γίνουν τα ορφανά ; έλεγε άλλη.
- Τα ορφανά ; απόσωσε μιά τρίτη, αυτά, πάνε πια...
   Κοντοστάθηκε με κακό προαίσθημα η κυρά-Μαλλιά, μιά γριούλα που την είδε της φώναξε :
- Ε, σύ κυρά ! Τις κατσίκες σου και τις κατσίκες σου ! Δεν έρχεσαι και παρά δω να ιδείς τί κάνει κι ο άλλος ο κόσμος ; 
- Τί πάθατε καλέ ; ρώτησε τώρα η Κατσικού.
- Τί πάθαμε ; Μα πού ζεις εσύ ; Νά, πέθανε ο γέρο-Παυλής...Νεκρό τον βρήκαν το πρωί στη γωνιά του. Σίμωσε η Κατσικού, σέρνοντας τα ζωντανά της.
- Πώς πέθανε ;...
- Ποιός ξέρει ;
   Κείνη την ώρα ξεπρόβαλε από τη δημοσιά μιά κοπέλα, έτρεξε κατά τη συγκέντρωση την γυναικών κι είπε :
- Τώρα μόλις έφυγε ο γιατρός από το σπίτι του γέρου. Πέθανε, λέει, από συγκοπή. Τα παιδάκια, που τα ρωτήσαμε, λένε, πως εχτές βράδυ τους πήγε η Παναγιά ψωμί να φάνε. Την είδανε, λέει, μόλις τους το άφησε στην πόρτα κι έφυγε τρεχάτη μές στη νύχτα. Από τότε έπεσε ο γέρος σε συλλόγή μεγάλη και το πρωί τον βρήκανε νεκρό.
- Ε, τον καημένο, είπε μιά γριούλα, πουλήθηκε σκλάβος για να μην του πεθάνουν τα ορφανά του..
- Μωρέ δε λυπούμαι τον πεθαμένο, είπε άλλη, τα παιδιά λυπούμαι,..Τί θα γίνουν τώρα, μόνα κι έρημα, που απόμειναν ; Ποιός θα τους δώσει ένα κομμάτι ψωμί και ποιός θα τους παρασταθεί στη ζωούλα τους ;
- Κανένας δε χάνεται σε τούτη τη γης, είπε ξερά-ξερά τώρα η κυρά-Μαλλιά. Ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο...
    Όλοι την κοίταξαν κατάματα με απορία. Μα εκείνη έκανε πως δε βλέπει. Τράβηκε κατά το καλύβι του γέρο-Παυλή, έδεσε κάπου τις κατσίκες της και μπήκε μέσα, ασπάστηκε τον νεκρό γέροντα στο μέτωπο, κι ύστερα γύρισε στα ορφανά.
- Η Παναγιά μ' έστειλε να σας πάρω κοντά μου, στο σπίτι μου. Αϊντε, πάμε παιδιά μου...
    Πήρε το πιο μικρό από το χέρι, βγήκε έξω κι ακολούθησαν ξοπίσω και τ' άλλα...
   Έλυσε τότε τις κατσίκες, τις έσυρε κι αυτές κι όλο τούτο του καραβάνι - άνθρωποι και γίδια - πέρασε μακρόσυρτο μπρός από τα παραξενεμένα βλέμματα του χωριατόκοσμου κι έφτασε στο φτωχόσπιτο εκείνο, που ως τώρα το κατοικούσαν πολλά ζωντανά κι ένας άνθρωπος...
    Γρήγορα έδεσε η γυναίκα τις κατσίκες της στην αυλή κι έμπασε τα ορφανά στο φτωχικό της. Τους έστρωσε να φάνε, τα χάϊδεψε ένα ένα σαν τα κατσικάκια στο λαιμό και βγήκε έξω να πάει τα ζωντανά της στο βοσκοτόπι τους.
   Σε λίγο γύρισε πάλι στο καλύβι, ξαναχάϊδεψε τα ορφανά στο κεφάλι και τους είπε :
- Νά το ντουλάπι παιδιά, κανένας δε θα ρωτά από δω και πέρα, ό,τι θέλετε είναι δικό σας, θ' ανοίγετε και θα το παίρνετε. Ό,τι έχω είναι δικό σας..
- Μα εγώ θέλω και τη μάνα μου, κλαύτηκε το πιο μικρό..
- Μα δε κατάλαβες, παιδί μου, είπε γλυκά η Κατσικού, πως η μάνα σου είμ' εγώ ;
- Εσύ ; απόρησε το μικρό.
- Εγώ, μα επειδή ήσουν κλαψιάρικο, με μάγεψε η κακιά μάγισσα και μ' έκανε Κατσικού. Άμα δε κλαίς, θα με ξεμαγέψει και θα γίνω πάλι όπως ήμουν !
- ''Μανούλα'', έκανε το μικρό και την αγκάλιασε τρυφερά από τη μέση. Εγώ τώρα πια θα γελάω, όλο θα  γελάω..
   Το παιδί, που τόσον καιρό είχε να νιώσει το χάδι της μάνας, το χαιρόταν τώρα. Κι λίγο-λίγο και τ' άλλα τα ορφανά, πες από ανάγκη, πες από ζήλεια, σύρθηκαν κι αυτά κοντά στην Κατσικού και μπλέχτηκαν στα χέρια της κι απόμειναν εκεί σαν απολιθωμένα...
    Κι εκείνη τα χάϊδευε και με μισόκλειστα μάτια ψιθύριζε :
- Καλό είναι το χάδι για τα ζωντανά σου Θεέ μου, μα ακόμα πιο καλό για τους ανθρώπους σου...
                    τέλος

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ--JUNGLE BOOK - GR / ελληνικά (Ολόκληρη η ταινία)



Για σας που δε θα βγείτε έξω, αφού και ο καιρός δε βοηθάει, μια υπέροχη ταινία κινουμένων σχεδίων...
Είναι η ιστορία του Μόγλη, το παιδάκι που μεγάλωσε στη ζούγκλα, με την προστασία των λύκων και των άλλων άγριων ζώων...
Σενάριο βγαλμένο από το ομώνυμο βιβλίο του Ράντγιαρ  Κίπλινγκ...
Η ταινία είναι μεταγλωττισμένη στα Ελληνικά και κατάλληλη για τους  μικρούς μας φίλους....

Εσύ που προτιμάς τη μοναξιά, πες μου αλήθεια… πώς τον έλεγαν;

  Εσύ που προτιμάς τη μοναξιά, πες μου αλήθεια… πώς τον έλεγαν; 15 Μαΐου 2024 Αυτόνομη, αυτάρκης, ανεξάρτητη. Δεν έχεις ανάγκη κανέναν, δεν ...