Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Η ΚΑΤΣΙΚΟΥ της ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΚΑΛΑΝΤΖΗ

Η ΚΑΤΣΙΚΟΥ..."Κυρά Μαλλιά ήταν τ' όνομά της, μα αν δεν την έλεγες Κατσικού, δεν την έβρισκες στο χωριό. Γιατί είχε τις πιο πολλές κατσίκες απ' όλους τους χωριανούς της και μ' αυτές περνούσε τις περισσότερές της ώρες από το χάραμα, που τις πήγαινε για βοσκή, ως το βράδυ, που τις γυρνούσε στην καλύβα τους..."



Αφιερωμένο
στο Πατέρα
και στη Μάνα μας...                    ''Η  Κ α τ σ ι κ ο ύ''

     Κυρά Μαλλιά ήταν τ' όνομά της, μα αν δεν την έλεγες Κατσικού, δεν την έβρισκες στο χωριό. Γιατί είχε τις πιο πολλές κατσίκες απ' όλους τους χωριανούς της και μ' αυτές περνούσε τις περισσότερές της ώρες από το χάραμα, που τις πήγαινε στη βοσκή, ως το βράδυ, που τις γυρνούσε στην καλύβα τους.
   Τούτη η καλύβα ήταν μιά συνέχεια στο φτωχικό της Κυρά Μαλλιάς, κι έτσι την νύχτα δε χώριζε τίποτα τη Κατσικού από τα ζωντανά της. Άκουγε την ανάσα τους,άκουγαν την ανάσα της και σαν τύχαινε νά 'χει κανένα βραχνά στον ύπνο της, οι γίδες τό 'νιωθαν και βάζαν όλες μαζί τις φωνές και την ξυπνούσαν ! Σηκωνόταν τότε εκείνη επάνω και τις χάϊδευε μιά-μιά και τους μιλούσε τρυφερά. Κι αυτές, σα να το καταλάβαιναν όλα τούτα τα χάδια της κυράς τους, τη γλείφανε ήρεμα, άλλη στα χέρια, άλλη στα πόδια...
 - Τί σου είναι αλήθεια τούτα τα ζωντανά ! σκεφτόταν τότε. Ένα χάδι τους χαρίζεις και σου γλείφουνε χέρια και πόδια..Πώς να μην τ' αγαπάς ;
    Κάθε πρωί νά σου την λοιπόν η Κατσικού στο πόδι. Έσερνε μαζί της ένα σωρό σκοινιά, σαν τη σαρανταποδαρούσα κι οι κατσίκες της τριγύρω, τρελλές για βοσκή΄, την τραβούσανε να τις πάει μιά ώρα πιο γρήγορα στο βοσκοτόπι τους.
- Ήσυχα. βρε παιδιά...ήσυχα λέω...Έ, συ Λουλούδω, μη βιάζεσαι ! Έ, η Ρούσα, θα με ρίξεις χάμω..Έ, η Φλώρα, πάψε πια τις τρέλλες..!
    Μα οι κατσίκες τραβούσαν, πηδούσαν, ώσπου πήγαινε κι έδενε την κάθε μία στο βοσκοτόπι της. Τάκα-τούκου, τάκα-τούκου, χτυπούσε η Κατσικού δυνατά το ξυλοπάλουκο, και σαν τέλειωνε, αποχαιρετούσε το ζωντανό μ' ένα χάδι στο λαιμό.
- Άϊντε, καλό βόσκημα, Λουλούδω μου.
    Η Λουλούδω με τα σκουλαρίκια, κουνούσε πάνω-κάτω παιγνιδιάρικατο κεφάλι της, σαν νά 'θελε να πει ''στο καλό, και μην ξεχάσεις να ξανάρθεις να με ξεδέσεις !''
   Πήγαινε τώρα η κυρά-Μαλλιά στην καστανόχρωμη τη Ρούσα. Τάκα-τούκα, τάκα-τούκα, κάρφωνε κι εδώ. Σήκωνε τότε το ζωντανό το λαιμό του να δεχτεί το χάδι της.
- Άϊντε, καλό βόσκημα κι εσύ Ρούσα μου και καλήν αντάμωση.
    Το γίδι δεν είχε χέρι για να δώσει, σήκωνε όμως χαριτωμένα το δεξί του μπροστινό πόδι και το κουνούσε στον αγέρα, λες και πάσκιζε ν' αγγίξει το χέρι της αφεντικίνας του.
- Καλά, καλά, να λείπουν οι χαιρετούρες, μάλωνε εκείνη, και πήγαινε πιο πέρα να δέσει τη κάτασπρη τη Φλώρα.
   Η Φλώρα κοντοστέκονταν σαν άνθρωπος πλάϊ και την παρακολουθούσε, που κάρφωνε το ξυλοπάλουκο στη γη.
- Μη στενοχωριέσαι, Φλώρα μου, και γρήγορα θα ξανάρθω να σε ξεδέσω.  Βλέπεις μας κυνηγάνε οι δουλειές, το παλάτι μας περιμένει, το τσουκάλι στη φωτιά διψά, κι αν δε το ποτίσω, δε θα με χορτάσει. Άϊντε, καλό βόσκημα, κόρη μου...
    Το ζωντανό δεχόταν το χάδι της κυράς του και με τ' ακρόγλωσσό του έγλειφε τα χέρια του ανθρώπου, που κόπιαζαν τόσο για ένα κατσίκι. Μα δεν έγλειφε η Φλώρα, φιλούσε..γιατί τα ζωντανά και τα μωρουδέλια μη μπορώντας να φιλήσουνε, γλείφουν.
   Έφευγε λοιπόν κι από δω η κυρά-Μαλλιά και πήγαινε στ' άλλα γίδια. Τά 'δενε ξέχωρα κι αυτά και κινούσε για το φτωχικό της. Τότε όλες μαζί οι κατσίκες βαρούσανε συνεγερμό.
- Μπέ, μπέ, μπέ...
   Κι όλο το χωριό εκείνη την ώρα είχε να το λέει :
- Οι κατσίκες της κυρά-Μαλλιάς την αποχαιρετούν..!
    Η καημένη η γυναίκα, στο σπίτι που γυρνούσε, όλο μπελάδες έβρισκε. Μόλις έμπαινε στην αυλή, το κοτέτσι σηκωνόταν στο πόδι, όλες μαζί οι κότες φτεροκοπούσαν ανήσυχες, κακάριζαν, τσιμπιόντουσαν, ποιά να πάρει την πρώτη θέση στη πορτούλα μπρός.
- Ήσυχα βρε, ήσυχα, μην κάνετε έτσι, και καμιά σας δε θα μείνει νηστικιά..!
   Έτοιμο τό 'χε αποβραδίς το φαγητό τους, έμπαινε λοιπόν στο σπίτι και ξανάβγαινε με τον τενεκέ γιομάτο πίτουρα και καλαμπόκι.
- Νά κοκό, η λαθουριά, νά πλί-πλί η σκουφωτή, νά κί-κί η χιονάτη...νά η βαβάλα, νά η γυμνοπόδα, νά κι η μαλλοπόδα...
    Όλες τις φώναζε με τ' όνομά τους, κι όλες τις κανάκευε κι από ένα χάδι. και κείνες κοντοκάθιζαν - ήρεμες καθώς ήτανε - να νιώσουν το χάδι στη ράχη τους. Οι πουλάδες πάλι πηδούσαν στην πλάτη και στα χέρια της, και μερικά τρελλά κοκόρια ανέβαιναν στο κεφάλι της και την τσιμπούσαν καλόβολα δώθε-κείθε. Εκείνη όμως τη δουλειά της, άλλαζε το νερό της ποτίστρας, πήγαινε στις φωλιές, μάζευε τ' αυγά και με τη ποδιά γιομάτη, έμπαινε στο σπιτικό της. Έριχνε νερό στο τσουκάλι, δυνάμωνε τη φωτιά και γρήγορα-γρήγορα πήγαινε στο μπακάλη. Σε λίγην ώρα γυρνούσε με τα ψώνια της. Έδινε πράμα, έπαιρνε πράμα, για κείνη και τα ζωντανά της...
    Κι ο ήλιος, στο μεταξύ, τη δουλειά του κι αυτός. Ανηφορούσε αδιάφορος, βοσκούσε μεσουρανίς, μα η κυρά-Μαλλιά πού να σταθεί να ξαποστάσει ! Έριχνε πάλι λίγο νερό στο τσουκάλι, δοκίμαζε το φαγητό, τ' ανακάτευε λίγο και γυρνούσε ξανά στις κόρες της...
- Μπέ, μπέ, μπέ...βαρούσαν πάλι όλες μαζί συναγερμό, μόλις ξεπρόβαλλε εκείνη από το φρύδι του μονοπατιού, και το χωριό όλο, τόχε να το λέει πάλι :
- Μωρέ παιδιά, η Κατσικού ξεδένει τις κατσίκες της τώρα !
   Κι όταν τις ξέδενε κι έφευγε, ο κόσμος χαλούσε πάλι απ' τις κατσικοφωνές. Και το χωριό έλεγε :
- Την αποχαιρετούν πάλι..!
    Αυτή λοιπόν ήταν η ζωή τούτης της χήρας με τις τετράποδες θυγατέρες της. Από τότε που πέθανε ο μακαρίτης και την άφησε μόνη κι έρημη, πώς αλλιώς νά 'κανε η δύστυχη για να ζήσει και να ξεγελάσει και τη μοναξιά της ;!Πήρε το πρώτο της κατσίκι, τη Λουλούδω. Σ' ένα χρόνο η Λουλούδω γέννησε τη Ρούσα και δυό αρσενικά, και τ' αρσενικά τά 'λλαξε η κυρά-Μαλλιά και πήρε τη Φλώρα τη λευκή. Την άλλη χρονιά οι κατσίκες γέννησαν πάλι, τ' αρσενικά τά 'δινε και τα θηλυκά τα κρατούσε κι έτσι η φαμίλια πλήθαινε. Κι η λάτρα, όλο και γινόταν και περισσότερη, κι η κυρά-Μαλλιά γκρίνιαζε πως δε θα κρατήσει πια άλλο κατσίκι. Μα δε βαρυέσαι. Μόλις γεννούσαν οι προκομένες της και τά 'πιανε η καλή σου σα μωρουδέλια πάλι ένα-ένα στην αγκαλιά, άλλαζε πάλι γνώμη. Και τα κρατούσε κι αυτά..Κι η Κατσικού δεν πρόφταινε - από την πολλή δουλειά - ούτε να χτενιστεί ούτε να συγυριστεί σαν άνθρωπος κι αυτή. Και πες η πικρή χηρεία, πες η τυφλή αφοσίωση στα ζωντανά της, ήρθε και στράγγιξε η καημένη, και τα ρούχα της κρεμόντουσαν πια σαν πένθιμες σημαίες...
    Κάθε βράδυ που μάζευε τις θυγατέρες της και γιόμιζε ο κόρφος της παλούκια και σκοινιά, έμοιαζε με μασκαράτα, σαν γαϊτανάκι. Και καθώς οι κατσίκες πιλαλούσαν χαρούμενες τριγύρω της, η πλαγιά αντιλαλούσε από το ποδοβολητό και τις φωνές. Και το χωριό την είχε κάνει την κυρά-Μαλλιά ρολόϊ του :
- Άϊντε, παιδιά, και νυχτώνει..!
   Η Κατσικού γυρνά λοιπόν με τη φαμίλια της στο φτωχικό της. Σα φάντασμα χάνεται μέσα στο ηλιοβασίλεμα κι ο άνεμος τη δέρνει. Βιάζεται, βλέπεις, να τη σπρώξει μιάν ώρα αρχύτερα, ώσπου να την ρουφήξει η νύχτα. Κι όταν οι χωριανοί πλαγιάζουν, η Κατσικού ξαγρυπνά και βάζει το γάλα στη φωτιά. Άλλο θα το πήξει γιαούρτι, άλλο θα το  φτιάξει βούτυρο κι άλλο τυρί. Κι όταν οι κοκόροι λαλούνε μεσάνυχτα πια, η Κατσικού γέρνει στη γωνιά της. Ακουμπά στό 'να χέρι και σκέφτεται, σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που δε μπορούνε πια να ταξιδέψουν αληθινά κι αρμενίζουν φανταστικά :
- Μωρέ τί σου είναι η ζωή ; Πώς ήμουνα μία φορά κι έναν καιρό, που λενε και τα παραμύθια ! Πώς άλλαξα ! Πώς έγινα ! Και τί θα γινόμουνα αν δεν είχα τούτα τα ζωντανά ;!
   Κι έτσι σιγά-σιγά την παίρνει ο ύπνος. Όμως τώρα τελευταία, έχει γίνει πολύ ανήσυχη. Στήνει τ' αυτί, αφουγκράζεται το σφύριγμα του αγέρα, το γαύγισμα των σκυλιών, το τρίξιμο της μαντρόπορτας. Κάθε νύχτα. Το νου της πιο πολύ τον έχει στο κοτέτσι, όχι πως φοβάται τις αλεπούδες. Τους ανθρώπους φοβάται. Γιατί μέρα με τη μέρα, χάνεται κι ένα πουλερικό. Ξέρει εκείνη. Κάποιος της ανοίγει το κοτέτσι, μα πώς τη ξεγελάει όμως ; Ε, σίγουρα θα γίνεται τούτη την ώρα. Ναι, με βρήκανε μόνη κι απροστάτευτη, σκέφτεται, και με κλέβουν. Έτσι που πάμε, δε θα μείνει τίποτα. Μα όχι ! Δε θ' αφήσω εγώ να πάει χαμένο το έχει μου, η μαγκούρα θα με σώσει. Όμως πρέπει να δω πρώτα, πρέπει να παραφυλάξω, όλη νύχτα, και σβήνει το λυχνάρι της. Και σφίγγεται μές στο σκοτάδι, κι η ώρα περνά...
    Όπου νά ! Έτριξε παραπονεμένα η πόρτα της αυλής. Άνοιξε κι έκλεισε ξανά...
   Βάζει η Κατσικού το μάτι σε μιά χαραμάδα και βλέπει. Ένας σκυφτός άνθρωπος, νάτος, ζυγώνει τρικλίζοντας το κοτέτσι, δεν είναι μεθυσμένος, γέρος είναι, κοιτάζει γύρω του κι είναι σίγουρος πως δεν τον βλέπει κανείς. Ανοίγει τα χέρια του και κοιτάζει τον ουρανό. Σκύβει πάλι, ψαχουλεύει την πόρτα του κοτετσιού, την ανοίγει..Μπαίνει μέσα, κι ως τώρα η Κατσικού μόνο τις πλάτες του βλέπει. Σε λίγο, που ο γέρος θα γυρίσει με το κοτόπουλο στο χέρι, θα τον δει και στο πρόσωπο. Νάτος πάλι, έστριψε και σκύβει, σφίγγει στα χέρια του το λαιμό του ζωντανού, τόπνιξε για να μη φωνάξει και τον προδώσει. Τώρα ο σκυφτός περνά, το φως από τ' άστρα μαχαιρώνει το πρόσωπό του και φαίνεται σα να κλαίει. Ω, Θεέ μου ! Τον γνώρισε η κυρά-Μαλλιά ! Είναι ο γέρο-Παυλής ! Ναι, ναι ! Αυτός είναι..Μα πώς ;! Γίνεται ποτέ νά 'ναι κλέφτης ο γερο-Παυλής, αυτός ο κατάκαλος γεροντάκος, ο άγιος άνθρωπος ;! Όχι, όχι. Δεν θά ΄ναι αυτός, σκέφτεται πάλι η κυρά-Μαλλιά. Η νύχτα θα με γέλασε, άλλος θά ΄ναι, να ξαναδώ. Να σιγουρέψω το μυαλό μου. Μπα, σε καλό μου..τώρα ο..κλέφτης φεύγει.
    Θες από διαφέντεμα του δίκιου της, θες από περιέργεια, ρίχνει απάνω της ένα ρούχο και τον παίρνει στο κατόπι. Εκείνος βέβαια δε τη μυρίστηκε. Προχωρά και ξοπίσω του κι η Κατσικού, και με κάθε προφύλαξη. Στρίβει δεξιά εκείνος, δεξιά κι εκείνη. Γυρνά στην αριστερή γωνιά ο γέρος, στην αριστερή γωνιά κι η Κατσικού, ξέμακρη όμως, κι η ματιά, ματιά. Μπαίνει ο γέρος σ' ένα χαμόσπιτο, ναι, είναι το φτωχικό του γέρο-Παυλή. Τώρα πια η Κατσικού είναι σίγουρη. δεν τη γέλασε η νύχτα. Κάθεται σε μιά γωνιά και σκέφτεται :
- Γιατί, γιατί ; Δε το χωράει το μυαλό μου, ένας γέρος άνθρωπος κλέφτης ; Την τρώει η περιέργεια.
- Θα πάω να δω, λέει.
   Πλησιάζει, πολλές σκισμάδες κι εδώ στη πόρτα, κολλά το μάτι της σε μιά χαραμάδα και βλέπει μέσα. Θεέ μου ! Τί είναι τούτο ;! Τα εγγονάκια του...τα καημένα, μόλις άκουσαν το βήμα του γέρου, ξύπνησαν όλα μαζί κι άρχισαν τα κλάματα.
- Πεινάω..πεινάω...
- Σωπάστε πια, σωπάστε, φωνάζει ο γέρος. Νά, θα φάτε κι απόψε...
- Ψωμί, ψωμί, ξεφωνίζουν πάλι τα παιδάκια...
- Δεν έχει ψωμί, νά τώρα θ' ανάψω τη φωτιά, κάντε λίγη υπομονή παιδιά...
- Θέλω τη μάνα μου, φωνάζει τώρα το πιο μικρό...
- Η μάνα πέθανε, το αποπαίρνει το πιο μεγάλο..
- Πάει να βρει τον πατέρα, απόσωσε το μεσαίο..
- Θέλω και τη μάνα μου, και τον πατέρα μου ! Τους θέλω και τους δυό, τους θέλω ! τσιρίζει τώρα το μικρό...
- Περίμενε, παιδί μου, του λέει, τρέμοντας ο γέρος..
- Βαρέθηκα πια να περιμένω, παραπονιέται με λυγμούς το παιδί..
  Κι ο γέρος ρίχνει πάλι το κεφάλι στο στήθος, μα ούτε και να κλάψει μπορεί.
- Πεινάμε, πεινάμε...ψωμί, ψωμί παππού...
   Λίγο ακόμα νά 'βλεπε από τη χαραμάδα η κυρά-Μαλλιά και θά 'πεφτε λιγόθυμη στη γη.
- Μωρέ τ' είναι τούτο πια ;, ψιθύρισε μιά στιγμή, μισοζαλισμένη από τη μικρή κόλαση πού 'βλεπε.
- Τί κάθομαι και χαζεύω ;, απόσωσε μετά και τό 'βαλε στα πόδια σα να την κυνηγούσαν.
    Νύχτα καθώς ήταν, σκουντουφλούσε στις πέτρες, και πάλι ορμούσε στο μονοπάτι. Με τη ψυχή στα δόντια έφτασε στην αυλή της. Κλώτσησε την πόρτα και βρέθηκε στο άψε-σβήσε στο φτωχικό της, άδραξε το καρβέλι από το ντουλάπι, το πήρε παραμάσχαλα και τό 'βαλε πάλι στα πόδια.
   Έτρεχε και σκεφτόταν : ''Τούτος ο γέρος είναι ο μόνος προστάτης των παιδιών, που μέσα σ' ένα χρόνο ορφάνεψαν κι από πατέρα κι από μάνα. Πώς να τα ζήσει τώρα, πού 'ναι ο μισός στον τάφο ; Πούλησε ό,τι είχε, όλα τά 'φαγαν, και νά που αναγκάζεται να κλέψει, για να μην του πεθάνουν τα παιδιά των παιδιών του.'' Σαν υπνωτισμένη, βρέθηκε μπροστά στη σαπιόπορτα του γέρο-Παυλή. Τότε μόνο κατάλαβε πώς έφτασε κι έσκυψε στη χαραμάδα, έριξε πάλι το βλέμμα μέσα. Τα παιδιά κλαψούριζαν ακόμα κι ο γέρος, σκυμμένος στη γωνία, φυσούσε τη φωτιά. Φυσούσε ή έκλαιγε ;
Ενας λυγμός της ήρθε στα χείλη και χωρίς να σκεφτεί άλλο, άφησε το καρβέλι στης πόρτας το πεζούλι, τη χτύπησε δυνατά και τό 'βαλε στα πόδια, μην προλάβουν και τη δουν.
    Την άλλη μέρα το πρωί, μόλις ξεμύτισε με το τσούρμο της η κυρά-Μαλλιά από την αυλή της, βλέπει γυναικόκοσμο έξω στο δρόμο.
- Ο καημένος ο γέρος ! έλεγε μιά γειτόνισσα.
- Και τώρα τί θα γίνουν τα ορφανά ; έλεγε άλλη.
- Τα ορφανά ; απόσωσε μιά τρίτη, αυτά, πάνε πια...
   Κοντοστάθηκε με κακό προαίσθημα η κυρά-Μαλλιά, μιά γριούλα που την είδε της φώναξε :
- Ε, σύ κυρά ! Τις κατσίκες σου και τις κατσίκες σου ! Δεν έρχεσαι και παρά δω να ιδείς τί κάνει κι ο άλλος ο κόσμος ; 
- Τί πάθατε καλέ ; ρώτησε τώρα η Κατσικού.
- Τί πάθαμε ; Μα πού ζεις εσύ ; Νά, πέθανε ο γέρο-Παυλής...Νεκρό τον βρήκαν το πρωί στη γωνιά του. Σίμωσε η Κατσικού, σέρνοντας τα ζωντανά της.
- Πώς πέθανε ;...
- Ποιός ξέρει ;
   Κείνη την ώρα ξεπρόβαλε από τη δημοσιά μιά κοπέλα, έτρεξε κατά τη συγκέντρωση την γυναικών κι είπε :
- Τώρα μόλις έφυγε ο γιατρός από το σπίτι του γέρου. Πέθανε, λέει, από συγκοπή. Τα παιδάκια, που τα ρωτήσαμε, λένε, πως εχτές βράδυ τους πήγε η Παναγιά ψωμί να φάνε. Την είδανε, λέει, μόλις τους το άφησε στην πόρτα κι έφυγε τρεχάτη μές στη νύχτα. Από τότε έπεσε ο γέρος σε συλλόγή μεγάλη και το πρωί τον βρήκανε νεκρό.
- Ε, τον καημένο, είπε μιά γριούλα, πουλήθηκε σκλάβος για να μην του πεθάνουν τα ορφανά του..
- Μωρέ δε λυπούμαι τον πεθαμένο, είπε άλλη, τα παιδιά λυπούμαι,..Τί θα γίνουν τώρα, μόνα κι έρημα, που απόμειναν ; Ποιός θα τους δώσει ένα κομμάτι ψωμί και ποιός θα τους παρασταθεί στη ζωούλα τους ;
- Κανένας δε χάνεται σε τούτη τη γης, είπε ξερά-ξερά τώρα η κυρά-Μαλλιά. Ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο...
    Όλοι την κοίταξαν κατάματα με απορία. Μα εκείνη έκανε πως δε βλέπει. Τράβηκε κατά το καλύβι του γέρο-Παυλή, έδεσε κάπου τις κατσίκες της και μπήκε μέσα, ασπάστηκε τον νεκρό γέροντα στο μέτωπο, κι ύστερα γύρισε στα ορφανά.
- Η Παναγιά μ' έστειλε να σας πάρω κοντά μου, στο σπίτι μου. Αϊντε, πάμε παιδιά μου...
    Πήρε το πιο μικρό από το χέρι, βγήκε έξω κι ακολούθησαν ξοπίσω και τ' άλλα...
   Έλυσε τότε τις κατσίκες, τις έσυρε κι αυτές κι όλο τούτο του καραβάνι - άνθρωποι και γίδια - πέρασε μακρόσυρτο μπρός από τα παραξενεμένα βλέμματα του χωριατόκοσμου κι έφτασε στο φτωχόσπιτο εκείνο, που ως τώρα το κατοικούσαν πολλά ζωντανά κι ένας άνθρωπος...
    Γρήγορα έδεσε η γυναίκα τις κατσίκες της στην αυλή κι έμπασε τα ορφανά στο φτωχικό της. Τους έστρωσε να φάνε, τα χάϊδεψε ένα ένα σαν τα κατσικάκια στο λαιμό και βγήκε έξω να πάει τα ζωντανά της στο βοσκοτόπι τους.
   Σε λίγο γύρισε πάλι στο καλύβι, ξαναχάϊδεψε τα ορφανά στο κεφάλι και τους είπε :
- Νά το ντουλάπι παιδιά, κανένας δε θα ρωτά από δω και πέρα, ό,τι θέλετε είναι δικό σας, θ' ανοίγετε και θα το παίρνετε. Ό,τι έχω είναι δικό σας..
- Μα εγώ θέλω και τη μάνα μου, κλαύτηκε το πιο μικρό..
- Μα δε κατάλαβες, παιδί μου, είπε γλυκά η Κατσικού, πως η μάνα σου είμ' εγώ ;
- Εσύ ; απόρησε το μικρό.
- Εγώ, μα επειδή ήσουν κλαψιάρικο, με μάγεψε η κακιά μάγισσα και μ' έκανε Κατσικού. Άμα δε κλαίς, θα με ξεμαγέψει και θα γίνω πάλι όπως ήμουν !
- ''Μανούλα'', έκανε το μικρό και την αγκάλιασε τρυφερά από τη μέση. Εγώ τώρα πια θα γελάω, όλο θα  γελάω..
   Το παιδί, που τόσον καιρό είχε να νιώσει το χάδι της μάνας, το χαιρόταν τώρα. Κι λίγο-λίγο και τ' άλλα τα ορφανά, πες από ανάγκη, πες από ζήλεια, σύρθηκαν κι αυτά κοντά στην Κατσικού και μπλέχτηκαν στα χέρια της κι απόμειναν εκεί σαν απολιθωμένα...
    Κι εκείνη τα χάϊδευε και με μισόκλειστα μάτια ψιθύριζε :
- Καλό είναι το χάδι για τα ζωντανά σου Θεέ μου, μα ακόμα πιο καλό για τους ανθρώπους σου...
                    τέλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χρυσές Συνταγές Χρυσές Συνταγές Πάω για τρίτη δόση! Κουραμπιέδες λαδιού που λιώνουν στο στόμα!

Χρυσές Συνταγές Πάω για τρίτη δόση! Κουραμπιέδες λαδιού που λιώνουν στο στόμα! Published   13 ώρες ago   on   23 Νοεμβρίου, 2024 By   Χρυσές...