Εδώ και λίγο καιρό, το ιστολόγιο παρουσιάζει, τις Παρασκευές, μια μικρή σειρά πέντε άρθρων με γελοιογραφίες του Μποστ που δημοσιεύτηκαν τους πρώτους μήνες του 1959 στο περιοδικό Ταχυδρόμος, υποτίθεται ως εικονογράφηση του εύθυμου αφηγήματος «Σταυροφορίες» του Νικ. Τσιφόρου που δημοσιευόταν σε συνέχειες στο περιοδικό.
Λέω «υποτίθεται», επειδή, όπως είπα και στο πρώτο άρθρο, τα σκίτσα του Μποστ αυτονομούνται, στην αρχή δειλά και στη συνέχεια απροκάλυπτα. Κάποια από αυτά τα σκίτσα έχουν στόχο τους Άγγλους και με τα σημερινά κριτήρια μπορεί και να τα λέγαμε ομοφοβικά. Να θυμόμαστε ότι το 1959, με τη συμφωνία της Ζυρίχης στην επικαιρότητα, το αντιαγγλικό αίσθημα στην Ελλάδα ήταν έντονο.
Το πρώτο από τα σημερινά σκίτσα δημοσιεύτηκε στον Ταχυδρόμο στις 11 Απριλίου 1959. Και σε αυτό παρουσιάζεται μια γάτα, όπως στα προηγούμενα, αλλά μάλλον σε διακοσμητικό ρόλο.
Το σκίτσο δεν ασχολείται βέβαια με τις Σταυροφορίες αλλά με ένα γεγονός της επικαιρότητας, τους γάμους του διαδόχου του ιαπωνικού θρόνου, του Ακιχίτο, με τη Μιτσούκο Σόντα. Κατά σύμπτωση, πριν από μερικές μέρες ο Ακιχίτο παραιτήθηκε αφήνοντας τον θρόνο στον γιο του, ύστερα από τριάντα χρόνια βασιλείας (1989-2019).
Τα λογοπαίγνια ξεκινούν φυσικά από τον τίτλο του σκίτσου (Η άπονος – Ιάπωνος) ενώ στον μονόλογο της γάτας ο Μποστ παίζει με τις ομοιοκαταληξίες σε -ίτο, δίνει όμως και το καταπληκτικό λογοπαίγνιο «ο χιροχιτών» όπως και την ομόηχη ρίμα «ο χιτών – των χιτών».
Άλλου είδους λογοπαίγνια στο κείμενο της μπορντούρας:
Έχει η Μιτσίκο Σόντα – τα κατάλληλα προσόντα
κι έτσι η τυχερή Μιτσίκο – μπαίνει στο βασιλικό τον οίκο
μέσα δε στας αρετάς της – και τη γλώσσα της προσέχει
μύλον έχει ο μπαμπάς της – μα αυτή μιλιά δεν έχει
Τα μάτια της είναι λοξά – τύπος Ιαπωνίας
κι έχουν την κλίση τη λοξή – του κρουνού της Ομονοίας
Και διά τας φίλας που την καλωσόριζαν
δίδει εις τα ανάκτορα διαταγήν να βράσουν όρυζαν.
Ο κύριος Σόντα, ο μπαμπάς της Μιτσίκο, δεν είχε απλώς μύλο αλλά μεγάλη αλευροβιομηχανία. Και, όπως και σε άλλα σκίτσα της εποχής, ο Μποστ δεν χάνει την ευκαιρία να αναφερθεί στο λοξό σιντριβάνι της Ομόνοιας.
Το δεύτερο σκίτσο δημοσιεύτηκε στον Ταχυδρόμο στις 18 Απριλίου και σε αυτό βρίσκουμε πάλι τη γάτα, ενώ επανέρχονται και οι Άγγλοι σταυροφόροι που είδαμε σε προηγούμενα σκίτσα:
Tο σκίτσο ίσως να το λέγαμε ομοφοβικό σήμερα, με τα τροφαντά οπίσθια των αιχμαλώτων και την πολύ αστεία παρωδία του «Πώς τον λεν τον ποταμό». Ομολογώ όμως ότι, αν και έψαξα (όχι πολύ) δεν βρήκα σε τι παραπέμπουν οι συνεχείς αναφορές στον παστουρμά και στην Καισάρεια, που συνεχίζονται και στο επόμενο σκίτσο. Ο Μπορίς Παστερνάκ είχε βέβαια τιμηθεί το 1958 με το βραβείο Νόμπελ, αλλά ούτε αυτός βρισκόταν ιδιαίτερα στην επικαιρότητα τον Απρίλιο του 1959.
Ίσως η συλλογική σας σοφία βοηθήσει να ξεδιαλύνουμε το μυστήριο του παστουρμά.
Ο Αθανάσιος Ρουσσόπουλος, που αναφέρεται, ήταν καθηγητής του ΕΜΠ και βρισκόταν συχνά στην επικαιρότητα με τα μεγάλα έργα της Αθήνας -αργότερα βγήκε βουλευτής με την ΕΚ και το 1965 ήταν από τους αποστάτες.
Να βάλουμε και το κείμενο της μπορντούρας:
Μέσα σε τόσους διγενείς – πού να βρεθεί ο Διγενής [ο Γρίβας, βέβαια]
Θα έρθουμε του είπανε και συμφωνήσαν όλοι
εάν μετά τον παστουρμά μάς δείξεις και την Πόλη
Έθεσαν με άλλους λόγους ζήτημα πολιτικόν
Από ψηλά το θέαμα είναι μαγευτικόν
Εδέχθη ο δόκτωρ πάραυτα κι είπε αμέσως Ναι
και ήρχισαν αμφότεροι έναν γλυκύ αμανέ
«Καλύτερος ο θάνατος παρά ο χωρισμός
η εύρεσις του παστουρμά είναι βαρύς καημός».
Ξαναλέω πως δεν μπορώ να ξεδιαλύνω με βεβαιότητα τις αναφορές.
Το τρίτο σκίτσο, που δημοσιεύτηκε στις 25 Απριλίου 1959, παρουσιάζει και πάλι Άγγλους σταυροφόρους με καβαφικούς τόνους:
Ο τίτλος φυσικά παραπέμπει στο ποίημα του Ελύτη (…της Αλβανίας) αλλά το κείμενο της μπορντούρας έχει καβαφικές αναφορές.
Ήτον εύμορφος ο Οθωμανίδης (1)
και τον έγραψα να μιλήσωμεν διά τους Αλεξανδρινούς ποιητάς
και ο άθλιος, χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ (2)
μας έδωσεν ραντεβού εδώ
και κρατώ κερί
για να γυρίση γρήγορα και ναν’ καλοί καιροί (3)
όμως θ΄αργήσωμεν να λάβωμεν ειδήσεις
ο βάρβαρος αυτός θα ήτο μία κάποια λύσις. (4)
Οι αναφορές:
(1) Στίχοι του νέου Τεμέθου του ερωτοπαθούς.
Με τίτλον «Ο Εμονίδης»
(2) Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
(3) Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.—
Η μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και νάν’ καλοί καιροί —
(4) Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Ας επισημάνουμε επίσης την εσκεμμένα πρωτόγονη ρίμα «ησυχίαν- ανησυχίαν» που πότε-πότε χρησιμοποιούσε ο Μποστ, καθώς και τον γενικομανή σχηματισμό «φοβούμαι των αγρίων θηρίων».
Το τελευταίο σημερινό σκίτσο, με το οποίο ολοκληρώνεται η μικρή σειρά των άρθρων μας, δημοσιεύτηκε στις 2 Μαΐου 1959 και έχει τη μορφή χάρτη:
Και εδώ η Καισάρεια φιγουράρει σε περίοπτη θέση, οπως και ο παστουρμάς, και πολύ με εκνευρίζει που δεν μπορώ να εξηγήσω τον υπαινιγμό.
Θα προσέξατε επίσης τα τόξα που δείχνουν προς τη Μάλτα, προς όλες τις κατευθύνσεις -σαφης υπαινιγμός στο «Μάλτα γιοκ» που υποτίθεται ότι αναφώνησε ο Οθωμανός ναύαρχος όταν δεν κατάφερε να βρει τη Μάλτα. (Βέβαια, τη Μάλτα τη βρήκαν οι Οθωμανοί, αλλά δεν κατάφεραν να την κυριέψουν αν και την πολιόρκησαν και έδωσαν σκληρές μάχες).
Μετά το σκίτσο αυτό ακολούθησε μια ανάπαυλα περίπου ενός μηνός και από τον Ιούνιο του 1959 ο Μποστ αποκτά πλέον δική του αυτόνομη γελοιογραφική στήλη, με τον γενικό τίτλο Το μποστάνι του Μποστ. Πολλά από τα σκίτσα αυτά τα έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο και ίσως δούμε και άλλα στο μέλλον.
https://sarantakos.wordpress.com/