Η ΑΛΛΗ ΓΚΡΕΪΣ |
Το μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Άτγουντ (Margaret Atwood) ‘Η Άλλη Γκρέις’ βασίζεται σε μια ιστορία που διαδραματίστηκε το 1843 και η οποία απασχόλησε το κοινό για πολλά χρόνια. Η Γκρέις Μαρκς είχε καταδικαστεί σε ηλικία 16 ετών για τη συμμετοχή της στις δολοφονίες του εργοδότη της Τόμας Κίνιαρ και της οικονόμου και ερωμένης του, Νάνσι Μοντγκόμερι. Ο συνεργός της στα εγκλήματα αυτά, Τζέιμς ΜακΝτέρμοτ, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε ενώ η Γκρέις φυλακίστηκε για σχεδόν 30 χρόνια. Η Γκρέις όμως δεν πέρασε στην ιστορία με τη βεβαιότητα της δολοφόνου ή της συνεργού. «Ο στάσεις απέναντί της αντανακλούσαν την αμφιθυμία της εποχής ως προς τη φύση των γυναικών : ήταν η Γκρέις μια δαιμόνισσα και ξελογιάστρα, η υποκινήτρια του εγκλήματος και η πραγματική δολοφόνος της Νάνσι Μοντγκόμερι, ή ήταν ένα απρόθυμο θύμα, εξαναγκασμένο να σωπάσει για το κρίμα εξαιτίας των απειλών του Μακ Ντέρμοτ και του φόβου για την ίδια της τη ζωή;» γράφει η συγγραφέας στον επίλογο του βιβλίου.
Η Μάργκαρετ Άτγουντ συνάντησε αυτή την ιστορία στο βιβλίο της Σουζάνα Μούντι ‘Η ζωή στα ξέφωτα’ γραμμένο το 1853. Η Μούντι είχε επισκεφθεί το σωφρονιστήριο και το φρενοκομείο στο οποίο είχε κλειστεί η περιβόητη φόνισσα και παρότι στο βιβλίο της καταφεύγει σε μελοδραματισμούς και υπερβολές καταγράφει εντούτοις μια ιστορία η οποία θα μπορούσε να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους. «[...] Ο λόγος που έγραψα ένα βιβλίο γι’ αυτό το θέμα είναι πως, αν ήξερα αν το έκανε ή όχι, δε θα είχε ούτε το μισό ενδιαφέρον. Είναι αυτός ο τρόπος που η Γκρέις πρόσφερε μια άδεια οθόνη, όπου ο καθένας μπορούσε να προβάλει τις δικές του απόψεις, πράγμα το οποίο και έκαναν.» Απόσπασμα από συνέντευξη της Μ. Ατγουντ στο Hollywood Reporter
Η ιστορία του βιβλίου ‘Η άλλη Γκρέις’ ξεκινά 8 χρόνια μετά την καταδίκη της Γκρέις. Η ηρωίδα βρίσκεται φυλακισμένη στο σωφρονιστήριο του Κίνγκστον στον Καναδά απ’ όπου βγαίνει με τη συνοδεία φυλάκων για να εργαστεί ως υπηρέτρια στο σπίτι του διευθυντή των φυλακών. Το αξιομνημόνευτο παρουσιαστικό της, η άψογη συμπεριφορά της και η εργατικότητά της σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ίδια ισχυρίζεται ότι δεν θυμάται τίποτα από τα γεγονότα, παρακινούν μια τοπική ομάδα μεθοδιστών, στην οποία μετέχει η σύζυγος του διευθυντή των φυλακών και ένας ιερέας, να αναζητήσουν βοήθεια από έναν γιατρό που ασχολείται με την ψυχική υγεία, προκειμένου να αποδείξουν την αθωότητά της και να της χαρίσουν την ελευθερία της.
«Συλλογιέμαι όλα όσα έχουν γραφτεί για μένα – ότι είμαι μια απάνθρωπη δαιμόνισσα, ότι είμαι το αθώο θύμα ενός αλήτη που εξαναγκάστηκε να ενεργήσει ενάντια στη θέλησή του και με κίνδυνο της ζωής μου, ότι ήμουν υπερβολικά αδαής για να ξέρω πώς θα δράσω κι ότι το να με κρεμάσουν θα συνιστούσε δικαστικό φόνο, ότι αγαπώ τα ζώα, ότι είμαι πανέμορφη με ολόλαμπρο δέρμα, ότι έχω γαλάζια μάτια, ότι έχω πράσινα μάτια, ότι έχω κοκκινοκάστανα καθώς και καστανά μαλλιά, ότι είμαι ψηλή καθώς επίσης κι ότι είμαι μετρίου αναστήματος, ότι είμαι κομψά και ευπρεπώς ντυμένη, ότι λήστεψα μια νεκρή γυναίκα για να φτιασιδωθώ κατ’ αυτόν τον τρόπο, ότι είμαι γρήγορη και ξύπνια στη δουλειά μου, ότι είμαι κατηφής κι οξύθυμη, ότι έχω την εμφάνιση ατόμου ανώτερου της ταπεινής καταγωγής μου, ότι είμαι καλό κορίτσι με ευεπηρέαστη φύση κι ότι δε λέγεται κακός λόγος για μένα, ότι είμαι επιτήδεια και πανούργα, ότι είμαι ελαφρόμυαλη και λίγο εξυπνότερη από κρετίνο. Κι εγώ αναρωτιέμαι, πώς γίνεται να είμαι όλα αυτά τα πράγματα συγχρόνως;»
Ο γιατρός Σάϊμον Τζόρνταν, γόνος εύπορης οικογένειας, σκοπεύει να ανοίξει ένα ινστιτούτο που θα ειδικεύεται στις ψυχικές ασθένειες και έτσι μια περίπτωση όπως αυτή της Γκρέις, με τις μεταπτώσεις των διαθέσεων και την απώλεια μνήμης, του κεντρίζει το ενδιαφέρον και δέχεται να τη διερευνήσει. Σκοπός του αρχικά είναι να κερδίσει την εμπιστοσύνη της και να την πείσει να του αφηγηθεί όλη της τη ζωή, οδηγώντας τη σιγά σιγά στην ημέρα των φόνων, ώστε ή να επαναφέρει τη μνήμη της ή να ξεσκεπάσει την υποκρίτρια. Κι έτσι η Γκρέις αρχίζει να αφηγείται την ιστορία της ζωής της από την αρχή, όταν αναγκάστηκε να φύγει από την Ιρλανδία με τους γονείς και τα αδέλφια της. Περιγράφει το άθλιο ταξίδι τους στο οποίο έχασε τη μητέρα της. Τη βαναυσότητα και την κακοποίηση από τον πατέρα της και το πώς κατέληξε να εργάζεται ως υπηρέτρια για να συντηρηθεί και να συντηρήσει και τα μικρότερα αδέλφια της.
Στο σπίτι που πιάνει δουλειά γνωρίζει την Μέρι Ουίτνεϊ με την οποία συνδέεται με μια δυνατή φιλία. Η Μέρι την υπερασπίζεται απέναντι στον πατέρα της, της μιλά για την αποτυχημένη εξέγερση κατά της βρετανικής κυριαρχίας και την μυεί στις ριζοσπαστικές ιδέες. Όταν η Μέρι πεθαίνει μετά από μια αποτυχημένη έκτρωση, η Γκρέις έχει το πρώτο σύμπτωμα διαταραχής που αποδίδεται σε νευρικό κλονισμό. Είναι φανερό ότι η Γκρέις ποτέ δεν ξεπέρασε την απώλεια της φίλης της. Ακόμη και μετά τους φόνους, όταν έφυγε με τον ΜακΝτέρμοτ για να διαφύγουν τη σύλληψη, το όνομα που χρησιμοποιούσε ήταν αυτό της Μέρι Ουίτνεϊ. Αλλά και όσα της είχε πει η φίλη της για τις σχέσεις με τους άντρες ήταν πάντα στο μυαλό της και φίλτραραν κάθε νέα γνωριμία. Οι αντρικοί χαρακτήρες που περιβάλουν την Γκρέις σε όλη την ιστορία της, αποσκοπούν πάντα στο να την κακοποιήσουν. Καμία καλή εμπειρία δεν έχει αποκομίσει η Γκρέις από τις σχέσεις της με τους άντρες με μόνη εξαίρεση τον Τζερεμάια τον πραματευτή που παρά την ταπεινή του προέλευση μπόρεσε να προχωρήσει και να ανέβει κοινωνικά και τελικά εμφανίστηκε σαν από μηχανής θεός για να τη γλυτώσει από τα βάσανα των ερευνών και των εξετάσεων.
Καθώς η Γκρέις εξιστορεί τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της, ο γιατρός αισθάνεται όλο και πιο μπερδεμένος. Από τη μια είναι σίγουρος ότι έχει μπροστά του ένα αθώο θύμα των περιστάσεων και από την άλλη αισθάνεται ότι η Γκρέις τον εμπαίζει. Παράλληλα προσπαθεί και ο ίδιος να ισορροπήσει ανάμεσα στις πιέσεις που δέχεται από τη μητέρα του για να αποκατασταθεί και στο πάθος του για τη σπιτονοικοκυρά του.
Ένα ισχυρό σύμβολο σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος είναι τα παπλώματα. Κάθε κεφάλαιο της ιστορίας έχει σαν τίτλο την ονομασία κάποιου παραδοσιακού μοτίβου παπλώματος και κάποιες φορές αυτό το όνομα έχει σχέση και με το κεφάλαιο που ακολουθεί. Η Γκρέις όσο μιλάει στον γιατρό ράβει πάντα ένα πάπλωμα που ποτέ δεν είναι δικό της.
«Η κυρία Άλντερμαν Πάρκινσον είχε περισσότερα παπλώματα με σχέδια απ’όσα είχα δει στη ζωή μου όλη, καθώς δεν ήταν τόσο της μόδας στην αντίπερα όχθη του ωκεανού, όπου τα εμπριμέ βαμβακερά υφάσματα δεν ήταν τόσο φθηνά κι ούτε τα έβρισκες σε τόσην αφθονία. Η Μέρι έλεγε ότι οι κοπέλες δε θεωρούσαν πως ήταν έτοιμες για γάμο σ’ αυτά τα μέρη αν δεν είχαν πρώτα τρία τέτοια παπλώματα, ραμμένα από τα ίδια τους τα χέρια, και τα πιο φανταχτερά ήταν τα γαμήλια παπλώματα, όπως το Δέντρο του Παραδείσου και το Καλάθι με τα Λουλούδια. [...] Κι απ’ τα χρόνια εκείνα κι έκτοτε έχω συλλογιστεί, για ποιο λόγο άραγε οι γυναίκες διάλεξαν να ράψουν τέτοιες σημαίες κι έπειτα να τις στρώσουν πάνω στα κρεβάτια; Διότι κάνουν το κρεβάτι το πιο αξιοπρόσεχτο αντικείμενο σε μια κάμαρα. Κι έπειτα συλλογίστηκα : είναι ένα είδος προειδοποίησης. Επειδή μπορεί να νομίζετε ότι το κρεβάτι είναι κάτι το γαλήνιο, κύριε, και για σας μπορεί να σημαίνει αναπαμό και βολή κι έναν χορταστικό ύπνο. Αλλά δεν ισχύει το ίδιο για όλους. Κι υπάρχουν πολλά επικίνδυνα πράγματα που μπορούν να λάβουν χώρα σ’ ένα κρεβάτι. Είναι το μέρος όπου γεννιόμαστε, κι αυτός είναι ο πρώτος μας κίνδυνος στη ζωή. Κι εκεί πάνω οι γυναίκες γεννούν, και συχνά αφήνουν την τελευταία πνοή τους. Κι είναι το μέρος όπου διαδραματίζεται η πράξη ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα που δε θα σας μνημονεύσω, κύριε, αλλά υποθέτω ότι γνωρίζετε περί τίνος πρόκειται. Κι ορισμένοι το λένε αγάπη, κι άλλοι απόγνωση, ή ειδάλλως μονάχα μια προσβολή την οποία οφείλουν να υπομείνουν. Και τέλος τα κρεβάτια είναι το μέρος όπου κοιμόμαστε, κι όπου ονειρευόμαστε, κι όπου πολλές φορές πεθαίνουμε.»
Θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος ότι τα παπλώματα σ’ αυτή την ιστορία είναι ένα σύμβολο της γυναικείας αλληλεγγύης και συντροφικότητας αφού όταν πλέον η Γκρέις μπορεί να φτιάξει ένα πάπλωμα για τον εαυτό της συμπεριλαμβάνει σ’ αυτό ένα κομμάτι από ένα ρούχο δικό της, ένα από το μισοφόρι της Μέρι Ουίτνεϊ και ένα από ένα ροζ φόρεμα της Νάνσι Μοντγκόμερι, ώστε να μπορούν να είναι πάλι όλες μαζί.
Αυτό που κάνει την Γκρέις μια παράξενη και όχι μια τραγική φιγούρα είναι ο έλεγχος που ασκεί στην αφήγησή της. Είναι φανερό ότι αντλεί ικανοποίηση από όσα, εύκολα, κρατά μακριά από τα αδιάκριτα μάτια του γιατρού αλλά και από τις διαδρομές στις οποίες κατευθύνει τις σκέψεις του.
«Καθώς έδειχνε περίλυπος, και σαστισμένος τρόπον τινά, και καθώς υποψιαζόμουν ότι δεν πήγαιναν όλα καλά στη ζωή του, δεν είπα ότι δε θυμόμουν. Αντ’ αυτού είπα ότι είχα δει πράγματι ένα όνειρο. Κι τι αφορούσε; Είπε εκείνος, ζωηρεύοντας αισθητά και παίζοντας νευρικά με το μολύβι του. Του είπα ότι είχα ονειρευτεί κάτι λουλούδια, κι εκείνος το σημείωσε με φούρια και ρώτησε τι είδους λουλούδια. Είπα ότι ήταν κόκκινα και μεγάλα, με γυαλιστερά φύλλα σαν της παιωνίας. Αλλά δεν είπα ότι ήταν υφασμάτινα, ούτε είπε πότε τα ‘χα δει τελευταία φορά, κι ούτε είπα πως δεν ήταν όνειρο.»
Η Άτγουντ έχει γράψει ένα βιβλίο που είναι πολύ περισσότερο από μια ιστορία μυστηρίου. ‘Η άλλη Γκρέις’ είναι μια ιστορία σκοτεινή και μελαγχολική και αυτό που εντείνει την προσοχή και το συναίσθημα του αναγνώστη είναι ότι η συγγραφέας παρέμεινε πιστή στα γεγονότα, όπως αυτά έχουν καταγραφεί. Είναι όμως και μια ιστορία για την ύπαρξη της ίδιας της αλήθειας, τις διαφορετικές οπτικές και για την αλήθεια που ο καθένας κρύβει μέσα του.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣσε μετάφραση Αύγουστου Κορτώ.
Υ.Γ. Δείτε και την ομότιτλη σειρά στο NETFLIX – αλλά μετά την ανάγνωση του βιβλίου.
Εκδόσεις : ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου