Η μέτρηση του χρόνου στην αρχαία Ελλάδα
ΚΑΘ. ΧΡΗΣΤΟΥ ΤΣΑΜΗ «ΠΕΡΙ ΧΡΟΝΟΥ»
Μια ασύλληπτη ως προς την ουσία της οντότητα, αγέννητη, αλλά και αθάνατη, πού διέπει το άπαν της ανθρώπινης διανόησης και δραστηριότητας, ο χρόνος , φέρνει εν τούτοις την γέννηση και τον θάνατο κάθε άλλης ύπαρξης. Δεν είναι τυχαίος εν προκειμένω ο μύθος των αρχαίων Ελλήνων, σύμφωνα με τον οποίο ο Κρόνος (=χρόνος) καταπίνει τα ίδια τα παιδιά του. Σ’ αυτή την περίπτωση όμως τι παριστάνει ο Δίας, ο οποίος την γλίτωσε επειδή η μητέρα του Ρέα έδωσε στον Κρόνο μια πέτρα αντί αυτού να καταπιεί; Τι είναι απρόσβλητο από τον χρόνο πλην του θείου; Απεικονίζεται δε φέρων δρεπάνι, με το οποίο θερίζει τις ζωές τερματίζοντας την ίδια την ροή του γι’ αυτές. Ακόμα και σήμερα διατηρείται ο συμβολισμός με τον δρεπανοφόρο θάνατο. Είναι άμεσα συνυφασμένος με την εξέλιξη του μικρόκοσμου, του μεσόκοσμου, του μακρόκοσμου, του σύμπαντος. Πανδαμάτωρ, πανολετήρ, πανθεραπευτής, πανδιδάκτωρ.
Ο ανθρώπινος νους αλαζονικά τον υποβάθμισε, θεωρώντας τον δια της Φυσικής ως μια απλή διάσταση ενός τετραδιαστάτου χωροχρονικού συνεχούς. Τον όρισε, αλλά του διαφεύγει πάντα, όχι μόνο η ουσία, αλλά ακόμα η αρχή και το τέλος αυτής της διάστασης. Τον μετρά με μια ποικιλία φαινομένων και οργάνων. Με την βοήθεια των ουράνιων κινήσεων των άστρων, ή με τά υπερσύγχρονα ατομικά ρολόγια αμμωνίας ή καισίου_133.
Δεν μπορεί όμως να πεί τι πραγματικά είναι. Αν πράγματι υπάρχει, ή απλώς είναι μια εικονική πραγματικότητα, όπως ενδεχομένως και αυτό πού μας περιβάλλει. Πάντως συνδέεται με αλληλουχία γεγονότων, τα οποία δίνουν την αίσθηση του χρονικού διαστήματος και των αφηρημένων εννοιών του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Έννοιες βεβαίως, μολονότι σαφείς εκ πρώτης όψεως και απόλυτα κατανοητές για την καθημερινότητα του απλού ανθρώπου, εν τούτοις καθαρά υποκειμενικές και απόλυτα συγκεχυμένες στον κόσμο της σύγχρονης Φυσικής όταν συνδυάζεται, υποχρεωτικά άλλωστε, με την Φιλοσοφία.
Οι αρχαίοι Έλληνες, εφευρέτες πασών των επιστημών και κυρίως της Φιλοσοφίας, δεν ήταν δυνατόν να αδιαφορήσουν για την αρχέγονη αυτή οντότητα, πού όλοι την διαισθάνονται, κανείς όμως δεν μπορεί πραγματικά να την «αγγίξει». Τον συσχέτισαν με την κίνηση και τον χώρο, αφού μ’ αυτά μετρείται, αλλά παραδόξως και η κίνηση μετρείται με τον χρόνο ενθυμίζοντας κατά κάποιο τρόπο το κλασσικό ερώτημα του αυγού και της κότας. Ο παμμέγιστος Αριστοτέλης έλεγε: «ούκ έστιν άνευ κινήσεως και μεταβολής χρόνος. Ούτε κίνησις ούτ’ άνευ κινήσεως ο χρόνος εστί… Μόνον δε την κίνησιν τώ χρόνω μετρούμεν , αλλά και τη κινήσει τον χρόνον διά το ορίζεσθαι υπ’ αλλήλων…Ο χρόνος αριθμός εστιν κινήσεως κατά το πρότερον και ύστερον και συνεχής… Ως ενδέχεται κίνησιν είναι την αυτήν και μίαν και πάλιν και πάλιν (περιοδική δηλαδή), ούτω και χρόνον, οίον ενιαυτόν ή έαρ ή μετόπωρον».
Ο χρόνος γι’ αυτόν όπως και για τον θείο Πλάτωνα εξελίσσεται προσανατολισμένα, ευθύγραμμα και χωρίς αναστροφή. Δεν επιδέχεται απόλυτη μέτρηση ενώ αυτό πού μετράμε είναι ένας εικονικός χρόνος, ο «γεννητός» χρόνος του Πλάτωνα, η εικόνα δηλαδή του ιδεατού χρόνου. Κατά τους Στωικούς τα πάντα υπόκεινται αενάως σε κυκλικές κινήσεις μεταξύ γέννησης και θανάτου. Η επιστροφή στην αρχική θέση σήμαινε και θάνατο, αλλά και αναγέννηση, κάτι πού συμφωνεί και με τις σημερινές αντιλήψεις στην επιστήμη, όπως θα δούμε στην συνέχεια. Οι Ελεάτες από την άλλη έλεγαν, ότι η κίνηση είναι αυταπάτη, άρα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, και κοντά σ’ αυτή και ο χρόνος.
Κατά τον ιερό Αυγουστίνο (354-403 μ.Χ.) πριν την δημιουργία του κόσμου δεν υπήρχε η αίσθηση του χρόνου. Αυτός αποτελεί μέρος της συνολικής Δημιουργίας του θεού, για τον οποίο άλλωστε οι έννοιες παρόν – παρελθόν – μέλλον δεν έχουν νόημα μέσα στην άχρονη αιωνιότητα. Οι αντιλήψεις του Αριστοτέλη κυριάρχησαν για αιώνες, μέχρις ότου ο Νεύτων (1642-1727) διακήρυξε το αμετάβλητο της ροής του απόλυτου χρόνου σε αντιδιαστολή με την κίνηση των σωμάτων πού μπορεί να είναι επιταχυνόμενη, επιβραδυνόμενη ή ομαλή, όπως απορρέει από τον θεμελιώδη νόμο του.
Και εκεί πού όλα φαινόταν κατανοητά και απλά, και η τεχνολογία των μηχανισμών χρονομέτρησης είχε φτάσει σε ύψη τελειότητας, έρχεται ο Αϊνστάιν (1879 – 1955) με την σημαντικότατη βεβαίως συμβολή του Καραθεοδωρή και διατυπώνει την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας, πού ηχεί ως κεραυνός εν αιθρία στα επιστημονικά σαλόνια της εποχής. Το οικοδόμημα του Νεύτωνα γκρεμίζεται συθέμελα, ο χρόνος παύει να είναι μια αμετάβλητη και ακατάπαυστα ρέουσα ουσία Ο χρόνος εξαρτάται από τον παρατηρητή, από την ταχύτητα για την ακρίβεια , με την οποία αυτός κινείται. Διαστέλλεται σε μεγάλες ταχύτητες! Είναι δυνατόν πατέρας να εμφανίζεται νεώτερος από τον γιό του, ή ακόμα χειρότερα να έχει γεννηθεί μετά το παιδί του! Απίστευτο και όμως αληθινό! Η διαστολή του χρόνου έχει διαπιστωθεί πειραματικά. Και η χαριστική βολή ήλθε από την Γενική Θεωρία της Σχετικότητας και πάλι του Αϊνστάιν. Όχι μόνο η ταχύτητα, αλλά και η βαρύτητα επηρεάζει τον χρόνο.
Πάλι ο χρόνος διαστέλλεται σε ισχυρά πεδία βαρύτητας. Μέσα σε μια Μαύρη Τρύπα, για να αναφέρουμε μία ακραία περίπτωση, ένας φανταστικός ταξιδιώτης μπορεί να μεταπηδά στο παρελθόν ή στο μέλλον, χωρίς να διανύει κάποια χωρική ή χρονική απόσταση! Ένα νέο υπόβαθρο στήνεται για την έννοια του χρόνου, με το οποίο τα ταξίδια στον χρόνο, των συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας, αποκτούν και αυτά επιστημονικό μανδύα, ενώ για άλλη μια φορά η εξέλιξη της επιστήμης οδηγεί τον άνθρωπο να διαπιστώσει, ότι παρά τα άλματά του παραμένει στο ίδιο σημείο. Τι είναι λοιπόν τελικά ο χρόνος; Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ιστορική αναδρομή
Είναι μάλλον απλό να σκεφτεί κανείς ότι σχεδόν από την πρώτη στιγμή, πού άνοιξε τα μάτια του ο άνθρωπος, είδε τον ήλιο και τους λοιπούς αστερισμούς και άρχισε να τους παρακολουθεί. Έτσι βαθμιαία διαπίστωσε τις κινήσεις τους, επεσήμανε την περιοδικότητά τους και με τον καιρό άρχισε να συνδυάζει τις θέσεις τους με τις διάφορες αλλαγές στην φύση, πού συνέβαιναν γύρω του. Έτσι διαπίστωσε π.χ. ότι η διάρκεια της μέρας και της νύχτας, η ζέστη ή το κρύο και τα άλλα μετεωρολογικά φαινόμενα, είχαν άμεση σχέση με την πορεία του ηλίου, ή οι παλίρροιες με τις διάφορες φάσεις της σελήνης. Δεν άργησε λοιπόν να θεοποιήσει τον ήλιο, την σελήνη και τά άλλα ουράνια σώματα, αφού οι δυνάμεις αυτών του φαινόταν υπερφυσικές και προέβαινε και σε λατρευτικές δραστηριότητες. Η παρατήρηση του κύκλου των φυτών, άμεσα συνδεδεμένα και αυτά με τον ήλιο, οδήγησε στην διαπίστωση των εποχών και του έτους και στην έγκαιρη από μέρους του ανθρώπου εκτέλεση των γεωργικών εργασιών. Έτσι λοιπόν οι καθημερινές και θρησκευτικές ανάγκες οδήγησαν στην μεθοδικότερη παρατήρηση των ουρανίων σωμάτων (κυρίως του ηλίου, της σελήνης, του Σείριου, του Ωρίωνα και των Πλειάδων) και στον ακριβέστερο προσδιορισμό της διάρκειας των πρωταρχικών μονάδων μέτρησης της καινούριας έννοιας πού γεννήθηκε, του χρόνου, η ημέρα δηλαδή και το έτος.
Ειδικότερα στην αρχαία Ελλάδα, όπου αναπτύχθηκε τουλάχιστον από την 9η χιλιετία π.Χ. η ναυσιπλοΐα και πολύ σύντομα διαπιστώθηκε η χρησιμότητα των αστέρων και αστερισμών στην διεξαγωγή αυτής, η απλή παρατήρηση των ουρανίων σωμάτων μετετράπη σε επιστημονική καταγραφή και έτσι γεννήθηκε και συνεχώς έκτοτε αναπτύσσεται η Αστρονομία. Η ημερολογιακή γνώση μάλιστα φαίνεται ότι ξεκίνησε από την Ναυσιπλοΐα και από αυτή πέρασε στον γεωργικό τομέα. Ο Ησίοδος στο έργο του «Έργα και Ημέραι» παραγγέλλει. «Να αρχίζετε τον θέρο όταν ανατέλλουν οι κόρες του Άτλαντος Πλειάδες, και την σπορά όταν δύουν».
Σύμφωνα με τον Πολύβιο ο αστερισμός των Πλειάδων (η γνωστή μας Πούλια) ήταν τόσο σπουδαίος, ώστε οι Αχαιοί τον χρησιμοποιούσαν και σαν αρχή του πολιτικού τους έτους. Ακόμα και σήμερα οι Ινδιάνοι Τουκάνο της Βραζιλίας υπολογίζουν τις εποχές με την βοήθεια των Πλειάδων. Φαίνεται έχουν μείνει ακόμη στα στοιχεία πού πήραν από τους εκπολιτιστές του Πλανήτη, Έλληνες, κατά την προϊστορία. Στους άλλους λαούς οι παρατηρήσεις του ενάστρου ουρανού περιβεβλημένες με μανδύα δεισιδαιμονιών και μαγείας περιορίστηκαν μόνο σε εμπειρική στοιχειώδη αξιοποίηση, παρά την εντύπωση πού κυριαρχεί ότι τάχα οι Έλληνες δανείστηκαν τις αστρονομικές τους γνώσεις από τους λαούς αυτούς (Βαβυλωνίους, Χαλδαίους, κ.λ.π.). Όταν οι Έλληνες ναυσιπλοούσαν, αυτοί δεν υπήρχαν καν. Είναι αστείος επομένως ο παραπάνω ισχυρισμός.
Η ημέρα λοιπόν, θυγατέρα της Νύχτας και του Ερέβους, αδελφή του Αιθέρα και εγγονή του Χάους, κατά την θεογονία τού Ησίοδου, αποτέλεσε την πρώτη φυσική μονάδα μέτρησης του χρόνου (χρονική διάρκεια). Προκύπτει από την περιστροφή της Γής γύρω από τον άξονά της, και διαρκεί όσο και η περιστροφή. Είναι καλύτερα αντιληπτή με την φαινόμενη πορεία του Ηλίου από την ανατολή προς την δύση. Ο Όμηρος την διαιρούσε σε έξι τμήματα, ηώ – μέσον ήμαρ – δείλη για το φωτεινό τμήμα της ημέρας (μέρα), και εσπέρα – μέση νύχτα – αμφιλύκη για το σκοτεινό τμήμα (νύχτα). Αλλά και η Σελήνη, αδελφή του Ηλίου και της Ηούς και θυγατέρα των Τιτάνων Υπερίωνος και Θείας κατά τον Ησίοδο, χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα για την μέτρηση του χρόνου. Έτσι οι διάφορες φάσεις της Σελήνης προσδιόριζαν τον σεληνιακό μήνα, την δεύτερη φυσική μονάδα του χρόνου.
Τέλος ο αέναος κύκλος των εποχών οδήγησε στην τελευταία φυσική μονάδα μέτρησης, το έτος. Αυτό συνδέεται με την περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο. Έτσι άρχισε η ανάπτυξη ενός ημερολογιακού συστήματος σημαντικό ρόλο στο οποίο ίσως έπαιξε και ο μύθος της γέννησης του Απόλλωνος (=Ήλιος) στην νήσο Δήλο. Μόλις γεννήθηκε ο ακερσεκόμης θεός του φωτός, οι ιεροί κύκνοι της Μαιονίας, πού θα έσερναν μελλοντικά το άρμα του στα ταξίδια του, επτά φορές έκαναν τον γύρο του ιερού νησιού και επτά φορές τραγούδησαν προς τιμήν του προσδίδοντας σ’ αυτόν τον αριθμό μια μοναδική ιερότητα.
Κατά τον Όμηρο άλλωστε «επτά βοών αγέλας και επτά ποίμνια» είχε ο Ήλιος (πριν ταυτιστεί με τον Φοίβο Απόλλωνα), ενώ επτά ήταν οι γυιοί του και επτά οι κόρες του.
Έκτοτε ο αριθμός επτά επαναλαμβάνεται σε πολλές θαυμαστές περιπτώσεις και μέχρι σήμερα διατηρεί τον συμβολισμό του. Σταχυολογούμε μερικές:
Τά επτά θαύματα του κόσμου, τις επτά πόλεις πού «μάρνανται σοφήν διά ρίζαν Ομήρου», τους επτά σοφούς της αρχαιότητος, τά επτά αρσενικά και επτά θηλυκά παιδιά της Νιόβης, τους επτά εφήβους και τις επτά παρθένες πού αποτελούσαν τον φόρο αίματος της Αθήνας στον Μινώταυρο, τις επτά ημέρες πού παρεμπόδιζε η Ήρα την γέννηση του Ηρακλή, τις επτά ημέρες πού επωάζει τον χειμώνα η Αλκυόνη τα αυγά της, τα επτά άστρα πού συνιστούν την Μεγάλη αλλά και την Μικρή Άρκτο και τις επτά Πλειάδες. Ακόμα επταφαείς ήταν κατά τους ορφικούς οι ζώνες του φωτός, επτάφωνος ήταν η ιερή στοά στην Ολυμπία, επτά ήταν οι εκστρατεύσαντες κατά της επτάπυλης και επτάπυργης Θήβας (επτά επί Θήβας).
Αλλά να αναφέρουμε και τα επτά φωνήεντα της θείας κατασκευής ελληνικής γλώσσας. Άλλωστε κατά τους Πυθαγορείους ο αριθμός επτά ήταν τέλειος αφού αποτελούσε το άθροισμα δύο τέλειων αριθμών, του τρία (τρίγωνο) και του τέσσερα (τετράγωνο). Είναι δε ο μοναδικός αριθμός της δεκάδας, πού ούτε διαιρείται ούτε πολλαπλασιάζεται για να δώσει κάποιον άλλο μέσα στην δεκάδα. Σήμερα μιλάμε για έβδομο ουρανό, επτάζυμο άρτο, επτάψυχες γάτες, επτασφράγιστο μυστικό κλπ., ενώ και η «Αποκάλυψη του Ιωάννου» βρίθει περιπτώσεων πού ο αριθμός επτά δεν μπορεί να είναι τυχαίος. Έτσι επτά επιστολές στις επτά εκκλησίες, επτά πύρινες λαμπάδες, επτά σφραγίδες, επτά σάλπιγγες, επτά σαλπίσματα κ.λ.π.
Έπειτα από όλα αυτά εύλογα κατανοεί κανείς γιατί ο αριθμός των ημερών της εβδομάδας είναι επτά, ενώ αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την κυριαρχούσα άποψη, ότι δηλαδή η διαίρεση του μήνα σε επταήμερα είναι χαλδαϊκής προελεύσεως. Πάντως και οι αρχαίοι Έλληνες αφιέρωσαν την κάθε μέρα της εβδομάδος σε κάποιον θεό, κάνοντας ταυτόχρονα και την ονοματοθεσία τους.
Έτσι η πρώτη ημέρα αφιερώθηκε στον Ήλιο, η δεύτερη στην Σελήνη, η τρίτη στον Άρη, η τέταρτη στον Ερμή, η πέμπτη στον Δία, η έκτη στην Αφροδίτη και η έβδομη στον Κρόνο. Οι Ρωμαίοι παρέλαβαν τα ονόματα και τα μετέφρασαν απλώς στην αιολική διάλεκτο, δηλαδή στα λατινικά, και δι’ αυτών, των Ρωμαίων, διαδόθηκαν στην Δύση και διατηρούνται σχεδόν αναλλοίωτα μέχρι σήμερα Στον παρακάτω πίνακα φαίνονται τά ονόματα των ημερών της Εβδομάδας σε διάφορους λαούς.
Χαλδαιοι | Έλληνες π. Χ. | Ρωμαίοι | Έλληνες μ.Χ |
Shamash | Ηλίου ημέρα | dies Solis | Κυριακή |
Sin | Σελήνης ημέρα | dies Lunae | Δευτέρα |
Minurti | Άρεως ημέρα | dies Martis | Τρίτη |
Nabu | Ερμού ημέρα | dies Mercurii | Τετάρτη |
Marduk | Διός ημέρα | dies Jovis | Πέμπτη |
Ishtar | Αφροδίτης ημέρα | dies Veneris | Παρασκευή |
Norigal | Κρόνου ημέρα | dies Saturni | Σάββατο |
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού οι Έλληνες Ορθόδοξοι εγκατέλειψαν τα ονόματα πού παρέπεμπαν στο Δωδεκάθεο. χρησιμοποιούν την Κυριακή, σε ανάμνηση της ανάστασης του Κυρίου. Αντίθετα οι λοιποί Ευρωπαίοι διατηρούν την ελληνική ονοματοθεσία μεταφρασμένη βεβαίως στην διάλεκτό τους. Η εβδομάδα αποτελεί την πρώτη τεχνητή μονάδα μέτρησης του χρόνου, η αξία της όμως μάλλον οφείλεται σέ θρησκευτικούς λόγους παρά στην επιστημονική της αναγκαιότητα.
Οι μήνες στην ελληνική αρχαιότητα έπαιρναν το όνομα από τις εορτές πού τελούνταν στην διάρκειά τους καί εποίκιλαν από πόλη σε πόλη , ενώ στους Ρωμαίους άλλοι φέρουν τα ονόματα θεών ή καισάρων και άλλοι τον αύξοντα αριθμό τους. Έτσι ο Ιανουάριος οφείλει το όνομά του στον διπρόσωπο θεό ή βασιλιά Ιανό, ο Φεβρουάριος στις εορτές προς τιμήν του Κρόνου, ο Μάρτιος στον θεό Άρη, ο Απρίλιος στην Αφροδίτη, ο Μάιος στην μητέρα του Ερμή, Μαία, ο Ιούνιος στην Ήρα, ο Ιούλιος στον ομώνυμο καίσαρα, ο Αύγουστος στον Οκταβιανό πού ονομάστηκε Αύγουστος (= σεβαστός), ενώ οι υπόλοιποι μήνες φέρουν ονόματα με βάση την αρίθμησή τους στα λατινικά και την θέση τους στους 10 αρχικούς μήνες επί Ρωμύλου.
Ο Ιανουάριος και Φεβρουάριος είναι μεταγενέστερες προσθήκες από τον Νουμά, τον Σαβίνο βασιλιά των Ρωμαίων, πού διαδέχτηκε τον Ρωμύλο. Από τά αρχαιοελληνικά αναφέρουμε ενδεικτικά τους μήνες σύμφωνα με το ηλιοσεληνιακό αττικό ημερολόγιο. Γαμηλιών (Ιαν/Φεβ), Άνθεστηριών (Φεβ/Μαρ), Ελαφηβολιών (Μαρ/Απρ), Μουνυχιών (Απρ/Μάι), Θαργηλιών (Μάι/Ιούν), Σκιροφοριών (Ιουν/Ιουλ), Εκατομβαιών (Ιουλ/Αυγ), Μεταγειτνιών (Αυγ/Σεπ), Βοηδρομίων (Σεπ/Οκτ), Πυανεψιών (Οκτ/Νοε), Μαιμακτηριών (Νοε/Δεκ) και Ποσειδεών (Δεκ/Ιαν). Ο μήνας άρχιζε με την πρώτη ορατότητα της Σελήνης και τελείωνε με την νέα Σελήνη, ενώ το έτος άρχιζε με την πρώτη ορατότητα της Σελήνης μετά το θερινό ηλιοστάσιο. Με την ρωμαϊκή κατάκτηση η Αθήνα και η υπόλοιπη Ελλάδα υιοθέτησε σταδιακά το ρωμαϊκό ηλιακό ημερολόγιο.
Από την αρχαιότητα έγιναν πολλές προσπάθειες σύνδεσης του έτους με τους μήνες αλλά και τις ημέρες, παρά τις δυσκολίες πού ενέχει το γεγονός, ότι το έτος δεν περιέχει ακέραιο αριθμό ημερών (περίπου 365,25) ή μηνών, ούτε ο σεληνιακός μήνας περιέχει ακέραιο αριθμό ημερών (περίπου 29,5 κατά μέσο όρο). Έτσι προτεινόταν κατά καιρούς, κυρίως από τούς Έλληνες, διάφορες διορθώσεις ή και εμβόλιμοι μήνες ανά μερικά έτη. Για ιστορικούς λόγους αναφέρουμε την συμβολή του Αναξίμανδρου του Μιλήσιου, τού Κλεόστρατου τού Τενέδιου, του περίφημου Μέτωνα Παυσανίου από την Αθήνα ( Μέτωνος ενιαυτός), του Καλλίπου του Κυζικηνού (μέτοικος στην Αθήνα), του Αριστάρχου του Σαμίου και βεβαίως του Ιππάρχου.
Επίσης ο Ιούλιος καίσαρ το 46 π.Χ. επέφερε σημαντική μεταρρύθμιση στο ημερολόγιο δίδοντας μάλιστα το όνομά του (Ιουλιανό ημερολόγιο). Για την ακρίβεια επέβαλε την μεταρρύθμιση πού επεχείρησε δύο αιώνες πρίν, το 238 στην Αίγυπτο, ο Πτολεμαίος ο Ευεργέτης, αλλά η αντίδραση του ιερατείου τον εμπόδισε. Με την μεταρρύθμιση αυτή εισήχθη το δίσεκτο έτος. Το Ιουλιανό ημερολόγιο κάθε 400 χρόνια κέρδιζε 3 ημέρες. Την ανακρίβεια την διαπίστωσε ο βυζαντινός σοφός Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1359), αλλά την αίτησή του για διόρθωση του ημερολογίου την απέρριψε ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, για να μην προκληθεί σκάνδαλο στις συνειδήσεις των πιστών.
Έτσι την νέα μεταρρύθμιση θα την κάνει ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ το 1582 με τις προτάσεις επιστημονικής επιτροπής, πού συνέστησε προς τούτο. Το νέο ημερολόγιο εκλήθη Γρηγοριανό και η ακρίβειά του είναι μια ημέρα κάθε 3.323 χρόνια. Το Γρηγοριανό ημερολόγιο καθιερώθηκε στην Ευρώπη με καθυστέρηση αιώνων. Στην Ελλάδα εισήχθη το 1923, οπότε η 16η Φεβρουαρίου μετονομάστηκε σε 1η Μαρτίου, η εκκλησία όμως το δέχθηκε το επόμενο έτος 1924. Σήμερα υπάρχουν κάποιοι πιστοί, πού ακόμα χρησιμοποιούν ως προς τα εκκλησιαστικά το Ιουλιανό ημερολόγιο, οι λεγόμενοι παλαιοημερολογίτες..
Εκτός από τις μονάδες χρονολόγησης των αστρονομικών κύκλων, παλαιότατο σύστημα και ευρέως χρησιμοποιούμενο ήταν οι Ολυμπιάδες. Ολυμπιάς ήταν το χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών μεταξύ δύο διοργανώσεων της εορτής των Ολυμπίων. Ως πρώτο έτος της πρώτης Ολυμπιάδος εθεωρείτο το 776 π.Χ., έτος αναβίωσης βεβαίως και όχι ιδρύσεως, των Ολυμπιακών Αγώνων. Τέλος αναφέρομε ότι στα ελληνιστικά χρόνια η χρονολόγηση γινόταν από θανάτου Αλεξάνδρου (του Μεγίστου), ενώ βεβαίως με την επικράτηση του Χριστιανισμού καθιερώθηκε ως βάση χρονομέτρησης η ημερομηνία γέννησης του Χριστού και ο χρόνος διακρίνεται σήμερα σε π.Χ και μ.Χ.
Τεχνητές μονάδες χρόνου
Με την εξέλιξη της αστρονομίας αλλά και την ανάγκη ακριβέστερου προσδιορισμού του χρόνου, πού επέβαλλαν οι νέες συνθήκες είτε της καθημερινής ζωής, είτε της ανάπτυξης των επιστημών, προέκυψαν αφ’ ενός οι μικρότερες υποδιαιρέσεις της ημέρας, ώρες, λεπτά , δευτερόλεπτα, χιλιοστά του δευτερολέπτου (μιλισεκόντ), μικροδευτερόλεπτα (1/1000 του μιλισεκόντ), αφ’ ετέρου η ίδια η ημέρα προσδιορίστηκε με μεγαλύτερη ακρίβεια, όπως και η σχέση της με το έτος. Αργότερα μάλιστα με τις διαστημικές πτήσεις και την πυρηνική διάσπαση δημιουργήθηκε η ανάγκη για μεγαλύτερη ακόμα ακρίβεια στην μέτρηση του χρόνου. Ο χρόνος ζωής π.χ. σωματιδίων πού παράγονται με πυρηνικές διεργασίες μπορεί να είναι αφάνταστα μικρός.
Εμφανίζονται και εξαφανίζονται μέσα σε νανοδευτερόλεπτα (1/1000 του μικροδευτερολέπτου) ή σε πικοδευτερόλεπτα (1/1000 του νανοδευτερολέπτου). Έτσι επετεύχθη μέθοδος μέτρησης του χρόνου με ακρίβεια 1 δευτερόλεπτο στα 3.000 χρόνια!
Από την άλλη πλευρά πάλι, ακόμα και το έτος είναι κωμικά ανεπαρκές για τις μελέτες των αρχείων της Γής (αρχαιολογικά ευρήματα, γεωλογικά στρώματα, απολιθώματα, ραδιενεργά στοιχεία) από αρχαιολόγους, παλαιοντολόγους, γεωλόγους.
Εκεί πλέον, όπως και στο αμυδρό φως πού φτάνει στον πλανήτη μας από απομακρυσμένα άστρα, καταγράφονται συμβάντα, πού συνέβησαν πριν από αιώνες, χιλιετίες, εκατομμύρια ή και δισεκατομμύρια έτη, αφού μπορούμε να αναχθούμε ακόμα και στην στιγμή της δημιουργίας του σύμπαντος. Είναι αξιοζήλευτο το προνόμιο των αστρονόμων – αστροφυσικών, αλλά εξίσου εντυπωσιακό, αν αναλογισθεί κανείς, ότι εκείνο πού παρατηρούν, την στιγμή πού το παρατηρούν, είναι το παρελθόν των αστέρων. Και τούτο, διότι οι αποστάσεις του εξωτερικού διαστήματος είναι τόσο τεράστιες, πού ακόμα και το φως, το οποίο διανύει 9.5 τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα το έτος, χρειάζεται δισεκατομμύρια χρόνια για να φτάσει στον παρατηρητή της Γής από άλλους γαλαξίες.
Εκείνο πού παρατηρείται λοιπόν, είναι το πώς ήταν ο αστέρας ή ο γαλαξίας, όταν το φως ξεκίνησε από αυτόν. Ενδεχομένως παρατηρούμε το παρελθόν, εν εξελίξει βεβαίως, ενός αστέρα, οποίος έχει προ πολλού πεθάνει.
Για να επανέλθουμε στις σημερινές μονάδες μέτρησης του χρόνου αναφέρουμε ότι το έτος έχει 365 ημέρες αλλά κάθε τέσσερα χρόνια έχει 366 μέρες (δίσεκτο έτος). Έχει δε 12 μήνες με διαφορετικό αριθμό ημερών, και διαιρείται σε τέσσερις εποχές άνισης διάρκειας.
Συγκεκριμένα η άνοιξη αρχίζει στις 21 Μαρτίου (εαρινή ισημερία, διάρκεια μέρας ίση με της νύχτας) και τελειώνει στις 21 Ιουνίου (θερινό ηλιοστάσιο, μέγιστη διάρκεια μέρας-ελάχιστη νύχτας) με διάρκεια 92 ημέρες και 20.2 ώρες. Το καλοκαίρι αρχίζει στις 21 Ιουνίου και τελειώνει στις 22 Σεπτεμβρίου (φθινοπωρινή ισημερία, διάρκεια μέρας ίση με της νύχτας) με διάρκεια 93 ημέρες και 14.4 ώρες.
Το Φθινόπωρο αρχίζει στις 22 Σεπτεμβρίου και τελειώνει στις 22 Δεκεμβρίου (χειμερινό ηλιοστάσιο, μέγιστη διάρκεια νύχτας-ελάχιστη μέρας) με διάρκεια 89 ημέρες και 18.7 ώρες. Τέλος ο Χειμώνας αρχίζει στις 22 Δεκεμβρίου και τελειώνει στις 21 Μαρτίου με διάρκεια 89 ημέρες και 0.5 ώρες. Οι σχέσεις ανάμεσα στο έτος και τις υποδιαιρέσεις του φαίνονται περίπλοκες αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αστρονομικοί κύκλοι (περιστροφές Γής – Σελήνης) με τους οποίους προσδιορίζονται, είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους.
Μέθοδοι μέτρησης χρόνου
Στην αρχή η μέτρηση του χρόνου γινόταν με συσκευές πού στηρίζονταν σε υλικά πού ρέουν, όπως το νερό πού τρέχει, άμμος πού γλιστρά λίθοι πού πέφτουν, αφού έπρεπε να μετρήσουν ένα μέγεθος, πού και αυτό αποτελεί μία ρέουσα πραγματικότητα. Αλλά και αναμμένα κεριά με διαβαθμίσεις ήταν συνηθισμένο χρονόμετρο. Έτσι υπήρχαν οι αμμοκλεψύδρες οι υδραυλικές κλεψύδρες, το υδραυλικό χρονόμετρο και τά κεριά χρονομέτρησης.
Το βασικό χρονομετρικό όργανο όμως από την αρχαιότητα μέχρι τον 16ο αιώνα ήταν το ηλιακό ρολόι διαφόρων μάλιστα τύπων, πού έδειχνε την ώρα με την βοήθεια της σκιάς του βασικού του εξαρτήματος (γνώμων) πού δημιουργούσε ο ήλιος. Ο γνώμων ήταν ειδικό ορθογώνιο τρίγωνο του οποίου η μία από τις οξείες γωνίες ήταν ίση με το γεωγραφικό πλάτος του τόπου στον οποίο χρησιμοποιείτο.
Η ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ ΚΑΙ ΔΕΞΙΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΜΕ ΓΡΑΦΕΣ ΠΟΥ ΒΡΕΘΗΚΑΝ
Σταθμό όμως αποτέλεσε στην … τεχνολογία της χρονομέτρησης και η κατασκευή του αστρολάβου (κατά πάσα πιθανότητα από τον Ίππαρχο, τον πατέρα της Αστρονομίας), με τον οποίο προσδιοριζόταν η ώρα με ακρίβεια λεπτού. Μόλις τον 13ο μ.Χ. αιώνα επινοήθηκαν τί μηχανικά ρολόγια ίσως από τους Κινέζους, έτσι τουλάχιστον πίστευαν, μέχρι πού κάποιοι σφουγγαράδες ανακάλυψαν το 1901 τον περίφημο πλέον μηχανισμό των Αντικυθήρων.
Ο μηχανισμός αυτός έχει πάρα πολλά μεταλλικά κυκλικά γρανάζια τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο ώστε να εξομοιώνεται η κίνηση κάποιων πλανητών. Ποιος και πώς τον κατασκεύασε με τέτοιες αστρονομικές γνώσεις και τέτοια κατασκευαστική ακρίβεια εκείνη την εποχή (χρονολογήθηκε στο 80 π.Χ.) παραμένει μυστήριο. Φαίνεται πάντως ότι πρόκειται μάλλον για αστρονομικό μηχανικό υπολογιστή παρά για έναν πιο περίπλοκο έστω αστρολάβο.
http://koukfamily.blogspot.gr/