Η Υπόσχεση
“Ο δε Ιησούς είπε προς αυτούς·
Διότι αληθώς σας λέγω,
Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, θέλετε ειπεί προς το όρος τούτο,
Μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και θέλει μεταβή·
και δεν θέλει είσθαι ουδέν αδύνατον εις εσάς. «
(Ματθ. ιζ’ 20)
Φέτος, στις μέρες τις πριν τον δεκαπενταύγουστο, κίνησα κατά τα μέρη τα γονικά της μάνας μου. Παραθαλάσσιος ο τόπος. Είχα να πάω να προσφέρω το δώρο αυτής και του πατέρα μου, μια εικόνα της Παναγιάς, σε ένα ερημοκλήσι της στην ενδοχώρα της περιοχής..Την εικόνα της Παναγιάς, την είχαν πάρει οι γονείς μου ενόσω ζούσαν, για να την κάνουν δώρο σε εκείνο το ξωκλήσι Της που λειτουργούσε μόνο μια φορά τον χρόνο, την ημέρα της Κοιμήσεώς Της. . Μου το είχαν πει, σαν μου είχαν δείξει την Εικόνα Της. . Είναι για κείνο το εκκλησάκι της Παναγίτσας, εκείνο που είναι στην ερημιά, έξω από το χωριό, πέρα στα χωράφια, μες στα λιόδεντρα που είναι, εκεί θέλουμε να την κάνουμε δώρο, μου είχαν πει.. Ήταν να την πάνε τον δεκαπενταύγουστο που θα’ ρχόταν.. “Υπερ Υγείας” δηλαδή; τους είχα ρωτήσει τότε, θυμάμαι.. Κι είχαν κοιταχτεί μεταξύ τους ξαφνιασμένοι..Δεν είχαν σκεφθεί λόγο για το δώρο τους, μοναχά να της το προσφέρουν, αυτό θέλαν’ και μόνο.
Μα, ήρθαν έτσι τα πράγματα που οι γονείς μου δεν μπόρεσαν να κάνουν το δώρο τους όσο ζούσαν και πως τόθελαν! Πρώτα η αρρώστια, του πατέρα, έπειτα ο θάνατός του, μετά η αρρώστια της μάνας … Έγνοια, την είχαν την Εικόνα Της να της την πάνε στο ξωκλήσι. Μου το’ χαν ζητήσει από τα τότε, που έγιναν αδύναμοι, να την πάω εγώ εκεί, αντίς για κείνους. Πήγαινέ την και θα δεις, παιδί μου, και πόσο όμορφο είναι το εκκλησάκι Της εκείνο, μου είχαν πει. Και εγώ είχα πει το ναι και αυτοί ησυχάσανε.. Το είχα υποσχεθεί.
Μα ούτε που ήξερα κατά που έπεφτε το ξωκλήσι, ούτε κι εκείνοι μπορούσαν να μου πουν, ούτε όμως κι οι άλλοι που είχα ρωτήσει τότε, ξέραν’ κάτι για το ξωκλήσι αυτό και τον τόπο.. Φέτος ήταν που έχασα και την μάνα. Κι έμεινε η εικόνα της Παναγιάς τυλιγμένη να με περιμένει να την πάω στον προορισμό της..Είχε ρθεί για μένα η ώρα, κι ας μην το ‘χα σκεφθεί πως θα γινόταν έτσι, μετά που θα φεύγαν οι γονείς μου, δηλαδή..Και ξαναματαρώτησα για τον τόπο.. Και να, που οι άλλοι που είχα ρωτήσει και ματαρωτήσει, ρωτήσαν τους παρ’ άλλους και μάθαν’ και μήνυσαν και σε μένα για την εκκλησία και τον τόπο.
Έτσι, έμελλε νάταν τούτος ο δεκαπενταύγουστος, αυτός που η Εικόνα των γονιών μου, η Εικόνα της Παναγιάς της Ιεροσολυμίτισσας χωρίς τ’ αστραφτερά της που της φορέσανε μετά, βρήκε την θέση της πλάι στο παραθύρι στο μικρό ερημοκλήσι της Παναγίας του Πείρου ποταμού, κατά πως της το είχαν τάξει…Και με το που το είδα το ξωκκλήσι, κατάλαβα γιατί άρεσε τόσο πολύ στους γονιούς μου..
Είναι, όντως ένα πανέμορφο εκκλησάκι, κτισμένο απ’ τα παλιά τα χρόνια, από άλλα παιδιά στην μνήμη των γονιών τους, αναμεσίς αιώνιων ελαιόδεντρων παραδίπλα στο παλιό γιοφύρι του ποταμού Πύρρου. Αντίκρυ του κι απέκει από τον χωματόδρομο δεσπόζουν οι μεγάλοι πλάτανοι που απλώνονται σε δάσος και στις δυο όχθες του ποταμού. Για να φτάσεις εκεί αφήνεις πίσω σου τα χωριά και τους ανθρώπους, περνάς από ανομάτιστους ερημικούς χωματόδρομους χαραγμένους φιδωτά αναμεσίς των χωραφιών.. Κι εκεί, στο πουθενά, κι ενώ γίνεσαι μέρος της ησυχίας της φύσης που σε περιβάλλει, βλέπεις μια ασπροβαμμένη σιδερένια πύλη με σταυρό. Με ξάφνιασε που την είδα..Συνήθως τα ξωκκλήσια δεν έχουν πύλη για να περάσεις.. Πίσω της και στην κεφαλή του ξωκκλησιού δυο μνήματα, ενός ιερέως και μιας πρεσβυτέρας..
Πέρασα από την Πύλη, προχώρησα πλάϊ στα μνήματα..Ανέβηκα ένα σκαλί..Περπατούσα ήδη σ’ ένα όμορφα πλουμιστό πλακόστρωτο, κάτω από μια κεραμοσκέπαστη απλωτή βεράντα, προέκταση της στέγης του ξωκκλησιού και που το περιβάλλει. Δίπλα μου, στα δυο βήματα, ο επιτάφιος της Παναγίας, κοντά τα καντηλέρια..Είχε ησυχία ο τόπος κι ας υπήρχαν άνθρωποι εκεί.. Η φωνή μου σαν τους χαιρέτησα με το που τους είδα, ακούστηκε τόση παράταιρη μες στην ησυχία που την χαμήλωσα ευθύς..Ένοιωσα, πως να το πω, σα να βεβήλωνα κάτι, μα δεν ήξερα τι..Μετά ήταν που κατάλαβα, μετά….Στο μεταξύ άναψα τα κεριά μου και στράφηκα στις γυναίκες πίσω τους να προσφέρω την εικόνα. Και μίλησα με φωνή πια σα σε ψίθυρο εξηγώντας από ποιούς είναι το δώρο..Εκείνες με αντιχαιρέτησαν ήσυχα, μιλώντας μου χαμηλόφωνα με λόγια λιγοστά , δέχτηκαν με χαρά το δώρο των γονιών μου και πήγαν την εικόνα Της μες στην εκκλησιά. .
Στο εκκλησάκι μπαίνεις από μια χαμηλή πόρτα στο πλάϊ αφού κατέβεις δυο πέτρινα σκαλοπάτια. Από κει μπήκα κι εγώ κι είδα ένα ασπροντυμένο δωμάτιο όλο κι όλο, μ’ ένα παραθύρι στην απέναντι μεριά της πόρτας και στο βάθος το ξυλόγλυπτο τέμπλο. Λιγοστές οι καρέκλες πάνω στις παλιές πλάκες στο κέντρο του, όπου κάθονταν ήδη οι γέροντες. Με κοίταξαν παραξενεμένοι… Ήμουν η ξένη για κείνους, η ξένη στον χώρο..Έτσι ένοιωσα και ως παρείσακτη έσπευσα να βγω.. Κατέβηκα από την σκεπαστή βεράντα και βγήκα στο άλλο πλακόστρωτο, σ’ εκείνο π’ απλώνεται έξω από την σκεπαστή βεράντα και είχε σα άλλο του σύνορο τα λιόδεντρα και σκεπή του τον ουρανό.Κάθισα σ’ ένα από τα παγκάκια που βρίσκονται στα ριζά των λιόδεντρων. Κι έμεινα να κοιτάζω γύρω..
Είχαν ρθεί στο μεταξύ κι άλλοι άνθρωποι, κι όλο έρχονταν. Άκουγα τ’ αυτοκίνητά τους καθώς σβήναν’ τις μηχανές τους λίγο πιο πίσω..Μα , παρά το ότι οι άνθρωποι πλήθαιναν, ο τόπος συνέχισε να ’χει ησυχία..Για δες! αναρωτήθηκα παραξενεμένη. Όλοι εδώ θα μιλάν’ μεταξύ τους ψιθυριστά..Πως αλλιώς; Μα και πάλι δεν θ’ ακουγόταν τότε αυτό το χαμηλό βουητό που είναι από τα ψιθυρίσματα;; Άρα, δεν μιλάν’ μεταξύ τους κατέληξα ..απλά δεν μιλάνε. Μένουν σιωπηλοί, γιαυτό η τόση ησυχία του τόπου.. Μου έκανε εντύπωση. Η λειτουργία, στο μεταξύ, είχε αρχίσει ..Κι εγώ ξέμεινα κάτω από τα λιόδεντρα να ακούω τα θροΐσματα από τα φύλλα των δέντρων ανάκατα με τα τιτιβίσματα των πουλιών πως σιγοντάριζε ο ήχος τους την μελωδικότητα της φωνής του ιερέα που λειτουργούσε..
Ένοιωθα όμορφα..¨Όλα γύρω μου είχαν Ομορφιά!!! Όλα, απλά, ευωδιαστά και γαλήνια..Και με πόση αγάπη έχουν φροντισμένο τούτο τον χώρο οι άνθρωποι εδώ, κοίταγα και σκεφτόμουν! Μέχρι και οι κορμοί των λιόδεντρων γύρω μου ήταν ασβεστωμένοι, όλος ο τόπος ήταν που έλαμπε από καθαριότητα. Μα δεν ήταν μοναχά αυτά που έβλεπα κι άκουγα.! Ήταν και ο,τι εξέπεμπε αυτός το τόπος!! Αυτή την αίσθηση της απλωσιάς μες στην γαλήνη, αυτό το νοιάξιμο από την αγάπη, αυτή την ηρεμία από την ελευθερία.. Α! Γιαυτό άρεσε στους γονιούς μου εδώ! Γιαυτό, είπα στον εαυτόν μου!! Να δεις που σε ένα τέτοιο παγκάκι θα καθόντουσαν κι αυτοί σαν νοιώθαν’ όπως και εγώ..Το ξανασκέφθηκα..Ναι, από μια τέτοια θέση μακρυά από τους άλλους, τότε τα βλέπεις πιο εύκολα αυτά! Γιαυτό, ίσως και το δώρο τους! Ως το ευχαριστώ τους, για τα δώρα που είχαν δοθεί στους ίδιους από αυτόν εδώ τον τόπο σαν ήσαν εδώ! ..
Η λειτουργία τελείωνε..Με το μοίρασμα των άρτων, οι ήχοι από τις φωνές των ανθρώπων που συνομιλούσαν ακούγονταν πιά καθάριοι και ευκρινείς. Γέλια και χαιρετισμοί κι αγκαλιές γύρω μου..Η σιωπή είχε παραχωρήσει την θέση της… Είδα τις κυρίες που είχα δώσει την εικόνα νάρχονται προς το μέρος μου..Μου μιλούσαν πια με κανονική φωνή. Ευχαρίστησαν και πάλι για την εικόνα και με κάλεσαν να δω που την είχαν τοποθετήσει στον ναό, με ρώτησαν και αν ήμουν ευχαριστημένη για την επιλογή της θέσης.. ‘Ακου τώρα! Τι μου λένε, αναλογίστηκα! Αυτά δεν με είχαν απασχολήσει ποσώς! Χάρηκα όμως με την χαρά τους που τους άρεσε η εικόνα Της και που τιμούσαν το δώρο των γονιών μου….Πόσο θα το φχαριστιούνταν, αν ήσαν εκείνοι εδώ! Τι χαρά που θα ‘παιρναν την ώρα τούτη, οι αγαπημένοι μου!
Κίνησα να γυρίσω στο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο που έμενα εκείνες τις μέρες.. Στο γονικό σπίτι της μάνας μου στο χωριό δεν είχα θελήσει να μείνω..Βαριές οι σκιές του..
Κι εκεί, στην ησυχία του δωμάτιου, ενόσω αγνάντευα την θάλασσα μπροστά μου καθώς έπαιρνε από τα χρώματα της δύσης του ήλιου, με τον νου άδειο να οσφραίνομαι την αρμύρα του αέρα, τότε που κατάλαβα γιατί η σιωπή, γιατί οι λιγοστές οι λέξεις των ψίθυρων τότε, γιατί εκείνη η αίσθηση του βέβηλου από μεριάς μου..Πως και δεν το είχα δει από τα τότε;
Πως και δεν είχα από κείνη την ώρα καταλάβει ότι όλος ο τόπος π’ απλωνόταν γύρω μου από την στιγμή που πέρασα την πύλη, με το ξωκκλήσι, την σκεπαστή την βεράντα του, με τα δέντρα του, τον ουρανό του, τ’ αεράκι του το ευωδιασμένο, τα τιτιβίσματα των πουλιών του, ότι όλος αυτός ο τόπος με τα όλα του και τους ανθρώπους του, ήταν ο χώρος και ο τόπος του ναού; Ότι ένας ήταν ο τόπος και ο χώρος; Η εκκλησία στ’ όνομα εκείνης; Της Παναγιάς;..
Και, ότι χάρις στην σιωπή των προσκυνητών υπήρχε η αρμονία από το έξω, της φύσης, με το μέσα, των ανθρώπων; ..Και ότι πιο πίσω από την σιωπή και μέσα από αυτήν, ήταν ο σεβασμός, το δέος των πιστών στον τόπο και στον χώρο Εκείνης;..
Κι εγώ, τόσο ξένη προς αυτό;;
Αμ..δεν διαθέτω ούτε κόκκο σκόνης, πόσον της συνάπεως!
https://beatrikn.wordpress.com/