Eντυπώσεις από το φως της σελήνης
Του Γιώργου Σταματόπουλου
Υψώσαμε τις κεφαλές προς τον ουρανό, μαγεμένοι από την πλήρη φωτεινότητα της χρυσής σφαίρας -έτσι απορροφημένοι δεν βλέπαμε πού πατάγαμε και πού πηγαίναμε στον οικείο τόπο της γης. Σαν τον παλιό σπουδαίο Θαλή τον Μιλήσιο, που παρατηρούσε τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων και σκόνταφτε συνέχεια στο ανώμαλο έδαφος της γης και γκρεμοτσακιζόταν, προκαλώντας τον γέλωτα στην παρευρισκόμενη χωρική, η οποία βεβαίως δεν έχασε την ευκαιρία και τον περιέπαιξε και τον λοιδόρησε αναλόγως.
Το ‘χω ξανασημειώσει νομίζω· ακόμη δεν είμαι βέβαιος για το ποιος είχε δίκιο: ο ερευνητής Θαλής ή η χοντροκομμένα λοιδορούσα αυτόν γυνή της αρχαιότητας.
«Κακομοίρη μου, εσύ δεν μπορείς να προφυλαχτείς από τις κακοτοπιές της γης, τ’ αστέρια σε μαράνανε!»
Κάπως έτσι μίλησε η Μιλήσια στον Μιλήσιο και μένουμε αμίλητοι όλοι οι μυαλωμένοι του πλανήτη, που ερωτευόμαστε παράφορα, εντούτοις, την πληρότητα της σελήνης, ειδικά τον Αύγουστο.
Φως ανέσπερο, αλλότριο, που θολώνει τον νου και ταρακουνάει τον άγνωστο ψυχισμό -πώς να το αρνηθείς;
Μαζευτήκαμε λοιπόν στους αρχαιολογικούς χώρους της πατρίδας (από τις λίγες μαζώξεις που θα όφειλαν να είναι αχειραγώγητες, αλλά, δυστυχώς, κατευθυνόμενες είναι κι αυτές· θυμόμαστε τάχα την παλιά αγλαΐα -που λάμπει κι αυτή μες στους ερειπιώνες της Ιστορίας- επικαλούμενοι ξεχωριστές εμπειρίες) και κοιτάξαμε ψηλά· κάτω από τα πόδια μας το χάος, η τουριστική επένδυση του φυσικού φαινομένου.
Μοναδικές στιγμές, παρ’ όλα αυτά: όμορφα κορμιά να αλαφιάζονται και να συγκλονίζονται από τη συμπαντική ομορφιά, αδιαφορώντας για την ασχήμια που έχουμε εγκαταστήσει στον οικείο μας τόπο· εκεί (εδώ) που εξακολουθούν να μαίνονται και να «λάμπουν» οι πόλεμοι, οι δολοφονίες, οι βασανισμοί, οι φυλακές, οι βίαιες εκτοπίσεις πληθυσμών, ο εξευτελισμός του ανθρώπινου σώματος με ανασκολοπισμούς και κρεματόρια, με στρατόπεδα συγκέντρωσης εντός των οποίων συντελούνται οι πιο φρικιαστικές πράξεις από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Και όμως, χωρίς τους Θαλήδες δεν θα ξεφεύγαμε από την άγνοια και ούτε που θα γνωρίζαμε τον εαυτό μας. Τον είχαν ρωτήσει κάποτε ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία για τον άνθρωπο -«τι το δύσκολον;». «Εαυτόν γνώναι», απάντησε χωρίς δισταγμό.
Συμφώνησε μετά από λίγα χρόνια ο εξ Εφέσσου Ηράκλειτος: «Εδιζησάμην εμεωυτόν» (αναζήτησα τον εαυτό μου).
Διπλό το ψάξιμο: πού, πώς, γιατί στεκόμαστε, τι πρέπει να καταλάβουμε, πού μπορεί να φτάσει το πνεύμα, πώς μπορεί να απορροφήσει την ύλη. Αλλο τι βλέπουμε και άλλο τι καταλαβαίνουμε.
Ηδη από τα λυρικά χρόνια προβληματίζονταν από τις εικόνες που έβλεπαν γύρω τους (π.χ., Σιμωνίδης ο Κείος: το δοκείν και ταν αλάθειαν βιάται -η εντύπωση παραμορφώνει και την αλήθεια)· προφανώς η πλήθουσα σελήνη δεν μπορούσε να ερμηνευτεί εύκολα.
Δίκαια τιμάμε την ολότητά της, ειδικά όταν δεν ξεχνάμε πού πατάμε, ή όταν με έναν μυστήριο τρόπο επιτρέπουμε στο φωτεινό κλέος της να εισβάλλει εντός μας -μετά όλα είναι πιθανά σε ό,τι αφορά τη διάλυση του σκότους που μας περιβάλλει.
efsyn.gr
http://ameiniasopallineus.blogspot.gr/