Η επίγνωση της θνητότητας απαλύνεται αλλά δεν υπερβαίνεται ακόμα και από τους ανθρώπους που, χάρη στη συστηματική αναγνωστική ή και δημιουργική άσκησή τους στην ποίηση, οπλίζονται με την αντίληψη ζωής στην οποία η ποίηση σταδιακά μας ασκεί. Κι η επίγνωση της θνητότητας οξύνεται στις περιστάσεις που οι άνθρωποι ερχόμαστε αντιμέτωποι με όσα μας δείχνουν σκληρά πόσο τρωτοί είμαστε, όπως είναι, κυρίως, η βιολογική φθορά του γήρατος και τα κάθε είδους νοσήματα.
Ανάμεσα στις αρρώστιες, αναπόσπαστο μέρος της θνητής διαδρομής μας, εκείνες που μας φοβίζουν ή και μας κλονίζουν περισσότερο δεν είναι οι χρόνιες ή και οι ανίατες, γιατί αυτές τις ζούμε εξατομικευμένα, αλλά όσες διαχέονται ραγδαία στον χρόνο και τον χώρο, καθώς είναι μεταδοτικές, δηλαδή οι επιδημίες και κυρίως οι πανδημίες. Μπροστά στην εξάπλωσή τους, οι περισσότεροι άνθρωποι βιώνουμε τον αρχέγονο φόβο ότι ενδέχεται όλοι να νοσήσουμε ή και να αφανιστούμε. Οταν μάλιστα μία πανδημία, όπως αυτή των τελευταίων μηνών, βιώνεται μέσα στο σύγχρονο τεχνολογικό περιβάλλον της τεράστιας διάχυσης των πληροφοριών και της λειτουργίας των μέσων της (επωφελούς για τα ίδια) τρομολαγνείας, ο φόβος τείνει να λάβει ανορθολογικές διαστάσεις.
Η εξέλιξη του είδους μας μέσα στον χρόνο και οι διαφόρων μορφών, αιτιών και κλίμακας επιδημίες διέτρεξαν μια πορεία διαδοχικών συγκλίσεων και συγκρούσεων. Εύλογο είναι, λοιπόν, ότι η λογοτεχνία όλων των εποχών διασώζει μαρτυρίες για τις επιπτώσεις των επιδημιών στους ανθρώπους. Από τον λοιμό που στέλνει ο θεός Απόλλωνας στους Ελληνες της τρωικής εκστρατείας για να τιμωρήσει τον αλαζονικό Αγαμέμνονα στην πρώτη ραψωδία της ομηρικής Ιλιάδας μέχρι το Περί της φύσεως των πραγμάτων του Λουκρητίου (1ος αιώνας π.Χ.), όπου ο Ρωμαίος φιλόσοφος περιγράφει τα συμπτώματα του λοιμού που έπληξε την πόλη των Αθηνών το 430 π.Χ., οι άνθρωποι προσπαθούν να κατανοήσουν τις επιδημίες ταλαντευόμενοι ανάμεσα στους επίβουλους και τιμωρούς θεούς και τη δική τους φθαρτότητα.
Πολλούς αιώνες αργότερα, η μαύρη πανώλη ή ο μαύρος θάνατος, όπως ονομάστηκε η πανδημία πανώλης των ετών 1348-1353, καθώς εξολόθρευσε μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού πληθυσμού, άφησε ισχυρό το αποτύπωμά της στην τέχνη και στην ποίηση ειδικότερα, καθώς τότε γράφτηκαν πλήθος θρηνητικά και θρησκευτικά ποιήματα. Και βέβαια οι επιδημικές νόσοι (πανώλη, χολέρα, τύφος, φυματίωση, ισπανική γρίπη, AIDS) σημάδεψαν την ιστορία της τέχνης και της λογοτεχνίας, αφανίζοντας σημαντικούς ανθρώπους τους. O 26 ετών μουσικός Τζοβάνι Μπατίστα Περγκολέζι το 1736, ο 25 ετών ποιητής Τζον Κιτς το 1821 και ο 44 ετών θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος (και γιατρός) Αντον Τσέχοφ το 1904 πέθαναν από φυματίωση.
Τους δύο τελευταίους αιώνες, καθώς η αφήγηση, και ιδίως η ρεαλιστική αφήγηση του πραγματικού κόσμου, υποχώρησε στον έμμετρο-ποιητικό λόγο και την επικράτειά της κατέλαβε σχεδόν πλήρως το πεζογραφικό είδος, οι επιδημίες απαντούν ως θέμα σε πολλά έργα της μυθοπλαστικής πεζογραφίας, είτε αυτά αναφέρονται σε πραγματικές επιδημίες είτε χρησιμοποιούν το θέμα σε μεταφορικό ή αλληγορικό πλαίσιο, όπως η Πανούκλα (1947) του Αντρέ Καμί, ο Λοιμός (1972) του Ανδρέα Φραγκιά ή το Περί τυφλότητος (1995) του Ζοζέ Σαραμάγκου (πολύ χρήσιμο για να μελετήσουμε τη λογοτεχνική χρήση της νόσου ως μεταφοράς είναι το βιβλίο της Σούζαν Σόνταγκ, Η νόσος ως μεταφορά. Το AIDS και οι μεταφορές του, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, 1993). Δεν έπαψαν βεβαίως να υπάρχουν, λιγότερα πάντως από τα πεζογραφικά, και ποιητικά κείμενα που θεματοποιούν διάφορες επιδημικού τύπου ασθένειες.
Ανατρέχοντας στην ελληνική ποίηση του 19ου και του 20ού αιώνα μέχρι τα μέσα του (ανακάλυψη της στρεπτομυκίνης το 1944), τα ποιήματα που γράφονται ιδίως για την πολύ θανατηφόρα τότε φυματίωση είναι πολλά. Στο συνθεμένο σε στίχους παραγράφους αφηγηματικό ποίημά του Η γυναίκα της Ζάκυθος ο Σολωμός περιγράφει γλαφυρά τα γνωρίσματα της νόσου της φθισικής και απωθητικής ηρωίδας του. Στον Μεσοπόλεμο τρεις νέοι ποιητές, η Μαρία Πολυδούρη (1930), ο Μίνως Ζώτος (1932) και η Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου (1935), που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μέλη του κύκλου των χαμένων ποιητών, πέθαναν από φυματίωση, ενώ έγραψαν ποιήματα που θεματοποιούν τη νόσο.
Οπως έδειξε σε μελέτη της για την Πολυδούρη η Μάρθα Βασιλειάδη, η ποιήτρια «τολμά να καταγράψει τη νόσο ως μεταφορά, να μετατρέψει τη ρομαντική αυτοπάθεια σε αφηγηματική λειτουργία ανατρέποντας την καθεστηκυία όψη του λυρισμού σε μια σωματική γραφή». Νωρίτερα, στον 19ο αιώνα η φθίση είχε συνδεθεί από τη λογοτεχνία με τα ευαίσθητα, ερωτοπαθή και μελαγχολικά άτομα ως νόσος της ψυχής.
Στο ποίημα του Μιλτιάδη Μαλακάση «Πρώτοι στίχοι» ο αφηγητής θυμάται την ερωτική σχέση του με μια φθισική. Το ποίημα τελειώνει με τους στίχους: «Την πρώτη θυμούμαι που μου ’πες ημέρα: / Πονώ εδώ πέρα, στα στήθη πονώ. / Και σου ’κοψε ο βήχας το λόγο στο στόμα». Ο σύγχρονος με τους πεθαμένους από φυματίωση ομότεχνούς του Κ. Γ. Καρυωτάκης έγραψε το ελεγειακά σατιρικό ποίημά του «Ωχρά σπειροχαίτη» (Ελεγεία και σάτιρες, 1927) όπου θεματοποιεί τον αγοραίο έρωτα, υπαινίσσεται την προσβολή του από τη σεξουαλικώς μεταδιδόμενη σύφιλη και εκφράζει την αγωνία του μπροστά στην επαπειλούμενη τρέλα και «την άβυσσο που ερχόταν».
Την ίδια εποχή, στη δεκαετία του 1920, ο Γιάννης Ρίτσος και αργότερα, στα χρόνια της Κατοχής, ο Μίλτος Σαχτούρης νόσησαν νεαροί από φυματίωση, αλλά κατόρθωσαν να αναρρώσουν. Η πολύ συχνή παρουσία του αίματος στην ποίηση του Σαχτούρη συνδέεται πρόδηλα με την τραυματική νεανική εμπειρία του.
Η φυματίωση και οι φυματικοί εμφανίζονται αρκετές φορές σε ποιήματα του Ρίτσου, με πιο χαρακτηριστικό και δραστικό ανάμεσά τους το ποίημα «Της μνήμης» από τη συλλογή του Χειρονομίες (ποιήματα γραμμένα τα χρόνια 1969-1970), όπου οι παλιές σκονισμένες ακτινογραφίες ανακαλούν μνημονικά τον θάνατο ενός φυματικού, σχεδόν 40 χρόνια αργότερα από τη μάχη του Ρίτσου με την ασθένεια: «Παλιές ακτινογραφίες φυματικών, σε μεγάλους κίτρινους φακέλους, / στο πάνω μέρος της ντουλάπας, μες στη σκόνη, – βράδια και βράδια, / όταν σφύριζε το τρένο στα προάστια∙ βράδια με ψηλά κηροπήγια, / με μικρά, τετράγωνα χαρτιά, σκόρπια στο πάτωμα, από σκονάκια του βήχα∙ – / όταν χύθηκε το ποτήρι στα σεντόνια του αρρώστου, κι έβγαλε έξω τα πόδια του – / λιγνά τα γόνατά του, τρίχωμα στεγνό, –ήταν σε στύση∙– χτυπούσαν την πόρτα, / χτυπούσαν δυνατά∙ τον σκεπάσανε γρήγορα∙ τρέξαμε στο διάδρομο∙ / σταθήκαμε πίσω απ’ την πόρτα∙ αφουγκραστήκαμε – δε χτύπησαν πια».
Η μεταφορική ή αλληγορική χρήση της επιδημίας πυκνώνει σε ποιήματα που γράφτηκαν στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών από ηλικιακά νέους ή μεγαλύτερους ποιητές. Αναφέρω ενδεικτικά το ποίημα του Σεφέρη «Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα» (1969), όπου οι γάτες, που προστατεύουν το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα και τους καλογέρους του, σώζουν τους ανθρώπους αλλά κι εξολοθρεύονται από το «αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι» των φιδιών.
Η εμπειρία των ανθρώπων με τις επιδημικές νόσους, και παλαιότερα και σήμερα, συνδέεται στενά με τη σωματικά και ψυχικά επώδυνη νοσηλεία τους σε δομές υγείας. Γενικότερα, η εμπειρία της σωματικής ή και της ψυχοσωματικής ασθένειας, παράλληλα με τον υποχρεωτικό εγκλεισμό σε νοσοκομειακό περιβάλλον, θεματοποιείται, με ρεαλιστικό ή και αλληγορικό τρόπο, σε ολόκληρα ποιητικά βιβλία, όπως (αναφέρω μερικά πρόσφατα) Η αρπαγή της κούτας (2003) του Ηλία Λάγιου, η Ησυχία (2007) του Γιώργου Βέλτσου και η συγκλονιστική Προετοιμασία ταφής (2012) του καρκινοπαθούς Βαγγέλη Αθανασόπουλου, γραμμένη στο νοσοκομείο τις τελευταίες ημέρες της ζωής του.
Στην αρχή αυτού του κειμένου έκανα λόγο για το ότι η αντίληψη ζωής που υιοθετούμε χάρη στην ποίηση, οι ποιητές και οι αναγνώστες της, απαλύνει την επίγνωση της θνητότητας. Υπάρχουν, όμως, και ποιήματα που μπορούμε να πούμε ότι μας βοηθούν να υπερβούμε, έστω για λίγο, την αίσθηση της θνητότητας, βάζοντας στο στόχαστρό τους την ευθεία αναμέτρηση του ανθρώπου με τον θάνατο. Ενα τέτοιο, πολύ όμορφο, ποίημα είναι το «La pallida morte» (Τα ελεγεία της οξώπετρας, 1991) του Οδυσσέα Ελύτη.
Ο ιταλικά γραμμένος τίτλος σημαίνει «Ο χλομός θάνατος» και, κατά πάσα πιθανότητα, έχει ως απώτερη πηγή τη φράση «pallida Mors» του Ορατίου στην τέταρτη ωδή του πρώτου βιβλίου των ωδών του, όπου η πανηγυρική διάθεση για τον ερχομό της Ανοιξης καταλήγει με τη δυσάρεστη σκέψη για το αναπότρεπτο του θανάτου (μήπως, όμως, είναι ανάμνηση από τον Ελύτη του τραγουδιού «La pallida morte» του Giorgio Gaber [1970], που παραφράζει την ορατιανή ωδή;).
Το ποίημα του Ελύτη, απόρροια της νοσηλείας του τον χειμώνα 1989-1990 στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού λόγω αναιμίας, ξεκινά με την αίσθηση της εγγύτητας και της απειλής του θανάτου, αλλά καταλήγει, μέσα από μια μυστικιστική πορεία, με τη νίκη του επί του θανάτου, καθώς εκφράζει την πίστη ότι ο μόνος από τους ανθρώπους που γνωρίζει να μιλήσει για τον θάνατο είναι ο ποιητής. Παραθέτω το τέλος του ποιήματος: «Πατημασιές επάνω στα βρεμένα φύλλα / Επειδή και οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια σωρεύουν όμορφα λουλούδια εκεί / Ομως απ’ αυτούς, ο θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτε να πει / Μόνον ο ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντας / Αυτός. Ο Είναι, ο Ηταν και ο Ερχόμενος».
Οδυσσέας Ελύτης
La pallida morte
Αοσμος κι όμως πιάνεται
Οπως άνθος από τα ρουθούνια
Ο θάνατος. Μεσολαβούνε κτίρια σιωπηλά, τετράγωνα
Με απέραντους διαδρόμους αλλ’ επίμονα
Η οσμή περνά πτυχές από λευκά σεντόνια ή βυσσινιά
Παραπετάσματα σ’ όλο του δωματίου το μάκρος
Κάποτε μία ξαφνική αντανάκλαση φωτός
Υστερα πάλι μόνον οι τροχοί από τ’ αμαξίδια
Κι η παλιά λιθογραφία με την εικόνα
Του Ευαγγελισμού όπως φαίνεται μέσ’ απ’ τον καθρέφτη
Οπόταν, με το χέρι απλωμένο Εκείνος
Που όπως αγγέλλει σιωπά, όπως μοιράζει παίρνει
Χλωμός και με ύφος ένοχο (σαν να μην ήθελε αλλά πρέπει)
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα ερυθρά
Αιμοσφαίρια μέσα μου. Ιδια ο νεωκόρος τα κεριά την ώρα
Που έχοντας πάρει τέλος οι δεήσεις όλες
Υπέρ ευκρασίας αέρος και του σύμπαντος κόσμου ή
Προπαντός, υπέρ ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει
Το εκκλησίασμα διαλύεται
Ω και αν έχω! Αλλά πώς με τι
Γίνεται τρόπο να φανερωθεί το «μη λεγόμενον»
Που ενώ με τις ίριδες και με τ’ ανεμοκλείτια ευλαλούν οι Μάιοι
Και με χλόες παν κατεβατές έως τη θάλασσα
Τη στιγμή που κι εκείνη ψιθυριστά κάτι απ’ τ’ αρχαία της μυστικά
Ολοένα εκμυστηρεύεται, άφωνος μένει ο άνθρωπος
Η ψυχή μόνον. Αυτή
Σαν μητέρα νεοσσών όπου κίνδυνος κάνει φτερούγα
Και από τις καταιγίδες μέσα λίγα ψίχουλα
Γαλήνης υπομονετικά συνάζει· ώστε αύριο, μεθαύριο
Κείνα που κατά διάνοιαν έχεις με καινούριο στιλπνό πτίλωμα
Στους αιθέρες ν’ ανοιχτούν κι ας ανοιγοκλειούν οι θύρες άδικα
Στα ουράνια κατοικητήρια
Ξέρει ο Αγγελος. Και δειλά το δάχτυλο αποσύρει
Που ξανά κυανό το χρυσό γίνεται και μια ευωδία
Σμύρνας καιούμενης ανεβαίνει ώς τον ρόδινο θόλο
Μονομιάς ανάβουν τα κεριά σ’ όλα τα μανουάλια
Υστερα όλοι ακολουθούν. Πατημασιές επάνω στα βρεμένα φύλλα
Επειδή και οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια σωρεύουν όμορφα λουλούδια εκεί
Ομως απ’ αυτούς, ο θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτε να πει
Μόνον ο ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντας
Αυτός. Ο Είναι, ο Ηταν και ο Ερχόμενος.
https://www.efsyn.gr/