Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

«Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας…»

«Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας…»

Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα, μια μέρα σαν σήμερα, στις 20 Απριλίου του 1922 και «έφυγε» από τη ζωή στα 66 του χρόνια, στις 30 Οκτωβρίου του 1988.
Από πολύ νεαρή ηλικία, από το Γυμνάσιο της οδού Αγησιλάου κιόλας, είναι και δηλώνει ποιητής. Η νύχτα της Κατοχής τον βρίσκει στο Πανεπιστήμιο Αθήνας. Στη Νομική Σχολή, που δεν την τέλειωσε. Μαζί με άλλους της γενιάς του, θα αφήσει τα πρώτα του γραπτά ίχνη, πάνω στους τοίχους της αδούλωτης πολιτείας, γράφοντας συνθήματα, παλεύοντας μέσα από τις γραμμές της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.
«Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων / εμείς καθόμασταν τα βράδια /και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου / Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας».
Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι ο ποιητής που έγραψε αυτούς τους στίχους, ο ποιητής που μας θυμίζει ότι πάντα «φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου».
Ο Λειβαδίτης, είναι ο ποιητής, τέκνο ενός περήφανου λαού που πεινασμένος, ξυπόλυτος, ρακένδυτος, αλλά πάντα όρθιος, προσπαθεί, με το όπλο στο χέρι, με την καθημερινή του πάλη, με τη δημιουργία του, να ορίζει αυτός τα πεπρωμένα του. Κάποιοι δεν το ήθελαν αυτό. Μα, ο ποιητής επιμένει να τραγουδά:
«Τραγουδάω εσάς, αδέρφια μου/
εσάς που χτίζετε τις μεγαλουπόλεις/
τραγουδάω εσάς, μικρά μου αγόρια/
που ξεπαγιάζετε πουλώντας σπίρτα στους δρόμους του χειμώνα/
εσάς που φοράτε εφημερίδες κάτω απ’ τα τριμμένα σας σακάκια/
τραγουδάω εσάς που ξεκινάτε κάθε αυγή/
κουβαλώντας κάτω απ’ το τρύπιο πουκάμισό σας ένα κομμάτι ψωμί/
κι ολάκερη την ισότητα του κόσμου».
Το 1940 γνωρίζει τον Γιάννη Ρίτσο και του δίνει να διαβάσει ποίησή του. Ο Τάσος Λειβαδίτης έγινε και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του ο πιο αγαπημένος, ο αδελφικός φίλος του Γ. Ρίτσου. Η πρώτη εμφάνιση του Τ. Λειβαδίτη στα Γράμματα έγινε το 1946, από τα «Ελεύθερα Γράμματα» του Δημήτρη Φωτιάδη (τεύχος 55, 15/11/1946). Μεταπολεμικά, εκτός από τα «Ελεύθερα Γράμματα», συνεργαζόταν και με τη «Νέα Εστία».
Το 1943 χάνει τον πατέρα του και αργότερα (1951) χάνει και τη μητέρα του. Την τετραετία 1948-1952, εξορίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες στον Μούδρο, στον Αϊ – Στράτη και τη Μακρόνησο. Η επιστροφή του στην Αθήνα θα συνοδευτεί από δύο ποιητικές εκδόσεις. Το 1952 θα εκδοθούν οι ποιητικές συλλογές “Μάχη στην άκρη της νύχτας” και “Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας”. 
«Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, δε θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο. Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές. Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ’ τις σφαίρες, μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω. Κάθε κραυγή σου θα ‘ναι μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων. Κάθε χειρονομία σου θα ‘ναι για να γκρεμίζει την αδικία. Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις, ούτε στιγμή να ξεχαστείς. Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε. Μια στιγμή αν ξεχαστείς, αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στη δίνη του πολέμου, έτσι και σταματήσεις για μια στιγμή να ονειρευτείς, εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές. Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου, αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις για να ζήσουν οι άλλοι. Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι ένα οποιοδήποτε πρωινό. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι μπρος στα ντουφέκια»!
Ο Τάσος Λειβαδίτης ανήκει σε εκείνους τους ποιητές που στον εμφύλιο εξορίστηκε, δικάστηκε, αλλά τελικά αθωώθηκε γιατί ένα ποιητικό του έργο θεωρήθηκε επικίνδυνο. Ηταν το 1953, που δημοσιεύει το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», το «λαϊκό ανάγνωσμα» της Αριστεράς, για το οποίο τού απονέμεται το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία. Το βιβλίο αργότερα κατασχέθηκε, με αιτία το φιλειρηνικό του περιεχόμενο. Το 1955, ο ποιητής θα δικαστεί για το συγκεκριμένο βιβλίο και η δίκη θα αποκτήσει πανελλήνιο ενδιαφέρον. Στο εδώλιο, ο ποιητής διατυπώνει το σκοπό της τέχνης, συγκινεί το ακροατήριο και τους δικαστές και αθωώνεται. Ανήκει σε εκείνους τους ποιητές, που αμφισβήτησαν και εναντιώθηκαν στην αστική ιδεολογία, υπερασπίστηκε το δίκιο της εργατικής τάξης.
«Πέντε δίκοχα γύρω/ Ο λοχαγός δίχως όνομα/ ένα παιδί γυμνό/ κρεμασμένο από τα χέρια/ αυλακωμένο το σώμα του/ κουρελιασμένο απ’ τις βουρδουλιές/ μόλις πατάν’ τα νύχια του στο πάτωμα/ όπως σηκώνεται κανείς να δει/ ένα κορίτσι που γελάει πίσ’ απ’ το φράχτη./ Ο λοχαγός τον ρωτάει./ Ο βούρδουλας καίει το πετσί/ ο πόνος γίνεται ένα με το σώμα/ ο πόνος γίνεται ο ίδιος σώμα/ ύστερα θυμάται/ ένα μισοχτισμένο σπίτι στη γωνιά/ το παιδί στη σκαλωσιά ανεβάζει πέτρες/ μα γιατί ένα τόσο μικρό παιδί/ για τόσο μεγάλες πέτρες/ τα ποδαράκια του λυγίσαν ξαφνικά/ δεν πρόφτασε να πιαστεί/ το παιδικό κρανίο κάτω στις πλάκες/ άνοιξε/ μια γυναίκα αλαλιασμένη/ φώναζε μονάχα: μη/ Τώρα πρέπει να μιλήσει/ για να σωθεί/ πρέπει να πάψει να θυμάται/ και να ζήσει./ Θέλει να ζήσει/ όπως θέλετε κι εσείς./ Τώρα πρέπει να μιλήσει/ για να σωθεί/ πρέπει να πάψει ν’ αγαπάει/ και να ζήσει./ Ο λοχαγός λέει: μίλησε/ Ο βούρδουλας λέει: μίλησε/ η νύχτα του λέει: μίλησε/ μα η νύχτα είναι λίγη/ οι συντρόφοι πολλοί/ κι έκοψε με τα δόντια του τη γλώσσα/ όπως θα κάνατε κι εσείς» (από το ποίημα «Μάχη στην άκρη της νύχτας»).
Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν ο ποιητής του αγώνα και της φτωχογειτονιάς. «Γράφω για εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν/ για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα από τον άμμο./ Γράφω να διαβάζουν αυτοί που μαζεύουνε τα χαρτιά απ’ τους δρόμους»…
Γι’ αυτούς έγραψε τη «Δραπετσώνα» του, που ακολουθεί μελοποιημένη από τον Μίκη Θεοδωράκη, σε δύο εκτελέσεις, η μια από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, σε μια από τις τελευταίες του εμφανίσεις, και η άλλη από τον Δημήτρη Μητροπάνο
Δραπετσώνα
Το ποίημα του «Αιώνας εμπορίου» αποτελεί ένα μοναδικό έργο που αποτυπώνει ακριβώς τη βαρβαρότητα ενός συστήματος που δεν θέλει …«να λέγεσαι άνθρωπος».
Αιώνας εμπορίου  
H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο
    εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους
    λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
    δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
    χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
    ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
    περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ’ όλη τη βέβαιη νειότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελλοί να τα
    μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
    δολλάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν
    μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
    θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
    ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
    προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
σ’ όλη τη ζωή μου.
https://www.imerodromos.gr/

Κοκκώνα θάλασσα (διήγημα του Αλέξ. Παπαδιαμάντη)

Κοκκώνα θάλασσα (διήγημα του Αλέξ. Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 19 Απριλίου, 2020

Το έχουμε καθιερώσει, τα τελευταία χρόνια, να βάζουμε ανήμερα της Λαμπρής ένα πασχαλινό διήγημα, συχνά του Παπαδιαμάντη, διότι το ιστολόγιο έχει γούστα συντηρητικά.
Φέτος θα τηρήσουμε το έθιμο, αλλά με κάποια τροποποίηση. Αφού το φετινό Πάσχα είναι κάπως ιδιαίτερο, διάλεξα ένα παπαδιαμαντικό διήγημα που είναι τυπικά μόνο πασχαλινό. Δηλαδή, ενώ εκτυλίσσεται τις μέρες του Πάσχα περιγράφει άλλου είδους βάσανα, ναυτικά -δεν είναι σαν τον Αλιβάνιστο ή τον Λαμπριατικο ψάλτη, δηλαδή. Πάντως, ένας άλλος υπότιτλος του διηγήματος είναι «Το Πάσχα του καπετάνιου» οπότε πασχαλινό χρώμα υπάρχει.
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1900 στο περιοδικό «Το Περιοδικόν μας». Το Ταϊγάνι, που αναφέρεται στο διήγημα, είναι το σημερινό Ταγκανρόγκ, ρωσική πόλη στη Μαύρη Θάλασσα όπου υπήρχε μεγάλη ελληνική εμπορική παροικία -και η γενετειρα του Αντόν Τσέχοφ, θα γράψουμε κάποτε.
Θυμίζω και άλλα πασχαλινά αναγνώσματα που έχουμε δημοσιεύσει:
Αλ. Μωραϊτίδης, Άρατε πύλας
Παπαδιαμάντης, Παιδική Πασχαλιά
Παπαδιαμάντης, Ο αλιβάνιστος
Κώστας Βάρναλης, Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη
Παπαδιαμάντης, Χωρίς στεφάνι
Εμμ. Ροΐδης, Τα κόκκινα αβγά
Ν. Λαπαθιώτης, Η θυσία
Και βέβαια, το ιστολόγιο εύχεται σε όλες και όλους Χριστός Ανέστη και μακάρι του χρόνου να μας βρει όλους με τους αγαπημένους μας!
ΚΟΚΚΩΝΑ ΘΑΛΑΣΣΑ
ή ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΠΕΘΕΡΑΣ
-Μάινα κόντρα-φλόκο! σβέλτα! Μάινα μπαμπαφίγκο! Μάινα όξου-φλόκο! Μπρούλια ράντα! μπρούλια μαΐστρα! μπρούλια τρίγκο.
Τις θα το επίστευεν, ότι από ένα μικρόν αμυδρόν μαυράδι έμελλε να εξέλθη τόση τρικυμία; Πώς από μίαν μικράν κηλίδα, την οποία προθύμως παραβλέπουν εκάστοτε οι άνθρωποι, ρημάζουν υποθέσεις και ναυαγούν φιλοδοξίαι!
Ο ουρανός ήτον ως παμμεγίστη, άπειρος κανδήλα, ολίγω πρότερον. Η θάλασσα εκουφόβραζε, ως γιγαντιαία χύτρα επάνω εις σιγανήν φωτιάν. Πέραν εκεί, εις την άκρην όπου έφθανε το όμμα, ήσαν τα «θεμέλια» του ορίζοντος. Εκεί ήσαν μερικά «καθίσματα». Εκεί είχε φανεί κάτι θολόν και μαύρον. Ητον εκείνο το ρύγχος της τρικυμίας. Ο καπετάν Τζώνης το είδε, το διέκρινε, και την ανεγνώρισεν. Ολίγα λεπτά παρήλθον, και η τρικυμία ενεφανίσθη πάνοπλος, με όλους τους βρόντους και τας ηχούς της, με όλα τα ρίγη και τας φρικιάσεις των ανθρώπων και των κυμάτων.
-Μάινα γάμπιες! μάινα μέσα-φλόκο! αλέστα!… Τίρα μόλα!… Στα πόστα σας!
Από την κανδήλαν την αχανή εκείνην κατήλθεν η βοή, ο ροίβδος της λαίλαπος, και από το κουφόβρασμα το ύπουλον ανέβη ο ρόχθος της θαλάσσης, ζευχθέντα εις φοβερόν υμέναιον, προσοχθούντα επί της ελεεινής σανίδος, ήτον ως βέλασμα οιονεί από χιλιάδας και μυριάδας ερίφια-κύματα, χαιτήεντα, φριξότριχα, κερασφόρα· και ο Βορράς, ο χιονόμαλλος βασιλεύς των χειμώνων, τα έσπρωχνε και τα ήλαυνεν εμπρός, κατά τους βράχους πάντοτε και τας εσχατιάς· ζητούντα να εύρουν τέρμα και τέρμα δεν εύρισκον, ειμή την σανίδα την ταλαίπωρον· και την κατεπάτησαν, και την έκαμαν δρόμον, βόσκοντα την σκωρίαν της, λείχοντα τας πληγάς της, ροφώντα την δύναμίν της. Εν μέσω δε και υπεράνω όλης αυτής της πάλης και της βοής, την οποίαν συνετέλουν επαναβαίνοντα τ’ αχθοφόρα κύματα, αντήχει ως θρήνος οξύς το σφύριγμα των τροχαλιών όμοιον με την απηλπισμένην κραυγήν πτωχής ερημικής κόρης, σπαρασσομένης το δέμας, βιαζομένης την τιμήν, υπό φαύλων βιαστών εις έρημον τόπον, υπό το όμμα του πολυευσπλάχνου και παντοδυνάμου Κριτού του καθημένου επί των Χερουβίμ, του βλέποντος αβύσσους.
– Φίλα γάμπια! τιμόνι σοφράν!… Παίρνετε μπράτσα! ι-πόντα!
Από μπράτσο εις μπράτσο, από μαντάρι εις μαντάρι, επηδούσαν ακαταπαύστως οι ναύται, και ως αράχναι, ως μυίαι, εκολλούσαν στα διάφορα σχοινιά. Εν τοσοτούτω ο πλοίαρχος είχε διακρίνει μικρόν σημείον υφέσεως ήδη. Η φουρτούνα έμελλεν εξ άπαντος να «στρώσει». Θα ήτον ολιγώτερον σφοδρά και περισσότερον διαρκής.
-Πότζα-λα-μπάντα! Φίλα γάμπια! Τιμόνι σοφράν!… Μόλα γάμπια! μόλα μαΐστρα!
Η φουρτούνα έγινεν οριστικώς στρωτή, και επήλθε μικρά ανάπαυλα. Οι σύντροφοι εσπόγγιζον τον ιδρώτα των, την άχνην, τους αφρούς του κύματος.
Το βρίκιον έπλεε με μεγάλην ταχύτητα. Κατάρτια και πινά έτριζαν φοβερώς. Εφαίνοντο ότι «τώρα θα πέσουν».
Ο καπετάν Τζώνης ήναψε την πίπαν του, κι εστάθη ακουμβών επάνω στο παραπέτο της πρύμνης.
***
Δύο ναυτάκια επλησίασαν σιγά-σιγά κοντά εις τον πλοίαρχον. Δεν εφαίνοντο να ήσαν πολύ κουρασμένοι από την βάσανον, από την αγγαρείαν την οποίαν επέβαλεν η τρικυμία. Ήσαν ναυτομαραγκοί, από το Ταϊγάνι ερχόμενοι, μάλλον ως επιβάται.
-Ε, καπετάνιο, θα μας βγάλεις απ’ κάτ’ στην χώρα εμάς;
-Θα μας κάνεις, καπετάνιο, την χάρη;
-Κάλια τρίγκο!… Μόλα γάμπια, φλόκο! μόλα τρίγκο!
Ο πλοίαρχος ανέπνευσεν ανετώτερον, αφού έδωκε και το τελευταίον τούτο πρόσταγμα.
-Ε, καπετάνιο μ’ ;
-Να’ χεις πολλή ζωή, και καλά ταξίδια.
-Τι λέτε, παιδιά;
Ο καιρός είχε στρίψει, σοροκολεβάντης. Πώς να σηκώσει πλώρην το καράβι, να παραστρατίσει; Πώς να πλησιάσει εκεί που έλεγαν τα δύο ναυτόπουλα;
-Tώρα είναι καιρός, παιδιά, ν’ αρμενίζουμε καταπάν’ τον αέρα;
-Μας το’ ταξες, καπετάνιο.
-Μας το είπες, καραβοκύρη μ’.
-Ελέγαμε δα, αν ήτον καιρός, να μας πήγαινε σοφράν απ’ τα Ρημονήσια. Τότε, θα μας έδινε χέρι να ζυγώσουμε κατά ‘κει. Τώρα, ιδέτε πώς μας μπατάρει… και που μας σκαντζάρησε… και όλο μας ξεπέφτει.
Τα δύο ναυτομαραγκάκια έλαβον στάσιν. Ο ένας εκουνήθη επάνω εις το δεξιόν σκέλος του. Ο άλλος ετάνυσε τον αριστερόν βραχίονα.
-Αυτή δεν είναι καμμία φουρτούνα απ’ εκείνες, καπετάνιο, είπεν ο πρώτος, ο μεγαλύτερος και υψηλότερος των δύο, όστις έφερεν ήδη ψηλαφητόν μύστακα· αυτή δεν είναι μαύρη φουρτούνα, να ‘ρχεται από μακριά· είναι άσπρη φουρτούνα.
-Μάλιστα· αυτή είναι, συνεπλήρωσεν ο δεύτερος, ο έχων τον μύστακα επανθούντα – είναι άσπρη φουρτούνα, κι έρχεται από κοντά.
-Δεν είναι καμμιά φουρτούνα, κατάλαβες, αυτή, να ‘ρχεται απ’ αλάργα· κοίταξε τι κοκκώνα-θάλασσα, μπονάτσα-λάδι.
-Αλήθεια, υπεστήριξεν ο δεύτερος, άσπρη φορτούνα, μαθές· καμαρωμένη νύφη-θάλασσα.
Ο πλοίαρχος εμειδίασε λίαν καλόκαρδος. Αυτός ο οποίος ανεγνώριζε μακρόθεν το ρύγχος της τρικυμίας – τη μούρη της! – είχεν ανάγκην να λαμβάνει μαθήματα από τους νεωτέρους! Πλην δεν εθύμωσε.
-Χα χα χα! Πολλά ξέρετ’, εσείς τα Σκοπελιτάκια.
Οι δύο ναυτομαραγκοί κατήγοντο πράγματι από την Σκόπελον, την νήσον εκείνην ήτις εξασκεί γλυκείαν μαγείαν εφ’ όλων των τέκνων της, και μεταβάλλει εις φανατισμόν την αγάπην της πατρίδος· την νήσον, προς έπαινον της οποίας ο λόγιος και εμπνευσμένος υιός της Καισάριος ο Δαπόντες, συνέθεσε κατά την παρελθούσαν εκατονταετηρίδα ασματικόν κανόνα προς το Ανοίξω το στόμα μου, -κανόνα αρχόμενον από τας λέξεις «Κρασί Σκοπελίτικο».
Την νήσον των νοσταλγών, εις τους κόλπους της οποίας δια να επανέλθουν τα φιλόστοργα τέκνα της, επιβιβάζονται από το Ταϊγάνι, από την Βραΐλαν, από την Οδησσόν, πριν παγώσουν τα νερά, χειμώνα-καιρόν, ή ευρίσκουν άλλο μέσον πορείας, εάν επάγωσαν ήδη, και ταξιδεύουν δύο μήνας, τρεις μήνας – εις την εποχήν των ιστίων – μόνον δια ν’ αξιωθούν να φθάσουν εις την Σκόπελον δια να εορτάσουν τα Χριστούγεννα, ή διά να κάμουν αποκριές, και γίνουν «μουτσούνες».
Τώρα δεν ήρχοντο πλέον Χριστούγεννα, είχαν περάσει κι αι Απόκρεω. Ητο Μάρτιος μην, και ήρχετο το Πάσχα. Και πολλοί εκ των ξενιτευμένων είχον καταβεί εγκαίρως εις την πόλιν, όπως ημπόρεσαν.
Αν έκαμναν τόσην θυσίαν δια να προλάβουν την Απόκρεων, πόσω μεγαλυτέραν θα έκαμναν διά το Άγιον Πάσχα!
-Ας γίνει το θέλημα σας, είπε τέλος ο καπετάν Τζώνης. Έχετε ανθρώπους και σας καρτερούν, κι άμποτε να σας χαρούν, παιδιά… Εμένα, ποιός…
Εμορμύρισε, και πάραυτα εσιώπησε. Μικρόν νέφος μελαγχολίας εφάνη σκιάζον τους οφθαλμούς του· όμοιον μ’ εκείνο το οποίον γεννά την τρικυμίαν, και το οποίον οι Λυγκείς των θαλασσών βλέπουσιν εγκαίρως μακρόθεν.
-Τώρα θα κάμουμε – επανέλαβεν είτα ο πλοίαρχος – μια βόλτα ως τον κάβο εκεί, κι άλλη μια ως το νησάκι πέρα… κι εσείς αλέστα!… Πάρτε την σκαμπαβία, ρίξετε τα πράματα σας μέσα… πηδάτε σβέλτα κι εσείς και δυό κουπιά… και μεθαύριο, α θελ’ ο Θεός, μας στέλνετε τη σκαμπαβία πέρα, στο λιμάνι το δικό μας… Καλό κατευόδιο, παιδιά· με το καλό να κάνετε Λαμπρή!
-Ευχαριστούμε πολύ, καπετάνιο· με καλό να πας στο σπίτι σου· και καλά ταξίδια· μάλαμα το καρφί!
Υστερα από δύο ή τρεις βόλτες, τα δύο Σκοπελιτάκια κατεβίβασαν την αποσκευήν των εις την μεγάλην βάρκαν πηδώντες και χορεύοντες από την χαράν των, όσον και από την φουσκοθαλασσιάν των κυμάτων. Κατερριχήθησαν και αυτοί κάτω, έπτυσαν εις τας χείρας των, και έλαβον τας κώπας. Απείχον δύο ή τρία μίλια, καταντικρύ εις τον μώλον του λιμένος της πόλεώς των, και με σύντονον κωπηλασίαν δεν θ’ αργούσαν να φθάσουν.
–        Καλό κατευόδιο, παιδιά!
–        Καλά ταξίδια· και καλή Ανάσταση!
* * *
Όλην την νύκτα έπλεε το σκάφος με τα κύματα. Ο άνεμος είχε κοπάσει, και το απόγειον της νυκτός εφύσα ελαφρά! Το πρωί, με τα γλυκοχαράματα, ο πλοίαρχος εξημερώθη εις τον λιμένα της νήσου του.
Οι δύο εκείνοι γιγαντοφυείς αδελφοί, ο Ώτος και ο Εφιάλτης, οίτινες είχον επιχειρήσει το πάλαι, ως διηγείται ο θείος Όμηρος, να βάλουν την Όσσαν επάνω εις τον Όλυμπον, και το Πήλιον επάνω εις την Όσσαν, διά να κάμουν σκάλαν ν’ ανεβούν εις τον ουρανόν, όταν ήσαν παιδία ανήλικα ακόμη, εγύμναζον τούς βραχίονάς των παίζοντες εις τον αιγιαλόν κάτω. Έπαιρναν μικρά χαλίκια πλακαρά, ανάλογα με το ανάστημά των και έκαμναν «ψωμάκια», ρίπτοντες ταύτα εις την θάλασσαν, δια κυματοειδούς κινήσεως του πήχεος και της χειρός, ως διά σφενδόνης.
Από τα χαλίκια εκείνα των δύο μικρών γιγάντων, τα οποία μετά πολλάς επιψαύσεις και πτήσεις επάνω εις τα κύματα, έπιπτον τέλος εις την θάλασσαν, από τα «ψωμάκια» εκείνα εφύτρωσαν και ανέθορον αι Σποράδες νήσοι αι κοσμούσαι το σμαράγδινον πέλαγος· η Σκίαθος, η Πεπάρηθος, η Αλόννησος, και τόσαι άλλαι.
Εις την δευτέραν των νήσων τούτων, την αλλάξασαν το όνομα, είχον αποβιβασθεί την εσπέραν της χθες οι δύο ναυτομαραγκοί. Εις την άλλην, την τελευταίαν προς δυσμάς, κατέπλευσεν ο καπετάν Τζώνης με το σκάφος του.
* * *
Πριν αράξει ακόμα το βρίκιον, καθώς έφερνε βόλτες εμπρός εις τον λιμένα, ανάμεσα εις τα τρία νησιά, εις τον κάβον της Πούντας, και γύρω-γύρω στα Μυρμήγκια, τας νανοφυείς υφάλους, που προέχουν δειλά τας μαύρας μικράς κεφαλάς των εν ώρα αμπώτιδος – έφερνε και ο πλοίαρχος βόλτες επάνω στο κατάστρωμα, ανάμεσα εις το ταμπούκιο της πρύμνης, κι εις την χονδρήν μπούμα, και εις την υψηλήν υαλόφρακτον θήκην της πυξίδος.
Το βλέμμα του διευθύνετο απλανές προς έν σημείον, ανάμεσα εις τα λευκά σπιτάκια του ωραίου χωρίου, του εσπαρμένου γραφικώς επί του λόφου, όπου διέπρεπεν εις το μέσον, ως φρουρός όρθιος με την λόγχην του υψηλά, το κωδωνοστάσιον του ναού της Παναγίας, οπόθεν εκτείνεται εις όλην την κοίλην παραθαλασσίαν ένθεν και ένθεν προς βορράν, και πάλιν αναφέρει τα κράσπεδα προς ανατολάς, επί της εσχατιάς του άλλου βραχώδους λόφου, του επιστεφομένου από τον ναΐσκον του Αγ. Νικολάου του Θαλασσινού.
Η οικία του πλοιάρχου ευρίσκετο επί του δυτικού λόφου, εις την Άνω συνοικίαν. Εκεί δε προσηλούτο μάλλον κατηφές το βλέμμα του.
Καθώς άραξε το πλοίον, ενώ το πλήρωμα ησχολείτο εις την συστολήν των ιστίων και την λοιπήν διευθέτησιν του σκάφους, κατέβη ο Τζώνης εις τον κοιτώνα του, κάτω εις την πρύμνην, βεβαίως διά ν’ αλλάξει και φορέσει κοσμιώτερα ενδύματα, πριν αποβεί εις την ξηράν και παρουσιάσει τα ναυτιλιακά του έγγραφα.
Πλην δεν εβιάσθη αμέσως ν’ αλλάξει, εφαίνετο μάλλον αισθανόμενος μεγάλην απροθυμίαν προς τούτο, και ως να επεθύμει αναβολήν, ει δυνατόν, της αναγκαίας αποβιβάσεως εις την ξηράν.
Από ένα συρτάρι έλαβε μίαν μικράν θήκην εκ ψευδαργύρου, και απ’ αυτήν έβγαλεν ένα χαρτί διπλωμένον. Δεν ήτο ούτε η υγειονομική πιστοποίησις ή άδεια απόπλου ή φορτωτική τις, ούτε το ημερολόγιόν του.
Το πλοίον ήρχετο από την Πόλιν κενόν φορτίου, και προσήγγιζεν εις τον γενέθλιον τόπον, προσχήματι μεν διότι ήγγιζε το Πάσχα, πράγματι δε διότι ο πλοίαρχος ησθάνετο αόριστον ανησυχίαν ως προς τα οικιακά του πράγματα.
Το χαρτίον, το οποίον εξήχθη από την θήκην, ήτο αρκετά τριμμένον, κι εφαίνετο να είχε διαβασθή πολλάκις. Ο πλοίαρχος το εξεδίπλωσε και ήρχισε να το διαβάζει – ίσως δι’ εκατοστήν φοράν.
«Γαμβρέ μου καπετάν Τζώνη, σε χαιρετώ.
»Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω δια το αίσιον, κτλ. Εγώ, γαμβρέ μου, ενόμιζα, όταν σου έδωκα την κόρην μου, πως εσύ ήσουν άνθρωπος απ’ ανθρώπους, μα ως τόσο βγήκα γελασμένη, και τουλόου σου αποδείχθης πως δεν έχεις φιλότιμο. Εμένα το κορίτσι μου ήτον απ’ το πρώτο σόι, κι όπου αρωτήσεις, μας ξέρουν όλοι τι είμαστε· οι Καχιωταίοι, με τ’ όνομα. Κι εγώ θάρρεψα πως κάτι ήσουν, κι άνοιξα τις πόρτες, και σ’ έβαλα στο σπίτι μου, κι εσύ βγήκες ένας άνθρωπος άχαρος και ανωφέλευτος. Στο γράμμα που είχες στείλει, είδα να γράφεις πως βαρέθηκες πλια να στέλνεις της γυναίκας σου, επειδής μας έχει όλους στο σπίτι και μας ταΐζεις, εμένα και τις δύο κόρες μου, κι ότι πως τουλόου σου επίστεψες πως επήρες μιά κι’ επήρες τέσσερες… (Εδώ υπήρχε μία μεγάλη μουντζούρα, σχεδόν πέρα-πέρα, εις τα τρία τέταρτα ενός στίχου της επιστολής· εάν ο πλοίαρχος ήτον αρκετά περίεργος, θα διέκρινε τας λέξεις «που να σε πάρουν τέσσεροι.» Φαίνεται ότι η υπαγορεύουσα μετεμελήθη, και παρήγγειλεν εις την γράφουσαν να σβήσει την φράσιν.) κι ότι δε βαστάς ν’ ακούς να γελά ο κόσμος με τα καμώματά μας. Αγέλαστος κι αγλύκατος που είσαι! Και τι έστειλες, κακόμοιρε, της γυναίκας σου, και το χτυπάς; Μήπως έστειλες και συ δυό πήχες χρυσάφι, ή το ποδογύρι το χρυσό, ή το φουστάνι τ’ ατλαζένιο ή της έβαλες την κορώνα, ή της έστειλες κανένα ακριβό διαμαντικό ή άλλο τίποτες; Τόσα χρόνια, ασπρού πράμα από σένα δεν είδε. Κι αν είχες φιλότιμο, έπρεπε να το συλλογιστείς μόνος σου, να πεις, στο σπίτι που μβήκες, που δεν ήσουν άξιος να φιλήσεις το ψαθί του σκαλοπατιού.
»Καλά το λένε, ποτέ να μην κατεβαίνει ο άνθρωπος απ’ την σκάλα του. Εγώ θέλησα να κατεβώ, και σ’ επήρα σένανε, κι ενόμιζα πως θα βγεις άνθρωπος να μου το γνωρίσεις, μα γελάστηκα. Κι εσύ δεν έστειλες ούτε μισή ντουζίνα κουταλάκια του γλυκού της γυναίκας σου, και δεν της ψώνισες ποτέ σου μιαν ασημένια κούπα, έναν καλόν καθρέφτη, ένα σκρίνι, ένα λαχουρί, ένα τίποτες. Και δεν της πήρες ποτέ σου μιαν καλή καρφίτσα, ή ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με μαργαριτάρι, ή ένα μαλαμοκαπνισμένονε σταυρό, ή ένα βραχιόλι, ή άλλο τίποτες. Άλλο απ’ το ασημένιο δακτυλίδι, και το ρολόι με την καδένα, και μια καρφίτσα σκέτη, και τα σκουλαρίκια που την εφίλεψες πριν την στεφανωθείς, και τα βραχιόλια που της έστειλες την πρώτη χρονιά, και μια κούπα του γλυκού με δυο πιατάκια, και κουταλάκια αρζαντό, άλλο τίποτες δεν της ψώνισες.
»Και γράφεις ότι πως βαρέθηκες τάχα τα έξοδα, και πως τάχα μας ταΐζεις όλες στο σπίτι. Εμείς στο σπίτι της κόρης μου δεν καθόμαστε, μόνο συντροφιά της κάνουμε, να μην μένει μονάχη της με τα δυό μικρά παιδιά της· κι η κόρη μου μονάχη της κλαίει σαν κάμουμε να φύγουμε, και μας περικαλεί να μένουμε πάντα κοντά της. Και του λόου σου σαν έρχεσαι στο χωριό, πάλι εμείς συντροφιά τής κάνουμε, και στο σπίτι μας μαζωνόμαστε πάντα. Κι αν δεν σ’ αρέσει, κάνεις καλά να την χωρίσεις την κόρη μου, κι άφσε και τα δυό παιδιά, εμείς τ’ αναθρέφουμε. Ει δε μη και θέλεις πάλε να μένει μονάχη της στο σπίτι η γυναίκα σου, τότες φρόντισε να της πάρεις δούλα, να της στέλνεις και λίρες πολλές, για να ζωοθρέφεται αυτή και τα παιδιά της, με τη δούλα μαζί· γιατί εμείς όλες τις δουλειές τις κάνουμε τζάμπα, κι ασπρού πράμα απ’ αυτήν κι από τ’ εσένα ποτές μας δεν είδαμε. Αλλοιώς, φωτιά και μπούλμπερη ό,τι κι αν κάμεις, κι ο κόσμος θα γελάσει με τ’ εσένανε…»
Η επιστολή εξηκολούθει σχεδόν εις δύο σελίδας ακόμη με τον αυτόν τόνον, και εις παν ήμισυ σελίδος επανελάμβανεν ως έγγιστα τα αυτά. Πεντάκις τουλάχιστον υπήρχε εν τω κειμένω η υπόμνησις διά το «σόι» και την κοινωνικήν βαθμίδα. Ο χαρακτήρ ήτο λεπτός αλλ’ άκομψος, προφανώς κορασίδος, μαθητρίας του σχολείου, πλην δε άλλων ανορθογραφιών είχε γδό αντί δυό, παιγδά αντί παιδιά, μνά (μιά) και φωτχά (φωτιά).
Ο καπετάν Τζώνης και άλλοτε το είχεν αναγνωρίσει ότι ήτο «κοριτσίσιο γράψιμο», ίσως μάλιστα υπέθετε μετά βεβαιότητος και ποία μικρά γειτονοπούλα να το είχε γράψει, καθ’ υπαγόρευσιν της γραίας. Και τώρα, μετά την τελευταίαν ανάγνωσιν, εψιθύρισεν:
-Επόμενο είναι, τώρα που βγαίνουν και τα κορίτσια μας φωστήρες απ’ τα σκολειά, να βρίσκουν κι οι πεθεράδες μας γραμματικούς για να γράφουν τέτοια γράμματα!
Δεν επανέφερε το χειρόγραφον εις την θήκην, εξ ης το είχε λάβει, αλλά το έβαλεν εις την από-μέσα τσέπην ενός καθαρίου μαύρου επανωφορίου, το οποίον εκρέματο πλησίον εκεί, δίπλα εις την κοκέταν του ύπνου του. Συγχρόνως δε ήρχισε ν’ αλλάζει τα ενδύματά του και συνεχίζων μεγαλοφώνως τους λογισμούς του επανέλαβε:
-Τώρα, αν ήξευρεν η ίδια γράμματα, θα έγραφε ποτέ τέτοιο γράμμα;… Η μήπως θα έγραφε… χειρότερο;
Ίσως ήθελε να είπει ότι ο υπαγορεύων, μη έχων συνείδησιν ότι γράφει κάτι τι, αλλά μόνον ότι το λέγει, δύναται να υπαγορεύει εύκολα ό,τι δήποτε· ενώ, ο γράφων καθ’ υπαγόρευσιν, και μάλιστα αν είναι ανήλικος, αδυνατεί να σταθμήσει την ευθύνην, ευρίσκει δε το πράγμα απλώς αστείον και καινοπρεπές. Ή μήπως τουναντίον συμβαίνει, και ο υπαγορεύων, επειδή εκφώνως απαγγέλλει, αισθάνεται τούτο ως χαλινόν εγκρατείας, ενώ αν ο ίδιος έγραφε, θα ησθάνετο ως να έπραττέ τι εν παραβύστω και άνευ μαρτύρων;
Εφόρεσε το ίδιον εκείνο επανωφόρι, εις το θυλάκιον του οποίου είχε βάλει το γράμμα της πενθεράς. Την ιδίαν στιγμήν, ως να μεταμελήθη, με βίαιον κίνημα ανέσυρε το γράμμα, το έσχισεν αμελώς, διπλωμένον όπως ήτον, εις τέμαχια, και τα έρριψε κάτω.
Φαίνεται ότι ο μούτσος, όταν κατέβη να σκουπίσει, μετά την αναχώρησιν του πλοιάρχου, εύρε τα τεμάχια, και τα εμάζεψεν. Επειδή δε είχε συνήθειαν να προσπαθεί να διαβάζει ό,τι βρει, διά να μη ξεχνά τον συλλαβισμόν, τον οποίον είχε μάθει εις το δημοτικόν σχολείον, συνηρμολόγησε τα τεμάχια, και ήρχισε να το συλλαβίζει.
Ο πλοίαρχος έλαβε τα ναυτιλιακά του έγγραφα, και ητοιμάσθη να εξελθη εις ξηράν, εκάλεσεν τον λοστρόμον, και του έκαμε συστάσεις να κρύψη ό,τι ήτον δια κρύψιμον, «επειδή τώρα-τώρα θα’ ρθουν τα φαραώνια· όπου κι’ αν είναι, πλάκωσαν!» – και να φυλάξει εις πρόχειρον μέρος μόνον γαλέτες και κρέας σαλάδο, και ό,τι άλλο είχαν, το οποίον δεν ημπορούσε χωρίς άλλο να γλυτώσει από τα «φαραώνια».
Ενώ ο λοστρόμος ησχολείτο εις τας ετοιμασίας αυτάς, κάτω εις τον θαλαμίσκον, ήκουσε κατά τινα στιγμήν τον πλοίαρχον να μορμυρίζει, μασών τας λέξεις:
-Το παπά και το λιλί!…λιλί και παπά!… μόνον αυτά έχουν στο νου τους!
-Τι λες, καπετάνιο; τον ηρώτησεν ο ναύκληρος.
Ο πλοίαρχος εδάγκασε τα χείλη, ως μην θέλων να προδώσει τους λογισμούς του· είτα πάλιν εφαιδρύνθη, και είπε:
-Τι να πω, καημένε γερο-Νικόλα, και συ; Να, ατλαζένιο φουστάνι, ποδογύρι χρυσό, βραχιόλια, σκουλαρίκια, χαλκάδες στη μύτη, και τα ρέστα… Της έφερες εσύ τίποτε απ’ όλα αυτά της γριάς σου ή της κόρης σου;
-Τώρα, μ’ αυτά τα κεσάτια, καπετάνιο! μήπως μπορεί κανείς να κάμει και τίποτα μπακοτίλια, να βγάλει κανένα λεπτό; Πώς να γλυτώσει απ’ τα φαραώνια, που έλεγες τώρα;
-Αλλοίμονο σου, κακόμοιρε! θα σε βγάλει έξω κι’ εσένα, καθώς…
Και έκοψεν αποτόμως την ομιλίαν.
Η βάρκα η μικρή, καθελκυσθείσα εις την θάλασσαν, επερίμενε τον πλοίαρχον. Κατέβη και με δύο κωπηλατούντας ναύτας προσήγγισεν εις την ξηράν.
Ο Δημήτρης της Σοφούλας – ούτως εκαλείτο κοινώς ο γερο-Φτελιανός – και αν επαύετο, δεν έφευγε ποτέ από την νήσον. Πρώην φύλαξ του υγειονομείου, του λοιμοκαθαρτηρίου, κτλ., και γνωρίζων από γραφειοκρατικήν αγγαρείαν, και τυραννίαν, εχρησίμευεν εις όλους τους λιμενάρχας, υγειονόμους και τελώνας, οίτινες τον είχον ως «δεξί χέρι». Ούτος επερίμενε τον πλοίαρχον εις την «καραντίναν». Ο Δημήτρης έβαλε τα γυαλιά του, έκυψε, και ανέγνωσε την πιστοποίησιν κτλ. χωρίς να θίξει το χαρτίον. Υπέβαλε τον πλοίαρχον εις τινας διατυπώσεις, του απηύθυνεν ερωτήσεις τινάς, και συγχρόνως εδήλωσεν ότι δεν χρειάζεται «εξομολόγησις» επειδή ο λόγος του πλοιάρχου αρκεί· είτα έτεινε την χείρα και προσείπε πρώτος το «Καλώς ώρισες».
Πάραυτα, με την επιστροφήν της βάρκας εις το πλοίον, επέβησαν επ’ αυτής τελωνοφύλακες, λιμενοφύλακες, και λοιποί· ούτοι ήσαν τα «φαραώνια», όπως τους ωνόμαζεν ο καπετάν Τζώνης, και απήρχοντο εις το πλοίον δια την απαραίτητον «επίσκεψιν». Είχον δε πολύ μεγάλα και πλατιά αμαυρού χρώματος μανδήλια, και τσέπες πολύ βαθειές. Τα μανδήλια ταύτα ήσαν το μόνον είδος το οποίον ηγόραζαν ποτέ· ελέγετο μάλιστα ότι τα παρήγγελλον ειδικώς, δεν ηξεύρω εις ποίον εργοστάσιον.
Ο πλοίαρχος θα επεθύμει μάλλον να επιστρέψει εν συνοδία αυτών οπίσω εις το πλοίον. Αλλ’ εκείνοι φιλοφρόνως του είπον:
– Μην πειράζεσαι, καπετάνιο, να’ ρθης τουλόγου σου· τα καταφέρνουμε πολύ καλά, εμείς, με το λοστρόμο· ίσως να θέλεις να πας στο σπίτι σου.
Να πάει στο σπίτι του! Καθώς πρωτύτερα θα επροτίμα να βραδύνει ν’ αποβιβασθεί εις την ξηράν, ούτω και τώρα θα ηύχετο ν’ αργήσει να πάει στο σπίτι του! Εκάθισεν εις το πρώτον καφενεδάκι της παραθαλασσίας, κι εδέχετο τας δεξιώσεις και τα «καλώς ωρίσατε» όλων των ανθρώπων της αγοράς, των συναδέλφων θαλασσινών και των χερσαίων, των εντοπίων και των ξένων. Εκάπνισεν ναργιλέν, έπιε δύο καφέδες, δεν ηθέλησε να πίει παραπάνω από ένα ρακί δια τα «μουσαφιρλίκια» – μ’ όλον ότι θα επεθύμει να ημπορούσε να πίει!
Τέλος «έκαμε καρδιά» κι εσηκώθη να πάει στο σπίτι του.
***
Ολίγας ημέρας μετά το Πάσχα, ο πλοίαρχος Τζώνης επεβιβάζετο εκ νέου διά ν’ αποπλεύσει.
Ο καιρός εφαίνετο άσχημος. Συννεφιασμένος ήτον ο ουρανός και άστατοι άνεμοι έπνεον. Την ώραν που έφθασεν ο πλοίαρχος εις το πλοίον, ενώ τούτο ήτον στα πανιά κι έκαμνε βόλτες, ο γερο-Νικόλας ο ναύκληρος ίστατο παρά την πρύμνην, κι εκοίταζεν ανήσυχος κατά τον κόλπον, όπου θα έστρεφε πρώραν μετ’ ολίγον το σκάφος.
-Μπουρίνια θα’ χουμε καπετάνιο, είπε.
-Μπουρίνια! τόσο καλύτερα είπεν ωσάν αφηρημένος ο πλοίαρχος.
-Τι λες!
-Θεός να μας φυλάει απ’ τις μπόρες της στεριάς, γερο-Νικόλα.
Ο ναύκληρος τον εκοίταξε περιέργως, επειδή κάτι ήξευρεν ή υπώπτευεν. Εν τούτοις δεν είχον γνωσθεί πολλά πράγματα εις το χωρίον, όσον αφορά τα οικιακά του πλοιάρχου. Ο ίδιος ήτον κρυφός, επειδή εντρέπετο τον κόσμον, και δεν ήθελε να γνωρίζουν οι άλλοι τίποτε όσον απέβλεπε τα της αριστεράς πλευράς του. Από την πεθεράν του κάτι θα ηδύνατο να διαδοθεί, αλλ’ ο καπετάν Τζώνης δεν εχωράτευε.
Διηγούντο ότι μίαν εσπέραν, τώρα τα Λαμπρόγιορτα, εις την οικίαν του, ο ίδιος είχε πιάσει την πεθεράν του από τον λαιμόν. Πλην δεν το έκαμε δια να την πνίξει, άπαγε! – καθώς διεμαρτύρετο ο ίδιος προς έναν φίλον του πολύ πιστόν και πολύ κριτικόν – αλλά μόνον δια να πνίξει τας φωνάς της. Επειδή έβγαζεν, η ευλογημένη, κάτι φωνάς οξείας, υστερικάς, ανοήτους. Ύστερον ηκούσθησαν κλαυθμοί, κατόπιν επήλθον πολλά σιούτ σιούτ πολύ σύντονα και επιτακτικά, και τέλος σιωπή άκρα.
Ολα ταύτα τα έκαμνε διά να μην τον ακούσει η γειτονιά και μάθει τίποτε ο κόσμος· επειδή η γειτονιά ουδέν άλλο είναι ειμή κατάσκοπος, και ο κόσμος τύραννος, βασανιστής ανηλεής – καθώς διεβεβαίου τον φίλον του – επειδή εντρέπετο, πολύ εντρέπετο τους φίλους και τον ίδιον εαυτόν του.
Και όλα ταύτα, όλαι αυταί αι οικιακαί σκηναί, δεν ήσαν μεγάλα πράγματα· ουδέ υπήρχε, την αλήθειαν να είπωμεν, μώμος τις ή βαθεία κηλίς εις την οικίαν. Μόνον μικρολογίαι, παράπονα, η αιωνία εχθρά της ησυχίας των ανδρογύνων, η γκρίνια, η απαίσιος γκρίνια!
Τέλος, τα πράγματα είχον ησυχάσει· και η σύζυγος υπεσχέθη εις το μέλλον να είναι φρονιμωτέρα από την μητέρα της. Και ο Τζώνης επεβιβάζετο εις το πλοίον του, διά να ταξιδεύσει.
-Τι με κοιτάζεις, γερο-Νικόλα; είπε. Μήπως δεν υπάρχουν τάχα μπόρες και στην στεριά;… Πιό καλή είν’ η θάλασσα… Κοκκώνα θάλασσα, μιά φορά!
Και ο πλοίαρχος εκάγχασε.
-Γιά θυμήσου, είπε, τα δύο εκείνα παιδιά, τα Σκοπελιτάκια, που τους δώκαμε την σκαμπαβία τις προάλλες στο πέλαγο, για να παν στον τόπο τους… Δεν τους άκουσες εσύ τι νόστιμα τα έλεγαν: «Ασπρη φουρτούνα, κοκκώνα θάλασσα, νύφη καμαρωμένη!» Πώς δεν είπαν και πεθερά!
Ο γερο-Νικόλας εγέλα.
-Τι γελάς; άκουσες κανένα παράξενο; Μάλιστα· κοκκώνα θάλασσα… πεθερά.
Ο ναύκληρος εκάγχασεν ακρατήτως.
-Μα τι γελάς; Μα βέβαια… κοκκώνα θαλ…
Ο πλοίαρχος ηθέλησε καταρχάς να είπει: «Κοκκώνα-θάλασσα, φουρτούνα-πεθερά».
Αλλ’ εδάγκασε την γλώσσαν του, και διώρθωσε μεγαλοφώνως:
-Μάλιστα· φουρτούνα-θάλασσα, κοκκώνα-πεθερά!
(1900)
Από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου με κάποιον επιπλέον εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας (υποτακτική, μονοτονικό).
https://sarantakos.wordpress.com/

Είμαστε όλοι ένα


Είμαστε όλοι ένα





Εγώ αγαπώ την αγάπη. Μου αρέσουν τα πάντα γι 'αυτό. Απλά λέγοντας ότι η λέξη γεμίζει τη μικρή μου καρδιά με άνετη ζεστασιά και ευτυχία. Λατρεύω τη ζωή, αγαπώ τους ανθρώπους και κάθε ζωντανό πράγμα που υπάρχει. (Λέω ζωντανό πράγμα γιατί όλα έχουν ζωή, ναι, ακόμη και το γεμισμένο μικρό αρκουδάκι μου).
Δεν είχα πάντα τόσο μεγάλη αγάπη στην καρδιά μου. Υπήρχαν στιγμές που έτρεψα το μίσος και έλεγα βλαβερά πράγματα στους ανθρώπους. Υπήρξαν επίσης στιγμές που δεν ήμουν πολύ καλός άνθρωπος. Αλλά καθώς ξυπνάω κάθε μέρα, δεν μπορώ παρά να συνειδητοποιήσω ότι είμαστε όλοι ένα. 
Αν μια μέρα εξωγήινοι εισέβαλαν στη Γη μας, αναρωτιέμαι τι θα κάναμε. Εάν το σκεφτούμε, υποθέτω ότι χώρες που τώρα έχουν διαμάχες θα αρχίσουν να υποστηρίζουν η μία την άλλη, οι άνθρωποι που μισούν ο ένας τον άλλο τώρα θα αρχίσουν να αγαπούν ο ένας τον άλλον, θα είμαστε σχεδόν υποχρεωμένοι να το πράξουμε. Γιατί; Επειδή είμαστε άνθρωποι και είναι εξωγήινοι. Επειδή στο τέλος της ημέρας, είμαστε όλοι κατακερματισμένοι ενέργεια από την ίδια πηγή. Διότι θα ήταν  να μας  εναντίον  τους . Και ανεξάρτητα από το πόσο διαφορετικοί είμαστε ως άνθρωποι, θα πολεμούσαμε μαζί αυτούς τους εξωγήινους   (δηλαδή, μόνο αν αποδειχθούν κακοί εξωγήινοι!)
Ζούμε τώρα στις δύσκολες στιγμές του Coronavirus, και στα παγκόσμια γεγονότα που βρισκόμαστε τώρα, πρέπει να χτίσουμε μια θετική κοινότητα. Πρέπει να σηκώσουμε ο ένας τον άλλον και να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον. Υπάρχουν άνθρωποι που αγωνίζονται με άγχος, άνθρωποι που έχουν κολλήσει στην φρικτή τρύπα της κατάθλιψης. Περισσότεροι άνθρωποι στρέφονται στο αλκοόλ και σε άλλες ουσίες για να ελέγξουν τη θλίψη τους. Αλλά νομίζω ότι το μόνο φάρμακο που χρειάζονται πραγματικά είναι η αγάπη. Γιατί και πάλι, συνειδητοποίησα, ότι ανεξάρτητα από το πόσο διαφορετικοί κι αν είμαστε μεταξύ μας, είμαστε όλοι  Homo sapiens . Είμαστε όλοι ένα - είναι μόνο τα εγώ μας, οι πεποιθήσεις μας και οι φόβοι μας που μας χωρίζουν. Σε αυτές τις τρομακτικές στιγμές, δεν νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο για περισσότερη αρνητικότητα. Χρειαζόμαστε αγάπη τώρα, περισσότερο από ποτέ.
https://saania2806.wordpress.com/
- SaaniaSparkle 🧚🏻‍♀‍♀️

ΓΙΑΤΙ;;;

https://tap.gold ΓΙΑΤΙ ???

Θεωρώ τον εαυτό μου ως εξωφρενικό μαλάκα όταν οι επιθυμίες μου έρχονται να παίξουν. Μια επιτυχημένη επιχείρηση συμπληρωμάτων μικρής κλίμακας, μια νέα ιδέα για καφέ που εξακολουθεί να παρασκευάζεται, μια βασική μάρκα ρούχων για αθλήματα αναψυχής, μια άλλη επώνυμη μάρκα τρόπου ζωής που συνεργάζεται με κάποια ινστιτούτα σχεδιασμού μόδας, νέους πτυχιούχους που ξεκίνησαν αυτήν την 30 Ιουλίου-2020 για να φέρουν κάποιο παλιό τζιν στενοχωρημένο σχολείο γεμάτο με φυλετικές / μοναδικές τρισδιάστατες εκτυπώσεις μαζί & δερμάτινα πορτοφόλια / σακούλες από βίγκαν, πολύ σύντομα ένα εργοστάσιο εμφιάλωσης μεταλλικού νερού κοντά στην πατρίδα μου, όλα είναι όνειρα που πούλησα για να πετύχω πριν από το 2025. Τρία επιτεύχθηκαν & υπόλοιπα τρία υπό εργασία.
Ξέρω ότι ο στόχος είναι τεράστιος και έχω διάρκεια 150-160 ετών για να το επιτύχω. Δεν θέλω να πεθάνω πριν από αυτό. Δεν έχει σημασία αν χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να τα ολοκληρώσω, άρχισα να απολαμβάνω τη διαδρομή. Δεν έχω ακόμα σαφή ιδέα για την ΕΠΙΤΥΧΙΑ. Το μόνο που ξέρω, «θα κάνω ένα επιπλέον δολάριο κάθε επόμενη μέρα και η επόμενη γενιά μου πρέπει να έχει καλύτερη ζωή από ό, τι πήρα». Ολοκληρώθηκε. Είμαι χαρούμενος. Οι άνθρωποι που συνόδευαν το ταξίδι μου εκτιμώνται πάντα στα βιβλία μου. Αυτό το 2020 μου έδωσε λίγο από τα πάντα σε ΑΓΑΠΗ, ΠΟΛΥΤΕΡΟ, LUST, LUX, LIFE, ΜΑΘΗΣΗ & ΜΑΘΗΜΑΤΑ.
Μετακόμισα σε μια νέα πόλη πίσω μήνες και απολαμβάνοντας τη ατμόσφαιρα. Τώρα και μετά θα με δείτε να προχωράω και να προχωράω προς την επίτευξη όλων ένα προς ένα. Αποφάσισα να πάω με https://tap.gold αντί για κάποιο domain .com ή .in, επειδή έχω τα καλύτερα από εμένα όταν είμαι απασχολημένος με το ψήσιμο cheesecakes / pizza, πεζοπορία, προπόνηση ή κολύμπι. Αυτές είναι οι χρυσές μου στιγμές όπου μια ιδέα ξαφνικά χτυπά το κεφάλι μου και βιάζομαι πάντα να την γράφω κάπου πρώτα. Αυτό είναι χρυσό για μένα.
Μοιράζομαι ένα τραγούδι από το neffex που πάντα έπαιζα στο γυμναστήριο. Οι στίχοι αυτού του τραγουδιού μιλούν λίγο για να προχωρήσουμε με τη ζωή. Δεν καταλαβαίνω κινητήριες ομιλίες, όλες μου ακούγονται εξίσου βαρετές. Ελπίζω να μπορούσα να κάνω έναν ή δύο από τους αναγνώστες μου να χαμογελούν ή να λατρεύουν με λίγα λόγια. Οι φίλοι είναι τα φεστιβάλ μου, όχι ευχαριστώ στο τραπέζι. Πατήστε OUT..😘

https://tap.gold/

Λοιμώξεις του αυτιού σε μικρά παιδιά


Λοιμώξεις του αυτιού σε μικρά παιδιά


Όλοι έχουμε ακούσει για λοιμώξεις του αυτιού και γνωρίζετε μερικά από τα τυπικά σημάδια - τράβηγμα του αυτιού, αναστάτωση, πυρετός… Αλλά … Τι γίνεται αν αυτά τα σημάδια δεν είναι εντελώς φανερά ..

Η ιστορία μας

Η Μάγια δεν έδειξε σημάδια λοίμωξης στο αυτί, οπότε δεν σκέφτηκα δύο φορές να την στείλω στο σχολείο - παρά το χρώμα της βλέννας της. Δεν ήταν ιδιότροπη, χωρίς πυρετό, νάδα. Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξή μου όταν λαμβάνω μια κλήση, ακόμη και δύο ώρες αργότερα, που πρέπει να την πάρω!
Ο λόγος? Ροζ μάτι!
Ξέρω τι σκέφτεστε, τι σχέση έχει το ροζ μάτι με τις λοιμώξεις του αυτιού ; Λοιπόν, θυμάστε αυτό το χρώμα στους βλεννογόνους της; Αυτό ήταν ένα σημάδι ότι είχε λοίμωξη στο αυτί - μάλλον σοβαρή, σε αυτό! Στη συνέχεια, τρίβει αυτή τη βλεννογόνο στα μάτια της και επειδή οι λοιμώξεις τείνουν να είναι βακτηριδιακές, έδωσε ροζέ.
Αλλά δεν το ήξερα ακόμα ... Έτσι, την παίρνω, τη μεταφέρω στο γιατρό, αφού το ροζ μάτι της ήταν τρομακτικό, και μετά μου λένε ότι έχει μια τεράστια λοίμωξη με διπλά αυτιά! Δεν έδειξε κανένα σημάδι, κανένα από αυτά!
Της συνταγογραφούν ένα ισχυρό αντιβιοτικό - λόγω της μόλυνσης από διπλά ροζ μάτια και διπλού αυτιού - για να της δώσουν δύο φορές την ημέρα για 10 ημέρες… από το στόμα… και προγραμματίζουν την παρακολούθηση.

10 ημέρες αργότερα…

Αφού ολοκλήρωσε αυτήν την πορεία αντιβιοτικών, όλα φαίνονταν υπέροχα. Δεν είχε αποχέτευση από τη μύτη της και ήταν ευτυχισμένη. Ούτε δύο μέρες αργότερα, αρχίζει ξανά να στραγγίζει από τη μύτη της Προγραμματίζω άλλο ραντεβού γιατρών και ανακαλύπτω ότι η λοίμωξη του αυτιού δεν έχει τελειώσει πλήρως. Δεν ήταν τόσο άσχημα, αλλά δεν είχε φύγει.
Κεραία! Μια άλλη πορεία 10 ημερών για ένα διαφορετικό αντιβιοτικό - όχι πιο αδύναμο, αλλά ελαφρώς διαφορετικό - για να το χορηγήσει από το στόμα μία φορά την ημέρα.
Πέρασαν δέκα ακόμη μέρες - και επιτρέψτε μου να σας πω, η χορήγηση υγρών αντιβιοτικών σε ένα μικρό παιδί ΔΕΝ είναι διασκεδαστική - και το ίδιο συμβαίνει. Ήταν καθαρή για περίπου μια εβδομάδα και στη συνέχεια η αποχέτευση ξεκινά ξανά.

Γύρος τρίτος

Δευτέρα, έβγαλα τη δουλειά για να την πάρω στο γιατρό και να μάθω ποιο είναι το πρόβλημα αυτή τη φορά. Εκτός από την αποστράγγιση, έχει επίσης έναν άσχημο βήχα και εστάλη στο σπίτι με μια επιστολή την Παρασκευή σχετικά με τον συνεχή βήχα και την πράσινη βλεννογόνο αποστράγγιση από τη μύτη της. Δεδομένου ότι δεν ήταν χωρίς συμπτώματα για 36 ώρες, δεν της επέτρεψε να επιστρέψει στην παιδική ηλικία. Πιθανότατα θα την πήραν αν εμφανιζόμουν, αλλά το είχα ήδη κάνει την Πέμπτη και την Παρασκευή πριν.
Φτάνουμε στους γιατρούς και μετά από μιάμιση ώρα, ο γιατρός μπαίνει και ελέγχει ξανά τα αυτιά της. Μου λέει ότι η Μάγια έχει υγρό στο ένα αυτί, αλλά δεν είναι ακόμη σε κατάσταση μόλυνσης (το υγρό ήταν διαυγές / κίτρινο χρώμα) αλλά στο άλλο, αυτό το αυτί εξακολουθεί να έχει μολυνθεί εντελώς.
Δεδομένου ότι είχαμε ήδη καθαρίσει δύο διαφορετικούς κύκλους αντιβιοτικών, η επόμενη διαδρομή είναι τα πλάνα. Ναι, διάβασες σωστά. Πλάνα . Είχε ένα σήμερα και πρέπει να επιστρέψει τις επόμενες δύο ημέρες για να πάρει τους άλλους. Ένα πλάνο ανά ημέρα.
Θα σας ενημερώσω για το πώς λειτουργεί ...

Σημάδια λοιμώξεων του αυτιού σε μικρά παιδιά

Εδώ είναι μερικά σημάδια λοιμώξεων του αυτιού σε νήπια:
  • Τράβηγμα αυτιών
  • Πυρετός
  • Δυσκολία στον ύπνο ή στον ύπνο.
    • Η Μάγια κυλούσε και πέταξε σαν τρελή.
  • Αποχέτευση αυτιών
    • Αυτό μπορεί να μετατραπεί σε πράσινο χυμό που στραγγίζει συνεχώς από τη μύτη τους, όπως στην περίπτωσή μας.
  • Σχολαστικότητα
    • Θυμηθείτε, οι λοιμώξεις του αυτιού μπορεί να είναι επώδυνες!
  • Δυσκολία στην ακοή.
  • Διάρροια, έμετος και μειωμένη όρεξη
Εάν υποψιάζεστε ότι υπάρχει λοίμωξη στο αυτί, επισκεφθείτε έναν γιατρό. Εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια ακοής.
* Σημειώστε ότι τα αντιβιοτικά μπορούν να προκαλέσουν βαριά (άοσμη) διάρροια στα μωρά. *
Λοιπόν, ελπίζω ότι αυτό ήταν χρήσιμο για εσάς! Αυτό είναι σε εξέλιξη και ισχύει τους τελευταίους τρεις μήνες.

Εκσυγχρονίζω

Οι τρεις βολές της Rocephin έκαναν το κόλπο και άνοιξαν τα αυτιά της. Δεν είχε άλλη λοίμωξη στο αυτί από 3/13/2020.
Αγόρασα ένα καπό ντους για να κρατήσει το νερό από τα αυτιά της όταν πλένω τα μαλλιά της, καθώς πιστεύω ότι έτσι συνέβη η μόλυνση.
Επιτρέψτε μου να ξέρω τις σκέψεις ή τις ιστορίες σας στα σχόλια!
Αγάπη,
Άσλεϊ
https://blogimommy.com/

Πάνδημη η απαίτηση για δικαιοσύνη για τα Τέμπη: Όλη η αλήθεια στο φως - Ο Τραμπ που περιμένει στη γωνία

  Πάνδημη η απαίτηση για δικαιοσύνη για τα Τέμπη: Όλη η αλήθεια στο φως - Ο Τραμπ που περιμένει στη γωνία Φωτογραφία Eurokinissi Τραϊανός Χα...