Εδώ και κάμποσο καιρό δημοσιεύω αποσπάσματα από το βιβλίο του Δημήτρη Σαραντάκου «Τι μας έμαθαν επιτέλους οι αρχαίοι Έλληνες;» που κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις Γνώση και έχει τον υπότιτλο «Χρηστομάθεια». Κανονικά οι δημοσιεύσεις αυτές γίνονται κάθε δεύτερη Τρίτη, αλλά τούτη τη φορά η δημοσίευση μετατεθηκε κατά μία ημέρα.
Η σημερινή συνέχεια είναι η δέκατη τέταρτη. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ. Έχουμε πια περάσει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που έχει εργοβιογραφικά σκιαγραφήματα διανοητών. (Θυμίζω πως δεν δημοσιεύω ολόκληρο το βιβλίο αλλά επιλεγμένα κεφάλαια).
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ο Πλάτων, όπως κι ο δάσκαλός του ο Σωκράτης, είχε κι αυτός πολλούς μαθητές. Αντίθετα όμως με τον μεγάλο δάσκαλό του, ο Πλάτων ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, την Ακαδημία, που ονομάστηκε έτσι από τη γειτνίαση της με το ιερό του Ακάδημου, κοντά στον Κηφισό. Ανάμεσα στους επιφανέστερους μαθητές του Πλάτωνα ήταν κι ο Αριστοτέλης.
Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 π.Χ. στα Στάγειρα της Χαλκιδικής. Καταγόταν, και από το σόι του πατέρα του και από το σόι της μητέρας του, από πολύ παλιά γενιά, από τους Ασκληπιάδες της Μεσσηνίας, οι οποίοι μετά την κατάκτηση της πατρίδας τους από τους Σπαρτιάτες σκόρπισαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ένας κλάδος εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα της Εύβοιας, άλλος στην Αττική, άλλοι στα νησιά του Αιγαίου. Από τον κλάδο της Χαλκίδας καταγόταν η μητέρα του Αριστοτέλη, που λεγόταν Φαιστίς, ενώ ο πατέρας του, ο Νικόμαχος, καταγόταν από έναν άλλο κλάδο, παλαιότερο, που βαστούσε από τον ομηρικό Μαχάωνα, γιο του Ασκληπιού, και είχε εγκατασταθεί στα Στάγειρα. Ο Νικόμαχος ήταν Ασκληπιάδης και κατά το γένος και κατ’ επάγγελμα. Ήταν γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα, παππού του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο Αριστοτέλης είχε την ατυχία να χάσει μικρός τον πατέρα του, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος δάσκαλός του. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά χρονών, ήρθε στην Αθήνα και έγινε μαθητής του Πλάτωνα, που ήταν τότε εξηντάρης. Στην Ακαδημία έμεινε συνολικά είκοσι ολόκληρα χρόνια, και ενώ ακόμη φοιτούσε στη σχολή, άρχισε να γράφει τα πρώτα φιλοσοφικά του δοκίμια με μορφή διαλόγων, να κάνει διαλέξεις και γενικά να θεωρείται ως ο μελλοντικός διάδοχος του Πλάτωνα, με κύριους ανταγωνιστές του τον Χαλκηδόνιο Ξενοκράτη και τον Αθηναίο Σπεύσιππο. Όταν όμως ο Πλάτων πέθανε το 348 και ανέκυψε το θέμα της διαδοχής του, προτιμήθηκε ο Σπεύσιππος, που δεν ήταν μέτοικος, όπως ο Αριστοτέλης και ο Ξενοκράτης, αλλά γνήσιος Αθηναίος και επιπλέον ανιψιός του ιδρυτή της σχολής.
Ο Αριστοτέλης τότε έφυγε από την Αθήνα και για τρία χρόνια δίδαξε στην Άσσο, στη μικρασιατική ακτή απέναντι από τη Λέσβο. Το 345 π.Χ. έφυγε από την Άσσο και πήγε στη Μυτιλήνη, όπου ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή. Ίσως σχεδίαζε να μείνει μόνιμα εκεί, αν στα 342 π.Χ. δεν τον καλούσε ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας για να του αναθέσει την εκπαίδευση του γιου του, του Αλέξανδρου. Έτσι ο Αριστοτέλης εγκαταστάθηκε στην Πέλλα για επτά ολόκληρα χρόνια, μέχρι τη δολοφονία του Φίλιππου και την άνοδο στο θρόνο του Αλέξανδρου.
Μόλις ο νεαρός μαθητής του ξεκίνησε για τη μεγαλειώδη εκστρατεία του, ο Αριστοτέλης, σαρανταεννέα χρονών πλέον, έφυγε από την Πέλλα και εγκαταστάθηκε το 335 π.Χ. στην Αθήνα, η οποία παρά την πολιτική της παρακμή εξακολουθούσε να είναι το Σχολείον της Ελλάδος. Ίδρυσε μια σχολή κοντά στον ναό του Λυκίου Απόλλωνα, που βρισκόταν κάπου κοντά στο σημερινό Ζάππειο. Από τη γειτνίαση αυτή η σχολή του ονομάστηκε «Λύκειον». Μολονότι ο Αριστοτέλης διέθετε άφθονα χρήματα, από τα πλούσια βασιλικά δίδακτρα, αφού κάποιοι συγγραφείς αναφέρουν πως ο Αλέξανδρος τού έδωσε συνολικά 800 τάλαντα (ποσόν τεράστιο, σχεδόν τρία εκατομμύρια ευρώ), δεν μπορούσε ως μέτοικος να αποκτήσει ακίνητη περιουσία στην Αθήνα.
Έτσι νοίκιασε τον χώρο, όπου έχτισε άνετα κτίρια για τη διαμονή του ίδιου, του διδακτικού προσωπικού και των μαθητών του, δυο στοές που συνέδεαν τα κτίρια, και το κυρίως διδακτήριο που ήταν και ναός του Απόλλωνα και των Μουσών, και οργάνωσε πλουσιότατη βιβλιοθήκη και πραγματικό μουσείο φυσικής ιστορίας με δείγματα ορυκτών, σπάνιων φυτών και ζώων.
Παρά την ύπαρξη διδακτηρίου, ο Αριστοτέλης προτιμούσε να διδάσκει τους μαθητές του περπατώντας στο άλσος γύρω από τα κτίρια της σχολής του ή στις στοές που τα συνέδεαν. Για τον λόγο αυτόν η σχολή του Αριστοτέλη ονομαζόταν επίσης και Περιπατητική. Καθημερινά γίνονταν δύο «περίπατοι». Στον πρωινό, τον εωθινό, μετείχαν οι προχωρημένοι μαθητές και το περιεχόμενο των μαθημάτων, που λεγόταν «ακροαματικοί ή εσωτερικοί λόγοι», ήταν εξαιρετικά συμπυκνωμένο και εξειδικευμένο, και γι’ αυτό πολλές φορές δυσνόητο στους αμύητους. Αντίθετα, στα εσπερινά μαθήματα των δειλινών περιπάτων έπαιρναν μέρος οι αρχάριοι μαθητές, και όπως φαίνεται και απλοί ακροατές. Τα μαθήματα είχαν τον χαρακτήρα εισαγωγής στη φιλοσοφία και λέγονταν «κοινοί ή εγκύκλιοι ή εξωτερικοί λόγοι».
Το έργο του
Ο Μαρξ ονομάζει τον Αριστοτέλη «Μέγα Αλέξανδρο της φιλοσοφίας» και δεν έχει άδικο. Όπως ο μακεδόνας στρατηλάτης άπλωσε τον Ελληνισμό στα βάθη της Ασίας και δημιούργησε ένα νέο και πολύ μεγαλύτερο Πανελλήνιο, ενοποιώντας τον κόσμο της Ελλάδας, του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου με τον κόσμο της Δυτικής Ασίας, έτσι και ο μακεδόνας φιλόσοφος άπλωσε τη φιλοσοφική σκέψη επί παντός του επιστητού και δημιούργησε μια ενιαία και επιστημονική θεώρηση του κόσμου.
Το έργο του Αριστοτέλη είναι κολοσσιαίο όχι μόνο σε έκταση και όγκο, αλλά κυρίως σε σημασία. Κατά τον Έρμιππο έγραψε 400 συγγράμματα, ενώ ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει ότι ο όγκος όλων των έργων του ήταν 440.000 αράδες. Γνωρίζουμε τους τίτλους 145 έργων του Αριστοτέλη, αλλά μόνο τα 45 από αυτά διασώθηκαν ώς τις μέρες μας. Το διασωθέν αριστοτελικό έργο έχει ταξινομηθεί σε 4 ομάδες:
1) Λογικά ή Όργανον – 6 έργα σε 14 βιβλία.
2) Φυσικά – 5 έργα (ένα, το Περί κόσμου, θεωρείται ψευδεπίγραφο) σε 20 βιβλία.
3) Μετά τα φυσικά – σε 14 βιβλία.
4) Πρακτικά – 7 έργα σε 34 βιβλία.
Σε αντίθεση με τον σχετικά πρωτόγονο εμπειρισμό των Ιώνων, τις περί αριθμών μυστικοπαθείς φαντασιοπληξίες των Πυθαγορείων και την αυθαίρετη ιδεοληψία του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης προσπάθησε (και σε μεγάλο βαθμό το κατόρθωσε) να στηρίξει τις φιλοσοφικές του θεωρίες πάνω σε ενιαία και αληθινά επιστημονική βάση. Απορρίπτοντας τον πλατωνικό δυϊσμό (ο απρόσιτος στην ανθρώπινη νόηση κόσμος των ιδεών και ο προσιτός πλην φθαρτός και υποδεέστερος υλικός κόσμος), ο Αριστοτέλης οικοδόμησε μια μεγαλοπρεπή θεωρία που έχει σαν βάση την Ύλη και σαν κορυφή τον Νου, και κρατά τις δύο αυτές οντότητες αλληλένδετες.
Αντίθετα επίσης από τον Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης δέχεται την Ύλη ως αυθύπαρκτη, αντικειμενική και ανεξάρτητη από τη νόηση πραγματικότητα. Συνδέει την Ύλη με την Κίνηση, και εισάγει την έννοια της Εντελέχειας, κυρίως για τα έμβια όντα, που αποτελεί μια μεγαλοφυή πρόβλεψη του ενυπάρχοντος στα όντα φυσικού προγραμματισμού, που σήμερα έχει επαληθευτεί μετά την ανακάλυψη του ρόλου του DNA/RNA, των γονιδίων και των χρωμοσωμάτων.
Στη θέση του λόγου ή των Ιδεών του Πλάτωνα, ή του Θείου των άλλων φιλοσόφων, ο Αριστοτέλης βάζει το κινούν ακίνητον, δηλαδή την πρωταρχική αιτία της κίνησης, που αποτελεί σύμφυτη της Ύλης ιδιότητα. Ο αριστοτελικός όμως «θεός» δεν έχει πλάσει τον κόσμο, ούτε τον περικλείει, ούτε ενδιαφέρεται γι’ αυτόν, και ουσιαστικά ο ρόλος του μετά την αρχική ώθηση που έθεσε τον κόσμο σε κίνηση, τερματίζεται.
Φυσικά, δεν αποτολμώ στον ελάχιστο χώρο ενός κεφαλαίου να εκθέσω καν την αριστοτελική φιλοσοφία, που κυριολεκτικά αγκαλιάζει παν το επιστητόν. Επισημαίνω μόνο ότι η πληρότητα του αριστοτελικού έργου γοήτευσε σε τέτοιον βαθμό τους μεταγενέστερους φιλοσόφους και επιστήμονες, ώστε περιορίστηκαν σε σχόλια και ερμηνείες, χωρίς να τολμήσουν να το συμπληρώσουν ή να το συνεχίσουν. Οι σοφοί του ελληνιστικού κόσμου, οι ρωμαίοι, οι βυζαντινοί και οι άραβες φιλόσοφοι και οι μεσαιωνικοί δυτικοευρωπαίοι θεολόγοι (οι οποίοι παραδόξως τον προτίμησαν από τον πολύ συγγενέστερο τους Πλάτωνα), θεώρησαν πως ο Σταγειρίτης είχε πει τον τελευταίο λόγο περί όλων σχεδόν των ζητημάτων, πράγμα που τελικά έκανε πολύ μεγάλο κακό στην πορεία της ανθρώπινης σκέψης, τόσο, ώστε ανάγκασε τον Ρογήρο Βάκωνα να αναφωνήσει: «Να μπορούσα να κάψω όλα τα βιβλία του Αριστοτέλη!» Αλλά για τη διαστρέβλωση των νοημάτων του και τη μετατροπή τους σε στείρο δόγμα, ο μόνος που δεν φταίει είναι ο Αριστοτέλης.
Οι σχέσεις Αριστοτέλη-Αλέξανδρου
Ο Αλέξανδρος είχε πει πως αν ο πατέρας του ο Φίλιππος τού έδωσε «το ζην», ο δάσκαλός του ο Αριστοτέλης τού έδωσε «το ευ ζην». Από τη μεριά του ο δάσκαλος είχε ελπίσει πως η αγωγή που έδωσε στον μαθητή του θα δημιουργούσε αν όχι έναν φιλόσοφο-βασιλιά (το παλιό άπιαστο όνειρο του Πλάτωνα), τουλάχιστον έναν φιλοσοφημένο μονάρχη.
Στην αρχή φάνηκε πως ο Αριστοτέλης είχε πετύχει τον στόχο του. Ο Αλέξανδρος, παρά τις σποραδικές εκρήξεις παράφορης οργής, συμπεριφέρθηκε γενικά με μετριοπάθεια και σύνεση, και σαν γνήσιος διανοούμενος, εμποτισμένος με τα νάματα της ελληνικής παιδείας. Όπως αναφέρει ο Πλίνιος, ο Αλέξανδρος, για χάρη του δασκάλου του, είχε οργανώσει ένα ειδικό τμήμα, που σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας ακολουθούσε τον στρατό του, με την εντολή να συγκεντρώνει οτιδήποτε περίεργο αντικείμενο συναντούσε, μαζί με πολύτιμα βιβλία και άλλο ανάλογο υλικό, και να το στέλνει στην Αθήνα, στον δάσκαλο του, με τον οποίον διατηρούσε στενή επαφή και είχε τακτική αλληλογραφία.
Το σημείο αλλαγής στον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του Αλέξανδρου τοποθετείται μετά την τρίτη, τελειωτική και σαρωτική νίκη του στα Γαυγάμηλα, όταν μπήκε νικητής και τροπαιούχος στην Περσέπολη. Φαίνεται πως οι αλλεπάλληλες επιτυχίες, η επίσκεψή του στο ιερό του Άμμωνα Δία στην καρδιά της ερήμου (από το οποίο βγήκε αμίλητος και συλλογισμένος και δεν θέλησε να πει ποτέ ποια ερώτηση έκανε και ποια απάντηση πήρε από τον θεό), οι κολακείες ορισμένων από το στενό του περιβάλλον και οι θείες τιμές που του επιφύλαξαν οι νέοι υπήκοοί του, συνηθισμένοι στην ανατολίτικη δεσποτεία και υποταγή, νίκησαν τον νικητή των πάντων.
Μάταια ο δάσκαλός του από τη μακρινή Αθήνα τον συμβούλευε να συμπεριφέρεται στους Έλληνες σαν ηγέτης και στους βαρβάρους σαν αφέντης. Δεν εισακούστηκε, και τελικά ο φιλόσοφος χάθηκε κι απέμεινε ο δεσπότης, και μάλιστα ένας δεσπότης στον εσωτερικό κόσμο του οποίου συνυπήρχαν η μεγαλοφυϊα του Φίλιππου και το δαιμονόπληκτο πάθος της Ολυμπιάδας.
Η συνέχεια είναι γνωστή: Η αναιτιολόγητη πυρπόληση της Περσέπολης, ο άδικος φόνος του αδελφικού του φίλου Κλείτου πάνω σε καβγά και μετά από γερό μεθύσι, η ολοένα και μεγαλύτερη καχυποψία του, όταν παντού έβλεπε συνωμοσίες και προδοσίες, με τραγικά αποτελέσματα για πολλούς στενούς συνεργάτες του. Έτσι, διέταξε την εκτέλεση του Φιλώτα και τη δολοφονία του γερο-Παρμενίωνα, και αργότερα τη θανάτωση, ύστερα από φριχτά βασανιστήρια, του παιδικού του φίλου και συμμαθητή, του Καλλισθένη. Ο τελευταίος αυτός φόνος πίκρανε πολύ τον δάσκαλό του τον Αριστοτέλη, όχι μόνο γιατί ο Καλλισθένης ήταν ανιψιός του, αλλά γιατί ο δάσκαλος έβλεπε πως η αγωγή που έδωσε στον μαθητή του δεν έφερε τους αναμενόμενους καρπούς. Από τότε οι σχέσεις Αριστοτέλη και Αλέξανδρου ήταν ψυχρότατες και τελείως τυπικές.
Φυσικά δεν αληθεύει η φήμη ότι ο Αριστοτέλης δολοφόνησε τον Αλέξανδρο με κάποιο δηλητήριο που έστειλε σε συνωμότες. Από την περιγραφή των συνθηκών του θανάτου του Αλέξανδρου, καθώς και από όσα προηγήθηκαν και είναι λεπτομερέστατα καταχωρημένα στις Βασίλειες Εφημερίδες (ένα είδος ημερολογίου των καθημερινών γεγονότων), οι πιο έγκυροι ιστορικοί έχουν πεισθεί πως ο Αλέξανδρος πέθανε από κάποια σοβαρή λοίμωξη, που την επιδείνωσε η άκρατη οινοποσία της προηγούμενης ημέρας.
Εκτός αυτού, μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου οι μεν Μακεδόνες εξακολούθησαν να τιμούν τον Αριστοτέλη, οι δε Αθηναίοι τον καταδίωξαν και τον ανάγκασαν να καταφύγει στη Χαλκίδα. Αν ήταν ύποπτος συμμετοχής σε πιθανή δολοφονία του Αλέξανδρου, η συμπεριφορά και των δύο πλευρών θα ήταν ακριβώς η αντίθετη.
Ο δάσκαλος επέζησε του μαθητή του μονάχα έναν χρόνο. Πέθανε στη Χαλκίδα το 322 από χρόνιο και κληρονομικό νόσημα του στομάχου, (καρκίνο;), μολονότι ο θρύλος τον θέλει να αυτοκτονεί γιατί δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει το φαινόμενο της περιοδικής αλλαγής στην κατεύθυνση των νερών του Ευρίπου.
Ο Αριστοτέλης και η σωκρατική παράδοση
Όταν ο Αριστοτέλης έφτασε στην Ακαδημία, ο Πλάτων ήταν ήδη 60 ετών και ο Σωκράτης είχε πεθάνει πίνοντας το κώνειο πριν από 22 χρόνια. Επιπλέον η λειτουργία της Ακαδημίας του Πλάτωνα συμπλήρωνε ήδη 20 έτη ζωής, και ο ιδρυτής της είχε αναπτύξει τα βασικότερα σημεία της φιλοσοφίας του «κλείνοντας» την ώριμη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας. Ένα στοιχείο ακόμα, ίσως, είναι χρήσιμο για να αποτιμήσουμε καλύτερα το «φιλοσοφικό κλίμα» και την ακαδημαϊκή ατμόσφαιρα που επικρατούσε τη στιγμή εκείνη, όταν ο Αριστοτέλης ήρθε στην Αθήνα για να παρακολουθήσει τα μαθήματα κοντά στον Πλάτωνα: εννοούμε τη χρονική απόσταση που χωρίζει την άφιξη του Αριστοτέλη στην Ακαδημία από την εποχή που ο Πλάτων είχε γράψει τους λεγόμενους «σωκρατικούς» διαλόγους του. Είχαν περάσει ήδη 20 χρόνια, και είχε «κλείσει» δηλαδή για τον Πλάτωνα το κεφάλαιο αυτό της φιλοσοφίας. Τη στιγμή, λοιπόν, που φτάνει ο Αριστοτέλης στην Ακαδημία ο Πλάτων, μπαίνει στην τελευταία συγγραφική και φιλοσοφική του περίοδο. Ωστόσο η σωκρατική παράδοση είναι «ζωντανή» και διάχυτη στην Ακαδημία.
Ο Αριστοτέλης βέβαια, όπως και οποιοσδήποτε άλλος, είχε και άλλα «μέσα» για να πληροφορηθεί τα σχετικά με τη διδασκαλία και τον βίο του Σωκράτη, εκτός από τους (σωκρατικούς) διαλόγους του Πλάτωνα και τα έργα του Ξενοφώντα. Πρέπει ασφαλώς να δεχτούμε ότι γνώριζε και τις άλλες άμεσες πηγές, που δεν έφτασαν ώς εμάς, δηλαδή τα έργα και τη μαρτυρία αυτών που γνώρισαν τον Σωκράτη, όπως το έργο του Αισχίνη από τη Σφηττό. Αυτή είναι άλλωστε η μοναδική γραπτή φιλοσοφική μαρτυρία, που έχουμε από πρώτο χέρι για τον βίο και τη διδασκαλία του Σωκράτη, γιατί φυσικά δε μπορεί να ληφθούν υπόψη ως πηγές οι κωμωδίες του Αριστοφάνη, αλλά και τα αποσπάσματα δύο ακόμη κωμωδιογράφων, του Ευπόλιδος και του Αμειψία, οι οποίοι επίσης διακωμώδησαν τον Σωκράτη, και μάλιστα σε μια κωμωδία τους, που παρουσιάστηκε το 423 π.Χ., την ίδια χρονιά και στους ίδιους θεατρικούς αγώνες όπου δίδαξε και ο Αριστοφάνης τις δικές του Νεφέλες.
Εκτός όμως από τις γραπτές πηγές, υπήρχε ασφαλώς η προφορική παράδοση, διάχυτη και ζωντανή, όπως είπαμε, στον χώρο της Ακαδημίας, αλλά μας επιτρέπεται να υποθέσουμε και στην Αθήνα, στους φιλοσοφούντες και στους διανοουμένους της εποχής. Αυτή την παράδοση είναι βέβαιο πως διαπίστωσε γρήγορα και αξιολόγησε ως ένα στοιχείο της φιλοσοφικής δραστηριότητας στην Αθήνα, ο Αριστοτέλης.
Ένα ακόμα στοιχείο που πρέπει να συνυπολογίσουμε σ’ αυτές τις μαρτυρίες, είναι οι θεωρίες και οι απόψεις των λεγόμενων «σωκρατικών σχολών», δηλαδή της Κυρηναϊκής, με ιδρυτή τον μαθητή του Σωκράτη Αρίστιππο τον Κυρηναίο, μια σχολή με έντονο ηδονιστικό χαρακτήρα, της Μεγαρικής, με ιδρυτή τον Ευκλείδη τον Μεγαρέα, με κατεύθυνση κυρίως λογική-γνωσιοθεωρητική, της Κυνικής, με αρχηγό τον Αντισθένη και της Ηλειακής, με ιδρυτή τον Φαίδωνα τον Ηλείο, με ηθική κυρίως κατεύθυνση. Ο Αριστοτέλης ήξερε καλά τους ιδρυτές των σωκρατικών αυτών σχολών, μερικούς μάλιστα, όπως τον Αντισθένη και τον Αρίστιππο, τους αντιμετώπισε και ως αντιπάλους.
Έτσι μπορούμε, δικαιολογημένα, να συμπεράνουμε ότι οι απόψεις του Αριστοτέλη για τον Σωκράτη βασίζονται σ’ αυτές τις τρεις πηγές που αναφέραμε, δηλαδή στα έργα των αυτήκοων μαρτύρων, μαθητών του ή άλλων συγχρόνων του, στην προφορική παράδοση που οπωσδήποτε συντηρούσαν όλες οι σωκρατικές σχολές και προπάντων η Ακαδημία, και τρίτον στις ίδιες αυτές σωκρατικές σχολές, με τη δραστηριότητα και τη διδασκαλία των ιδρυτών τους, αυτήκοων μαθητών του Σωκράτη.
Φυσικά, η αμεσότερη πηγή πληροφοριών για τον Σωκράτη ήταν για τον Αριστοτέλη ο ίδιος ο Πλάτων και οι λεγόμενοι «σωκρατικοί» διάλογοί του. Ίσως όμως θα πρέπει να θέτουμε συνεχώς το ερώτημα, αν δηλαδή αναγνώριζε στον Σωκράτη και απόψεις που περιέχονται σε πλατωνικούς διαλόγους όπου εμείς σήμερα δεν μπορούμε να δούμε σωκρατικές απόψεις, αλλά μόνο πλατωνικές θέσεις με το στόμα του Σωκράτη. Από τα έργα του Ξενοφώντα δεν ξέρουμε αν άντλησε στοιχεία. Ο ίδιος δεν αναφέρει ούτε μια φορά τον Αθηναίο αυτόν ιστορικό, φαίνεται ότι δεν τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Αν και ο Αριστοτέλης συνηθίζει να μνημονεύει τις πηγές του η γενικά τους προγενέστερους, όταν αναφέρεται στις γνώμες τους, το πιθανότερο είναι ότι είχε διαβάσει και τα έργα του Ξενοφώντα, ωστόσο δεν τον μνημονεύει.
https://sarantakos.wordpress.com/