Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 17 Απριλίου 2017

3ος Π.Π. ...ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ...ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΠΥΚΝΩΝΟΥΝ


Τα Σημάδια της Ανησυχίας



Τα Σύννεφα πυκνώνουν...
Τα τελευταία 10 χρόνια έχουν πληθύνει τα άρθρα, στο διαδίκτυο κυρίως, που αναλύουν άλλοτε προφητικά κείμενα και άλλοτε πιο επισταμένες αναλύσεις σχετικά με την πιθανότητα ξεσπάσματος ενός Παγκοσμίου Πολέμου.

Ουδείς των κοινών θνητών δύναται πραγματικά να γνωρίζει ποιοι ακριβώς είναι οι σχεδιασμοί – αν υπάρχουν – όσο κι αν συχνά προωθείται η ιδέα πως μια τέτοια σύγκρουση είναι αναπόφευκτη.
Ποιά βεβαιότητα, όμως, μπορεί να εκφράσει κάποιος όταν οι παγκόσμιες Γεωπολιτικές ισορροπίες είναι σε συνεχή δυναμική κίνηση;
Κρατώντας στο μυαλό μόνο τα θεμελιώδη στοιχεία και ό,τι μπορεί ένας καθημερινός άνθρωπος να αποκωδικοποιήσει, πρέπει να παραδεχτούμε πως κάτι τέτοιο δυστυχώς δεν μπορεί να απορριφθεί ως παντελώς αβάσιμο. Υπάρχουν ενδείξεις ότι το απονενοημένο σενάριο μπορεί υπό συγκεκριμένες συνθήκες να μετατραπεί σε μία αδιανόητη πραγματικότητα.
Η κόντρα ΗΠΑ-Ρωσίας φαίνεται πως είναι πραγματική σύγκρουση γεωπολιτικών συμφερόντων.
Ακριβώς όπως στο Σκάκι η στρατηγική επικεντρώνει όλες τις τακτικές της γύρω από λίγα συγκεκριμένα τετράγωνα της σκακιέρας, έτσι και η Γεωπολιτική σύγκρουση στη Μέση Ανατολή με επίμαχο το «τετράγωνο» της Συρίας φαίνεται ότι σοβαρεύει.
Η Συριακή Κρίση πέρασε από πολλές διακυμάνσεις συγκρούσεων και συμμαχιών όλων των εμπλεκομένων δυνάμεων. Τώρα όμως ξεκαθαρίζει και οι 2 γίγαντες ισχύος, Αμερική και Ρωσία, δε δείχνουν να τα βρίσκουν. Αυτό είναι δυνητικά αιτία σοβαρής ανησυχίας.
Το κακό, ιστορικά, πάντοτε ξεκινούσε από το διαζύγιο της κοινής λογικής με την Στρατηγική.
Ένα μεγάλο ποσοστό των απλών πολιτών παγκοσμίως θεωρεί πως δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναζήσει η ανθρωπότητα την ίδια τρέλα. Κι όμως η Ιστορία δυστυχώς δεν είναι με το μέρος τους.
Τα Συμφέροντα, η Υψηλή Στρατηγική και οι κρυφές διεργασίες είναι μεν αδύνατον να εντοπιστούν από τον μέσο άνθρωπο που δεν έχει πρόσβαση στην απόρρητη πληροφορία, μπορεί όμως να διαβάσει τα σημάδια μιας αυθεντικής κόντρας. Και αυθεντική κόντρα πλέον έχουμε, ξεκάθαρα και με σαφήνεια διατυπωμένη, ειδικά μετά τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών.
Η γειτνίαση της Ελλάδας με την περιοχή είναι δυστυχώς ακόμα ένας παράγοντας ανησυχίας, καθώς μια δραματική εξέλιξη θα μπορούσε να μας συμπαρασύρει, την ίδια στιγμή που η στάση της Τουρκίας είναι εξίσου αποσαφηνισμένα εχθρική.
Υπάρχει και η σκέψη που λέει ότι τα έχουμε ξαναδεί αυτά και τζάμπα η ανησυχία.
20 ή 30 χρόνια πριν οι συνθήκες δεν ήταν ίδιες. Οι παίκτες είναι πλέον πολλοί και ισχυροποιημένοι. Η Ρωσία, η Κίνα και η ίδια η Αμερική είναι πλέον αντιμέτωπες με υπαρξιακά ερωτήματα ισχύος στα οποία έρχονται αντιμέτωπες υπό συνθήκες αλληλοεξαρτώμενων αποφάσεων.
Μέσα στην παγκόσμια σκακιέρα η θέση της Ελλάδας είναι γεωστρατηγικά κρίσιμη.
Το Αιγαίο σαφώς Μήλον της Έριδος και η άλυτη σύγκρουση στο έδαφος της Συρίας μία τεράστια πληγή που έχει κακοφορμίσει.
Κοιτώντας κατάματα την πραγματικότητα της εποχής μας και αποφεύγοντας την αντανακλαστική αντίδραση της αισιοδοξίας που πάντοτε γαληνεύει την καθημερινότητα - μέχρι αυτή να αποδειχθεί απλώς ακόμη ένα ευχολόγιο - μπορούμε να δούμε τα σύννεφα που στριμώχνονται από πάνω μας … βαραίνουν με εκείνο το χρώμα το Μολυβί και με εκείνη τη γρήγορη κίνηση που σε αναστατώνει.
Αν αυτό συνδυαστεί και με την Παγκόσμια Οικονομική Κρίση που υφέρπει και άλλοτε καταλαγιάζει για λίγο και άλλοτε επανέρχεται στο προσκήνιο, ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ δεν είναι καλά.
Όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε σε Προ-πολεμική περίοδο που έχει βαλθεί να επιβεβαιώσει τους πεσιμιστές.
Οι δε άμεσα εμπλεκόμενοι είναι τόσο αλληλοεξαρτώμενοι που ένα http://www.macroskopio.gr/elτοπικό φαινομενικά γεγονός θα λειτουργήσει σαν αλυσιδωτή αντίδραση μέσα σε διάστημα ελάχιστων ημερών.
Το καζάνι αντικειμενικά  βράζει….
http://www.macroskopio.gr/el

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ του ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ


Δημοσιεύτηκε από:  sarant |
              ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ
                                             ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Τον υιόν της τον καπετάν Κομνιανόν τον επαντρολογούσεν ήδη η γρια-Κομνιανάκαινα, αν και δεν είχε χρονίσει ακόμη η νύμφη της, η μακαρίτις. Τα δύο ορφανά, μία κόρη οκταέτις και έν τετραετές παιδίον, εφόρουν μαύρα, κατάμαυρα, οπού εστενοχώρουν κιι εχλώμιαιναν τα πτωχά κάτισχνα κορμάκια των, και ήτον καημός καρδιάς να τα βλέπει τις. Ενθύμιζαν το δημώδες δίστιχον:
Βαρύτερ᾽ απ᾽ τά σίδερα είναι τα μαύρα ρούχα,
γιατί τα φόρεσα κι εγώ για μιαν αγάπη πού ᾽χα.
Η γραία έκειτο επί της κλίνης καθ᾽ όλην τήν εβδομάδα των Παθών, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Εβεβαίου ότι «αγγελιάστηκε», και ητοιμάζετο ν᾽ αποθάνει. Επέβαλλεν εις την Μόρφω, την μικράν εγγονήν της, εργασίας ανωτέρας της ηλικίας του πτωχού κορασίου. Αίφνης, εν μέσω δύο γογγυσμών, έβαλλε μίαν φωνήν, κι έκραζεν από της κλίνης προς την εκτός του ισογείου θαλάμου πηγαινοερχομένην και υπηρετούσαν παιδίσκην.
― Μη χύνεις στην αυλή τα νερά, χίλιες φορές σ᾽ το είπα· στο νεροχύτη!
Κι επανελάμβανε τους αφορήτους στεναγμούς, επιτείνουσα μάλιστα αυτούς οσάκις τυχόν πτωχή γειτόνισσα, μη τολμώσα να εισέλθει, ήρχετο δειλώς μέχρι της θύρας και ηρώτα πώς ήτο η ασθενής.
Βεβαίως η γρια-Κομνιανάκαινα έπασχεν, αλλ᾽ ίσως εμεγαλοποίει το πράγμα. Έκλαιε «τα νιάτα της», έλεγεν ότι δεν θα προφθάσει να κάμει εφέτος Πάσχα. Η γειτόνισσα η Μηλιά εβεβαίου ότι η γραία είχε και «κομπόδεμα», αλλά πού να εμβάσει μέσα καμίαν εκ των γειτονισσών της! Ελλείψει άλλης ασθενείας ήτον ικανή ν᾽ αποθάνει από την φιλαργυρίαν της. Δεν εβάστα η ψυχή της να δώσει κάτι τι εις μίαν πτωχήν γυναίκα διά να την «κοιτάξει», κι επέβαλλε βαρείαν αγγαρείαν εις την Μόρφω, οκταετή παιδίσκην. Ενίοτε παρελήρει αληθώς. Είτα έβαλλεν αγρίαν κραυγήν. Έκραζε την παιδίσκην να την σκεπάσει με το σινδόνιον, αλλά χωρίς αύτη να την εγγίσει καν, η γερόντισσα έβαλλε τοιαύτην ωρυγήν, ώστε η μικρά κατετρόμαζε.
Ο καπετάν Κομνιανός έλειπε με το γολετί, κι επεριμένετο να έλθει. Είχε μαζί του, με το γολετί, και τον πρωτότοκον υιόν του, τον Γεώργην, δωδεκαετή παίδα. Τούτο ήτο ένας από τούς καημούς της γραίας, ότι έμελλε ν᾽ αποθάνει, ως έλεγε, χωρίς να επανίδει τον υιόν της, και τον έγγονόν της τον μεγάλον, όστις ωμοίαζε τόσον με τον μακαρίτην τον πάππον του. Και ποίος να της σφαλήσει τα μάτια; Αι ανεψιαί της, υπανδρευμέναι και αι δύο, της εβαστούσαν κακίαν διά κάτι κληρονομικάς διαφοράς, και δεν έσπασαν το πόδι «οι λαχταρισμένες, οι αχρόνιαστες!» να έλθουν να την ιδούν. Ούτω της ήρχετο και αυτής ν᾽ αποθάνει εις το πείσμα των, ν᾽ αποθάνει χωρίς να της φιλήσωσι την χείρα.
Ιατρός, πού να ευρεθεί; Είχεν αυτή να πληρώνει; Αυτή ώφειλε να κάμνει οικονομίαν διά τα ορφανά, και δεν έπρεπε να φθείρει το βιο του υιού της εις γιατρικά και δεν ξέρω τί. Ψευτογιάτρισσες! Κάμε τη δουλειά σου! Έχουν εμπιστοσύνην τώρα αυταί αι γυναίκες; Ο κόσμος εχάλασε, τί τα θέλεις; Έμβαζε αυτή μες στο βιο της, μες στα καλά της, ξένην γυναίκα; Της ήρχετο να επαναλάβη προς τας γειτονίσσας την ιδίαν κραυγήν, δι᾽ ής απεδίωκε το πάλαι παρείσακτον όρνιθα από τον ορνιθώνα της. Ξού, ξένη!
Ως τόσον επεθύμει να ήρχετο ο υιός της διά να τον νυμφεύσει, να του δώσει και την ευχήν της. Σαράντα χρόνων άνθρωπος, κι ο κόσμος είναι πέλαγο, σαν εκείνο πού αρμένιζε τώρα. Πώς να περάσει τη ζωήν του χωρίς να έλθει εις δεύτερον γάμον; Και τα ορφανά, και αυτά θα εύρισκαν μητέρα, μίαν καλήν οικοκυρά, ήτις από τώρα επροσφέρετο μάλιστα να έλθει να την υπηρετήσει εις την ασθένειάν της. Αλλ᾽ η γραία Κομνιανάκαινα, μη θέλουσα να παραβεί την αρχήν της, δεν εδέχθη την εκδούλευσιν.
Το βέβαιον είναι ότι εκ των δύο ορφανών, η Μόρφω, ήτις είχεν ήδη αίσθησιν, αν δεν επεθύμει ν᾽ αποκτήσει μητέρα, ενθυμείτο κι ελυπείτο την μητέρα της. Ο Ευαγγελινός, νήπιον τριετίζον εν καιρώ της συμφοράς, ούτε ήξευρε τίποτε ούτε ενθυμείτο. Έκλαιε μόνον όταν η μάμμη τον εβίαζε να φορέσει τον κατάμαυρον σάκκον του. Η Μόρφω, λευκή και ωχρά με τα μαύρα φουστανάκια της, και με το μαύρον μανδήλιον το σκεπάζον τα ξανθά της μαλλιά, ήτο κατηφής, κι ενθυμείτο το περυσινόν Πάσχα, όταν έζη η μήτηρ της. Η ατυχής γυνή είχεν αποθάνει από την γένναν της, το παρελθόν θέρος, και το βρέφος μετ᾽ αυτής. Τώρα η κορασίς είχεν αντί της καλής και πονετικής μητρός την μάμμην με την αφόρητον παραξενιά της, ήτις, ενώ εβεβαίου ότι όλα της επόνουν, κεφαλή, λαιμός, χείρες, πόδες, πλάται, κοιλία, μέση και τα λοιπά, πνιγομένη δε από τον βήχα και γογγύζουσα δυνατά και βάλλουσα κραυγάς αγρίας, εφείδετο να δώσει εις ιατρούς και φάρμακα, αίφνης ηγείρετο, υποβαστάζουσα την κοιλίαν της, εξήρχετο μέχρι της θύρας, έρριπτε βλέμμα εις τον εκτός κόσμον, κι έλεγεν:
― Άχ! τί γλυκιά πού ᾽ν᾽ η ζωή!
* * *
Πέρυσι, ώ! πέρυσι, την Μεγάλην Πέμπτην πρωί, αφού εγύρισαν από την εκκλησίαν, όπου είχον μεταλάβει όλοι, η καλή και προκομμένη μήτηρ, καίτοι άγουσα ήδη τον έβδομον μήνα της εγκυμοσύνης της, ανεσφουγγώθη και ήρχισε να βάπτει εν τη χύτρα τα αυγά, με ριζάρι, κιννάβαρι και όξος. Είτα ήρχισαν να έρχωνται εις την θύραν ανά ζεύγη τα παιδία της πολίχνης, με τον υψηλόν καλάμινον σταυρόν στεφανωμένον με ρόδα ευώδη και με μήκωνας κατακοκκίνους, με δενδρολίβανον και με ποικιλόχροα αγριολούλουδα, με τον αποσπασθέντα από τ᾽ Οχτωήχι χάρτινον Εσταυρωμένον εις το μέσον του σταυρού, και με ερυθρόν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα το άσμα:
Βλέπεις εκείνο το βουνί με κόκκινη παντιέρα;
Εκεί σταυρώσαν το Χριστό, τον πάντων βασιλέα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σύρε μητέρα μ᾽, στο καλό και στην καλή την ώρα,
κι εμένα να με καρτερείς το Σάββατο το βράδυ·
όταν σημαίνουν εκκλησιές και ψέλνουνε παπάδες,
τότες και σύ, μανούλα μου, να ᾽χεις χαρές μεγάλες.
Και τι χαρές μεγάλες τω όντι, τί χαρές δι᾽ όλα τα παιδία! και η καλή η μήτηρ της προθυμότατα έδιδεν ανά δύο αρτιβαφή αυγά εις όλα τα παιδία· δύο αυγά κόκκινα, και τί ευτυχία! τί νίκη! ενώ η μάμμη εφώναζεν ότι αρκετά παιδία ήλθαν, και αρκετά ετραγούδησαν, και ότι έπρεπε να υπάγουν και αλλού.
Μετά ταύτα η μήτηρ ήρχισε να ζυμώνει, και έπλασεν αρκετές κουλούρες μετ᾽ αυγών διά τον σύζυγον, επιδημούντα τότε, διά την πενθεράν της, δι᾽ εαυτήν, διά τές κουμπάρες, ως και μικρές «κοκώνες» διά την Μόρφω, διά τον Ευαγγελινόν, διά τ᾽ αναδεξίμια της και διά τα πτωχά παιδιά της γειτονιάς.
Κι επειδή ο μικρός Ευαγγελινός έκλαιε, λέγων ότι δεν είναι αρκετά μεγάλη η κοκώνα του, η μήτηρ του έδιδεν άλλην να εκλέξει, αλλ᾽ αυτός δεν ημέρωνεν ούτε ήθελε να ταιριασθεί. Το βέβαιον είναι ότι τας ήθελεν όλας διά τον εαυτόν του. και τότε η μήτηρ τον επαρηγόρει λέγουσα ότι «το Σαββάτο το βράδυ θα ᾽ρθει η κουρούνα (κρα, κρα!), να φέρει το τυρί και το κρέας (τσί, τσί!), και τότε να ιδείς χαρές ο Βαγγελινός, σαν ακούση κρα, κρα! την κουρούνα να χτυπά το παραθύρι. Πάρε Βαγγελινέ το τυρί, πάρε και το τσί-τσί, να φάτε!» και ο μικρός εψέλλιζε και αυτός, «θα ᾽θει κουούνα να φέει του τσί-τσί», και συνάπτων τας χείρας, δακτύλους μεταξύ δακτύλων, κατά το υπόδειγμα της μητρός, εμιμείτο την ειρεσίαν των πτερών της κουρούνας, το δέ παιδίον της γειτόνισσας της Μηλιάς, εξαετές, άνιπτον, ρακένδυτον, οκλάζον εις μίαν γωνίαν, κρατούν την κοκώνα του, την οποίαν εσκέπτετο αν δεν ήτο καλόν να την φάγει τώρα που είναι ζεστή, διεμαρτύρετο γρυλλίζον και λέγον: «Ναι! Θα ᾽ρθει η κουρούνα! αμ᾽ δε θα ᾽ρθει!»
Και την Μεγάλην Παρασκευήν, περί την δύσιν του ηλίου, η μήτηρ οδήγησε τα δύο παιδία εις την εκκλησίαν, όπου, αφού έκαμαν τρείς γονυκλισίας προ του ανθοστεφούς κουβουκλίου, ησπάσθησαν τον μυρόπνουν Επιτάφιον, το αργυρόχρυσον Ευαγγέλιον με τ᾽ αγγελούδια, και τον Σταυρόν με τ᾽ ανθρωπάκια και τις Παναγίτσες (τί χαρά, τί δόξα!), και είτα επέρασαν τρίς υπό τον υψηλόν, μεγαλοπρεπή Επιτάφιον, ο δ᾽ Ευαγγελινός (όλα τα ενθυμείτο η μικρά Μόρφω) ανέτρεψεν εξ απροσεξίας πήλινον αμφορέα με ύδωρ, εξ εκείνων ους θέτουσιν υπό τον Επιτάφιον προς αγιασμόν, διά να μεταχειρισθώσι το ύδωρ εις το καματηρό, ήτοι τους μεταξοσκώληκας, και εις άλλας χρείας, αι νεότεραι μυροφόροι, γυναίκες διακαώς ποθούσαι «να ξενυχτίσουν τον Χριστόν» μένουσαι άγρυπνοι εν τώ ναώ πέραν του μεσονυκτίου, διότι η ακολουθία του Επιταφίου ψάλλεται εκεί το Μέγα Σάββατον, περί όρθρον βαθύν. Ο αμφορεύς πεσών εθραύσθη, η δέ γυνή ής ήτο κτήμα ωργίσθη, και είπεν ότι το έχει «σέ κακό της». Τότε η μήτηρ του Ευαγγελινού, αφού επέπληξεν αυστηρώς το παιδίον, πειραχθείσα είπεν ότι «αν είναι κακό, ας είναι για μένα!» και την πτωχήν δεν την ηύρε ο χρόνος!
Το Μέγα Σάββατον δέ, μικρόν μετά τα μεσάνυκτα, η μήτηρ εξύπνισε τον Ευαγγελινόν και την Μόρφω, κι ενώ εσήμαιναν διά μακρών οι κώδωνες, επήγαν εις την εκκλησίαν, όπου εψάλη το «ώ γλυκύ μου έαρ» και άλλα ακόμη παθητικά άσματα. Είτα οι πιστοί όλοι με ανημμένας λαμπάδας εξήλθον εις το ύπαιθρον, υπό το αμαυρωθέν φέγγος της φθινούσης σελήνης, ενώ η αυγή έλαμπεν ήδη ροδίνη και ξανθή, προπέμποντες τον Επιτάφιον αγλαόφωτον με σειράς λαμπάδων. Και η αύρα πραεία εκίνει ηρέμα τούς πυρσούς, χωρίς να τούς σβήνει, και η άνοιξις έπεμπε τα εκλεκτότερα αρώματά της εις τον Παθόντα και Ταφέντα, ως να συνέψαλλε και αυτή, «ώ γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» και η θάλασσα φλοισβίζουσα και μορμύρουσα παρά τον αιγιαλόν επανελάμβανεν, «οίμοι γλυκύτατε Ιησού!» τα δε παιδία προπορευόμενα της πομπής, μεγαλοφώνως έκραζον: Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον! Ο Ευαγγελινός εψέλλιζε μετά των άλλων: Κύιε έησον! Κύιε έησον!
Και ύστερον, όταν ανέτειλεν ο ήλιος του Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων την απαραίτητον ομίχλην της Μεγάλης Παρασκευής, (ήτις καθιστά μελαψήν μιγάδα την ημέραν και παμμέλαιναν αράβισσαν την νύκτα), ο Ευαγγελινός εξύπνησεν από τα βελάσματα του αρνίου, το οποίον ητοιμάζετο να σφάξει διά την οικογένειαν του καπετάν Κομνιανού ο γείτονας Νικόλας, ο σύζυγος της Μηλιάς. Ο Ευαγγελινός και η Μόρφω εξήλθον εις το προαύλιον. Τί ωραίον, τί ήμερον, τί λευκόμαλλον που ήτο το αρνί! Και πώς εβέλαζε (μπε! μπε!) το καημένο. Εν τούτοις δεν εφαίνετο πολύ δυσαρεστημένον, διότι έμελλε να σφαγή. Και άλλος Αμνός άμωμος, Αμνός αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, και άλλος ατίμητος Αμνός εσφάγη…
Την εσπέραν έφερεν οίκαδε ο πατήρ τας πασχαλινάς λαμπάδας, ωραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τί χαρά! τί θρίαμβος! φαντασθείτε ωραίας μικράς λαμπάδας, με άνθη τεχνητά, με χρυσόχαρτα. Ο Ευαγγελινός ήθελε να πάρει την της αδελφής του, λέγων, ότι εκείνη είναι μεγαλυτέρα. Η μήτηρ του την έδωκεν, αλλ᾽ ο μικρός την έσπασε, εκεί πού έπαιζε με αυτήν, έσπασε και την ιδικήν του, και ύστερον έβαλε τα κλάματα. Ο πατήρ του ηγόρασεν άλλην, αφού τον υπεχρέωσε να υποσχεθεί ότι δεν θα την πιάσει εις την χείρα, έως τα μεσάνυκτα, όταν θα υπάγουν εις την Ανάστασιν. Ο μικρός απεκοιμήθη κλαίων και χαίρων.
Μετά τα μεσάνυκτα, αφού έγινεν η Ανάστασις, και ήστραψεν ο ναός όλος, ήστραψε και η πλατεία από το φώς των κηρίων, τα παιδία ήρχισαν να καίουν μετά κρότου σπίρτα και μικρά πυροκρόταλα έξω εις το πρόναον, και τινες παίδες δεκαετείς επυροβόλουν με μικρά πιστόλια, άλλοι έρριπτον εντός του ναού επί των πλακών του εδάφους τα βαρέα καρφία με τα καψύλια καταπτοούντες και σκανδαλίζοντες τάς πτωχάς γραίας, αίτινες, μεθ᾽ όλον τον διωγμόν όν εκίνουν κατ᾽ αυτών την Μεγάλην Εβδομάδα κατ᾽ έτος οι επίτροποι, αξιούντες να περιορίσωσιν αυτάς εις τον γυναικωνίτην, ουχ ήττον επέμενον και παρεισέδυον εντός του ναού αριστερά, εις την μίαν κόγχην. Είς δ᾽ επίτροπος της επάνω ενορίας, άνθρωπος προοδευτικός, βλέπων ότι όλοι οι εθελονταί ψάλται, νεανίαι εικοσαετείς, εφοίτων κατά προτίμησιν εις την κάτω εκκλησίαν, εις δέ την επάνω ηναγκάζοντο να ψάλλωσιν οι ιερείς, τί εσοφίσθη; Πιάνει και αποσπά από τον γυναικωνίτην τα καφάσια, τα δικτυωτά, δι᾽ ών εφράττοντο τέως αι γυναικείαι μορφαί από της όψεως των ανδρών, και αφήνει τον γυναικωνίτην άφρακτον. Τότε διά μιάς όλοι οι ευλαβείς και μουσόληπτοι νεανίσκοι αφήκαν την κάτω εκκλησίαν έρημον ψαλτών κι έτρεξαν όλοι εις την επάνω.
Είτα τα μικρά παιδία και τινες παιδίσκαι τετραετείς, με τας κομψάς ποικιλτάς λαμπάδας, ετάχθησαν ανά τον χορόν, περί τα δύο αναλόγια, και παρά το εικονοστάσιον, και ήρχισαν να θορυβώσι, να παίζωσι, να στάζωσιν εις τούς λαιμούς αλλήλων, και να τσουγκρίζωσι τα αυγά των. Και έν παιδίον εξαετές, πονηρότερον των άλλων (ήτο ο υιός της Μηλιάς της γειτόνισσας) είχε πλαστόν αυγόν εις τον κόλπον του, πωρώδη λίθον στρογγυλευμένον κοκκινοβαφή, και δι᾽ αυτού έσπαζε τα αυγά όλων των παιδιών, και τα έπαιρνε, κατά την συμφωνίαν, και τα έτρωγε.
Μία παιδίσκη και είς παις, πενταετής, ήρχισαν να φιλονικώσι περί του τίνος η λαμπάδα ήτο ευμορφοτέρα.
―Όχι, η δική μου η λαμπάδα είναι καλύτερη.
―Όχι, η δική μου.
―Εμένα ο πατέρας μ᾽ την εδιάλεξε, κι είναι πλιό καλή.
―Εμένα η μάνα μ᾽ την εστόλισε μοναχή της.
― Και ξέρει να κάμει λαμπάδες η μάνα σ᾽;
―Όχι, δέ ξέρει; Σαν τη δική σ᾽!
― Τέτοια παλιολαμπάδα!
― Ναι, παλιολαμπάδα;… να!…
― Να κι εσύ!
― Να κι άλλη μια!
Και ήρχισαν να τύπτουν αλύπητα τας κεφαλάς αλλήλων με τας λαμπάδας των, εωσού έβαλαν τα κλάματα και οι δύο.
Το απόγευμα πάλιν, αφού εψάλη η Β´ Ανάστασις κι έγινεν η Αγάπη, εξήλθαν όλοι εις την πλατείαν κι εθεώντο την πυρπόλησιν του Εβραίου. Τί άσχημος και τί ευμορφοκαμωμένος που ήτον ο Εβραίος! Είχε μίαν χύτραν ως κεφαλήν, είχε και λινάρι ως γένειον. Έφερε και ζεύγος γυαλιά (η Μόρφω τα ενθυμείτο όλα), όμοια μ᾽ εκείνα που φορεί η γραία μάμμη όταν ράπτει ή εμβαλώνει τα παλαιά ρούχά της. Είχε κι ένα σακκούλι ή πουγγί κρεμασμένον εις το αριστερόν πλευρόν του. Εφόρει μακριά, μακριά φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Και αφού τον εκρέμασαν υψηλά υψηλά, έως επτά οργυιάς επάνω, ήρχισαν οι άνδρες να τον ματιάζουν, να τον τουφεκίζουν όλοι, εωσότου τον έκαυσαν.
Και ύστερον η μήτηρ έστρωσε την τράπεζαν εις την οικίαν, και παρέθεσε τα αυγά τα κόκκινα, το τυρί, που είχε φέρει η κουρούνα, και το αρνί το ψημένο, και τα παιδία εκάθισαν εις την τράπεζαν και ήρχισαν να τσουγκρίζουν τα αυγά των. Τί χαρά! τί αγαλλίασις!
Εφέτος, δηλαδή κατά το έτος εκείνο της δυστυχίας διά τα δύο ορφανά, δεν ήτο πλέον εκεί ούτε ο πατήρ των, όστις έλειπεν, ούτε η μήτηρ των, ήτις επήγε μακρύτερα ακόμη. Αντί των δύο ήτο η γηραιά μάμμη, ρογχάζουσα επί της κλίνης και γογγύζουσα. Αντί των κοκκίνων αυγών, ήσαν αι φλέγουσαι εκ του πυρετού παρειαί της. Αντί των επιχρύσων λαμπάδων, ήσαν οι δύο τρεμοσβήνοντες και βλοσυροί οφθαλμοί της. Αντί της αθώας χαράς, αντί της αφάτου ευτυχίας του παιδικού Πάσχα, ήτο η λύπη η βαρεία, η ανεπανόρθωτος συμφορά.
Ευτυχώς η γρια-Κομνιανάκαινα δεν απέθανε, και ο υιός της έφθασεν απόπασχα με το γολετί, και ήρχισε να καλλωπίζηται και να στρίβει τον μύστακα αποβλέπων εις δεύτερον γάμον. Αλλά, διά τα δύο παιδία, τάχα θα επανήρχετο πάλιν η χαρά εκείνη, θ᾽ ανέτελλεν εκ νέου γλυκεία η παιδική Πασχαλιά; Διά τον Ευαγγελινόν ίσως, διά την Μόρφω όμως ποτέ. Αύτη ησθάνετο την απουσίαν της μητρός της και ήξευρεν ότι δεν έμελλε να την επανίδει πλέον επί της γης.
Γλυκεία Πασχαλιά, η μήτηρ της χαράς! Γλυκεία μήτηρ, της Πασχαλιάς η ενσάρκωσις!
Αλλ᾽ ο Χριστός υπεσχέθη να πίει με τούς εκλεκτούς του καινόν το γέννημα της αμπέλου εν τη βασιλεία του Πατρός Του, και οι υμνωδοί έψαλλον: «Ώ Πάσχα το μέγα και ιερώτατον, Χριστέ! δίδου ημίν εκτυπώτερον σού μετασχείν, εν τη ανεσπέρω ημέρα της βασιλείας Σου!»
(1891)
sarant |

ΠΑΣΧΑ ΕΥΛΟΓΙΕΣ

Πάσχα Ευλογίες

book-print-αυγά - Επιμέλεια:«Το Πάσχα είναι μια περίοδος όπου θυμόμαστε ότι τα συμπεράσματα στο μυαλό του ανθρώπου είναι αρχές στο σχέδιο του Θεού.»
~ Craig Δ Lounsbrough, ( κηλίδες του χρυσού σε ένα δρόμο της Πέτρας: 
Απλές Αλήθειες για Ριζική Living)
Πάσχα 1916από τον William Butler Yeats 
(1865-1939)
Έχω τους συναντήθηκαν στο τέλος της ημέρας
Ερχόμενοι με ζωντανά πρόσωπα
Από πάγκο ή γραφείο ανάμεσα σε γκρι
σπίτια του δέκατου όγδοου αιώνα.
Έχω περάσει με ένα νεύμα του κεφαλιού
Ή ευγενικό νόημα λέξεις,
Ή μήπως έμενε για λίγο και είπε:
Ευγενικό νόημα λέξεις,
Και σκέφτηκα πριν είχα κάνει
Από την ιστορία σκωπτική ή Gibe
Για να ευχαριστήσει έναν σύντροφο
Γύρω από τη φωτιά στο κλαμπ,
Όντας βέβαιοι ότι και εγώ
Αλλά έζησε όπου ετερόκλητο φοριέται:
Όλα άλλαξαν, άλλαξε εντελώς:
Μια τρομερά ομορφιά γεννιέται.
ημέρες ότι η γυναίκα του δαπανήθηκαν
Στην άγνοια καλής θέλησης,
νύχτες της είναι το επιχείρημα
Μέχρι τη φωνή της μεγάλωσε διαπεραστικός.
Τι φωνή πιο γλυκό από τη δική της
Όταν, νέα και όμορφη,
Αυτή οδήγησε σε επιδρομείς;
Αυτός ο άνθρωπος είχε κρατήσει ένα σχολείο
Και οδήγησε φτερωτό άλογο μας?
Αυτή η άλλη βοήθεια er και ο φίλος του
Ερχόταν σε ισχύ του?
Θα μπορούσε να κερδίσει φήμη στο τέλος,
Έτσι ευαίσθητου χαρακτήρα του φάνηκε,
Έτσι, τόλμη και γλυκιά σκέψη του.
Αυτό το άλλο άνθρωπο που είχα ονειρευτεί
Ένας μεθυσμένος, ματαιόδοξος αλήτης.
Είχε κάνει πιο πικρή λάθος
Για κάποιους οι οποίοι είναι κοντά στην καρδιά μου,
Κι όμως τον αριθμό στο τραγούδι?
Ο ίδιος, επίσης, παραιτήθηκε μέρος του
Στο απλό κωμωδία?
Ο ίδιος, επίσης, έχει αλλάξει με τη σειρά του,
Μεταμορφωθεί εντελώς:
Μια τρομερή ομορφιά γεννιέται.
Καρδιές με ένα σκοπό και μόνο
Μέσα από το καλοκαίρι και το χειμώνα φαίνεται
Enchanted σε μια πέτρα
Για το πρόβλημα το ρεύμα που ζουν.
Το άλογο που έρχεται από το δρόμο,
Ο αναβάτης, τα πουλιά, που κυμαίνονται
Από το σύννεφο στο πέφτοντας σύννεφο,
Λεπτό προς λεπτό αλλάζουν?
Μια σκιά του νέφους στη ροή
Αλλαγές λεπτό προς λεπτό?
Ένα άλογο οπλών ολισθαίνει στο χείλος,
Και ένα άλογο plashes μέσα σε αυτό?
Η μακριά πόδια βουτιά Moor-κότες,
Και κότες για να δέσετε-στρόφιγγες κλήση?
Λεπτό προς λεπτό που ζουν?
Η πέτρα στη μέση του όλα.
Πάρα πολύ μεγάλη θυσία
Μπορεί να κάνει μια πέτρα της καρδιάς.
O όταν μπορεί να αρκεί;
Αυτό είναι μέρος του Ουρανού, μέρος μας
Για να ψελλίσει το όνομά κατά όνομα,
Ως μητέρα ονόματα παιδί της
Όταν ο ύπνος επιτέλους έχει έρθει
Από τα άκρα που είχε τρέξει άγρια.
Τι είναι αυτό, αλλά το σούρουπο;
Όχι, όχι, όχι το βράδυ, αλλά ο θάνατος?
Ήταν περιττό θάνατο μετά από όλα;
Για την Αγγλία μπορεί να κρατήσει την πίστη
Για όλα αυτά γίνεται και είπε.
Γνωρίζουμε το όνειρό τους? αρκετά
Και τι γίνεται αν περίσσεια της αγάπης
Σαστισμένος τους μέχρι να πεθάνει;
Θα το γράψω σε ένα στίχο -
MacDonagh και MacBride
Και Connolly και Πιρς
Τώρα και στο χρόνο για να είναι,
Όπου πράσινο φοριέται,
Τα άλλαξε, άλλαξε εντελώς:
Μια τρομερή ομορφιά γεννιέται.
«Αν κάποιος ή κάτι προσπαθεί να βρίζουν ή να σκοτώσει την καλοσύνη στο κέντρο όλων των πραγμάτων, θα κρατήσει μόνο επιστρέφουν στη ζωή. Forever Πάσχα «.
- David Housholder ( Το Blackberry Μπους)
Πάσχα

ΚΑΛΌ ΠΆΣΧΑ! ΕΥΛΟΓΊΕΣ!

Ο ΙΟΥΔΑΣ, ΟΠΩΣ ΤΟΝ ΕΙΔΕ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Ο Ιούδας, όπως τον είδε ο Κώστας Βάρναλης

Posted by sarant 
Ακόμα η πασχαλινή αύρα δεν έχει φύγει, η μέρα είναι αργία με χαλαρούς ρυθμούς, σαν Κυριακή, οπότε ταιριάζει μια αναφορά στον τρόπο που είδε η λογοτεχνία τον Ιούδα Ισκαριώτη, τον μαθητή που πρόδωσε τον Ιησού. Παίρνω αφορμή από κάποια σχόλια που έγιναν στο προχτεσινό μας άρθρο που ήταν αφιερωμένο στο απεχθές έθιμο του καψίματος του Ιούδα.
Πολλοί λογοτέχνες προχώρησαν πέρα από τα όσα παραδίδονται στα Ευαγγέλια, είδαν την πράξη του Ιούδα όχι σαν προδοσία για το χρήμα αλλά σαν αποτέλεσμα άλυτων εσωτερικών αντιφάσεων. Το θέμα είναι εκτενές και δεν έχω σκοπό να το αναλύσω, απλώς θα αναφέρω τον τρόπο που είδε τον Ιούδα ο Νίκος Καζαντζάκης στον Τελευταίο πειρασμό ή ο Μπόρχες στο διήγημά του για τα τρία πρόσωπα του Ιούδα.
Όμως αντί για φιλολογική ανάλυση, προτιμώ να παραθέσω ένα ολόκληρο ποίημα, που δείχνει την πρόσληψη του Ιούδα από τον Κώστα Βάρναλη.
Θα διαβάσουμε σήμερα την ενότητα «Η αγωνία του Ιούδα» από το πρώτο μέρος των Σκλάβων Πολιορκημένων του Βάρναλη, μια εισαγωγή σε (ποιητικό) πεζό ακολουθούμενη από 13 πεντάστιχες στροφές. Θεωρώ ότι πρόκειται για ποίημα εκτυφλωτικής ποιητικής αρτιότητας στο δύσκολο πεντάστιχο που κι άλλη φορά το έχει χρησιμοποιήσει ο Βάρναλης στην ίδια ποιητική σύνθεση, και ιδίως στους «Πόνους της Παναγιάς». Στο τέλος σχολιάζω κάποια λεξιλογικά.
Η Αγωνία του Ιούδα
Μια από κείνες τις ανοιξιάτικες βραδιές, που η κουφοβράση κι η πνιγούρα μαζί με τις μακρινές αστραπές μηνάνε καταιγίδα. 
Ο Ιούδας ξέκοψε, κατά τη συνήθεια του, από τους άλλους συντρόφους, που κρυμμένοι μέσα σ’ έν’ αμπέλι, μοιράζονται ό,τι αυτός κατάφερε να τους έβρει για φαγί. Και προσεύχονται. 
Ο ορισμένος από τις Γραφές παράνομος μαθητής ανέβηκε πάνου σ’ ένα λόφον από άμμο. Μορφή αχαμνή, νέος ακόμα, φαίνεται να ’χει πολύ υποφέρει. 
Για πρώτη φορά ο πόνος κι η απελπισιά καθαρίζουν έτσι καλά τη σκέψη του και της δίνουνε μια τραγική στροφή. 
Τα χείλη του, καθώς τα σφίγγει, παίρνουνε, θαρρείς, το σκήμα του φιλιού.
Αμμόσκονη πολλά ψιλή, δίχως αγέρα μήδ’ αχό,
πνίγει τον κόκκινο ουρανό, που δίχως ήλιο ανάβει.
Λιγάκι ψήλος αερινό, μια στάλ’ ανάσα, — αγκομαχώ!
Άμποτε να με βούλιαζε ξυλάρμενο καράβι,
ω βράδυ καλοκαιρινόν, η μπόρ’ αυτή, που αστράβει.
Βλέπω την πόλη από μακριά, την Άγια Πόλη, π’ αγαπώ.
Απάνω της μια χαρακιά γραμμένη με το μέλι.
Απ’ την κλεισμένη μου καρδιά περνάς, σοκάκι χαρωπό,
γλιστράς, γυναίκα, πράσινο μέσα στο κύμα χέλι, —
την ερημιά βαρέθηκα κι η πόλη δε μας θέλει!
Ξυπόλυτοι, μ’ ένα ραβδί κι ένα ταγάρι σταυρωτά,
τη μέρα να κρυβόμαστε, τη νύχτα να δρομάμε,
—ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαβγίζουν σερπετά·
πόσες ημέρες νηστικοί, θυμάμαι δε θυμάμαι!—
αχ! δε βαστώ, καρδούλα μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε.
Άρχισε να κλονίζεται και δεν το κρύβει πια ο Θωμάς.
Ο Πέτρος κακομίλητος τα φρύδια του ζαρώνει.
Και ξαφνικά ξεκόβοντας ο νιος Ιωάννης από μας
παραλαλεί κι αλλόκοτα φαντάσματα ξαμώνει.
Όλους μάς καταντήσατε φαντάσματ’ άγρια, Πόνοι!
Καρδιά, πουλί τρεμάμενο, χωρίς φωλιά πάνω στη Γη,
κυνηγημένη πας ομπρός και πίσω δε γυρίζεις.
Τί να ’ναι τάχα: θέληση, φόβος, συνήθεια, προσταγή;…
Μα κάπου θα ’ναι ανάπαψη, κάπου γαλήνια ορθρίζεις
σε θάλασσα και σε πλαγιές, Άνοιξη, που μυρίζεις.
Μα κείνος τίποτα δε λέει. Διάφανο σώμα κι αδειανό
πάνου απ’ το χώμα σηκωτό βαδίζει στον αέρα.
Στα νοτισμένα μάτια του κοιτάς τον άπατο ουρανό.
Λόγος γλυκύς, που, κι αν μιλά κι αν δε μιλά, κοφτέρα
βυθίζεται μες στις καρδιές σε νύχτα και σε μέρα.
Στην Άγια Πόλη ως μπήκαμε — βάγια πολλά και φοινικιές!
— και ξένοι αρχόντοι και δικοί κρυμμένοι τρέμαν όλοι,
γιατ’ άνεμος ξεσήκωνε τα πλήθη (ελπίδες ξαφνικές!)
του ’πα σιγά: — «Τώρα καιρός για τη Μεγάλη Σκόλη!»
— «Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνια, μάθε, η Πόλη»!
Μ’ αρνιέσαι τάφο, Θάνατε, πώς θα με φέρεις στη Χαρά;
Βαθιά στο χώμα, οργιές πολλές, μονάχα κρύα σκουλήκια.
Τούτ’ η καρδιά, και που μισεί και δικιοσύνη λαχταρά,
ζητάει δικά της δω στη Γης δυο πιθαμές χαλίκια,
απ’ τ’ αγαθά, που ’δώσε ο Θεός, ζητάει μερίδα δίκια!
Ποιός το φτωχό μου το κορμί και την ψυχή μου τη φτωχιά
απ’ τον κρυφό το Φαρισαίο κι απ’ τον τραχύ Λατίνο,
από τον ξένο γέρακα θα σώσει κι απ’ την ντόπια οχιά;
Αυτούς σ’ ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν’ αφήνω
κι εγώ ανεμόσκαλα σωμού στο γαλανό να στήνω;
Δεν είναι μοναχά η δικιά μου μοίρα, που με τυραννά,
μαύροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας.
Ήλιος ζεστός και γόνιμος τα χρόνια μας τα σκοτεινά
για κείνους, που την αρετή μάς θέλουν της θυσίας.
Ήρθε γι’ αυτούς, — για μας ακόμ’ αργεί ο ωραίος Μεσσίας.
Σε λογισμό και σε καρδιάν ανάμεσα όχτρητα πολλή.
Καθάρια το πρεπούμενο στο νου μου λαγαρίζει,
μα σίντα πάω να κουνηθώ λίγο, το σώμα παραλεί,
πιότερο σφίγγει τ’ άλυτο σκοινί Του, που μ’ ορίζει·
ψυχή και σώμ’ αντίμαχα σε δυο μού τα χωρίζει.
(Θυμάται τη μάνα του)
Τα κλάηματά σου, μάνα μου, φτάνουν εδώ στην ερημιά.
Μες στα λιγνά χεράκια σου νυχτόημερα δεμένη,
ώρες κοιτώντας χαμηλά τελειώνεις με λιγοθυμιά.
Μες στ’ άδειο σου θυμητικό άλλο από με δε μένει.
Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι!
Για σας, μανάδες κι αδερφοί και τώρα κι ύστερα, σιγά
θα κάνω απόψε, που νογώ, της ανταρσίας το κρίμα.
Και ξέρω τί καταλαλιά τη μνήμη μου θα κυνηγά!
Αν δεν πετύχει τούτο δα το πρώτο μέγα βήμα,
θα πουν οι εμπόροι των θεών: «Τον πρόδωσε για χρήμα»!
  • Στον στίχο 13, «ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαβγίζουν σερπετά», το «σερπετά» το καταλαβαίνω όχι σαν ουσιαστικό -δεν γαβγίζουν τα ερπετά- αλλά σαν επίρρημα, μας γαβγίζουν σερνάμενα.
  • Στον στίχο 29, «κοφτέρα» είναι η κόψη.
  • Στον στίχο 53, «μα σίντα πάω να κουνηθώ», σίντα (και σίντας) σημαίνει «μόλις».
Kάποιοι θα βρουν κοινά στοιχεία ανάμεσα στον βαρναλικό Ιούδα και στον Ιούδα της ροκ όπερας:

ΔΕΗ : ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ- ΣΟΚ

ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ – ΣΟΚ: Ποιος είναι ο «κωδικός» που ανεβάζει στα ύψη το ηλεκτρικό ρεύμα


«Φουσκωμένους» λογαριασμούς, που προκαλούν απανωτά ηλεκτροσόκ, παίρνουν οι καταναλωτές από τις αρχές του μήνα.


Ο ένας λόγος είναι η αυξημένη χρήση των ηλεκτρικών συσκευών. Ο άλλος, ένας λιγότερο προφανής, είναι η χρέωση των Υπηρεσιών Κοινής Ωφελείας (ΥΚΩ), σύμφωνα με δημοσίευμα της «Καθημερινής της Κυριακής».

Είναι ο τρόπος, δηλαδή, που κοστολογούν όλοι οι προμηθευτές ρεύματος (ΔΕΗ και ιδιώτες) τις χρεώσεις που πληρώνουν όλοι για να καλύψουν τα επιπλέον κόστη ηλεκτροδότησης των μη διασυνδεδεμένων νησιών, το Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο (ΚΟΤ), καθώς και άλλα επιδοτούμενα τιμολόγια. Όλα αυτά τα κόστη δηλαδή που οι κυβερνήσεις διαφημίζουν ως κοινωνική πολιτική, αποκρύπτοντας ότι πληρώνονται από τους συνεπείς καταναλωτές.

Η χρέωση

Η μεθοδολογία τιμολόγησης των ΥΚΩ έχει εγκριθεί με νόμο από το 2012 και προβλέπει κλιμακωτή χρέωση της μηνιαίας κατανάλωσης. Για κατανάλωση έως και 1.600 κιλοβατώρες η χρέωση των ΥΚΩ είναι 0,00699 ευρώ ανά κιλοβατώρα. Στην αμέσως επόμενη κλίμακα, 1.601-2.000 κιλοβατώρες, η χρέωση είναι 0,01570 ευρώ ανά κιλοβατώρα, και στην κλίμακα 2.001-3.000 κιλοβατώρες η χρέωση είναι 0,03987 ευρώ ανά κιλοβατώρα. Στην υψηλή κλίμακα, άνω των 3.000 κιλοβατωρών το τετράμηνο, η χρέωση εκτινάσσεται στα 0,04488 ευρώ. Με την αλλαγή κλίμακας όλη η ενέργεια από την πρώτη κιλοβατώρα επιβαρύνεται με την υψηλή χρέωση ΥΚΩ.

Για παράδειγμα, καταναλωτής που ξεπερνάει τις 1.600 κιλοβατώρες το τετράμηνο και πάει στις 3.000 θα πληρώσει για ΥΚΩ 119,61 ευρώ και με τον ΦΠΑ (13%) 135,6 ευρώ. Εάν η κατανάλωση για τις πρώτες 1.600 κιλοβατώρες χρεωνόταν στην τιμή των 0,00699 και για τις επόμενες μέχρι τις 2.000 κιλοβατώρες στα 0,01570 ευρώ και μόνο οι πάνω από τις 2.001 στην υψηλή τιμή των 0,04488, ο καταναλωτής για την ίδια κατανάλωση θα πλήρωνε για ΥΚΩ 64,79 ευρώ, δηλαδή 70,37 ευρώ λιγότερα.

«Δεν είχε εντοπιστεί το πρόβλημα»

Σύμφωνα πάντα με το ίδιο δημοσίευμα, τόσο η ΔΕΗ όσο και η ΡΑΕ αναγνωρίζουν την ανεξέλεγκτη αύξηση του κόστους ενέργειας από τη μεθοδολογία χρέωσης των ΥΚΩ και προαναγγέλλουν αποκατάστασή της το αμέσως επόμενο διάστημα με μια συνολικότερη πρόταση για τον εξορθολογισμό των χρεώσεων προς το υπουργείο Ενέργειας.

Σημειωτέον πως σε ερώτηση της εφημερίδας γιατί η ΔΕΗ δεν πρότεινε νωρίτερα την τροποποίηση της μεθοδολογίας χρέωσης των ΥΚΩ, πλευρά της Επιχείρησης απάντησε «ότι δεν είχε εντοπιστεί το πρόβλημα»


ΠΗΓΗ

Πάνδημη η απαίτηση για δικαιοσύνη για τα Τέμπη: Όλη η αλήθεια στο φως - Ο Τραμπ που περιμένει στη γωνία

  Πάνδημη η απαίτηση για δικαιοσύνη για τα Τέμπη: Όλη η αλήθεια στο φως - Ο Τραμπ που περιμένει στη γωνία Φωτογραφία Eurokinissi Τραϊανός Χα...