Η κωμόπολη της Μαγνησίας με την «πολιτεία της θάλασσας»
Δημοσιεύθηκε
Μία από τις σημαντικότερες κωμοπόλεις του νομού, που ιδρύθηκε το 1097, ετυμολογικά σημαίνει “η πολιτεία της θάλασσας”. Η Νέα Αγχίαλος, είναι γνωστή για την πανέμορφη παραλία της με την μαύρη άμμο, το γραφικό λιμανάκι, τον πευκόφυτο λόφο της (Ακρόπολη της αρχαίας Πυράσου) και για τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Αρχαία ιστορία
Στο χώρο που απλώνεται η σημερινή κωμόπολη, άκμασαν τα παλαιότερα χρόνια δύο πόλεις, η Πύρασος και οι χριστιανικές Φθιώτιδες Θήβες.
Τα αρχαία ευρήματα αποδεικνύουν τη συνεχή ανθρώπινη παρουσία από τα νεολιθικά χρόνια μέχρι και σήμερα. Η ευλίμενος Πύρασος, όπως την αναφέρει ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων, στα κλασικά και μεταγενέστερα χρόνια ήταν το επίνειο των ελληνιστικών Φθιώτιδων Θηβών (οι οποίες βρίσκονταν κοντά στο σημερινό χωριό Μικροθήβες Μαγνησίας). Στις αρχαιολογικές ανασκαφές έχουν βρεθεί απομεινάρια μεγάλων οικιών, λείψανα τοιχοποιίας, κεραμικά σκεύη από την κλασική, τη γεωμετρική έως και τη νεολιθική εποχή.
Το 217 π.Χ. η Πύρασος καταστράφηκε από τα στρατεύματα του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου του Ε’, μαζί με τις γειτονικές Φθιώτιδες Θήβες. Πολύ γρήγορα, στον ίδιο χώρο αναπτύχθηκε μια νέα πόλη. Αρχικά πήρε το όνομα των Φθιώτιδων Θηβών. Στα χρόνια του Χριστιανισμού το όνομα γίνεται Θήβες το οποίο, λόγω διάκρισης από τις Θήβες της Βοιωτίας, άλλαξε σε Θεσσαλικές ή Χριστιανικές Θήβες. Η νέα πόλη γρήγορα αναπτύχθηκε σε σημαντικό χριστιανικό κέντρο. Πυρπολήθηκε και καταστράφηκε στα μισά του 7ου αιώνα, κατά την εποχή των σλαβικών μετακινήσεων στον ελλαδικό χώρο.
Από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής θεωρούνται οι πολλές βασιλικές που ανέδειξε η αρχαιολογική σκαπάνη και οι οποίες τοποθετούνται χρονολογικά στον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτών των κατασκευών είναι τα ενδιαφέροντα ψηφιδωτά δάπεδα τα οποία, χάρη στις προσπάθειες των αρχαιολόγων, διατηρούνται και σήμερα σε άριστη κατάσταση. Η αποκάλυψη τμήματος του αρχαίου τείχους, το μήκος του οποίου υπολογίζεται σε 2.000 μέτρα περίπου, περικλείοντας έκταση 250.000 τετραγωνικών μέτρων, δείχνει το μέγεθος των Φθιώτιδων Θηβών αλλά και τη σπουδαιότητά της κατά την αρχαιότητα.
Αρχαιολογικά ευρήματα
Μέχρι σήμερα έχουν προσδιοριστεί 10 σημαντικά μνημεία της αρχαίας πόλης:
η ακρόπολη της Πυράσου
η βασιλική του Ελπιδίου
το συγκρότημα των δημοσίων κτηρίων
το επισκοπικό μέγαρο
η βασιλική του Αγίου Δημητρίου
υπόκαυστο λουτρό
γυμνάσιο και λουτρό
πλακόστρωτη λεωφόρος με κατάστημα “έμβολος” της βασιλικής
έπαυλη
βασιλική του αρχιερέως Πέτρου.
Αλλά και έξω από τα τείχη υπάρχουν σημαντικά κτήρια: η κοιμητηριακή βασιλική (βασιλική Δ’), άλλη βασιλική, 5η κατά σειρά, έπαυλη του 3ου-4ου αι. κοντά στη θάλασσα, λουτρό και εκτεταμένα ψηφιδωτά δάπεδα ανατολικά του τείχους, άλλη λεωφόρος με καταστήματα ΝΑ του τείχους, νεκροταφεία με θολωτούς τάφους λαξευμένους στις πλευρές του λόφου ή υπόγειους θαλαμοειδείς με λάρνακες – σαρκοφάγους από τραχείτη, χρονολογούμενους από τον 3ο -6ο αιώνα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ποικιλόμορφα ψηφιδωτά δάπεδα με την ενδιαφέρουσα τεχνική τους. Αυτά συντελούν στη θεώρηση του αρχαιολογικού χώρου της Νέας Αγχιάλου ως χαρακτηριστικού χώρου για τη σπουδή του διακοσμητικού αυτού είδους.
Τα παραπάνω ευρήματα στους αρχαιολογικούς χώρους κατά μήκος του δρόμου που διασχίζει τη Νέα Αγχίαλο και οδηγεί στο Βόλο, πίσω από την αγορά, έξω από το τείχος, στο δυτικό άκρο της Νέας Αγχιάλου και στην οδό Σταυρίδη προς τους λαχανόκηπους, στα νότια.
Σύγχρονη ιστορία
Ίδρυση
Μια άλλη καταστροφή σηματοδότησε τη γέννηση της σημερινής Νέας Αγχιάλου. Έχοντας συνεχή παρουσία από τον 5ο αιώνα π.Χ. στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, οι Έλληνες της Παλαιάς Αγχιάλου (σημ. Πομόριε της Βουλγαρίας), αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους όταν, στις 30 Ιουλίου 1906, η πόλη τους πυρπολήθηκε από τους Βούλγαρους. Από το καλοκαίρι του 1906 οι ανθελληνικοί διωγμοί είχαν πάρει μεγάλες διαστάσεις σε όλη την περιοχή αυτή. Εκδηλώθηκαν με την καταστροφή ελληνικών εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και κορυφώθηκαν με την καταστροφή της Αγχιάλου. Οι κάτοικοι ξεριζωμένοι κατέφυγαν στην Ελλάδα. Στην αρχή ζούσαν συγκεντρωμένοι στην Αθήνα. Είχαν εκλέξει εκεί μια επιτροπή που την αποτελούσαν οι εξής Αγχιαλίτες: Γ. Τσακίρης, πρόεδρος, Αλέξανδρος Κ. Μαυρομάτης, Παρασκευάς Β. Δρακόπουλος, Μιχαήλ Τσιτσίνιας, Γεώργιος Μαυρατζάς, Γεώργιος Διαμαντόπουλος, κ.ά. Πολλοί Αγχιαλίτες υποστήριζαν την άποψη να εγκατασταθούν τμηματικά σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, τελικά όμως επικράτησε η γνώμη να συγκεντρωθούν όλοι σε ένα συνοικισμό ώστε να υπάρχει μια εστία με το όνομα της παλιάς πατρίδας, Αγχίαλος, γιατί διαφορετικά θα έσβηνε το όνομά της.
Το χώρο εγκατάστασης των Αγχιαλιτών υπέδειξε ο γεωπόνος Σπύρος Χασιώτης, ο οποίος υπήρξε διευθυντής της Κασσαβετείου Σχολής του χωρίου Αϊδινίου, της επαρχίας Αλμυρού. Έτσι επιτροπή Αγχιαλιτών με τον Σπύρο Χασιώτη επισκέφτηκε την περιοχή αυτή κατά το 1907 και την έκρινε κατάλληλη για την εγκατάστασή τους και τη δημιουργία του συνοικισμού τους. Η τοποθεσία ήταν πάνω σε κεντρικό οδικό δίκτυο και παραθαλάσσια όπως η παλαιά πατρίδα τους. Η περιοχή αυτή όμως ήταν κτήμα ακόμα, ιδιοκτησία του τσιφλικά Παναγή Τοπάλη, που τότε έμενε στο Γαλάζιο της Ρουμανίας.
Η επιτροπή έκανε ενέργειες προς την Κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη, η οποία ενέκρινε την αγορά του κτήματος. Για την αγορά του κτήματος μετέβη στο Γαλάζιο της Ρουμανίας επιτροπή Αγχιαλιτών, συγκεκριμένα οι Γεώργιος Διαμαντόπουλος και Μιχαήλ Τσιτσίνιας, εξουσιοδοτημένοι από τους ομοεθνείς τους. Ο Παναγής Τοπάλης ήταν γιος του Σπύρου Τοπάλη και της Σοφίας Μπακάλμπαση, το γένος Γεωργίου Μαυρομμάτη από την Αγχίαλο. Έτσι, δεν έφερε αντίρρηση να πωλήσει το κτήμα. Κατά τους υπολογισμούς του Μ. Τσιτσίνια, η τιμή ήταν 2.000.000 χρυσές δραχμές. Το ποσό αυτό κατέβαλε η κυβέρνηση και κατόπιν οι Αγχιαλίτες το εξόφλησαν μέσω του Γεωργικού Θεσσαλικού Ταμείου. Δεν είναι ακριβές το μέρος που κατέβαλε η κυβέρνηση. Στο κτήμα αυτό υπήρχαν ήδη κάτοικοι, οι λεγόμενοι κολίγοι και παρακεντέδες του Καραμπασίου και των Μικροθηβών, οι οποίοι μετά από τη συμφωνία έπρεπε να εγκατασταθούν μαζί με τους Αγχιαλίτες.
Έτσι, στις 30 Σεπτεμβρίου 1907 ετέθη ο θεμέλιος λίθος για την καινούργια τους πατρίδα. Είναι γεγονός ότι η εορτή της θεμελίωσης της Νέας Αγχιάλου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, τόσο στους Αγχιαλίτες όσο και στους ντόπιους που παρευρέθηκαν σε αυτήν. Η πανηγυρική θεμελίωση της Νέας Αγχιάλου ήταν παράλληλα μια ευκαιρία για την Κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη να δείξει στο λαό της περιοχής, ο οποίος είχε δεχθεί μεγάλο πλήγμα κατά τον πόλεμο του 1897 με την προέλαση των Τούρκων, ότι το μεγαλείο του Βασιλείου της Ελλάδος βρισκόταν και πάλι στις δόξες του.Ο οικισμός οικοδομήθηκε στη θέση “Καινούριο”, αμφιθεατρικά, στους πρόποδες ενός χαμηλού βουνού που εμποδίζει τους βόρειους ανέμους. Νότια δροσίζεται από τον Παγασητικό Κόλπο. Ανατολικά και δυτικά εκτείνονται τα ελαιοπερίβολα, τα αμπέλια και τα χωράφια της. Το 1908 ολοκληρώθηκαν τα πρώτα 960 λιθόκτιστα διώροφα και μονώροφα σπίτια. Ο οικισμός ονομάστηκε Νέα Αγχίαλος. Στο κέντρο του οικισμού, το 1907, χτίστηκε ο Ναός του Αγίου Γεωργίου σε ανάμνηση του ομώνυμου ναού της παλαιάς πατρίδας. Το 1908 οι Αγχιαλίτες εγκαταστάθηκαν μαζικά στη Νέα Αγχίαλο.
Πρώτα χρόνια
Μετά την εγκατάσταση στη νέα πατρίδα, οι Αγχιαλίτες αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα. Έπρεπε να οργανώσουν τη ζωή τους και παράλληλα να αντιμετωπίσουν τις αντίξοες συνθήκες του τόπου. Το 1908 συστήθηκε 12μελής επιτροπή με πρόεδρο τον Λεωνίδα Εμμανουηλίδη, η οποία έπρεπε να κατατάξει σε κατηγορίες τους κατοίκους, για να γίνει η διανομή της γης. Η επιτροπή κατέταξε τους κατοίκους σε τρεις κατηγορίες: α) στους γεωργούς με κλήρο 80 στρέμματα διώροφο σπίτι με οικόπεδο μισού στρέμματος β) σε επαγγελματίες με 10 στρέμματα μονώροφο σπίτι με οικόπεδο μισού στρέμματος γ) στους καλλιεργητές με 40 στρέμματα κλήρο διώροφο σπίτι με οικόπεδο μισού στρέμματος.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα ήταν η ελονοσία και η αιματουρία από τις οποίες προσβάλλονταν οι κάτοικοι. Η νοτιοδυτική περιοχή της Νέας Αγχιάλου ήταν βαλτώδης και στα νερά των βάλτων υπήρχαν μολυσμένα κουνούπια (ανωφελείς κώνωπες). Οι αρρώστιες αυτές προκάλεσαν το θάνατο σε εκατοντάδες Αγχιαλίτες, με αποτέλεσμα μέσα σε λίγα χρόνια να γεμίσουν δυο νεκροταφεία. Παράλληλα υπήρχε η ανέχεια και η πείνα. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη και πολλοί έπαιρναν τις οικογένειές τους και έφευγαν. Άλλοι επέστρεφαν στην παλιά τους πατρίδα, στη Βουλγαρία, και άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, ιδιαίτερα μετά το 1913, όταν απελευθερώθηκε η Μακεδονία. Μάλιστα, κοντά στη Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε μια άλλη Νέα Αγχίαλος ή Ίνγκλις, όπως την ονόμαζαν.
Όσοι έμειναν προσπάθησαν με κάθε τρόπο να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα. Με τη συνδρομή των συμπατριωτών τους στην Αθήνα και με ενέργειες προς στην κυβέρνηση, πέτυχαν να σταλεί ειδικός γιατρός, ο Ιωάννης Καρδαμάτης από τη Σωζόπολη, για την καταπολέμηση της ελονοσίας και αιματουρίας. Μαζί του συνεργάστηκαν οι Αγχιαλίτες γιατροί Πάτροκλος Παρασκευόπουλος, Αναγνώστης Παρασκευόπουλος και Αδαμαντιάδης. Το κράτος διέθετε δωρεάν σε όλους τους κατοίκους φιαλίδια κινίνης. Στην εξυγίανση της πόλης και στην εξολόθρευση των κουνουπιών συνετέλεσε πολύ και η προμήθεια μικρών ψαριών που έκανε η κυβέρνηση από την Ιταλία το 1932. Τα ψάρια αυτά τα έριξαν στο λιμανάκι και στα μολυσμένα λιμνάζοντα νερά. Εκεί πολλαπλασιάστηκαν και εξολόθρευσαν τα κουνούπια. Τα ψάρια αυτά υπήρχαν και μέχρι το 1955 περίπου.
Η επιτροπή έστρεψε επίσης την προσοχή της στην εξεύρεση του υδραγωγείου της αρχαίας πόλης της Πυράσου, γιατί τα πηγάδια που είχαν ανοίξει τα πρώτα χρονιά είχαν ανθυγιεινά νερά. Στην εξεύρεση του υδραγωγείου συνετέλεσε ο Ηλίας Λιακόπουλος, τμηματάρχης στο Υπουργείο Οικονομικών. Οι πηγές του υδραγωγείου ήταν στο Μαυρονέρι, κοντά στην περιοχή του Αερινού (Περσοφλί). Ο Λιακόπουλος έστειλε τον Εμ. Κριεζή, εργολάβο ειδικό μηχανικό για υδραγωγεία. Με προσωπική εθελοντική εργασία των κατοίκων ανοίχτηκε το παλιό υδραγωγείο, τοποθετήθηκαν σωλήνες και κατασκευάστηκε νέα δεξαμενή στο βόρειο και ψηλότερο μέρος της κωμόπολης. Από εκεί διοχετεύτηκε νερό σε όλες τις συνοικίες της. Μαζί με τον Λιακόπουλο και οι Σπύρος Χασιώτης και Βουτηράς συνετέλεσαν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών. Κοντά στις άλλες ενέργειες έγινε και η πρώτη μελέτη αποξήρανσης των ελών. Όταν τελείωσε το υδραγωγείο το 1909, στην πρόσοψη της δεξαμενής εντοιχίστηκε αναμνηστική πλάκα με τα ονόματα όσων συνετέλεσαν στην αποπεράτωσή του: Ηλίας Λιακόπουλος, Κριεζής και Κομιτσόπουλος, κρατικός αντιπρόσωπος στην επίβλεψη της κατασκευής.
Στην εξάλειψη της ελονοσίας συμμετείχε από το 1920 και το Ινστιτούτο Ροκφέλερ, που είχε ιδρύσει για ιατρικές έρευνες ο Αμερικανός βιομήχανος και φιλάνθρωπος Τζον Ντ. Ροκφέλερ (John D. Rockefeller, 1839-1937) το 1901. Μετά το 1930 η αρρώστια είχε υποχωρήσει σημαντικά και έως το 1950-55 είχε σχεδόν εκλείψει.
Το 1910 οικοδομήθηκε εξατάξιο σχολείο στη Νέα Αγχίαλο από το κληροδότημα του Έλληνα τραπεζίτη, πολιτικού και εθνικού ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού (1830-1899), στο οποίο ενεγράφησαν 320 μαθητές και 160 μαθήτριες με τρεις δασκάλους και δύο δασκάλες. Οι μαθητές καλλιεργούσαν ένα φυτώριο 12 στρεμμάτων από το οποίο προσπορίζονταν αρκετά έσοδα, υπό τη διεύθυνση του δασκάλου Αδαμάντιου Καλιαντζόγλου (1881-1984). Με τα δενδρύλλια αυτά του φυτωρίου αναδασώθηκε όλη η περιοχή της πόλης.
Το 1912 ιδρύθηκε το πρώτο Κοινοτικό Γραφείο Νέας Αγχιάλου με Πρόεδρο τον Ράλλη Αλεξ. Ράλλη, ο οποίος υπήρξε πρόεδρος μέχρι το 1920 και μετά τον διαδέχθηκε ο Βαλάσιος Παπαδόπουλος.
Το 1913, επί προεδρίας Ράλλη, συγκροτήθηκε 5μελής επιτροπή με πρόεδρο τον Ρ. Ράλλη και μέλη τους Λεωνίδα Β. Εμμανουηλίδη, Μιχαήλ Δ. Τσιτσίνια, Ιωάννη Αμυρά και Αποστολάκη Κ. Αργυρόπουλο, με σκοπό την αγορά αλωνιστικής μηχανής, ώστε να απαλλαγούν οι Αγχιαλίτες από τη μεγάλη εκμετάλλευση των ξένων ιδιοκτητών μηχανών. Με ομόφωνη γνώμη των κατοίκων της Νέας Αγχιάλου, η επιτροπή παρήγγειλε στο Λονδίνο, μέσω των αδελφών Τζων Γκλαβάνη, αλωνιστική μηχανή τύπου Μάρσαλ, η οποία σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κ. Εμμανουηλίδη υπήρχε ώς το 1956 και εξυπηρετούσε τους Αγχιαλίτες γεωργούς. Η μηχανή αγοράστηκε 20.000 χρυσές δραχμές, με τον όρο η εξόφληση να γίνει σε τέσσερις ετήσιες δόσεις.
Κατά τους πολέμους του 1912-1922 οι Αγχιαλίτες από τη Νέα Αγχίαλο στρατεύτηκαν στον Ελληνικό στρατό, πολέμησαν πολλά χρόνια και πολλοί έχασαν τη ζωή τους. Στην Αλβανία επίσης, το 1940, πολλοί Αγχιαλίτες πολέμησαν και αρκετοί έχασαν τη ζωή τους.
Για το γλωσσικό ιδίωμα της Παλαιάς Αγχιάλου, ο Αγχιαλίτης καθηγητής Θεόδωρος Μαυρομάτης σημείωσε τα εξής: «Οι Αγχιαλίτες ως γείτονες με την Κωνσταντινούπολη μιλούσαν το πολίτικο γλωσσικό ιδίωμα. Π.χ. έλεγαν να “δγιώ” αντί “να δω”, “σε λέγω” αντί “σου λέγω”. Η γλώσσα που ομιλούσε ο λαός δεν είχε μεγάλες διαφορές από τη σημερινή δημοτική. Το κύριο χαρακτηριστικό είναι το κόψιμο των συλλαβών και η βαριά προφορά. Πάντοτε το “ντ”, το “μπ”, το “γκ” ακούγονται όπως στα ξένα, δηλαδή D, B, G, αλλά πολύ χοντρά. Επίσης, το “τσ” ακούγεται χοντρά και προπαντός εκεί που λένε “τσαι” αντί του “και”».
Το 1918 ιδρύθηκε ο Γεωργικός Συνεταιρισμός Νέας Αγχιάλου «Αγροτική Λαϊκή Τράπεζα Νέας Αγχιάλου Η ΔΗΜΗΤΡΑ», η οποία μετονομάστηκε αργότερα σε «Παραγωγικός Συνεταιρισμός Νέας Αγχιάλου Η ΔΗΜΗΤΡΑ». Ο συνεταιρισμός ανάμεσα στα άλλα του έργα ίδρυσε ελαιοτριβείο με διυλιστήριο, που το 1947 είχε αξία 250 εκατομμυρίων δραχμών της εποχής εκείνης, όπως και αλευρόμυλο και οινοποιείο, ενώ μέχρι σήμερα εκσυγχρονίζεται με τα τελευταία τύπου εργαλεία και πάσης φύσεως μηχανήματα. Ο Γεωργικός Συνεταιρισμός της Νέας Αγχιάλου διατήρησε μέχρι σήμερα την ονομασία της αρχαίας θεάς της γεωργίας και δεν έπαυσε να εκπαιδεύει και να συνδράμει τους αγροτοπαίδες.
Κατοχή
Δυναμική ήταν η συμμετοχή των Αγχιαλιτών και στην Εθνική Αντίσταση. Τους πρώτους μήνες του 1943 εγκαταστάθηκαν αντάρτικα σώματα στα βουνά της Όθρυος (Γούρας) και του Μαυροβουνίου (Καραντάου) με αρχηγούς τον Διονύσιο Διάκο κα. Από το 1941 έως τις αρχές του 1943 υπήρχε ένα τμήμα καραμπινιέρων, το οποίο αποσύρθηκε διότι η δύναμή τους ήταν μικρή και υπήρχε ο κίνδυνος των ανταρτών. Στις 25 Μαρτίου 1943 ένα απόσπασμα ανταρτών κατασκήνωσε στα βουνά της Νέας Αγχιάλου. Αποτελούνταν από 40 με 50 άντρες με αρχηγό τον Διάκο. Σκοπός της κατασκηνώσεώς τους ήταν η καταστροφή με νάρκες του δημοσίου δρόμου και η καταστροφή των γεφυριών, για να εμποδίσουν τη διάβαση πολεμοφοδίων προς το Νότο.
Στις 18 Απριλίου 1943 κανονιοφόρα πλοία από το Βόλο κατέστρεψαν τα πλοία που ήταν προσαραγμένα στο λιμάνι της Νέας Αγχιάλου. Στις 24 βομβάρδισαν και τη Νέα Αγχίαλο. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 27 Απριλίου, δόθηκε από τον διοικητή του Βόλου η διαταγή για την πυρπόληση του χωριού. Οι κάτοικοι, ειδοποιημένοι από τον βομβαρδισμό, είχαν ήδη εγκαταλείψει το χωριό. Οι Ιταλοί, για να πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους, χωρίστηκαν σε ομάδες και η κάθε ομάδα ανέλαβε κι από μια συνοικία. Ήταν μεθυσμένοι κι ό,τι έβλεπαν μπροστά τους το κατέστρεφαν. Αυτή η μαρτυρία διασώθηκε από τις πληροφορίες που έδωσε η ηλικιωμένη Ελένη Χρυσού Στάθη, η οποία ήταν κατάκοιτη και τυφλή, γι’ αυτό και τη μετέφεραν στο διπλανό σπίτι του Γιάννη Κων/νου Αιμωνιώτη. Στη συνέχεια πήραν ό,τι βρήκαν μέσα στο σπίτι και στο τέλος το έκαψαν. Από τα 700 πέτρινα σπίτια τα 650 έγιναν στάχτη σε μία μέρα.
Η Νέα Αγχίαλος κινδύνεψε από μια δεύτερη καταστροφή κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όταν οι γερμανικές φάλαγγες εξόρμησαν προς την περιοχή της στις 20 Ιουλίου 1944. Η αντίσταση που συνάντησαν όμως ήταν ηρωική και δεν κατάφεραν να την κάμψουν. Η μάχη άρχισε το απόγευμα και διήρκεσε μέχρι το βράδυ. Το αποτέλεσμα ήταν υπέρ των ανταρτών, και το τίμημα ήταν επτά νεκροί, ενώ από την πλευρά των αντιπάλων υπήρχαν περισσότερες απώλειες. Η θέση όπου έγινε η οχύρωση της αντίστασης ήταν αρκετά ευάλωτη και προσβάσιμη από ξηρά, αέρα και θάλασσα. Ωστόσο, η θαρραλέα αντίσταση των ανταρτών την ημέρα της μάχης, αλλά και η απόπειρα δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ (20 Ιουλίου 1944) που συνέπεσε τότε, έσωσαν το λαό της Νέας Αγχιάλου από βέβαιη καταστροφή.
Μεταπολεμικά χρόνια
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1946-1949, η Νέα Αγχίαλος γνώρισε σταδιακή ανάπτυξη, τόσο στον αγροτικό και στον εμπορικό, όσο και στον πνευματικό τομέα. Επίσης, σημειώθηκε οικιστικός οργασμός και εν γένει βελτιώθηκαν οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της ζωής στην πόλη.
Οι Ιταλοί είχαν καταστρέψει ακόμη και το εξατάξιο δημοτικό σχολείο που είχε κτιστεί με τη δωρεά του Ανδρέα Συγγρού. Στις 20 Απριλίου 1943 οι τοίχοι του σχολείου κατατρυπήθηκαν από σφαίρες. Οκτώ ημέρες αργότερα, 28 Απριλίου, το κτήριο παραδόθηκε στις φλόγες, καθώς έφευγαν οι Ιταλοί. Το σχολείο ξαναχτίστηκε, με χρήματα που συγκεντρώθηκαν από έρανο, το 1950, και έγινε καλύτερο, με λουτρά για τους μαθητές. Εφοδιάσθηκε με όργανα Φυσικής, Πειραματικής Χημείας, Ανθρωπολογίας, καθώς και με ραδιόφωνο. Οι Αγχιαλίτες που ζούσαν στην Αμερική συγκέντρωσαν χρήματα και αγόρασαν βιβλιοθήκη και άλλο εξοπλισμό απαραίτητο για το σχολείο. Ο κήπος του σχολείου χρησίμευσε για την εκπαίδευση των μαθητών και μαθητριών στην κηπουρική, παρασκευή φυτωρίων κ.ά. Αγχιαλίτες δάσκαλοι που δίδαξαν στο σχολείο μέχρι το 1956 περίπου ήταν οι: Μ. Τσιτσίνιας μέχρι το 1934, Δ. Καλιαντζόγλου μέχρι το 1948, Κ. Εμμανουηλίδης, Στ. Κόκκινος από το 1949, Καλλιρρόη Διονυσίου (Μαυρομάτη), Χαρίκλεια Μαυρομάτη, Αποστολία Θ. Αγγελίδη, Γλυκερία Δ. Ξανθούλη (1953-55), Πελαγία Γ. Μαυρατζά. Επίσης δίδαξαν οι Κ. Πριάκος, Ι. Σπυριδάκης, Ν. Σαφαρίκας, Χ. Αναγνώστου, Π. Διονυσίου, Κ. Κρίκος, Μ. Μπουρδάρα, Π. Σαρρή.
Πριν ακόμη ολοκληρωθεί η ανοικοδόμηση της κωμόπολης, σημειώνεται νέα καταστροφή. Από το σεισμό του 1954, τα περισσότερα σπίτια κρίθηκαν κατεδαφιστέα ή ακατοίκητα.
Η Νέα Αγχίαλος κατά το 1950 δεν διέθετε κτήριο για το κοινοτικό γραφείο, τον αστυνομικό σταθμό και την αγροτολέσχη. Για να αποφύγει η τότε κοινότητα τα ενοίκια, ανέλαβε την ανοικοδόμηση ενός μεγάλου κτηρίου προς την παραλία, ανάμεσα στο σπίτι του Π. Λασκαράκη και το Λιμανάκι. Η θεμελίωση έγινε το 1953. Κοντά στο κοινοτικό κτήριο προς το Λιμανάκι, θεμελιώθηκε το κτήριο του αστυνομικού σταθμού τον Αύγουστο του 1954, από εισπράξεις μεγάλου χορού που έγινε στην πλατεία.
Το 1952 με τη φροντίδα του αρμόδιου υπουργείου λειτούργησε σχολή οικοδομών για να μάθουν οι νέοι Αγχιαλίτες την τέχνη του οικοδόμου, αλλά και του μαραγκού. Η διδασκαλία είχε διάρκεια τρεις μήνες και στο τέλος των μαθημάτων το υπουργείο δώριζε τα χρησιμότερα εργαλεία. Σκοπός ήταν να μάθουν να ανοικοδομούν μόνοι τους τα σπίτια, τους στάβλους, τους αχυρώνες.
Το 1952, με υπόδειξη της αμερικανικής αποστολής συστήθηκε στη Νέα Αγχίαλο όπως και σε άλλες αγροτικές κωμοπόλεις αγροτολέσχη. Στη λέσχη συμμετείχαν νέοι και νέες της Νέας Αγχιάλου. Οι νέοι διδάσκονταν ό,τι είχε σχέση με τη δενδροκομία, την αμπελουργία, τον εμβολιασμό αγρίων δέντρων, τα συστηματικά κλαδέματα και όσον αφορά τη γεωργία γενικά ότι είχε σχέση με το όργωμα, τη σπορά και τη λίπανση. Η διδασκαλία γινόταν από τον κοινοτικό γεωπόνο Γεώργιο Αγγελή. Οι νέες διδάσκονταν από την Αγχιαλίτισσα δασκάλα Γερακίνα Βίγλα ό,τι είχε σχέση με τη φροντίδα του νοικοκυριού, κοπτική, ράψιμο, αργαλειό, κέντημα, μαγειρική, κονσέρβες, εργόχειρα και για πολλά από αυτά βραβεύτηκαν. Πολλοί μεσήλικες Αγχιαλίτες και Αγχιαλίτισσες έχουν ευχάριστες αναμνήσεις από τη συμμετοχή τους στις δραστηριότητες της αγροτολέσχης.
Κατά το 1955 άρχισε να επεκτείνεται το δίκτυο ηλεκτροφωτισμού σε όλη την περιοχή από το θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο Αλιβερίου της ΔΕΗ. Τότε σταδιακά αποκτούν όλα τα σπίτια της Νέας Αγχιάλου ρεύμα και εμφανίζονται τα πρώτα ραδιόφωνα. Την ίδια εποχή (1955) στην περιοχή της Νέας Αγχιάλου άρχισε να κατασκευάζεται το στρατιωτικό αεροδρόμιο (111 ΠΜ), στην κατασκευή του οποίου εργάστηκαν πολλοί ξένοι και ντόπιοι εργατοτεχνίτες. Το αεροδρόμιο συνετέλεσε στην ανάπτυξη της Νέας Αγχιάλου οικονομικά και κοινωνικά. Το 1955 επίσης, το καλοκαίρι, λειτούργησαν στη Νέα Αγχίαλο 3 κινηματογράφοι.
Εκτός από τους κατοίκους που ήταν εγκατεστημένοι ως καλλιεργητές στην περιοχή του τσιφλικιού, μετά την εγκατάσταση των Αγχιαλιτών από το 1920 περίπου, άρχισε η εγκατάσταση πολλών ανθρώπων από το εσωτερικό της Θεσσαλίας.
Ο Αγροτικός Παραγωγικός Συνεταιρισμός Νέας Αγχιάλου «Η ΔΗΜΗΤΡΑ» ίδρυσε το Συνεταιριστικό Οινοποιείο χωρητικότητας 600 τόνων το 1958. Κατά τη δεκαετία του 1970 ο συνεταιρισμός απέκτησε νέο πιο σύγχρονο ελαιουργείο, ενώ επεξέτεινε το οινοποιείο. Το 1982 ο χώρος του τελευταίου απαλλοτριώθηκε ως αρχαιολογική τοποθεσία. Κατά τη δεκαετία του 1980 αποκτήθηκε μια έκταση τριών χιλιομέτρων έξω από τη Νέα Αγχίαλο, όπου εγκαταστάθηκαν όλες οι γεωργικές τεχνολογικές υποδομές. Από το 1982 μέχρι το 1984 πραγματοποιήθηκε η αγορά εκτάσεως 28 στρεμμάτων, τρία χιλιόμετρα έξω από τη Νέα Αγχίαλο, όπου κατόπιν ανεγέρθηκαν σύγχρονες εγκαταστάσεις, όπως οινοποιείο, εμφιαλωτήριο, ελαιουργείο και αμυγδαλοσπαστήρας. Η ανοδική πορεία και ο εκσυγχρονισμός του συνεταιρισμού δεν έπαυσαν μέχρι τις ημέρες μας.
Τοπικές γιορτές
Οι Αγχιαλίτες τιμούν ιδιαίτερα και παραδοσιακά τη γιορτή του Αγίου Αθανασίου στις 18 Ιανουαρίου, κατά την οποία ο Συνεταιρισμός γιορτάζει και οργανώνει εκδήλωση, στην οποία συμμετέχουν οι κάτοικοι και οι αρχές και όπου παραδοσιακό κέρασμα είναι το λουκούμι. Άλλες τοπικές εορτές λαμβάνουν χώρα την ημέρα μνήμης του Αγίου Τρύφωνα, την 1η Φεβρουαρίου, κατά την οποία έχουν την τιμητική τους οι αμπελουργοί, καθώς και την ημέρα μνήμης του Αγίου Παντελεήμονα, στις 27 Ιουλίου. Ο τελευταίος εορτασμός πραγματοποιείται σε εκκλησίδιο λίγο έξω από την κωμόπολη, όπου παλαιότερα οι κάτοικοι μετέβαιναν πεζοί. Οι γυναίκες γιορτάζουν τα επονομαζόμενα Τρίμερα, ημέρα Τετάρτη μετά την Καθαρή Δευτέρα. Πρόκειται για μια λαϊκή γιορτή, ένα παλαιό θρακικό έθιμο. Επίσης, την ημέρα της εορτής της Αναλήψεως, τελείται με λαμπρότητα Εσπερινός σε παραλιακό εκκλησίδιο, το οποίο κατασκευάστηκε το 1955, κατ’ αναλογίαν της εκκλησίας της Παναγίας στην Αγχίαλο του Ευξείνου Πόντου.
Μια άλλη καθιερωμένη λαϊκή εορτή στη Νέα Αγχίαλο είναι η Γιορτή Κρασιού, που πραγματοποιείται την καλοκαιρινή περίοδο. Πρόκειται για έναν πολυετή θεσμό, ένα πολιτιστικό γεγονός που ελκύει χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο, όχι μόνο από όλη την περιφέρεια της Θεσσαλίας αλλά και από την υπόλοιπη Ελλάδα, όπου προσφέρεται δωρεάν κρασί από το οινοποιείο του Αγροτικού Συνεταιρισμού “η Δήμητρα” ένα από τα μεγαλύτερα οινοποιεία της χώρας.
Η σύγχρονη πόλη
Οι κάτοικοι εκτός από ιδιοκτήτες καλλιεργητές, ελεύθεροι εργάτες και τεχνίτες, ασχολήθηκαν και με τα γράμματα και διακρίθηκαν σε πολλούς τομείς των επιστημών. Σήμερα μάλιστα οι γονείς επιδιώκουν με κάθε τρόπο να μορφώσουν τα παιδιά τους με αποτέλεσμα να υπάρχει έλλειψη εργατικών χεριών. Η οικονομία της Νέας Αγχιάλου έχει χαρακτήρα αγροτικό και αστικό. Είναι ανεπτυγμένη η γεωργία και παράλληλα το εμπόριο και η βιοτεχνία. Η Νέα Αγχίαλος παρουσιάζει μια φυσική ομορφιά, πλούσιες αρχαιότητες, προσφέροντας στον επισκέπτη άνετη, κεφάτη και χαρούμενη διαμονή. Με άλλα λόγια, είναι ένα όμορφο και γραφικό θερινό θέρετρο.
Τα τελευταία χρόνια είναι σε εξέλιξη η προσπάθεια για την τουριστική αξιοποίηση και ανάδειξη των πλεονεκτημάτων της Νέας Αγχιάλου, με παράλληλο σεβασμό τόσο στην παράδοση όσο και στην προστασία του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος. Με το πρόγραμμα «Καλλικράτης» η Νέα Αγχίαλος εντάχθηκε ως Δημοτική Ενότητα στο Δήμο Βόλου το 2011. Μετά την ένταξη της Νέας Αγχιάλου στο Δήμο Βόλου μεγάλος είναι ο κίνδυνος οι Αγχιαλίτες να απολέσουν ολοκληρωτικά τη μνήμη της πατρώας γης τους. Για το λόγο αυτό, ο Σύλλογος Αγχιαλιτών της Αθήνας,[19] που ιδρύθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα, κατέβαλε και καταβάλλει άοκνες προσπάθειες για την αφύπνιση των μελών του, ώστε να συνειδητοποιήσουν την αξία της πνευματικής και ιστορικής κληρονομιάς τους, τις υπάρχουσες δυνατότητες και τις μελλοντικές προοπτικές τους.
Οικισμοί
Γύρω από τη Νέα Αγχίαλο βρίσκονται οι εξής οικισμοί, οι οποίοι ανήκουν στη δικαιοδοσία της: Η Τοπική Κοινότητα Μικροθήβες, ένα χωριό οικοδομημένο στη θέση “Κάστρο”, που έλαβε το όνομά του από τις αρχαίες Φθιώτιδες Θήβες, τα ερείπια των οποίων βρίσκονται στην περιοχή. Η παλαιά τούρκικη ονομασία του Άκιτσι (ή Άκιτς, Άκετσι, Ακκιτσλέ, κ.ά.), οφειλόταν σε έναν Οθωμανό που είχε εκεί το τσιφλίκι του.
Ο οικισμός Καστράκι πλησίον των Μικροθηβών.
Η Τοπική Κοινότητα Αϊδίνιο με υψόμετρο 63 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας.
Ο οικισμός Αλωνάκι που βρίσκεται μετά το λιμανάκι της Νέας Αγχιάλου κι αποτελεί το νέο παραθαλάσσιο επίνειο της κωμόπολης. Κατοικείται από μόνιμους κατοίκους με σημαντική οικιστική δυναμική τα τελευταία χρόνια.
Ο οικισμός της Δημητριάδας που βρίσκεται σε απόσταση περί τα 2,5 χιλιόμετρα νότια της Νέας Αγχιάλου.
Η Χρυσή Ακτή Παναγιάς που είναι παραθαλάσσιος οικισμός ευρισκόμενος σε απόσταση 3 περίπου χιλιομέτρων βόρεια-βορειοανατολικά της Νέας Αγχιάλου, πάνω στην Εθνική Οδό προς Βόλο. Διαθέτει μικρό ορμίσκο με άμμο και ρηχή θάλασσα.
Μερικά χιλιόμετρα μετά τη Χρυσή Ακτή Παναγιάς και κατευθυνόμενοι προς Βόλο, βρίσκεται ακόμη ο όρμος Μαμιδάκη με τον οικισμό Άγιος Γεώργιος Κυνηγών. Ο οικισμός έχει μόνιμους κατοίκους καθώς και παραθεριστικές οικίες και παραλία με βότσαλα και κροκάλες.
Οι οικισμοί Μάραθος και Κριθαριά βρίσκονται στη συνέχεια της διαδρομής προς Βόλο. Είναι από τους πρώτους οικισμούς που κατοικήθηκαν από Γερμανούς παραθεριστές, με μόνιμες παραθεριστικές κατοικίες επί το πλείστον.
Κρατικός Αερολιμένας Νέας Αγχιάλου
Πλησίον της Νέας Αγχιάλου λειτουργεί Κρατικός Αερολιμένας, που εξυπηρετεί ολόκληρη τη Θεσσαλία. Η λειτουργία του πολιτικού αεροδρομίου ξεκίνησε το 1991, ενώ μέχρι τότε υπήρχε μόνον η 111 Πτέρυγα Μάχης στρατιωτικών αεροσκαφών που είχε συγκροτηθεί το 1952. Ο Κρατικός Αερολιμένας Νέας Αγχιάλου βρίσκεται 24 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης του Βόλου και είναι εύκολα προσβάσιμος από τον Αυτοκινητόδρομο 1 (Αθηνών-Θεσσαλονίκης). Το αεροδρόμιο μέχρι πρόσφατα εξυπηρετούσε την αεροπορική σύνδεση Βόλου-Αθήνας και ναυλωμένες πτήσεις (charter) από πολλά μέρη της Ευρώπης. Ωστόσο, η ολοκλήρωση του νέου αεροσταθμού 9.000 τ.μ. το Σεπτέμβριο του 2010, έδωσε ώθηση στην περαιτέρω ανάπτυξη του αερολιμένα, που αποτελεί πλέον ένα από τα πιο σύγχρονα περιφερειακά αεροδρόμια της Ελλάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου