Το χωριό της Μαγνησίας και ποιος είπε γι αυτό «ουδέποτε εις την ζωήν μου είδον ωραιοτέραν φύσιν»
Το Πουρί βρίσκεται στη βορειανατολική πλευρά του Πηλίου, στο τέρμα του αμαξωτού δρόμου και σε απόσταση 50χλμ από το Βόλο. Ο δρόμος περνάει πρώτα από τη Ζαγορά, συνεχίζει βόρεια και σε 6χλμ καταλήγει στο Πουρί. Είναι ασφαλτοστρωμένος και χαραγμένος στη γραμμή του παλιού καλντεριμιού, που ένωνε τα δύο χωριά. Διέρχεται ανάμεσα από κτήματα με μηλιές και από μέρη με άγρια βλάστηση. Στο μέσο της διαδρομής είναι ο χείμαρρος ‘Καλοκαιρινός’, ο οποίος στις δυνατές μπόρες κατεβάζει με ορμή πολλά νερά, που στο παρελθόν αρκετές φορές έχουν παρασύρει το γεφύρι και έχουν προξενήσει σοβαρές ζημιές. Στα δυτικά του γεφυριού, στην τοποθεσία ‘Μεγαλοβράχος’, το νερό πέφτει με πάταγο από ύψος εκατό και πλέον μέτρων, σχηματίζοντας τους χειμερινούς μήνες θεαματικό καταρράχτη, το μεγαλύτερο στο Πήλιο. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν στις αρχές Απριλίου του 1912 ήρθε ως εδώ έφιππος, συνοδευόμενος απ’ το δήμαρχο Ζαγοράς Ιωάννη Κασσαβέτη και πολλούς επισήμους, γοητεύτηκε πολύ από τη σπάνια ομορφιά του τοπίου και είπε αυτά τα λόγια: «Ουδέποτε εις την ζωήν μου είδον ωραιοτέραν φύσιν». Μπροστά από το Πουρί ο δρόμος διακλαδίζεται στα δύο. Η δεξιά διακλάδωση οδηγεί στην κάτω συνοικία και στις δύο παραλίες του χωριού, την Ελίτσα και τον Οβριό. Η αριστερή διακλάδωση οδηγεί στο κέντρο του χωριού, όπου έχει διαμορφωθεί αρκετός χώρος για τη στάθμευση των αυτοκινήτων. Το χωριό είναι χτισμένο σε μια κατωφέρεια, που κοιτάζει προς την ανατολή και έχει απέραντη θέα προς το Αιγαίο πέλαγος. Έχει μακρόστενο σχήμα, με το μεγάλο άξονα στην κατεύθυνση ανατολής – δύσης. Το μέσο υψόμετρο είναι 450μ αλλά τα κάτω σπίτια με τα επάνω παρουσιάζουν υψομετρική διαφορά γύρω στα εκατόν πενήντα μέτρα, γι’ αυτό κανένα σπίτι δεν εμποδίζει τη θέα του άλλου προς το λεβάντη. Τα περισσότερα σπίτια είναι πέτρινα, σκεπασμένα με πλάκες ή κεραμίδια. Στην πλειονότητάς τους είναι διώροφα. Αρκετά καινούρια είναι τριώροφα, με πηλιορείτικο παραδοσιακό σχέδιο. Όλα είναι ασβεστωμένα και καθαρά. Οι αυλές τους στολίζονται από λογής-λογής πολύχρωμα λουλούδια και καλλωπιστικούς θάμνους. Πολύ ευδοκιμούν οι καμέλιες, οι γαρδένιες και οι ορτανσίες.
Δεν λείπουν και οι πυκνόφυλλες κληματαριές, που χαρίζουν τα γλυκόχυμα σταφύλια και τον ελαφρό ίσκιο τους. Στους κήπους καλλιεργούνται λαχανικά και οπωροφόρα δέντρα. Πολύκλαδα πλατάνια και βαθύσκιές καρυδιές συμπληρώνουν το καταπράσινο πέπλο, που σκεπάζει το χωριό τους καλοκαιρινούς μήνες.
Είναι πραγματικά λουσμένο στην πρασινάδα το Πουρί. Αυτός ήταν ο λόγος, που τη δεκαετία του 1950 το τότε κοινοτικό συμβούλιο πρότεινε να μετονομαστεί σε «Πολύδροσο» τελικά όμως παρέμεινε το παραδοσιακό του όνομα. Το χειμώνα το Πουρί παρουσιάζει πολύ διαφορετική εικόνα. Τα δέντρα χάνουν τη φυλλωσιά τους και μένουν με τα γυμνά κλαδιά τους. Πάχος χιονιού γύρω στο μέτρο είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Υπάρχουν όμως και χειμώνες που το ύψος του χιονιού ξεπερνάει τα δύο μέτρα. Με το πολύ χιόνι οι άνθρωποι κυκλοφορούν με τα κύκλα, για να μη βουλιάζουν. Είναι οι μέρες της λεύκης γοητείας και της οικογενειακής θαλπωρής αλλά και μέρες ανησυχίας και ανασφάλειας, που προκαλεί ο συγκοινωνιακός και κάποτε τηλεπικοινωνιακός και ηλεκτροδοτικός αποκλεισμός του χωριού, ώσπου ν’ ανοιχτεί ο δρόμος απ’ τα μηχανήματα και να επισκευαστούν οι ζημιές στα δίκτυα του τηλεφώνου και του ηλεκτρικού ρεύματος.
Φτάνοντας στο σταθμό θα δούμε στην κάτω μεριά το σχολείο και δίπλα χώρο παιδικής χαράς. Στην επάνω μεριά είναι το κοινοτικό γραφείο με το ιατρείο, που στεγάζονται σε δύο συνεχόμενα δωμάτια μιας μικρής ισόγειας ιδιωτικής οικοδομής. Μια εικόνα που δεν δημιουργεί καλή εντύπωση. Σε παρακείμενο οικόπεδο, που ήδη έχει ισοπεδωθεί, σκοπεύει η κοινότητα να χτίσει μεγάλη οικοδομή, που θα περιλαμβάνει γραφεία, αίθουσα συγκεντρώσεων και άλλους χρήσιμους χώρους. Πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για την κάλυψη αυτής της βασικής ανάγκης, όσο γίνεται γρηγορότερα. Μπροστά από το χώρο στάθμευσης περνάει το κεντρικό καλντιρίμι, που διασχίζει κάθετα το χωριό. Οδοιπορώντας προς τα επάνω φτάνουμε στην πλατεία του χωριού, που δεν είναι ενιαία αλλά τριπλή, αποτελούμενη από τρία ανισουψομετρικά επίπεδα. Η πρώτη πλατεία σκεπάζεται από ένα πελώριο πλάτανο και η δεύτερη, πιο μεγάλη, από μια γιγάντια φλαμουριά. Είναι στρωμένες με πλάκες και περιφραγμένες με σιδερένια κάγκελα. Ανεβαίνοντας ακόμη τριάντα φαρδιά πετρόχτιστα σκαλιά φτάνουμε στην τρίτη πλατεία, όπου είναι χτισμένη η ενοριακή εκκλησία του Αγίου Δημητρίου με το επιβλητικό καμπαναριό της.
Εκεί είναι και το μνημείο των πεσόντων και στο πίσω μέρος υπάρχει παιδική χαρά. Κοιτάζοντας ανατολικά, το μάτι χαίρεται όλες τις αποχρώσεις της πηλιορείτικης χλωρίδας και στη συνέχεια τη γαλάζια απεραντοσύνη της αιγαιοπελαγίτικης θάλασσας. Σε μέρες ατμοσφαιρικής διαύγειας φαίνονται τα Σποραδονήσια, νοτιανατολικά και η χερσόνησος της Χαλκιδικής στα βορειοανατολικά. Κατεβαίνοντας στην κάτω συνοικία δε θα δούμε άλλη πλατεία. Υπάρχει μόνο ένα καφενομπακάλικο ανάμεσα σε άλλα σπίτια. Στην άκρη της συνοικίας είναι κοντά-κοντά δύο μικρές εκκλησίες, του Αγίου Παντελεήμονα και της Αγίας Παρασκευής και παράπλευρα το κοιμητήριο. Απ’ τις στέγες των σπιτιών υψώνονται κεραίες τηλεόρασης και στις περισσότερες αυλές είναι παρκαρισμένα μικρά αγροτικά φορτηγά, που απορείς πως μπόρεσαν να φτάσουν σ’ όλες τις γειτονιές, κυλώντας πάνω στα τσιμενταρισμένα καλντερίμια, που οι άνθρωποι και τα μεγάλα ζώα λαχανιάζουν να τα ανεβούν. Τη νύχτα όλοι οι δρόμοι του χωριού φωτίζονται και το κάνουν ορατό από πολύ μακριά. Ατενίζοντας από τη θάλασσα τα άσπρα σπίτια του, γαντζωμένα στην καταπράσινη πλαγιά, έχεις την εντύπωση πως βλέπεις ένα κοπάδι πρόβατα, αλλού πυκνά και αλλού αραιά, να βόσκουν αμέριμνα. Στο νου σου έρχονται οι στίχοι του ποιήματος «Το χωριό μας» που έγραψε ο πηλιολάτρης ποιητής Γεώργιος Δροσίνης. Υποθέτω ότι τους εμπνεύστηκε απ’ τη θέα του Πουρίου, όταν πριν από ένα αιώνα απολάμβανε το αγαπημένο του χόμπι, το ψάρεμα, στα ψαροτόπια μπροστά απ’ τον Αι-Γιάννη και τις Πόρτες.
Ονομασία του Χωριού
Όσοι στο παρελθόν έγραψαν κάτι για το Πουρί, δεν χρησιμοποιούν όλοι την ίδια ακριβώς ονομασία. Υπάρχουν μικροδιαφορές τόσο στο θέμα της λέξης όσο και στην κατάληξη. Τη συναντούμε με τις μορφές:
Πωρίον-Πωρί-Πορίον-Πορί-Πουρίον-Πουρί-Πωρίον. Στα πρακτικά του Δήμου Ζαγοράς χρησιμοποιείται η ονομασία Πουρί και Πουρίον και στη γενική πάντοτε του Πουρίου. Η ίδια γραφή συνεχίζεται και στα πρακτικά της Κοινότητας του Πουρίου. Στον παρόντα αιώνα ο Γ. Κορδάτος το ονομάζει Πορί, όπως και ο Α. Κωνσταντινίδης, ενώ ο Κ. Λιβανός το ονομάζει Πουρίον. Οι κάτοικοι του ίδιου του χωριού, της Ζαγοράς και των άλλων κοντινών χωριών προφέρουν πάντοτε Πουρί και τους κατοίκους τους αποκαλούν Πουριανούς. Νομίζω πως ανέκαθεν οι απλοί άνθρωποι έτσι έλεγαν το χωριό. Ο καθαρευουσιάνικος τύπος Πορίον ή Πουρίον χρησιμοποιούνταν μόνο στην γραπτή γλώσσα, κυρίως για το σχηματισμό της δοτικής πτώσης σε καθιερωμένες φράσεις. Η λέξη Πουρί είναι καθαρά Ελληνική. Από τη λέξη πώρος=πωρώδες, ασβεστολιθικό πέτρωμα, αλλιώς πωρόλιθος, προέρχεται η λέξη πωρίον, που μετασχηματίστηκε σε πωρί, πορί, πουρί.
Γύρω από το χωριό υπάρχουν πολλές ασπριδερές ασβεστολιθικές πέτρες, που λέγονται στην ντόπια γλώσσα πουριά. Ίσως για αυτό το λόγο να ονομάστηκε έτσι το χωριό. Όμως είναι πιο πιθανό να πήρε το όνομα του από το ακρωτήρι Πουρί ή Λαγήνι, που βρίσκεται στην ακτή του χωριού, προς τα βόρεια. Το ακρωτήρι αρχικά ονομάστηκε Πωρίον για το λόγο ότι αποτελείται από μεγάλους πωρόλιθους, που λευκάζουν από πολύ μακριά. Λαγήνι ονομάστηκε αργότερα απ’ τους ψαράδες της περιοχής, γιατί μοιάζει με λαγήνι. H νέα αυτή ονομασία συνυπάρχει με την πρώτη, που παρέμεινε η επίσημη. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει από έγκυρους χάρτες. Συγκεκριμένα, τον περασμένο Απρίλιο στην «Έκθεση Ελληνικού Συντάγματος», που οργανώθηκε σε αίθουσα της Βουλής υπήρχε ένας αναρτημένος μεγάλος χάρτης του Ελληνικού Βασιλείου συνταγμένος το 1838 στη γαλλική γλώσσα, από επιτελείς Γάλλους αξιωματικούς επί τη βάσει πληροφοριών και της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Στον έγκυρο αυτό χάρτη το ακρωτήρι γράφεται Pori. Επίσης, χάρτης του Ελληνικού Βασιλείου, με κλίμακα 1:400.000, φιλοτεχνημένος κι αυτός από Γάλλους αξιωματικούς, το 1838, γραμμένος στα γαλλικά και ελληνικά, υπάρχει και στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών, όπου και εκεί γράφεται Pori-Πορί. Στο ίδιο μουσείο υπάρχει και χάρτης της Θεσσαλίας με ημερομηνία 24-5-1881, γραμμένος στην αγγλική γλώσσα, που γράφει Pori. Στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο υπάρχει χάρτης της Ελλάδας, μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881), όπου σημειώνεται Πορί. To πιθανότερο λοιπόν είναι να δόθηκε το πολύ ταιριαστό όνομα Πωρίον πρώτα στο ακρωτήριο και στη συνέχεια πήρε το ίδιο το όνομα ο κοντινός παραθαλάσσιος οικισμός, που αποτέλεσε το προδρομικό στάδιο του χωριού, το οποίο συγκροτήθηκε αργότερα στη σημερινή του θέση, ξεκινώντας από κάτω προς τα πάνω.
Όσο για τη λέξη Πόρος, αυτή είναι ελληνική και σημαίνει στην προκειμένη περίπτωση-έχει και άλλες σημασίες- πέρασμα ποταμού Πραγματικά, στο σημείο εκείνο της ρεματιάς η κοίτη είναι οριζόντια και οι όχθες πλησιάζουν μεταξύ τους, υπάρχουν δε και μεγάλοι βράχοι απέναντι, ικανοί να στηρίξουν μια γέφυρα και να εξασφαλιστεί το πέρασμα του ποταμιού, όπως και έχει γίνει. Πόρος λέγεται κανονικά, το μέρος, όπου είναι το τοξωτό παλιό γεφύρι, ενώ το μέρος ονομάζεται ‘‘της λαγωνίκας’’. Συνεκδοχικά μερικοί δίνουν την ονομασία Πόρος και στο ρέμα.
Λίγες είναι οι γραπτές μαρτυρίες για την ιστορία του Πουρίου στα πρίν από τα 1800 χρόνια. Η παλαιότερη χρονολογία είναι το σπίτι των αδερφών Μαργαρίτη, όπου στο επάνω μέρος της κάσας μιας εσωτερικής πόρτας είναι χαραγμένη ευδιάκριτα η χρονολογία 1699. Οι μεγαλύτεροι του χωριού θυμούνται ή άκουσαν για άλλα 8-9 σπίτια, της ίδιας περίπου ηλικίας με το παραπάνω. Το μισοδιατηρούμενο σπίτι του Νύστα θεωρείται παλαιότερο κι απ’ του Μαργαρίτη. Αρχαιότερη όμως απ’ την παραπάνω μαρτυρία έχει αυτή που βρήκε ο Α. Κωνσταντινίδης σε Ευαγγέλιο του έτους 1671 στον Άγιο Γεώργιο, Ζαγοράς. Στην πίσω πλευρά του εξώφυλλου υπήρχε αχρονολόγητη σημείωση του επισκόπου Δημητριάδας Ιωαννικίου (ήταν επίσκοπος το διάστημα 1678-1713, ίσως και νωρίτερα), που μεταξύ των άλλων έγραφε ότι άφηνε από είκοσι γρόσια στις εκκλησίες, μεταξύ και μιας εκκλησίας του Πουρίου για να λειτουργούν οι ιερείς και να μνημονεύουν όλους τους χριστιανούς. Άρα στο Πουρί υπήρχε ενοριακή εκκλησία πρίν από τρείς και πλέον αιώνες. Υπάρχουν και δύο παλιές χρονολογίες σε εξωκλήσια. Η μια είναι χαραγμένη σε πέτρα πάνω από την πόρτα του Αγίου Ονουφρίου και γράφει 1737. Η δεύτερη, λίγο νεότερη, είναι σκαλισμένη στο δάπεδο του επάνω Αϊ Γιάννη και γράφει 1747. O A. Κωνσταντινίδης γράφει ότι στην Αγία Παρασκευή υπήρχαν – πριν το 1940 – τρείς εικόνες, της Θεοτόκου, της Αγίας Παρασκευής, και του Αγίου Νικολάου με χρονολογία 1728. Επίσης σε Μηναίο του Αγίου Παντελεήμονα ήταν σημειωμένη μια θύμηση με χρονολογία 1713. Στο δεξιό μέρος της σκάλας στην πλατεία του Αγίου Δημητρίου πάνω σε μια πλάκα ήταν χαραγμένη η ημερομηνία 1716. Οι εικόνες του τέμπλου στον ΑΪ-Λιά χρονολογούνται από το 1161ου έτους. Χτίστηκε δηλαδή τον 12ο αιώνα, στον οποίο ανάγεται και η ίδρυση του παλιού μοναστηριού της Ζαγοράς, της Παναγίας Ράσοβας. Υπάρχει μια γραπτή μαρτυρία του Ζαγοριανού Πατριάρχη Καλλίνικου του Γ΄,που σύνταξε στις 21 Μαΐου 1776, για να εκφράσει τις ευχαριστίες του ίδιου και των συγχωριανών του προς τον έμπορο και ευεργέτη της Ζαγοράς Ιωάννη Πρίγκο, για την αποστολή εκατοντάδων βιβλίων προς το Ελληνομουσείο της Ζαγοράς καθώς και τη γενναία οικονομική ενίσχυση αυτού και του σχολείου «Κοινών Γραμμάτων», στη συνοικία της Σωτήρας Ζαγοράς.
Οι ρίζες του χωριού πρέπει να εισχωρούν βαθύτερα στους αιώνες. Η τοποθεσία που είναι χτισμένος ο κάτω ΑΪ Γιάννης λέγεται ‘‘Καστέλλι’’. Είναι ένα μικρό πλάτωμα στην άκρη της ξηράς, που καταλήγει σε απότομο ψηλό βράχο. Τοποθεσία με το ίδιο όνομα υπάρχει και στη γειτονική Παλαιά Μιτζέλα. Στο μέσο του δρόμου προς την παραλία του Οβριού υπάρχει τοποθεσία που ονομάζεται ‘‘Φραγκοπάπουτσο’’. Πήρε αυτό το όνομα, γιατί πάνω σε μια μεγάλη πέτρα, σήμερα δεν υπάρχει γιατί πέρασε από εκεί ο αγροτικός δρόμος και την έσπασαν, υπήρχε ένα βαθούλωμα που έμοιαζε με αποτύπωμα πέλματος αντρικής μπότας. Μια παράδοση λέει πως κάποτε οι Φράγκοι αποβιβάστηκαν στον Οβριό και ανηφόρισαν για το χωριό, με σκοπό να κάνουν μεγάλο κακό. Ο Άγιος ΦλαμούριΔημήτριος όμως, ο προστάτης του χωριού, καθήλωσε στο σημείο του βράχου τον αρχηγό της ομάδας, κόλλησε δηλαδή το πόδι του στην πέτρα, με αποτέλεσμα να φοβηθούν και να γυρίσουν πίσω. Η παράδοση αυτή πέρα από την απλοϊκή εξήγηση που δίνει στον σχηματισμό του βαθουλώματος στο βράχο, δεν ευσταθεί και για το λόγο ότι στον καιρό της Φραγκοκρατίας (1204-1261) δεν υπήρχε συγκροτημένο χωριό στη θέση που είναι σήμερα. Έχει όμως και την αξία της από την άποψη ότι αυτοί, που παρομοίασαν το σημάδι του βράχου με παπούτσι φράγκικο και το ονόμασαν έτσι, θα πρέπει να είχαν δεί από κοντά τους Φράγκους στρατιώτες ή στην παραθαλάσσια περιοχή του Πουρίου ή σε άλλο φραγκοκρατούμενο τόπο, από τον οποίο έφυγαν και εγκαταστάθηκαν εδώ, για περισσότερη ασφάλεια. Η σκέψη αυτή μας οδηγεί στην λογική υπόθεση ότι στα χρόνια της φραγκοκρατίας ή στα αμέσως επόμενα ζούσαν στα χαμηλά μέρη της περιφέρειας του χωριού κάποιες οικογένειες, σε συνθήκες απόλυτα κλειστής οικονομίας και αυτοπροστασίας.
Σε απόσταση μικρότερη της μισής ώρας από το «Καστέλι», στην περιφέρεια της Ζαγοράς, υπάρχει η τοποθεσία «Παλιόκαστρο», στην κορυφή ενός λόφου. Στη θέση αυτή και στα γύρω περιβόλια βρέθηκαν στις αρχές του αιώνα σημαντικά ευρήματα, όπως πήλινα αγγεία, πέτρινες σφαίρες, νομίσματα, ξίφη, δαχτυλιόλιθοι κ.α που δείχνουν ότι ο τόπος κατοικούνταν. Κάποιοι λένε ότι το κάστρο είναι αρχαίο. Οι παλιοί δάσκαλοι της Ζαγοράς Δ. Μοσχίδης και Π. Μολοχάδης τοποθετούν εδώ κοντά την αρχαία πόλη Θαυμακία. Βρέθηκαν επίσης οικοδομικά υλικά, που σύμφωνα με την γνώμη του Κορδάτου, Κωνσταντινίδη και Σκουβαρά ανάγονται στην βυζαντινή εποχή δεν αποκλείεται όμως να χρησιμοποιήθηκαν και από τους Φράγκους. Κάποτε το «Παλιόκαστρο» κυριεύτηκε από τους πειρατές και όσοι από τους κλεισμένους σ’αυτό μπόρεσαν να διαφύγουν, πήγαν ψηλότερα και εγκαταστάθηκαν γύρω από το μοναστήρι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και στην απόμερη θέση Κακάβα, στην συνοικία της Αγίας Κυριακής. Η πτώση του κάστρου και η μετακόμιση των κατοίκων στις παραπάνω ασφαλέστερες θέσεις θα έγινε στα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας, που δεν υπήρχε καμιά ασφάλεια στο Πήλιο και η πειρατεία ήταν σε έξαρση.
Σύμφωνα λοιπόν με τις υπάρχουσες ενδείξεις η περιοχή γύρω από το Παλιόκαστρο κατοικούνταν από τους βυζαντινούς χρόνους και στην ενδιάμεση περίοδο της Φραγκοκρατίας. Στην περίπτωση αυτή είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι Φράγκοι είχαν χτίσει κάποιο κάστρο, κάποιο οχυρωμένο πύργο σε κοντινή και επίκαιρη θέση όπως είναι το Καστέλλι, για την επιτήρηση της θαλάσσιας περιοχής και για την μετάδοση κωδικών σημάτων, στην διάρκεια της νύχτας, με φωτιές ή αναμμένους δαυλούς.
Στην παραθαλάσσια περιοχή του Πουρίου ζούσαν κάποιες οικογένειες πολύ πριν από το 1423, που οι Τούρκοι κατέλαβαν το Πήλιο. Αυτοί έμεναν σε μικρά αγροτόσπιτα ως κολληγοί των μικρών μοναστηριών (του Αι Γιάννη, του Αγίου Κωνσταντίνου, της Αγίας Τριάδας). Επικοινωνούσαν με τον οικισμό του Παλαιόκαστρου, της Ζαγοράς και επηρεάζονταν από τις αποφάσεις και ενέργειές του. Όταν οι γείτονές τους εγκατέλειψαν τον πρώτο οικισμό τους και εγκαταστάθηκαν γύρω από το μοναστήρι της Σωτήρας, ανέβηκαν και αυτοί ψηλότερα και έχτισαν τα σπίτια τους στην κάτω συνοικία του σημερινού χωριού. Έτσι συγκροτήθηκε το πρώτο χωριό, στα μέσα του 15ου αιώνα και αργότερα έχτισαν μικρή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι έδωσαν τα δύο φράγκικα ονόματα, ‘‘Καστέλλι’’ και ‘‘Φραγκοπάπουτσο’’, που έφτασαν μέχρι τις μέρες μας, μεταδιδόμενα από γενιά σε γενιά.
Σιγά-σιγά το χωριό αυξήθηκε σε πληθυσμό και επεκτάθηκε προς τα επάνω, στα δυτικά. Πολλές οικογένειες ήρθαν προς το τέλος του 18ου αιώνα από τη Βόρεια Ήπειρο. Ο λόγος της αθρόας μετανάστευσης βορειοηπειρωτικών προς την ανατολική Θεσσαλία και ιδιαίτερα προς Πήλιο ήταν η καταστροφή της Μοσχόπολης το 1771 από τους Τουρκοαλβανούς που τρομοκράτησε τον ελληνικό πληθυσμό. Κάποιες οικογένειες ήρθαν εδώ με τα ζώα τους και το νοικοκυριό τους και εγκαταστάθηκαν στα γύρω από το χωριό μέρη. Με τον καιρό ενσωματώθηκαν με τις παλιές οικογένειες και έγιναν μόνιμοι κάτοικοι. Η κάθοδος Ηπειρωτών προς το Πήλιο συνεχίστηκε και τον περασμένο αιώνα. Αρκετοί απόγονοι των οικογενειών αυτών γνωρίζουν από τους παππούδες τους ότι κατάγονται από εκεί. O πληθυσμός του χωριού αυξήθηκε και το 1827 ή το 1828, όταν έγινε η καταστροφή της Μιτζέλας. Αρκετές μιτζελιώτικες οικογένειες κατέφυγαν τότε στο Πουρί, όπου και εγκαταστάθηκαν μόνιμα.
κείμενο “Απο το βιβλίο Το Πουρί – Το Πολύδροσο χωριό του Πηλίου του Νίκου Διαμαντάκου Εκδόσεις Κοινότητας Πουρίου”.
φωτογραφίες από pouri-phlion.blogspot.com
Πηγή: https://www.visit-pilio.gr/
https://magnesianews.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου